§ 1 ἐταλαιπώρουν < ταλαιπωρέω, -ῶ < ταλαίπωρος: ταλαιπωρία, ταλαίπωρος, ταλαιπωρώ.
§ 1 ὑπερενεγκόντες < ὑπέρ + φέρω (αόριστος β΄: ἤνεγκον).
§ 2 οἰχομένας < οἴχομαι (= έχω φύγει, είμαι φευγάτος): παρωχημένος (= παλαιός, ξεπερασμένος).
ἐκβιβάζω > ἐκ + βιβάζω: (από-, δια-, μετα-, προ-) υποβιβάζω.
§ 3 ἀπήγχοντο < ἀπό + ἄγχω (= σφίγγω με θηλειά, πνίγω, απαγχονίζω): άγχος, αγχόνη, αγχώδης, αγχωτικός, αγχογόνος, αγχολυτικός, απαγχονίζω, αγχιστεία, αγχίνοια (= ευφυΐα), αγχίνους, αγχέμαχος (= αυτός που μάχεται από κοντά), συνάχι.
§ 4 ἀνηλοῦντο < ἀναλόω, -ῶ (= καταναλώνω): (κατ)ανάλωση, παρανάλωμα, καταναλωτικός.
§ 5 ἀπεσπῶντο < ἀπό + σπάομαι, -ῶμαι (= σέρνω, τραβώ): σπασμός, σπαστικός, σύσπαση, νευρόσπαστος, αντιπερισπασμός, απερίσπαστος, απόσπασμα, απόσπαση.
Ο δήμος εξάλλου ήταν από παλιά χωρισμένος σε δύο φατρίες, όπως έχω αναφέρει στο προηγούμενο μέρος της ιστορίας μου. Ο Ιουστινιανός, αφού προσεταιρίστηκε τη μία, τους Βένετους, τους οποίους και προηγουμένως υποστήριζε με πάθος, τα κατάφερε να σκορπίσει παντού τη σύγχυση και την ταραχή, με αποτέλεσμα να οδηγήσει το ρωμαϊκό κράτος στον έσχατο εξευτελισμό. Αλλά ούτε καν οι Βένετοι δεν δέχτηκαν όλοι να συμμορφωθούν με τη θέληση του ανθρώπου αυτού, παρά μόνον εκείνοι που είχαν ανατρεπτικές διαθέσεις. Ωστόσο, ακόμα κι αυτοί, όταν πια προχώρησε το κακό, αποδείχτηκαν οι πιο συνετοί άνθρωποι του κόσμου. Τα κακά που έκαναν ήταν μικρότερα από την εξουσία που τους είχε δοθεί. Ούτε όμως και η στασιαστική μερίδα των Πράσινων έμεινε ήσυχη, αλλά εγκληματούσαν κι αυτοί συνεχώς όσο τους επέτρεπε η μικρή τους δύναμη, κι ας τους τιμωρούσαν συστηματικά έναν έναν. Αυτό μάλλον τους έκανε να αποθρασύνονται όλο και περισσότερο, γιατί το άδικο οδηγεί συνήθως τον άνθρωπο σε απόγνωση. Τότε λοιπόν, ενώ αυτός συνέχιζε να ρίχνει λάδι στη φωτιά και να ερεθίζει απροκάλυπτα τους Βένετους, ολόκληρη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνταράχθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη σαν να την είχε πλήξει σεισμός ή κατακλυσμός και σαν να είχαν πέσει όλες οι πόλεις της στα χέρια των εχθρών. Σ’ όλα τα μέρη κλονίστηκαν τα πάντα και τίποτα πια δεν έμεινε όρθιο και η σύγχυση οδήγησε σε πλήρη ανατροπή του νόμου και της τάξης. […]
Όλοι σχεδόν οπλοφορούσαν φανερά, στην αρχή μόνο τη νύχτα, ενώ την ημέρα είχαν κρεμασμένα πλάι στο μηρό τους δίκοπα μικρά σπαθιά κρυμμένα κάτω από το ιμάτιο και, μόλις σκοτείνιαζε, σχημάτιζαν συμμορίες και λήστευαν τους πλουσιότερους, και στην αγορά και στα στενοσόκακα, αρπάζοντας από τα θύματά τους και ρούχα και ζώνες και πόρπες χρυσές και ό,τι άλλο είχαν απάνω τους. Μερικούς μάλιστα όχι μόνο τους λήστευαν, αλλά θεωρούσαν καλό και να τους σκοτώσουν για να μην καταγγείλουν αυτά που τους είχαν συμβεί. Με τις πράξεις αυτές όλοι βέβαια ήταν στο έπακρο αγανακτισμένοι, ακόμα και οι Βένετοι που δεν ανήκαν στη μερίδα των στασιαστών, επειδή κι αυτοί πάθαιναν τα ίδια. Γι’ αυτόν το λόγο οι περισσότεροι άρχισαν να φοράνε μπρούτζινες ζώνες και πόρπες και ρούχα πολύ κατώτερα απ’ ό,τι ταίριαζε στη σειρά τους, για να μη χάσουν βέβαια από κοκεταρία τη ζωή τους, κι έτρεχαν να κρυφτούν στα σπίτια τους πριν ακόμη βασιλέψει ο ήλιος. Όσο το κακό τραβούσε σε μάκρος κι οι αρχές της πόλης δεν επέβαλλαν στους εγκληματίες καμιά ποινή, αυτοί αποθρασύνονταν ολοένα και περισσότερο. Το σφάλμα, όταν του παρέχεται ασυδοσία, έχει το ιδίωμα να πολλαπλασιάζεται επ’ άπειρον, αφού μάλιστα, ακόμη κι όταν τιμωρούνται τα εγκλήματα, έχουν την τάση να μη σταματούν εντελώς. Είναι μέσα στη φύση των περισσοτέρων ανθρώπων η ροπή προς την αμαρτία.
Έτσι λοιπόν εξελίσσονταν τα πράγματα με τους Βένετους. Όσο για τους αντιπάλους τους, άλλοι απ’ αυτούς προσχώρησαν στη δική τους παράταξη από την επιθυμία να εγκληματούν μαζί τους εντελώς ατιμώρητα κι άλλοι ζούσαν κρυμμένοι σε κάποιες ξένες χώρες όπου είχαν καταφύγει· πολλούς όμως ακόμα κι εκεί τους έπιαναν και είτε τους σκότωναν οι αντίπαλοί τους είτε τους καταδίκαζαν σε θάνατο οι αρχές. Συνέρρεαν όμως στην οργάνωση κι άλλοι πολλοί νεαροί που ποτέ πριν δεν είχαν δείξει ενδιαφέρον για τέτοιου είδους πράγματα· τους παρέσυρε όμως εκεί η ασυδοσία της δύναμης και της αυθάδειας, γιατί δεν υπάρχει στον κόσμο έργο απ’ αυτά που οι άνθρωποι ονομάζουν μιάσματα που δεν διαπράχθηκε εκείνη την εποχή κι έμεινε ατιμώρητο. Στην αρχή σκότωναν τους στασιαστές της αντίπαλης φατρίας, αλλά προχώρησαν κι ως το σημείο να σκοτώνουν κι αυτούς που δεν τους είχαν φταίξει σε τίποτε. Υπήρχαν και πολλοί που τους δωροδοκούσαν κι ύστερα τους υπεδείκνυαν τους προσωπικούς εχθρούς τους κι εκείνοι τους σκότωναν ευθύς αποδίδοντάς τους το όνομα των Πράσινων κι ας τους ήταν εντελώς άγνωστοι. Και μάλιστα αυτά δεν γίνονταν εν κρυπτώ και παραβύστω, αλλά σε κάθε ώρα της ημέρας, σε κάθε μέρος της πόλης, μπροστά στα μάτια των πιο διακεκριμένων προσώπων γίνονταν οι πράξεις αυτές, αν το ’φερνε η περίσταση. Καμιά ανάγκη δεν είχαν να συγκαλύπτουν τα εγκλήματα, μιας που καμιά τιμωρία δεν είχαν να φοβηθούν. Το θεωρούσαν μάλιστα σαν ένα είδος κατόρθωμα κι έκαναν επίδειξη δύναμης και ανδρισμού καμαρώνοντας που σκότωναν μ’ ένα μόνο χτύπημα όποιον άνθρωπο βρισκόταν άοπλος στο δρόμο τους. Κανείς πια δεν έλπιζε ότι θα επιζήσει από τους κινδύνους μιας τέτοιας ζωής. Τρομοκρατημένοι όπως ήταν όλοι νόμιζαν ότι επίκειται ο θάνατός τους και πίστευαν ότι σε κανέναν τόπο, σε καμιά χρονική στιγμή δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι για τη ζωή τους, αφού άνθρωποι σκοτώνονταν χωρίς κανένα λόγο, ακόμα και μέσα σε πανσέβαστα ιερά και στις μεγάλες γιορτές, και δεν είχε απομείνει ίχνος εμπιστοσύνης ούτε καν προς τους φίλους και τους συγγενείς, αφού πολλοί σκοτώνονταν από επίβουλα σχέδια των πιο κοντινών τους προσώπων.
