Παρασκευή 21 Ιουνίου 2024

Το ποιοτικό και το εμπορικό



Δύο άρθρα της Μαριάννας Τζιαντζή που θίγουν το ζήτημα ποιότητας και εμπορικότητας στα τηλεοπτικά προγράμματα.  




Mαριάννα Tζιαντζή, Άτρωτα στην κριτική 

O σχετικά νεόκοπος όρος «critic-proof» αναφέρεται στη διακίνηση των προϊόντων της σύγχρονης πολιτιστικής βιομηχανίας. Ένα critic-proof προϊόν (βιβλίο, τραγούδι, ταινία, εκπομπή, θεατρική παράσταση κ.λπ.) σημειώνει εμπορική επιτυχία χωρίς να επηρεάζεται από τις επικρίσεις των επαϊόντων. Είναι άτρωτο στην κριτική, αδιαπέραστο από τα βέλη.

Με βαριά καρδιά ο Χάρολντ Μπλουμ, ένας πατριάρχης της λογοτεχνικής κριτικής, είχε γράψει το 2000 στη «Wall Street Journal» ένα κείμενο για τον πρώτο Χάρι Πότερ ύστερα από παράκληση του εκδότη της εφημερίδας. Την επομένη, ο εκδότης τού ανακοίνωσε ότι είχε λάβει 300 επιστολές αγανακτισμένων αναγνωστών και μόνο μία που συμφωνούσε με το δημοσίευμα – και μάλιστα υποψιαζόταν ότι την είχε γράψει ο ίδιος ο Μπλουμ. O τίτλος του κειμένου ήταν «Είναι δυνατόν τα 35 εκατομμύρια αγοραστές του βιβλίου να κάνουν λάθος; Ναι.»

Παρόμοια ήταν η στάση της κριτικής για τον «Κώδικα ντα Βίντσι» και τα άλλα μυθιστορήματα του Νταν Μπράουν. Μόνο που αυτά τα βιβλία δεν τα διαβάζουμε για τη λογοτεχνική τους αξία, αλλά για τις αγχολυτικές τους ιδιότητες. Αντίστοιχα, δεν βλέπουμε Eurovision επειδή αγαπάμε τη μουσική, αλλά για να διασκεδάσουμε με το καρναβαλίστικο θέαμα και με το «σασπένς» της ψηφοφορίας. Η υψηλή τηλεθέαση δεν σημαίνει και αποδοχή, δεν σημαίνει πως δεν ξέρουμε ότι γράφονται και καλύτερα τραγούδια και, κυρίως, ότι μας αξίζουν καλύτερα τραγούδια.

Άβυσσος χωρίζει συχνά τη γνώμη του κοινού και των κριτικών – και δεν υποστηρίζω ότι οι δεύτεροι έχουν το αλάθητο. Η αμερικανική τηλεοπτική σειρά «Οι Σοπράνος» υμνήθηκε από τον διεθνή Τύπο, όμως ποτέ δεν άγγιξε τη δημοτικότητα των ριάλιτι τύπου «Big Brother» που παντού έχουν επικριθεί με δριμύτητα. Άλλα τα κριτήρια των κριτικών (εφόσον αυτά υπάρχουν) και άλλοι οι νόμοι της αγοράς.

Το «βλέπω» (ή ακούω, διαβάζω, απαντώ στις δημοσκοπήσεις, ψηφίζω) δεν ταυτίζεται με το επιδοκιμάζω. Η γνώριμη, η οικεία μετριότητα ή αθλιότητα μπορεί να είναι και καθησυχαστική. Συχνά καταναλώνουμε σκουπίδια γιατί δεν μας ελκύει τίποτε άλλο είτε γιατί δεν έχουμε αντοχές και περιέργεια για κάτι άλλο είτε γιατί το φερόμενο ως «εναλλακτικό» και «ποιοτικό» μάς φαίνεται αδιάφορο ή φαιδρό.

Στα τέλη της πρώτης του θητείας, ο Τζορτζ Μπους είχε χαρακτηριστεί «πρόεδρος τεφλόν», περίπου όπως τα τηγάνια με την αντικολλητική επένδυση, καθώς και «scandal proof», δηλαδή ανέγγιχτος από τα οικονομικά σκάνδαλα όπως αυτό της Εnron. Και άλλοι εκλεγμένοι ηγέτες κρατών ίσως να παρουσιάζουν παρόμοιες ιδιότητες, καθώς δεν τους κλονίζουν η δυσφορία ή η αγανάκτηση των πολιτών, αλλά κυρίως η ρηχότητα ή και η φαιδρότητα των θεσμικών αντιπάλων τους.

Δύσκολοι καιροί και για τον πολιτισμό και για την πολιτική, όμως έχουν υπάρξει και ίσως να υπάρξουν και δυσκολότεροι. Η αδυναμία της κριτικής δεν είναι αδυναμία της δημιουργίας. Ακόμα και αν σήμερα το τετριμμένο μάς περικυκλώνει ή μας καταπίνει, νέες μορφές τέχνης θα βρουν το δρόμο τους, όπως θα τον βρει και ο πολιτικός λόγος που θα απελευθερώνει και δεν θα καθηλώνει.


 


Mαριάννα Tζιαντζή, Aυτά θέλει ο λαός! 

 
Τα υψηλά ή χαμηλά νούμερα τηλεθέασης μας κάνουν να ξεχνάμε ότι οι τηλεθεατές δεν είναι «όλος ο λαός».

Σε ξένα έντυπα συναντάμε τον όρο «critic-proof», που αναφέρεται σε προϊόντα αδιαπέραστα, άτρωτα από την κριτική. Οσο και αν τα επικρίνουν οι επαγγελματίες κινηματογραφικοί ή τηλεοπτικοί κριτικοί, οι ταινίες αυτές ή τα σόου σημειώνουν εμπορική επιτυχία. Αντίθετα, εκπομπές και σειρές τις οποίες έχει υμνήσει η κριτική, συχνά φέρνουν πολύ χαμηλότερα νούμερα τηλεθέασης από ό,τι τα λεγόμενα τηλεσκουπίδια.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην Ελλάδα και δύο χαρακτηριστικά αντίθετα παραδείγματα είναι η «Στιγμή της αλήθειας» και η σειρά «Mad Men». Σύμφωνα με μια ερμηνεία, το φαινόμενο αυτό δείχνει ότι «αυτά θέλει ο λαός» ή μάλλον ότι οι εγκέφαλοι των καναλιών ξέρουν καλύτερα τι θέλει, τι μπορεί να καταναλώσει ο λαός. Για την ακρίβεια, ξέρουν να εκπαιδεύουν το λαό ώστε να καταναλώνει όχι απλώς το δικό τους προϊόν, αλλά μια ολόκληρη κατηγορία προϊόντων.

Φαίνεται ότι ο λαός δεν θέλει από την τηλεόραση τα βαριά και τα δύσκολα. Tου φτάνουν τα δύσκολα, τα βαριά και ασήκωτα που μας βάζει η ίδια η ζωή. Από την τηλεόραση περιμένουμε τη φυγή, το εύκολο, το εύπεπτο, το άσπρο-μαύρο, του υπέρ-κατά. Από τις τηλεοπτικές πολιτικές συζητήσεις περιμένουμε τη βαβούρα, τις κόντρες, το θεατριλίκι και όχι τα επιχειρήματα και τη βαθιά ανάλυση. Σκοτωμένοι από τη δουλειά ή εξουθενωμένοι από την ανεργία και την πλήξη, θέλουμε μια τηλεόραση που να μας χαλαρώνει και όχι να μας διδάσκει ή να μας προβληματίζει. «Το ξέρω ότι αυτό που βλέπω είναι σαχλαμάρα», λένε πολλοί, «αλλά έτσι ξεκουράζομαι, ξεχνιέμαι».

Ο διαχωρισμός βαρύ-ελαφρύ ή ποιοτικό/εμπορικό είναι και τεχνητός. Δεν υπάρχει ένα ομοιογενές κοινό, υπάρχουν «κοινά», υπάρχουν τηλεθεατές με διαφορετικές ανάγκες και διαθέσεις. Ωστόσο, τα «κοινά» αλλάζουν και, σε αρκετές περιπτώσεις, ξέρουν να ξεχωρίζουν το καλό τηλεοπτικό προϊόν από την αρπαχτή. Για παράδειγμα, το «Μπουκιά και συχώριο» με τον Ηλία Μαμαλάκη ήταν μια εκπομπή που την επιδοκίμασαν κοινό και κριτική. Το ίδιο είχε συμβεί με τη σειρά «10» στον Alpha, το ίδιο συμβαίνει φέτος με το «Νησί» στο Μega, αλλά και με το «1821» του ΣΚΑΪ, το οποίο σημειώνει πολύ ικανοποιητικά νούμερα τηλεθέασης για ιστορικό ντοκιμαντέρ.

Ανάμεσα στα καλά τηλεοπτικά προϊόντα και στα σκουπίδια, που εύκολα τα αναγνωρίζουμε όλοι, υπάρχει η εκτεταμένη γκρίζα ζώνη της μετριότητας, της ρουτίνας, της ευκολίας, της συνήθειας, του low budget, δηλαδή του χαμηλού προϋπολογισμού και της χαμηλής φαντασίας και ευφυΐας. Αυτά τα προϊόντα δίνουν τον γενικό τόνο, αυτά κυριαρχούν. Συνήθως είναι ευπρεπή, δεν μας προσβάλλουν αλλά και δεν μας δίνουν τίποτα, γλιστρούν σαν το νερό μέσα από τα δάχτυλά μας. Το ίδιο όμως, συμβαίνει και στην εκδοτική ή τη μουσική βιομηχανία (για να μην αναφερθούμε στην πολιτική). Συμβιβαζόμαστε με το μέτριο γιατί δεν υπάρχει κάτι άλλο να μας προσελκύσει και να μας εμπνεύσει.

Προτού κουνήσουμε συγκαταβατικά το κεφάλι μας, προτού τεντώσουμε επικριτικά το δάχτυλο, ας θυμηθούμε ότι οι τηλεθεατές δεν είναι «όλος ο λαός». Στις εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που σε μια δεδομένη στιγμή βλέπουν μια φανταχτερή ανοησία, αντιστοιχούν εκατομμύρια συμπατριώτες που την ίδια ώρα βλέπουν κάτι για λίγο ή δεν βλέπουν τίποτα. Που δεν ξέρουν τον «Φούκο» ή τις κυρίες και τους κυρίους των πρωινάδικων και δεν αισθάνονται μειονεκτικά γι’ αυτό.

Πηγή: https://tziantzi.blogspot.com/2011/02/blog-post_13.html?m=0


Δεν υπάρχουν σχόλια: