Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Ουμπέρτο Έκο, Σε τι χρησιμεύει ο καθηγητής;



Μέσα στον κατακλυσμό από άρθρα για το bullying στα σχολείο διάβασα για ένα επεισόδιο που δεν θα το χαρακτήριζα bullying, αλλά το πολύ-πολύ αναίδεια –κι όμως, πρόκειται για μια αναίδεια με ιδιαίτερο νόημα. Λοιπόν, έλεγε ότι ένας μαθητής, για να προκαλέσει τον καθηγητή του, τον ρώτησε, «Συγγνώμη, αλλά στην εποχή του Ίντερνετ, τι κάνετε εσείς εδώ;»

Ο μαθητής είπε τη μισή αλήθεια, που μεταξύ άλλων και οι ίδιοι οι καθηγητές λένε εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια, δηλαδή ότι κάποτε το σχολείο έδινε βεβαίως εκπαίδευση, αλλά πάνω απ’ όλα έννοιες, από τους πίνακες του πολλαπλασιασμού στο δημοτικό, τις πληροφορίες για την πρωτεύουσα της Μαδαγασκάρης στο γυμνάσιο και τη χρονολογία του Τριακονταετούς Πολέμου στο λύκειο. Με την έλευση, δεν λέω του Ίντερνετ, αλλά της τηλεόρασης, ακόμα και του ραδιοφώνου, μεγάλο μέρος απ’ αυτές τις έννοιες αφομοιώνονταν από τα παιδιά στην εξωσχολική ζωή τους.

Ο πατέρας μου, όταν ήταν μικρός, δεν ήξερε ότι η Χιροσίμα ήταν στην Ιαπωνία, ότι υπήρχε το Γκουανταλκανάλ, είχε αόριστες πληροφορίες για τη Δρέσδη και ήξερε από την Ινδία μόνον όσα εξιστορούσε ο Σαλγκάρι. Εγώ, από την εποχή του πολέμου, αυτά τα πράγματα τα είχα μάθει από το ραδιόφωνο και από τους χάρτες που δημοσιεύονταν στις εφημερίδες, ενώ τα παιδιά μου είδαν στην τηλεόραση τα νορβηγικά φιόρδ, την έρημο Γκόμπι, πώς οι μέλισσες επικονιάζουν τα λουλούδια, πώς ήταν ένας Τυραννόσαυρος ρεξ∙ τέλος, ένα σημερινό παιδί ξέρει τα πάντα για το όζον, για τα κοάλα, για το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Μπορεί ένα σημερινό παιδί να μην ξέρει τι ακριβώς είναι τα βλαστοκύτταρα, αλλά έχει ακούσει να αναφέρονται, ενώ στη δική μου εποχή, αυτή τη λέξη δεν την έλεγε ούτε καν η καθηγήτρια των φυσικών επιστημών. Οπότε, τι ακριβώς δουλειά κάνουν οι διδάσκοντες;

Είπα πως τα λόγια του μαθητή για τον οποίο μιλούσα, ήταν η μισή αλήθεια, διότι κατ’ αρχάς, ο διδάσκων, πέρα από το να πληροφορεί, πρέπει και να μορφώνει. Αυτό που κάνει ένα μάθημα καλό δεν είναι ότι μαθαίνονται στοιχεία και χρονολογίες, αλλά ότι θεσπίζεται ένας συνεχής διάλογος, μια σύγκρουση απόψεων, μια συζήτηση πάνω στα όσα μαθαίνουν στο σχολείο και συμβαίνουν έξω. Ασφαλώς, τα όσα συμβαίνουν στο Ιράκ μάς τα λέει η τηλεόραση, γιατί τα πάντα συμβαίνουν εκεί, από την εποχή των πολιτισμών της Μεσοποταμίας, και όχι στη Γροιλανδία κι αυτό μπορεί να μας το πει μόνο το σχολείο. Και αν κάποιος αντιτείνει ότι μας το λένε μερικές φορές πιθανόν αξιόπιστα πρόσωπα στις εκπομπές του Porta a Porta, είναι το σχολείο που πρέπει να συζητήσει σχετικά με το Porta a Porta.

Τα ΜΜΕ μάς λένε πολλά πράγματα και μας μεταφέρουν και αξίες, αλλά το σχολείο πρέπει να συζητάει τον τρόπο με τον οποίο μεταδίδονται και να αξιολογεί τον τόνο και τη δύναμη των επιχειρημάτων που αναπτύσσονται στον Τύπο και στην τηλεόραση. Κι έπειτα, υπάρχει η επαλήθευση των πληροφοριών που μεταδίδονται από τα ΜΜΕ: λόγου χάρη, ποιος αν όχι ένας καθηγητής, μπορεί να διορθώσει τη λάθος προφορά εκείνων των αγγλικών που όλοι νομίζουν ότι μαθαίνουν από την τηλεόραση;

Αλλά ο μαθητής δεν έλεγε στον καθηγητή ότι δεν τον χρειαζόταν επειδή υπήρχαν πια το ραδιόφωνο και η τηλεόραση να του πουν πού βρίσκεται το Τιμπουκτού ή ότι συζήτησαν για την ψυχρή σύντηξη, και επομένως, δεν του έλεγε ότι τον ρόλο του τον είχαν αναλάβει συζητήσεις, ας πούμε χαλαρές, που κυκλοφορούν τυχαία και άταχτα καθημερινά στα διάφορα μέσα –και ότι αν μαθαίνουμε πολλά για το Ιράκ και ελάχιστα για τη Συρία εξαρτάται από τις καλές ή κακές διαθέσεις του Μπους. Ο μαθητής έλεγε ότι σήμερα υπάρχει το Ίντερνετ, η Μεγάλη Μητέρα όλων των Εγκυκλοπαιδειών, όπου υπάρχουν η Συρία, η ψυχρή σύντηξη, ο Τριακονταετής Πόλεμος, και η απέραντη συζήτηση για τον υψηλότερο από τους περιττούς αριθμούς. Του έλεγε ότι οι πληροφορίες που έβαζε το Ίντερνετ στη διάθεσή του ήταν απροσμέτρητα πιο ευρείες και συχνά με μεγαλύτερο βάθος απ’ αυτές που διέθετε ο καθηγητής. Και παρέβλεπε ένα σημαντικό σημείο: ότι το Ίντερνετ τού έλεγε σχεδόν τα πάντα, εκτός από το πώς να ψάξει, να φιλτράρει, να επιλέξει, να δεχτεί ή να απορρίψει αυτές τις πληροφορίες.

Ο οποιοσδήποτε μπορεί να αποθηκεύσει νέες πληροφορίες, αν έχει καλή μνήμη. Αλλά το να αποφασίσει ποιες πρέπει να θυμάται και ποιες όχι είναι μια λεπτή τέχνη. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτόν που πέρασε από κανονικές σπουδές (ακόμα και κακές) και στον αυτοδίδακτο (ακόμα κι αν είναι ιδιοφυής).

Το δραματικό πρόβλημα ασφαλώς είναι πως ίσως ούτε ο καθηγητής ξέρει να διδάξει την τέχνη της επιλογής, όχι τουλάχιστον επί παντός επιστητού. Αλλά τουλάχιστον ξέρει ότι θα έπρεπε να το ξέρει∙ και αν δεν μπορεί να δώσει ακριβείς οδηγίες πάνω στο πώς να επιλέγουν, μπορεί να δώσει το παράδειγμα, πασχίζοντας κάθε φορά να συγκρίνει και να κρίνει αυτό που το Ίντερνετ βάζει στη διάθεσή του. Και τέλος, μπορεί να καταβάλλει καθημερινά την προσπάθεια να αναδιοργανώσει σε σύστημα αυτό που του μεταδίδει το Ίντερνετ με αλφαβητική σειρά, λέγοντας ότι υπάρχουν ο Ταμερλάνος και το μονοκοτυλήδονα, αλλά όχι ποια είναι η συστημική σχέση που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο έννοιες.

Το νόημα αυτών των σχέσεων μπορεί να το δώσει μόνον το σχολείο και, αν δεν μπορεί να το κάνει, πρέπει να εξοπλιστεί για να το κάνει. Αλλιώς, Ίντερνετ, Αγγλικά και Εγχειρήματα θα μείνουν απλώς ένα μισοαρχινισμένο γκάρισμα που δεν ανεβαίνει ως τον ουρανό.

Ουμπέρτο Έκο, Χρονικό μιας ρευστής κοινωνίας, εκδ. Ψυχογιός, 2016, σελ.102-105.

Ο Ουμπέρτο Έκο (1932 - 2016) ήταν Ιταλός σημειολόγος, δοκιμιογράφος, 
φιλόσοφος, κριτικός λογοτεχνίας και μυθιστοριογράφος.



Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

Κώστας Βάρναλης, Η μάνα του Σολωμού


Έργο λαϊκής τέχνης, που αναπαριστά τον Διονύσιο Σολωμό


Ο ποιητής των υπέροχων αποσπασμάτων και των σκόρπιων στίχων έχει μια προνομιακή θέση στα νεοελληνικά γράμματα. Μας έδωσε δείγματα ποιητικής συνείδησης και στοχασμού, αλλά προ πάντων τέχνης, που δεν επαναληφτήκανε –και που δεν έπρεπε να επαναληφτούν, γιατί κάθε επανάληψη είναι φανερό σημάδι παρακμής του πνεύματος, που ακατάπαυτα προχωρεί κι ανανεώνεται με τον τριπλό ρυθμό που πριμιτιβισμού*, της ακμής και της παρακμής.

Κώστας Βάρναλης, Ο Σολωμός ήξερε ελληνικά;

Προσωπογραφία του Διονυσίου Σολωμού από άγνωστο καλλιτέχνη.

Μουσείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας.

Απορεί κανείς πώς μπορούσε να υπάρχει τέτοιο ζήτημα. Θα ήτανε δικαιολογημένο να υπάρχει αν ο Σολωμός δεν είχε αφήσει κανένα γραπτό κείμενο. Αφού όμως μας άφησε αρκετό έργο, και ποιητικό και πεζογραφικό, την απάντηση την έχουμε έτοιμη και αυθεντικότερη από κάθε «υπόθεση». Το έργο του Σολωμού δείχνει πως κανένας Έλληνας Λογοτέχνης έως τότε –και μπορεί να πει κανείς αδίσταχτα κ’ έως σήμερα– δεν έδωσε στην ελληνική γλώσσα τόσην πνευματικότητα, τόσην ευγένεια, τόσην αιθέριαν αϋλότητα και τόσο βάθος όσα της έδωσε ο Σολωμός, «που δεν ήξερε ελληνικά»!

Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

Καλοκαιρινά ουρανογραφήματα


Βίνσεντ βαν Γκογκ (1853–1890), Έναστρη Νύχτα πάνω από τον Ροδανό (1888)

του Γιώργου Γραμματικάκη

Ο κάτοικος της πόλης έχει μια ευκαιρία, με αφορμή τις καλοκαιρινές του εξορμήσεις, να αισθανθεί τα θαύματα του νυχτερινού ουρανού. Είναι βέβαια αλήθεια ότι η αναπτυξιακή μας νοοτροπία έχει επιβαρύνει και απομονωμένες ακόμα περιοχές με όσα αποτελούν τον εφιάλτη της πρωτεύουσας: Αυτοκίνητα και φωτεινές επιγραφές, κάθε είδους ρύπανση και αφθονία του τσιμέντου. Λίγο όμως πιο πέρα, σε μια πλαγιά ή σε μια ήρεμη παραλία, το θαύμα του νυκτερινού ουρανού ξεδιπλώνεται και γεμίζει τις ψυχές με δέος και ερωτήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αστρικός κόσμος υπήρξε η πηγή γοητευτικών μύθων και από τους αρχαίους χρόνους ενέπνευσε την τέχνη και τον ποιητικό λόγο.

Τα άστρα, πάντως, που βλέπουμε με γυμνό μάτι στον ουρανό ανήκουν όλα στον γαλαξία μας· και παρά τους λαϊκούς μύθους, ότι δεν μπορούν να μετρηθούν, δεν υπερβαίνουν τις λίγες χιλιάδες. Στο βιβλίο «Πάλομαρ» του Ίταλο Καλβίνο, ο ομώνυμος ήρωας -που προφανώς δανείζεται το όνομά του από το μεγάλο τηλεσκόπιο- περιγράφει με γλαφυρότητα το θέαμα: «Ο ουρανός διαπερνιέται σε ένα μεγάλο του τμήμα από ανοικτόχρωμες ραβδώσεις και κηλίδες. Ο Γαλαξίας, τον Αύγουστο, αποκτά μια εντυπωσιακή πυκνότητα και θα έλεγε κανείς πως ξεχειλίζει από την κοίτη του· το φως και η σκιά είναι τόσο πλεγμένα μεταξύ τους, ώστε εμποδίζουν την αίσθηση της προοπτικής της μαύρης αβύσσου, στην κενή απόσταση της οποίας στρατοπεδεύουν ανάγλυφα τα αστέρια. Όλα παραμένουν στο ίδιο επίπεδο: Τα τρεμουλιαστά λαμπυρίσματα, τα ασημένια νεφελώματα, το πλήρες σκοτάδι». 

Ενώ όμως ο καλοκαιρινός ουρανός αναδεικνύει εύκολα τη χάρη και το μεγαλείο του, κάποιες απλές αστρονομικές γνώσεις προκαλούν αμέσως δέος. Ο δικός μας γαλαξίας και μόνον περιέχει μερικές εκατοντάδες δισεκατομμύρια άστρα! Έπονται όμως και χειρότερα: Η πίστη ότι στον δικό μας γαλαξία αρχίζει και τελειώνει το Σύμπαν ανατράπηκε εκ θεμελίων στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Σήμερα, με τα μεγάλα τηλεσκόπια, ανιχνεύονται δισεκατομμύρια άλλοι γαλαξίες, που αναδύονται ως νησίδες άστρων και πλανητών σε έναν απέραντο συμπαντικό ωκεανό.

Το δέος, όμως, που προκαλεί ο αριθμός των άστρων και των γαλαξιών δεν σταματά εδώ. Αδιανόητες είναι και οι αποστάσεις, που κυριαρχούν στο Σύμπαν. Επειδή ακριβώς είναι τεράστιες, εκφράζονται παραστατικά με τον χρόνο που χρειάζεται το φως για να τις καλύψει. Το φως, όμως, όπως διδαχτήκαμε στα σχολικά μας χρόνια, τρέχει -παντού και πάντοτε- με την κολοσσιαία ταχύτητα των 300.000 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο. Έτσι σε λίγα μόνον λεπτά διανύει ασύλληπτες για την ανθρώπινη εμπειρία αποστάσεις. Η διαστημική μας γειτονιά ηχεί τότε οικεία και προσβάσιμη: Ο Ήλιος, που πυρπολεί τα σώματα και τα τοπία του καλοκαιριού, απέχει μόνον οκτώ λεπτά φωτός από εμάς. Απατηλή εγγύτητα, αφού αυτό σημαίνει, σε γλώσσα της καθημερινότητας, μια απόσταση κοντά στα 150 εκατομμύρια χιλιόμετρα!

Τα πράγματα όμως δυσκολεύουν πολύ αν κινηθεί κανείς έξω από το Ηλιακό σύστημα. Ο ταξιδευτής των θαλασσών και της μοίρας Νίκος Καββαδίας έχει ως οδηγό το πιο κοντινό αστέρι: 

Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλινώριο πήρα κάτου.
Μου ’πες με φωνή ετοιμοθανάτου
«να φοβάσαι τ' άστρο του Νοτιά»

Το Άλφα του Κενταύρου απέχει «μόνον» τέσσερα έτη φωτός από τη Γη· ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι για να διανύσει την ίδια απόσταση ένα γρήγορο αυτοκίνητο, χρειάζεται κάπου 50 εκατομμύρια χρόνια!

Στον νυκτερινό ουρανό ξεχωρίζει ακόμα ο λαμπρός Σείριος. Ένα διαστημόπλοιο, που κινείται με την ταχύτητα του φωτός, θα χρειαστεί οκτώ χρόνια για μια εθιμοτυπική επίσκεψη στο άστρο. Οι λάτρεις των διαπλανητικών ταξιδιών ίσως αντιτείνουν ότι αυτό μοιάζει δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Διαστημόπλοια όμως, που θα κινούνται έστω και με το ένα δέκατο της ταχύτητας του φωτός, αποτελούν όνειρο ουτοπικό ακόμα και της πιο αλαζονικής τεχνολογίας. Την απόγνωση, ωστόσο, για την αναζήτηση εξωγήινων συντρόφων προκαλούν οι αποστάσεις που μας χωρίζουν από τα περισσότερα άστρα του γαλαξία μας: Φθάνουν τις μερικές εκατοντάδες, ακόμα και τις χιλιάδες έτη φωτός. Η απόγνωση, που εκφράζει ο Τίτος Πατρίκιος, μοιάζει πιο ανθρώπινη -ίσως και οδυνηρότερη: 

Οι απέραντες εκτάσεις μετρημένες
με έτη φωτός, δεν μου λένε τίποτα
εσύ ήσουν λίγα μέτρα μακριά
και δεν μπορούσα να σ' αγγίξω
σαν απλησίαστος απλανής αστέρας 

Όσο για τις αποστάσεις των άλλων γαλαξιών, αγγίζουν τα εκατομμύρια ή και τα δισεκατομμύρια έτη φωτός. Δίκαια, λοιπόν, το μέγεθος του Σύμπαντος προκαλεί, κατά τον Φρόιντ, ένα «ωκεάνιο συναίσθημα». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο «γειτονικός» γαλαξίας της Ανδρομέδας, που διακρίνεται σαν ένα θολό, αδύναμο νεφέλωμα στον νυκτερινό ουρανό, απέχει δύο εκατομμύρια έτη φωτός. Το γεγονός αυτό κάνει κάθε προσπάθεια των πιθανών κατοίκων του να κατακτήσουν την περισπούδαστη γη μας -για ποιο λόγο, άλλωστε;- μάλλον ατελέσφορη. Παρόμοιες προοπτικές αφήνονται λοιπόν στις ταινίες ή τα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι το διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble, που 15 χρόνια τώρα κινείται πάνω από τη γήινη ατμόσφαιρα, έχει στείλει εκπληκτικές φωτογραφίες αστρικών εκρήξεων και διεργασιών· όσο κι αν εξάπτουν ωστόσο τη φαντασία, συμβαίνουν σε αποστάσεις δισεκατομμυρίων ετών φωτός! Στις εσχατιές μάλιστα του Σύμπαντος έχουν εντοπιστεί οι περιώνυμοι κβάσαρς, γαλαξίες που εκπέμπουν απίστευτα ποσά ενεργείας και φωτός· ίσως επειδή μια υπερμεγέθης μαύρη τρύπα κατατρώει το εσωτερικό τους.
 
Βίνσεντ βαν Γκογκ, Έναστρη νύχτα (1889)
Εδώ όμως χρειάζεται μια ανάσα, ίσως και περισυλλογή. Το θέαμα του νυκτερινού ουρανού περικλείει εκπλήξεις και θαύματα· αποτελεί όμως απλώς την αρχή ενός απέραντου, πολυποίκιλου κόσμου.

Το πικρό γεγονός είναι ότι, όπως βεβαιώνει η σύγχρονη επιστήμη, η Γη είναι απλώς μια ασήμαντη κουκκίδα, που ανήκει σε ένα γαλαξία χωρίς καμιά προφανή ιδιαιτερότητα· και ο ίδιος πάλι ο γαλαξίας μας είναι ένας ανάμεσα σε δισεκατομμύρια άλλους, που εκτείνονται σε αδιανόητες αποστάσεις σε όλο το ορατό Σύμπαν. Δίκαια, λοιπόν, ο άνθρωπος, κάτοικος ενός ασήμαντου πλανήτη σε ένα αχανές Σύμπαν, νιώθει εκμηδενισμένος. «Για τον αστρονόμο», παρατήρησε κάποιος στον Αϊνστάιν, «ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κουκκίδα χωρίς σημασία σε ένα άπειρο Σύμπαν». «Συχνά αισθάνομαι το ίδιο» απάντησε ο Αϊνστάιν. «Συνειδητοποιώ όμως ότι αυτή η ασήμαντη κουκκίδα, που είναι ο άνθρωπος, είναι επίσης ο αστρονόμος».

Αυτή η αντίφαση έχει μια αδιάψευστη βαρύτητα. Ο άνθρωπος, χωρίς πια ψευδαισθήσεις για την κοσμική του ασημαντότητα, λίγο υποτάσσεται ωστόσο στο δέος και στη λογική της. Προσπαθεί να κυριαρχήσει όσο μπορεί στη μοίρα του, δημιουργεί ποίηση και σπουδαία έργα τέχνης και αγωνιά να συλλάβει τη δομή του Σύμπαντος και το νόημα της υπάρξεώς του. Οι επιστημονικές του κατακτήσεις ενισχύουν την ακραία μοναξιά του. Αποτελούν ωστόσο, μαζί με τον έρωτα ή την τέχνη, και την πρώτη ύλη για την υπέρβασή της. 

Ο Γιώργος Γραμματικάκης είναι αστροφυσικός και συγγραφέας


Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ στις 22.07.2005

Σημειώσεις:
παλινώριο, το: (< λατ. palinurus < Παλίνωρος = κυβερνήτης του σκάφους του Αινεία) όργανο με το οποίο βρισκόταν παλιότερα το αζιμούθιο του ηλίου, με συνδυασμό της ώρας, της ηλιακής κλίσης και του πλάτους. [ο ορισμός από το Γλωσσάρι στο έργο του Ν. Καββαδία του Γ. Τράπαλη] 
αζιμούθιο, το: (αστρον.) η γωνία που σχηματίζεται από το μεσημβρινό του τόπου στον οποίο βρίσκεται ο παρατηρητής, και από το κατακόρυφο επίπεδο που διέρχεται από το σημείο το οποίο παρατηρούμε. [Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής]

Η ένοχη τηλεόραση

Το ακόλουθο άρθρο σχολιάζει το θέμα της τηλεοπτικής βίας, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στις επιπτώσεις της και στους λόγους για τους οποίους γυρίζονται και προβάλλονται από την τηλεόραση πολλές ταινίες βίας. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.
 


 
Η ένοχη τηλεόραση

του Πάσχου Μανδραβέλη (Η Καθημερινή 30.08.2009)

Ένα παιδί που βλέπει κατά μέσο όρο 27 ώρες την εβδομάδα τηλεόραση, θα έχει δει μέχρι την ηλικία των δεκαοκτώ ετών 200.000 σκηνές βίας και 40.000 φόνους. H βία εμποτίζει κάθε περιοχή της ψυχοσύνθεσής του. Το γεγονός αυτό εξόργιζε τον Τζορτζ Γκέρμπνερ: η μικρή οθόνη, είπε, προσφέρει μια εικόνα του κόσμου βίαια, άγρια, καταπιεστική, επικίνδυνη και ανακριβή. O ουγγρικής καταγωγής, πρώην κοσμήτορας της Σχολής Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας, μελέτησε τριάντα χρόνια τώρα την τηλεόραση. Την θεωρεί τοξικό απόβλητο των δυνάμεων της αγοράς που αφηνίασε. Το Μέσο αυτό, είπε, ενώ έχει τη δυνατότητα να εμπλουτίσει τον πολιτισμό, εκτρέφει τον φόβο και τον πανικό. Αν αυτά συναντήσουν στο μέλλον και οικονομικές υφέσεις, μπορούν τελικά να υπονομεύσουν τη Δημοκρατία.

O Γκέρμπνερ στοιχειοθετεί την οργή του για τον «δηλητηριώδη ρόλο» της τηλεόρασης. «Δεν υπάρχει σοβαρότερη υπόθεση μιας κοινωνίας από τους μύθους με τους οποίους μεγαλώνει τα παιδιά της. Για πρώτη φορά στην ιστορία μας, αυτοί οι μύθοι δεν είναι αφηγήσεις ούτε των γονιών, ούτε των σχολείων, ούτε της Εκκλησίας, ούτε της κοινότητας ή της φυλής. Την αφήγηση έχει αναλάβει μια διαρκώς συρρικνούμενη ομάδα επιχειρήσεων, που έχουν κάτι να πουλήσουν. Αυτή η αλλαγή είναι θεμελιακή για το πολιτιστικό περιβάλλον στο οποίο τα παιδιά μας μεγαλώνουν και κοινωνικοποιούνται...».

O Γκέρμπνερ συχνά αναφέρεται στον Σκωτσέζο πατριώτη Άντριου Φλέτσερ, που το 1704 είχε πει: «Αν μου επέτρεπαν να γράψω όλες τις μπαλάντες, δεν θα μ’ ένοιαζε ποιος κάνει τους νόμους...». «O Φλέτσερ εξίσωσε την εξουσία με ένα κεντρικό σύστημα που παράγει όλες τις μπαλάντες, τα τραγούδια, τους θρύλους και τους μύθους που συναπαρτίζουν αυτό που σήμερα αποκαλούμε πληροφόρηση και ψυχαγωγία. H τηλεόραση έχει γίνει αυτό το κεντρικό σύστημα...».

«Μέχρι να τελειώσει το Λύκειο ένα παιδί», είπε πει σε συνέντευξή του, «θα έχει δει περισσότερες ώρες τηλεόρασης απ’ όσες θα περάσει στα αμφιθέατρα του πανεπιστημίου. H τηλεόραση έχει γίνει μια πολιτιστική δύναμη ισάξια της θρησκείας στην Ιστορία. Μόνο η θρησκεία είχε τη δύναμη να μεταφέρει το ίδιο μήνυμα για την πραγματικότητα σε κάθε κοινωνική ομάδα, να δημιουργεί κοινό πολιτισμό...».

O Ούγγρος καθηγητής, που εγκατέλειψε την πατρίδα του όταν ο φασισμός κέρδιζε τη μάχη στην Ευρώπη (μέσα δεκαετίας του 1930), δεν απλοϊκοποιεί τη σκέψη του. Δεν υποστηρίζει ότι η έκθεση ενός ανθρώπου σε βίαιες σκηνές θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη βία. Το πρόβλημά του είναι η νομιμοποίηση της βίας που παράγει η τηλεόραση.

«H τηλεοπτική εικόνα είναι πολύπλοκη», λέει. «H τηλεόραση δεν προκαλεί τίποτε. Πρέπει να προσέχουμε όταν λέμε ότι η μικρή οθόνη προκαλεί το α ή το β. Αντίθετα, πρέπει να λέμε ότι η τηλεόραση συμβάλλει στην ενίσχυση της α ή β τάσης. Το μέγεθος της συμβολής της ποικίλλει, αλλά υπάρχει...». H βία έχει να κάνει με την εξουσία. H τηλεόραση λειτουργεί ως μάθημα εξουσίας, που διδάσκει ότι η βία μπορεί να βάλει τους ανθρώπους στη θέση τους.

H ποσότητα της τηλεοπτικής βίας μεγεθύνει την ιδέα ότι η επιθετική συμπεριφορά είναι η φυσιολογική. Oι θεατές αναισθητοποιούνται. Κάθε φορά χρειάζεται περισσότερο αίμα για να προκληθεί το ενδιαφέρον του θεατή. Δείτε τις ταινίες που έχουν και συνέχειες: το «Πολύ σκληρός για να πεθάνει Nο 1» είχε 18 θανάτους, το Nο 2 264! Το πρώτο «Robocop» είχε 32 θανάτους, το δεύτερο 81. Τα πτώματα στις τρεις συνέχειες του «Νονού» πολλαπλασιάζονταν: 12, 18 και 53 κατά σειρά. «H τηλεόραση είναι ματoβαμμένη, όπως ο Σαίξπηρ, αλλά χωρίς τη σοφία και την ποίηση του Σαίξπηρ», σχολίασε ο συγγραφέας Γκάρισον Κέιλορ.

«H τηλεοπτική βία στρατιωτικοποιεί τη σκέψη», λέει ο Γκέρμπνερ, και δημιουργεί το «Σύνδρομο του Άγριου Κόσμου». Επειδή η τηλεόραση παρουσιάζει τον κόσμο χειρότερο απ’ όσο είναι, φοβόμαστε κι αγχωνόμαστε. Αυτό μας κάνει επιρρεπείς να ζητάμε από τις αρχές όλο και πιο σκληρά μέτρα για την πάταξη της εγκληματικότητας. O Γκέρμπνερ πιστεύει πως οι υποστηρικτές της θανατικής καταδίκης στις HΠA πλήθυναν τα τελευταία τριάντα χρόνια, λόγω της απεικόνισης της βίας στη μικρή οθόνη. Όσο περισσότερο αίμα βλέπει κάποιος στην τηλεόραση, τόσο περισσότερο αισθάνεται να απειλείται από βίαιες πράξεις.



Τα οικονομικά πλεονεκτήματα της βίας

Το εκπληκτικότερο είναι πως η βία, παρά το γεγονός ότι εθίζει τους ανθρώπους, δεν προέχει στις προτιμήσεις των τηλεθεατών. Αν δούμε τις κορυφαίες σε θεαματικότητα εκπομπές των καναλιών, λέει ο Γκέρμπνερ, θα διαπιστώσουμε ότι προηγούνται σόου και σειρές που δεν έχουν βία και σεξ. Το πρόβλημα είναι οι παραγωγοί της ψυχαγωγίας, που μετρούν πλέον το κόστος του πολιτιστικού προϊόντος σε δολάρια ανά χιλιάδα θεατών. Τα βίαια προγράμματα είναι πιο φθηνά στην παραγωγή, γι’ αυτό και παράγονται περισσότερο. Έχουν όμως κι ένα άλλο πλεονέκτημα: εξάγονται ευκολότερα. H βία (όπως και το σεξ) είναι πολυπολιτισμική. Έχει εγγενές το βασικό τηλεοπτικό χαρακτηριστικό: χρειάζεται κυρίως εικόνα. Όταν ο Σιλβέστερ Σταλόνε, για παράδειγμα, καθαρίζει κατά εκατοντάδες τους «κακούς» γίνεται εύκολα «κατανοητός» σε κάθε γωνιά της υφηλίου. Το χιούμορ, οι πολύπλοκοι διάλογοι, οι ειδικές πολιτιστικές ιδιοσυγκρασίες κ.λπ. δεν μεταφράζονται τόσο καλά. Γι’ αυτό και η σειρά «Pοwer Rangers» έχει εκατομμύρια τηλεθεατές σε ογδόντα χώρες του κόσμου. Έτσι φτιάχνεται μια διψασμένη παγκόσμια αγορά που ζητεί το απλό, το βίαιο και το γυμνό.

Φθηνή, λοιπόν, στην παραγωγή κι εύκολη στη διανομή, η βία είναι ο πλέον σίγουρος δρόμος προς το κέρδος. Γίνεται μέρος μιας παγκόσμιας συνταγής, που κατά τον Γκέρμπνερ «επιβάλλεται στους δημιουργικούς ανθρώπους και πλασάρεται στα παιδιά του κόσμου».

 
Ιnfo:
  • Καρλ Πόπερ - Τζον Κοντρί, «Τηλεόραση. Κίνδυνος για τη δημοκρατία», εκδ. Νέα Σύνορα, Α. Α. Λιβάνης
  • Στέλιος Παπαθανασόπουλος, «Η βία στην ελληνική τηλεόραση», εκδ. Καστανιώτης