Παρ’ όλ’ αυτά, καμιά έρευνα δεν διεξαγόταν για τα εγκλήματα που είχαν γίνει. Τα χτυπήματα έπεφταν απροσδόκητα πάνω σε όλους και κανένας δεν βρισκόταν να υπερασπίσει τα θύματα. Καμιά δύναμη δεν είχε απομείνει, ούτε νόμου ούτε συμβολαίου, για να διασφαλίσει την τάξη και όλα συνταράχτηκαν από την ολοένα αυξανόμενη κυριαρχία της βίας και το πολίτευμα έμοιαζε πιο πολύ με τυραννίδα, που δεν είχε όμως τουλάχιστον εγκαθιδρυθεί, αλλά κάθε μέρα άλλαζε μορφή και βρισκόταν πάντα την αρχή της. Ακόμα κι οι αποφάσεις των αξιωματούχων έμοιαζαν να λαμβάνονται υπό το κράτος του τρόμου από ανθρώπους που το φρόνημά τους είχε καταντήσει δουλικό από το φόβο ενός ανδρός. Οι δικαστές εξάλλου, όταν ήταν να αποφασίσουν για κάποια διένεξη, δεν έβγαζαν απόφαση κατά την κρίση τους για το δίκιο και το νόμιμο, αλλά ανάλογα με τις καλές ή τις κακές σχέσεις που είχε ο καθένας από τους αντιδίκους με τους στασιαστές. Ο δικαστής που τυχόν θα παρέβλεπε τις δικές τους εντολές ήξερε ότι τον περίμενε η ποινή του θανάτου.
Πολλοί δανειστές εκβιάστηκαν σκληρά να δώσουν πίσω τα γραμμάτια στους πιστωτές τους χωρίς να πάρουν πίσω τίποτε από τα χρήματα που είχαν δανείσει, κι άλλοι πολλοί, παρά τη θέλησή τους, άφησαν ελεύθερους τους δούλους τους. Λένε μάλιστα ότι και πολλές γυναίκες αναγκάστηκαν από τους δούλους τους να προβούν σε πολλές πράξεις που απεχθάνονταν. Ακόμα και γιοι επιφανέστατων προσώπων ήταν ανακατεμένοι μ’ αυτούς τους νεαρούς, κι ανάγκαζαν τους πατέρες τους να κάνουν πολλά παρά τη θέλησή τους και να δίνουν σ’ αυτούς τα χρήματά τους. Πολλά παιδιά μάλιστα αναγκάστηκαν ακόμα και να πέσουν στο ανόσιο κρεβάτι των στασιαστών εν γνώσει των πατέρων τους. Αλλά και παντρεμένες γυναίκες συνέβη να πάθουν τα ίδια ακριβώς. Λένε ότι μια γυναίκα, πολύ πλούσια στολισμένη, διέσχιζε τον Βόσπορο μαζί με τον άνδρα της για να πάει σε κάποιο από τα προάστια της αντικρινής στεριάς· στο διάστημα του διάπλου τους συνάντησαν οι στασιαστές, την απέσπασαν με απειλές από τον άνδρα της και την έβαλαν στη δική τους βάρκα. Εκείνη μπήκε στη βάρκα με τους νεαρούς, αφού προηγουμένως είχε παραγγείλει στον άνδρα της μυστικά να έχει θάρρος και τίποτε κακό να μην φοβάται γι’ αυτήν γιατί δεν πρόκειται, είπε, να υποστεί το σώμα της καμιά προσβολή. Κι ενώ ακόμα ο άνδρας της την κοίταζε περίλυπος, ρίχτηκε στη θάλασσα και χάθηκε από τη ζωή.
Τέτοια λοιπόν ήταν τα θρασύτατα έργα που είχαν τότε διαπράξει στο Βυζάντιο οι στασιαστές. Κι όμως αυτά στενοχωρούσαν λιγότερο τα θύματά τους από το άδικο που έκαμε ο Ιουστινιανός στην Πολιτεία, επειδή το μεγαλύτερο μέρος της πικρίας που προξενεί η διατάραξη της τάξης σ’ αυτούς που παθαίνουν από τους κακούργους τα πιο αβάσταχτα κακά, το αφαιρεί πάντα η προσδοκία ότι οι κακούργοι θα τιμωρηθούν από τους νόμους και τις αρχές. Με την ελπίδα ότι το μέλλον θα είναι καλύτερο, πιο εύκολα και πιο ανώδυνα υπομένει ο άνθρωπος τα κακά του παρόντος· όταν όμως ασκούν βία εναντίον του οι αρχές του κράτους, η οδύνη του για τις συμφορές του είναι, φυσικά, μεγαλύτερη και οδεύει σταθερά προς την απόγνωση επειδή δεν προσδοκά την τιμωρία των ενόχων. Το φταίξιμο του Ιουστινιανού ήταν ότι όχι μόνο δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να συμπαρασταθεί στα θύματα των εγκλημάτων, αλλά ότι δεν δίσταζε καθόλου να προστατεύει φανερά τους στασιαστές. Και χρήματα πολλά παρείχε στους νεαρούς αυτούς και πολλούς τους έπαιρνε κοντά του, και μάλιστα θεωρούσε πρέπον να αναθέτει σε μερικούς απ’ αυτούς διοικητικές εξουσίες και άλλα αξιώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου