Τετάρτη 10 Μαΐου 2023

Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Γυμνασίου (12) – Ν. Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (μαθητικές εργασίες και σχολιασμός του αποσπάσματος)


Νίκος Καζαντζάκης: η ζωή του

Μια γεύση της γεμάτης ενδιαφέρουσες εμπειρίες ζωής του Νίκου Καζαντζάκη θα βρείτε στην παρουσίαση που ακολουθεί. Την παρουσίαση ετοίμασαν οι μαθήτριες Εμμέλεια Ελληνίδου και Σοφία Μαλεζίδου και ο μαθητής Κωνσταντίνος Σαρηγιαννίδης της Γ΄ γυμνασίου του Μουσικού Σχολείου Αμυνταίου (πατώντας τα βελάκια κάτω δεξιά θα δείτε την παρουσίαση σε πλήρη οθόνη):


Η επόμενη παρουσίαση, που δημιουργήθηκε από τη μαθήτρια της Γ΄ γυμνασίου του Μουσικού Σχολείου Αμυνταίου Βεράνη Δήμητρα, περιέχει μια επιλογή βασικών έργων του μεγάλου συγγραφέα:




Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά 

Η σκηνή του αποσπάσματος τοποθετείται σε ένα καφενείο του Πειραιά. Πάει να ξημερώσει και ο καιρός είναι βροχερός (Είχα κατέβει στο λιμάνι να πάρω το βαπόρι για την Κρήτη. Κόντευε να ξημερώσει. Έβρεχε. Φυσούσε δυνατή σοροκάδα κι έφταναν οι πιτσιλιές της θάλασσας στο μικρό καφενεδάκι., σ. 164). Ο αφηγητής, ένας άνθρωπος των γραμμάτων και της μελέτης, διανοούμενος (διαβάζει κλασική λογοτεχνία: Έκλεισα τον Ντάντε., σ.165), και μάλλον κάπως κλειστός και επιφυλακτικός (– Πολλά φρόνιμος μου φαίνεσαι, είπε, και να με συμπαθάς, σ.166) περιμένει να πάρει το πλοίο για την Κρήτη. Τότε τον πλησιάζει ένας περίεργος τύπος. Τον λένε Αλέξη Ζορμπά και ο αφηγητής τον περιγράφει ψηλό, αδύνατο, ψαρομάλλη, με έξυπνη, φλογερή ματιά, ταλαιπωρημένο από τη ζωή, αλλά πολύπειρο:

Δε θα 'ταν άσκημο, συλλογίστηκα, να τον πάρω μαζί μου το γέρο ετούτον κρεμανταλά στο μακρινό έρημο ακρογιάλι. Φαίνουνταν πολυταξιδεμένος, πολυζωισμένος Σεβάχ Θαλασσινός· […] Στέκουνταν από πάνω μου μαντράχαλος, κοκαλιάρης … (σ.165)

Ό,τι απ' όλα μου 'κανε εντύπωση ήταν τα μάτια του, περγελαστικά, θλιμμένα, ανήσυχα, όλο φλόγα. […] Πέρασε ανάμεσα από τα τραπέζια με γοργό ελαστικό περπάτημα κι ήρθε και στάθηκε από πάνω μου. […] Βουλιαγμένα μάγουλα, χοντρή μασέλα, εξογκωμένα ζυγωματικά, ψαρά κατσαρωμένα μαλλιά, μάτια που σπίθιζαν. (σ.164)

… το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ζάρες, σκαλισμένο, σαρακοτρυπημένο, σα να το 'χαν φάει τα λιοβόρια κι οι βροχές. (σ.166)

Από τον τρόπο που μιλά και συμπεριφέρεται φαίνεται λαϊκός τύπος, γεμάτος νεύρο και πάθος για τη ζωή, αυθόρμητος, που μιλά καθαρά και χωρίς περιστροφές:

- Ταξίδι;, με ρώτησε. Για πού, με το καλό; – Για την Κρήτη. Γιατί ρωτάς;
– Με παίρνεις μαζί σου; (σ.164)

– Τι συλλογιέσαι;, μου κάνει, κουνώντας τη χοντρή του κεφάλα. Κρατάς και του λόγου σου ζυγαριά, ε; Ζυγιάζεις με το δράμι, ε; Μωρέ, πάρε απόφαση, κατά διαόλου οι ζυγαριές! […]
- Φασκόμηλο;, έκαμε περιφρονητικά. Έλα εδώ, καφετζή· ένα ρούμι! […]
– Oυ, κάθεσαι και ρωτάς! Έτσι μου κάπνισε, βρε αδερφέ! Από της μυλωνούς τον πισινό ζητάς ορθογραφία. O πισινός της μυλωνούς είναι ο νους του ανθρώπου. (σ.165)

Με τρεις αναδρομές1 φωτίζονται βασικές πλευρές της ζωής του: η πρώτη αναδρομή αφορά την επαγγελματική του ζωή και τον παρουσιάζει ως άνθρωπο της σκληρής δουλειάς, δυναμικό, υπεύθυνο και αποφασιστικό, άλλα εντελώς ιδιόρρυθμο και απρόβλεπτο, αφού χωρίς συγκεκριμένο λόγο δέρνει το αφεντικό του:

Το περασμένο Σαββατόβραδο ήρθα στο κέφι, και μια και δυο κινώ, βρίσκω τον ιδιοχτήτη που 'χε έρθει εκείνη τη μέρα να μας επιθεωρήσει και τον σπάζω στο ξύλο.
– Μα γιατί; τι σου 'καμε;
– Εμένα; τίποτα! Μα τίποτα, σου λέω! Πρώτη φορά τον έβλεπα τον άνθρωπο. Μας μοίρασε και τσιγάρα, ο κακομοίρης.
– Τότε λοιπόν;
– Oυ, κάθεσαι και ρωτάς! Έτσι μου κάπνισε, βρε αδερφέ! (σ.165)

Με τη δεύτερη αναδρομή ο Ζορμπάς διηγείται πώς έμαθε σαντούρι (σ. 166) και αποκαλύπτει την καλλιτεχνική του φύση: αποδεικνύεται επίμονος, αυθόρμητος και παθιασμένος, αφού δίνει όλα του τα χρήματα, για να ικανοποιήσει τη λαχτάρα του. Η τέχνη για το Ζορμπά δεν είναι τυχαία ή ευκαιριακή απασχόληση· αντίθετα, ο ίδιος ομολογεί ότι της είναι απολύτως αφοσιωμένος, γιατί τον ψυχαγωγεί και τον ανακουφίζει· κυριεύεται από μια ξεχωριστή ψυχική διάθεση, ίσως μια εσωτερική πληρότητα και ευδαιμονία

Όταν έχω σεκλέτια ή όταν με ζορίσει η φτώχεια, παίζω σαντούρι κι αλαφρώνω. Όταν παίζω, μου μιλούν και δεν ακούω· κι αν ακούσω, δεν μπορώ να μιλήσω. Θέλω, θέλω, μα δεν μπορώ. […] Το σαντούρι θέλει να συλλογιέσαι μονάχα σαντούρι … (σ.167)

Η τρίτη αναδρομή αφορά την οικογενειακή ζωή του Ζορμπά: παντρεύτηκε κι έκανε παιδιά· Έζησε μάλλον φτωχικά (Στο σπίτι είναι σκοτούρες, γυναίκα, παιδιά· τι θα φάμε, πώς να ντυθούμε, τι θ' απογίνουμε; Κόλαση!, σ. 167). Στο απόσπασμα δεν δίνονται άλλες λεπτομέρειες της οικογενειακής ζωής του.

Το κομμάτι τελειώνει με μια αποτίμηση του Ζορμπά από τον αφηγητή. Μετά το πρώτο σοκ ο αφηγητής δείχνει όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον γι’ αυτόν τον εκκεντρικό ομολογουμένως άνθρωπο, ο οποίος αν και μάλλον αμόρφωτος, φαίνεται έμπειρος, καλλιεργημένος, φιλικός, απλός και άμεσος:

Κατάλαβα πως ο Ζορμπάς ετούτος είναι ο άνθρωπος που τόσον καιρό τον ζητούσα και δεν τον έβρισκα· μια ζωντανή καρδιά, ένα ζεστό λαρύγγι, μια ακατέργαστη μεγάλη ψυχή, που ακόμα δεν αφαλοκόπηκε από τη μάνα της, τη Γης.
Τι θα πει τέχνη, έρωτας της ομορφιάς, αγνότητα, πάθος –ο εργάτης ετούτος μού το ξεδιάλυνε με τα πιο απλά ανθρώπινα λόγια. (σ.167-8)

 

Αφηγηματικές τεχνικές

Η αφήγηση δίνεται σε α΄ πρόσωπο και ο αφηγητής είναι πρόσωπο της ιστορίας (Τον πρωτογνώρισα στον Πειραιά. Είχα κατέβει στο λιμάνι να πάρω το βαπόρι για την Κρήτη.), διηγείται δηλαδή περιστατικά που συνέβησαν στον ίδιο. Με τις επιλογές αυτές ο Καζαντζάκης θέλει να κάνει πιο πιστευτή την ιστορία του, να φέρει τους αναγνώστες πιο κοντά στα περιστατικά: να τους πείσει δηλαδή ότι όσα διαβάζουν είναι πραγματικότητα. Βέβαια, το μυθιστόρημα είναι δημιούργημα της φαντασίας του συγγραφέα, αν και στο συγκεκριμένο έργο ο Καζαντζάκης έχει καταγράψει και μερικά γεγονότα που έζησε ο ίδιος. 

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη διήγηση, όταν αφηγείται διάφορα γεγονότα, όπως τη σκηνή του καφενείου, τον διάλογο, όταν δίνει σε ευθύ λόγο τις συζητήσεις των πρωταγωνιστών και την περιγραφή, με την οποία αποδίδει σε διάφορα σημεία την εμφάνιση του Ζορμπά και την εικόνα του σαντουριού:

Κοίταξα τα χέρια αυτά που κάτεχαν να δουλεύουν τον κασμά και το σαντούρι – γιομάτα ρόζους και χαραμάδες, παραμορφωμένα και νευρικά. Άνοιξαν με προσοχή και τρυφεράδα, σα να 'γδυναν γυναίκα, το σακούλι κι έβγαλαν ένα παλιό μαγληνό σαντούρι, με πλήθος κόρδες, με μπρούντζινα και φιλντισένια στολίδια και με μιαν κόκκινη μεταξωτή φούντα στην άκρα. Τα χοντρά δάχτυλα το χάδεψαν όλο, αργά, παθητικά, σα να χάδευαν γυναίκα. Κι ύστερα πάλι το τύλιξαν, όπως τυλίγουμε αγαπημένο σώμα μη μας κρυώσει.

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης (1946). Πηγή: Βικιπαίδεια

 

Σχήματα λόγου

Μεταφορές

  • Ό,τι απ' όλα μου 'κανε εντύπωση ήταν τα μάτια του, […] όλο φλόγα.
  • … μάτια που σπίθιζαν. (σ.164)
  • Μου άρεσαν οι τσεκουράτοι τρόποι και τα λόγια του·
  • Κρατάς και του λόγου σου ζυγαριά, ε;
  • – Όλες τις δουλειές· του ποδαριού, … (σ.165)
  • … μια ζωντανή καρδιά, ένα ζεστό λαρύγγι… (σ.167)

 

Παρομοιώσεις (αποδίδουν τη φροντίδα και την τρυφερότητα που δείχνει ο Ζορμπάς στο σαντούρι του)

Άνοιξαν με προσοχή και τρυφεράδα, σα να 'γδυναν γυναίκα, […] Τα χοντρά δάχτυλα το χάδεψαν όλο, αργά, παθητικά, σα να χάδευαν γυναίκα. Κι ύστερα πάλι το τύλιξαν, όπως τυλίγουμε αγαπημένο σώμα μη μας κρυώσει. (σ.168)

 

Σημείωση

1. Για να δώσει ποικιλία και βάθος στο έργο του, αλλά και περισσότερες πληροφορίες, ο συγγραφέας συχνά διακόπτει την πορεία της αφήγησης και διηγείται (ή βάζει τους ήρωές του να διηγούνται) περιστατικά του παρελθόντος: η τεχνική αυτή ονομάζεται αναδρομική αφήγηση ή αναδρομή. «Όπως γίνεται κατανοητό, με την αναδρομή η αφήγηση “εγκαταλείπει” το συγκεκριμένο χρονικό σημείο στο οποίο βρίσκεται μια ορισμένη στιγμή, και ανάγεται σε προγενέστερες χρονικές στιγμές.» [Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων, σ.14]


Θέλω κι άλλο!

Ν. Καζαντζάκης – Π. Πρεβελάκης, Γλωσσάριο επιλεγμένων έργων τουςψηφιακή έκδοση από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: