Γρηγοριάδης Θεόδωρος (πηγή: Βιβλιονέτ)
Σύντομο σχόλιο
Στο διήγημα αυτό, που εκτυλίσσεται σε ένα μοναχικό, απομονωμένο και ζοφερό σκηνικό (Οι Αγροτικές Φυλακές. […] Γκρίζο χώμα, ακαλλιέργητο, κάτι παλιά εργοστάσια επεξεργασίας μετάλλων είχαν αφήσει πίσω τους ερείπια και μολυσμένα υπεδάφη. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις μοναχικές…), ένας άνθρωπος που εξέτισε την ποινή του για τον φόνο της γυναίκας του αποφυλακίζεται και βρίσκει τον γιο του να τον περιμένει έξω από τη φυλακή. Ο γιος δεν τον υποδέχεται εγκάρδια· άλλωστε, δεν έχει διάθεση να σταθεί στο εξής δίπλα στον άνθρωπο που σκότωσε τη μητέρα του. Αυτό φαίνεται από τους έντονους προβληματισμούς του νέου (Πώς να ’ταν άραγε αυτός που είχε αρνηθεί να τον δει είκοσι ολόκληρα χρόνια; Και γιατί έπρεπε να τον δει; Να τον φορτωθεί;) και τα σχέδιά του να τον αφήσει μόνο του στη νέα του ζωή, τα οποία δηλώνονται με διαδοχικές υποτακτικές (Τουλάχιστον ας τον κατέβαζε μέχρι την πόλη κι ας τον άφηνε στην καινούρια του ζωή, όση του απέμενε).
Ο γιος, που έχει σπουδάσει κινηματογράφο, υποδέχεται τον πατέρα κρατώντας μια κάμερα· θέλει να καταγράψει τη ζωή του μετά την αποφυλάκιση. Στην ουσία, η κάμερα είναι ένα μέσο, για να διατηρήσει την απόσταση που υπάρχει ανάμεσά τους (Δεν έβλεπε στα μάτια τον γιο του, γιατί δεν μπορούσε, ο άλλος είχε φροντίσει να φορέσει τα μάτια του φακού). Ο πατέρας, αρχικά, χαίρεται που συναντά τον γιο του (Καλημέρα, παλικάρι μου, Τι κρατάς στα χέρια σου, γιέ μου;), αλλά βλέποντας τη στάση του παιδιού του γίνεται ψυχρός και, όταν ο γιος αποδίδει τον φόνο της μάνας του στην παθολογική ζήλια του πατέρα του, εκείνος βρίζοντάς τον (Δεν θα σου τη σπάσω τη μηχανή, μπάσταρδε…) του αποκαλύπτει την αλήθεια.
Θέλω κι άλλο!
Διαβάστε βιογραφικό και εργογραφικό σημείωμα για τον συγγραφέα στην ιστοσελίδα της Βιβλιονέτ.
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου