Πριν από κάμποσα χρόνια ο Χριστόφορος Κάσδαγλης έγραψε το βιβλίο «Απολύομαι και τρελαίνομαι» κι έφερε τα πάνω κάτω. «Μα είναι δυνατό να απολύεσαι και να τρελαίνεσαι;» αναρωτιούνταν οι άσχετοι.
Ε, ναι, πώς δεν είναι. Αν έχεις αντέξει δυο ολόκληρα χρόνια χωρίς να μουρλαθείς στη διάρκεια της θητείας, σου στρίβει με το που σε απολύουν. Προτού ακόμα βγεις από το στρατόπεδο, βγαίνουν από μέσα σου όλα όσα συγκρατούσες με χίλιες προσπάθειες δαγκώνοντας τον ίδιο σου τον εαυτό και γίνεσαι λυσσασμένος σκύλος. Αφήνεις επιτέλους να φανεί η παλαβομάρα σου χοροπηδώντας, αγκαλιάζεις και φιλάς τον αλφαμίτη στην πύλη, κυλιέσαι στα λασπόνερα του δρόμου, μπαίνεις στο καφενείο αντίκρυ και το ρημάζεις, έχοντας πάντα την κατανόηση και τη συμπάθεια όλων, ακόμα και του ταβερνιάρη. «Μόλις απολύθηκε, ο τυχεράκιας».
Σήμερα η φράση του Κάσδαγλη έχει γίνει γνωστή σε όλον τον κόσμο, αλλά έχει αναποδογυρίσει το νόημά της. «Μόλις απολύθηκε, ο φουκαράς». Ακούγεται απ' άκρη σ' άκρη σε όλο τον πλανήτη, σε όλες τις γλώσσες και σε πιάνει τρέμουλο περιμένοντας τη σειρά σου. «Απολύομαι και τρελαίνομαι». Πολλοί φτάνουν σε τέτοια τρέλα, που σκοτώνουν τα παιδιά τους για να μη δυστυχήσουν, σφάζουν τη γυναίκα τους και στο τέλος αυτοκτονούν κι οι ίδιοι. Μισόν αιώνα πριν τρελαινόμασταν από χαρά επειδή μας προσλάμβαναν στη δουλειά, σήμερα τρελαινόμαστε από λύπη επειδή μας απολύουν από τη δουλειά. Τι έγινε, στ' αλήθεια; Ποιος φταίει για τη στραβοτιμονιά που οδηγεί το αμάξι μας στον γκρεμό; Εμείς δουλεύαμε το οχτάωρό μας κι έπειτα πηγαίναμε να κοιμηθούμε, για να ξυπνήσουμε το πρωί φρέσκοι και ξεκούραστοι για να ξαναδουλέψουμε -σε τι φταίξαμε; Βλέπαμε την τηλεόρασή τους για να μάθουμε πώς να ντυθούμε, πώς να πλυθούμε, πώς να μιλούμε, πώς να συμπεριφερθούμε, πώς ν' αγαπάμε και πώς ν' αγαπηθούμε. Ό,τι μας λέγανε, το πιστεύαμε και το εκτελούσαμε αμέσως, γιατί τώρα δεν μας αποδέχονται και μας εγκαταλείπουν; Το πρωί, έτσι κι ανοίξω την τηλεόραση, το πρώτο που βλέπω είναι η καταμέτρηση των φόνων και των ληστειών της νύχτας που πέρασε. Όσο εμείς κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου, οι άδικοι, οι αγανακτισμένοι και οι πεινασμένοι ρημάζουν την πόλη. Με τι σκέψεις και τι βλέψεις να ξεκινήσω εγώ τη μέρα μου; Ανοίγω την εφημερίδα και τρέμει το φυλλοκάρδι μου για το τι θα δω και το τι θ' ακούσω. Η μισή μιλάει για καταχραστές, ψεύτες και συκοφάντες και η άλλη μισή για γκόλντεν μπόις και γκόλντεν γκερλς. Και γι' απολυμένους. Πόσοι απολύθηκαν στη διάρκεια της νύχτας, από πού, πότε έχουν το συλλαλητήριό τους, τι απαιτούν και πόσο πίσω κάνουν. Γιατί και πώς δεν υπάρχει, είναι σε όλους γνωστό.
Τι συνέβη, άραγε; Θυμάμαι όταν θα πήγαινα για δεύτερη φορά στη Γερμανία να δουλέψω. Ήμουν είκοσι εφτά χρόνων, η φίλη μου είκοσι και είχα μόλις παραιτηθεί από την τράπεζα που δούλευα. Έβλεπα το μέλλον να λάμπει μπροστά μου. Περάσαμε από τις ιατρικές εξετάσεις, μας βρήκαν εντάξει και πήγαμε στον αρμόδιο μεγαλογιατρό να μας υπογράψει τα χαρτιά για να φύγουμε.
«Μπράβο σας, μια χαρά είστε», είπε πρόσχαρα κι αμέσως συμπλήρωσε: «Πρέπει να δώσετε τόσα για να υπογράψω». «Μα εμείς φεύγουμε γιατί δεν έχουμε φράγκο, γιατρέ, πώς να δώσουμε;» τόλμησα να ψελλίσω. «Λυπάμαι...»
Δεν ξέρω γιατί, αλλά κάθε φορά που βλέπω, ακούω και διαβάζω για μια καταστροφή, έναν πόλεμο ή μια αδικία, άσχετα σε ποιο ημισφαίριο έγινε και για ποιο λόγο, το μυαλό μου πάει σ' εκείνον τον γιατρό και πιστεύω ότι αυτός ευθύνεται, αυτός φταίει για όλα. Αυτός που είχε τα πάντα κι εμείς τίποτα, που ήταν συμπολίτης μας, που επεδίωκε τον σεβασμό απ' όλους, υγιείς, άρρωστους κι ετοιμοθάνατους, ενώ το μόνο που επιδιώκαμε εμείς ήταν να ξενιτευτούμε για να επιβιώσουμε.
Ξανάγινα πάλι Gastarbeiter, φιλοξενούμενος εργάτης. Πώς γίνεται να 'σαι φιλοξενούμενος και να σε βάζουν να δουλεύεις σαν σκυλί, αυτό μόνο οι Γερμανοί το ξέρανε -εμείς το μάθαμε την άλλη μέρα. Όπως έμαθα κι ότι αντί να γαβγίζεις εσύ για να γίνει η δουλειά, απλώνεις τον μεζέ στον σκύλο σου και την κάνει εκείνος.
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 14 Μαρτίου 2009
Ο Aντώνης Σουρούνης (1942 - 2016) ήταν Έλληνας πεζογράφος. Περισσότερα για τη ζωή και το έργο του εδώ: https://bit.ly/2jkpvvS