Έργο λαϊκής τέχνης, που αναπαριστά τον Διονύσιο Σολωμό |
Ο ποιητής των υπέροχων αποσπασμάτων και των σκόρπιων στίχων έχει μια προνομιακή θέση στα νεοελληνικά γράμματα. Μας έδωσε δείγματα ποιητικής συνείδησης και στοχασμού, αλλά προ πάντων τέχνης, που δεν επαναληφτήκανε –και που δεν έπρεπε να επαναληφτούν, γιατί κάθε επανάληψη είναι φανερό σημάδι παρακμής του πνεύματος, που ακατάπαυτα προχωρεί κι ανανεώνεται με τον τριπλό ρυθμό που πριμιτιβισμού*, της ακμής και της παρακμής.
Την αξία του σολωμικού έργου κανένας δεν την αρνήθηκε. Και δεν μπορέσανε να τη «σμικρύνουν» ούτε κ’ οι θαυμαστές του! Αυτοί με την αποκλειστικότητά τους, με τον εκστατικό τόνο και την παιδαριώδη ανάλυση των ποιημάτων του λέξη προς λέξη γελοιοποιήσανε το έργο του. Γιατί το κατεβάσανε στο ανάστημά τους και το κάνανε αέρα κοπανιστόν.
Αν υπάρχουν αντιρρήσεις για το Σολωμό, αυτές είναι βιογραφικές -δηλαδή ένα θέμα έξω απ’ την καθαυτό περιοχή της τέχνης, βοηθητικό όμως για την ερμηνεία πολλών στοιχείων του έργου του ποιητή. Γιατί οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του είναι ανεπαρκείς. Αλλά και σ’ αυτό το σημείο οι απόλυτοι θαυμαστές του κάνανε τη σχετική ζημιά. Συγχίζοντας την προσωπικότητα και το έργο, θελήσανε να μας δώσουν έναν άνθρωπο άψογο, ωσάν να είναι απαραίτητη προϋπόθεση η αγιότητα του δημιουργού για την τελειότητα του έργου και όχι η μεγαλοφυΐα.
Για να στερεωθεί η αγιότητα του ανθρώπου έπρεπε να υβριστεί η μάνα του, που σήκωσε εναντίον του στα 1833 την περίφημη κληρονομική δίκη. Όλα τ’ άδικα τα ρίξανε στην «κακή» μητέρα, για να δικαιολογήσουνε την κατοπινή αστοργία του γιου απέναντί της. Και κανένας δε βρέθηκε να πει ένα καλό λόγο γι’ αυτήν. Και ιδού τώρα ο κ. Λίνος Πολίτης μας φωτίζει τη φυσιογνωμία της με τη δημοσίευση μερικών της γραμμάτων, που είχε την ευτυχία να τα βρει στα χέρια μακρινών συγγενών του Σολωμού. Τα γράμματα αυτά απευθύνονται στον Ιωάννη Σολωμό-Λεονταράκη, δηλαδή στο γιο, που για χατήρι του η μητέρα εκίνησε την κληρονομική δίκη*.
Η γυναίκα αυτή είταν πραγματική μάνα με ευγενικά αισθήματα,
όσο ο γιος της, ο Ιωάννης, φαίνεται άνθρωπος εγωιστής, που δεν τήνε βοηθούσε, στα
χρόνια της ανέχειας της. Μονάχα ο Δημήτρης Σολωμός της έστελνε ένα «κουάρτο»
(το τέταρτο ενός κολονάτου) την ημέρα και της πλήρωνε το νοίκι. Δεν έμπαινε
όμως στο σπίτι να την ιδεί. Ο Διονύσιος όμως (ο ποιητής) δεν της έδινε ούτε
όβολο.
Τα γράμματα αυτά δεν τα έγραψε η μάνα με το χέρι της. Όμως καθώς φαίνεται τα υπαγόρευε σε άλλους. Πάντως έχουνε μιαν αξιοθαύμαστη χάρη, που την οφείλουν στη φυσική τους έκφραση.
«... Είμαι έρμη σαν την καλαμία εις τον κάμπο και με τόσα βάσανα, οπού οι πίκρες μου επροξενήσανε, ποιος ν’ ανεβῄ υιός μου και όχι, θυγατέρα και όχι, γαμβρός όχι, στοχάσου τι μαχαιριές ολημερνές είναι μέσα εις την καρδίαν μου. Ο υιός μου ο Δημήτρης μου περνάει ένα κουάρτο την ημέρα και μου πλερώνει και το νοίκι του σπιτιού αντίκρα από του Καρτέρη. Τι το θέλεις, που εις το σπίτι μου δεν μπατεί ποτέ, μάλιστα απ’ όντας επέθανε η θυγατέρα του η Αγγέλικα… και κάποτες λένε οι φίλοι του οπώς εκειό οπού κάνει είναι πολύ, διατί εγύρεψα να τα αφήκω φτωχά. Ο Διονύσιος δεν θέλει να ακούσῃ ούτε τ’ όνομά μου· δε μου το είπανε, μα το καταλαβαίνω, διατί ο Μίμης του είπε να μου δίνῃ και εκειός τίποτις και εκειός δεν του αποκρίθηκε· ετούτο το έμαθα από κάποια λόγια οπού είπε η συμβία του Δημήτρη ενός ανθρώπου. Μολοντούτο δεν με νοιάζει· πόσο θα ζήσω; Είμαι εξήντα οχτώ χρονώ και σήμερα είμαι και αύριο δεν είμαι, το ίδιο μου κάνει και το πορσίτερον* και το ίδιο μου κάνει και το ολιγότερον... Εγώ παρακαλώ το Μεγαλοδύναμο να σας δίνῃ ό,τι έχει η ημέρα η λαμπρή και ξεχωριστά στα εσένα, Ιωάννη μου, διατί πάντα είδα την καρδιά σου… Χάρκωμα* να πιάνῃς και χρυσάφι να σου γίνεται, εσέ και των τέκνων σου. Αδά τα δόσια είναι σ’ ένα παιδί* ή η καλή καρδιά; και με ένα γράμμα πάσα τόσο να το διαβάζει εκείνη η κακομοίρα η μάνα, οπού είμαι εγώ, διά να αναπέτουμαι* και να παρηγοριούμαι... Το ξέρω ετούτη η γραφή θα σε κάνει να κλάψεις, μα δε μπορώ να κάνω αλλιώς δια ετούτη τη φορά παρά να σου γράψω διά να αλαφρώσει η καρδία μου. Κιόλας καμμίαν φοράν και με ρωτήση κανείς, του λέω, πως είσαι καλά και πως είσαι ευτυχισμένος, όπως κιόλας είναι αλήθεια, πως είσαι με το σπίτι σου το καλό, με καρότζα δική σου και πάσα έξι μήνες σου έρχεται το σακέτο (μικρό σακκούλι) με τα τάλλαρα… Κάνω πάψη, διατί σου δίνω λόγο, όπως ετούτο το μομέντο οπού σου γράφω τρέχουνε τα μάτια μου και κτυπάει η καρδία μου ωσάν τον καβελάρη...».
Τα γράμματα αυτά δεν τα έγραψε η μάνα με το χέρι της. Όμως καθώς φαίνεται τα υπαγόρευε σε άλλους. Πάντως έχουνε μιαν αξιοθαύμαστη χάρη, που την οφείλουν στη φυσική τους έκφραση.
«... Είμαι έρμη σαν την καλαμία εις τον κάμπο και με τόσα βάσανα, οπού οι πίκρες μου επροξενήσανε, ποιος ν’ ανεβῄ υιός μου και όχι, θυγατέρα και όχι, γαμβρός όχι, στοχάσου τι μαχαιριές ολημερνές είναι μέσα εις την καρδίαν μου. Ο υιός μου ο Δημήτρης μου περνάει ένα κουάρτο την ημέρα και μου πλερώνει και το νοίκι του σπιτιού αντίκρα από του Καρτέρη. Τι το θέλεις, που εις το σπίτι μου δεν μπατεί ποτέ, μάλιστα απ’ όντας επέθανε η θυγατέρα του η Αγγέλικα… και κάποτες λένε οι φίλοι του οπώς εκειό οπού κάνει είναι πολύ, διατί εγύρεψα να τα αφήκω φτωχά. Ο Διονύσιος δεν θέλει να ακούσῃ ούτε τ’ όνομά μου· δε μου το είπανε, μα το καταλαβαίνω, διατί ο Μίμης του είπε να μου δίνῃ και εκειός τίποτις και εκειός δεν του αποκρίθηκε· ετούτο το έμαθα από κάποια λόγια οπού είπε η συμβία του Δημήτρη ενός ανθρώπου. Μολοντούτο δεν με νοιάζει· πόσο θα ζήσω; Είμαι εξήντα οχτώ χρονώ και σήμερα είμαι και αύριο δεν είμαι, το ίδιο μου κάνει και το πορσίτερον* και το ίδιο μου κάνει και το ολιγότερον... Εγώ παρακαλώ το Μεγαλοδύναμο να σας δίνῃ ό,τι έχει η ημέρα η λαμπρή και ξεχωριστά στα εσένα, Ιωάννη μου, διατί πάντα είδα την καρδιά σου… Χάρκωμα* να πιάνῃς και χρυσάφι να σου γίνεται, εσέ και των τέκνων σου. Αδά τα δόσια είναι σ’ ένα παιδί* ή η καλή καρδιά; και με ένα γράμμα πάσα τόσο να το διαβάζει εκείνη η κακομοίρα η μάνα, οπού είμαι εγώ, διά να αναπέτουμαι* και να παρηγοριούμαι... Το ξέρω ετούτη η γραφή θα σε κάνει να κλάψεις, μα δε μπορώ να κάνω αλλιώς δια ετούτη τη φορά παρά να σου γράψω διά να αλαφρώσει η καρδία μου. Κιόλας καμμίαν φοράν και με ρωτήση κανείς, του λέω, πως είσαι καλά και πως είσαι ευτυχισμένος, όπως κιόλας είναι αλήθεια, πως είσαι με το σπίτι σου το καλό, με καρότζα δική σου και πάσα έξι μήνες σου έρχεται το σακέτο (μικρό σακκούλι) με τα τάλλαρα… Κάνω πάψη, διατί σου δίνω λόγο, όπως ετούτο το μομέντο οπού σου γράφω τρέχουνε τα μάτια μου και κτυπάει η καρδία μου ωσάν τον καβελάρη...».
Η μάνα αυτή, που ζητούσε από τα παιδιά της όχι τόσο τα
«δόσια», παρά την «καλή καρδιά» και περιποιότανε μήνες μιαν άρρωστη υπηρέτρια -τόσο
άρρωστη που της άλλαζε «πέντε και έξι σεντόνια την ημέρα» («τι να την κάνω που μας
εδούλεψε όλους τόσον καλά τριαντατρείς χρόνους»!), όταν πέθανε άφησε τα μισά υπάρχοντά
της στο Δημήτρη, που την βοηθούσε και στο Διονύσιο που δεν της έδινε τίποτε… Αληθινά,
η μάνα αυτή βγαίνει μέσα από τα γράμματά της εξαγνισμένη και καλύτερη από τα παιδιά
της. Πόση αντίθεση με τη λατρεία που είχε ο Φώσκολος για τη μάνα του. «Ο θάνατος
της φτωχής μου μητέρας άνοιξε μέσα στην καρδιά μου νέα πηγή αιώνιας
μελαγχολίας και ελέγχου της συνείδησης».
από τον τόμο Αισθητικά, Κριτικά, Σολωμικά, εκδ.
Κέδρος,
στην ενότητα Σολωμικά, σελ.137-139
Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου, όχι όμως και το πολυτονικό.
Σημειώσεις:
πριμιτιβισμός: τάση της σύγχρονης τέχνης που
χαρακτηρίζεται από μια απλοϊκή και αφελή τεχνική, η οποία μιμείται την τέχνη
πρωτόγονων πολιτισμών.
δίκη: εδώ περισσότερες πληροφορίες γι' αυτήν τη δίκη που τάραξε τις σχέσεις των μελών της οικογένειας.
πορσίτερον: περισσότερο.
χάρκωμα: χάλκωμα, χάλκινο αντικείμενο (δηλαδή μικρής αξίας).
Αδά τα
δόσια είναι σ’ ένα παιδί...: σε ελεύθερη απόδοση: οι προσφορές ενός παιδιού μετράνε περισσότερο (για το γονιό) ή η καλή καρδιά;
αναπέτο(υ)μαι: σκιρτώ/πετώ από χαρά, χαίρομαι.
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου