Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Μια μαρτυρία για τη ζωή στη δικτατορία και για τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο

Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Μακεδονία (16 Νοεμβρίου 1973). Πηγή: Βικιπαίδεια

 

 Γιώργος Γαβριήλ, Η λάθος πληροφορία που οδήγησε στο «Πολυτεχνείο»

 

Ο Γιώργος Γαβριήλ ήταν φοιτητής της Φυσικομαθηματικής Σχολής

και έλαβε ενεργό μέρος στις καταλήψεις της Νομικής

 

Από τα παιδιά της σημερινής εποχής κανένα δεν μπορεί να καταλάβει το κλίμα της δικτατορίας. Δεν υπήρχε καμία έκφραση της προσωπικής ή κοινωνικής μου ζωής όπου να μην ένιωθα το βάρος της δικτατορίας. Ήταν μια ταφόπλακα που μας πλάκωνε. Έπρεπε να λειτουργείς πάντα με τον τρόπο που εκείνη απαιτούσε. Καθετί που έκανες, είτε πήγαινες σε σινεμά, σε βιβλιοθήκη ή σε ταβέρνα, είχες πάντα το άγχος ότι δεν ήταν αποδεκτό από τη δικτατορία, και οποιαδήποτε στιγμή θα μπορούσε να το πληρώσεις. Ο Παττακός τα είχε βάλει κάποια στιγμή με όσες φορούσαν μίνι φούστα. Ακόμη και την αμφίεση των νέων ελέγχανε.

Όπως και ο έρωτας, ήταν υπό επιτήρηση και συνεπώς μίζερος. Γιατί δεν υπήρχε η ελευθερία που απαιτείται για να μπορέσει να εκδηλωθεί. Ήταν έρωτας ανάμεικτος με φόβους. Θυμάμαι ότι ως φοιτητές είχαμε πάει μια εκδρομή, και όλο αυτό το παιχνίδι του έρωτα και της διάθεσης για αντίσταση, τα οποία περιπλέκονται μεταξύ τους, επηρεαζόταν από τον φόβο. Οι σχέσεις μας δεν ήταν ελεύθερες. Εγώ, ας πούμε, είχα πάει με την μετέπειτα γυναίκα μου μια εκδρομή στην Καστοριά και συνεχώς σκεφτόμουν εάν έκανα κάτι που δεν έπρεπε να έχω κάνει. Ακόμα και στο δωμάτιο μέσα σκεφτόμουν ότι κάποιος με παρακολουθούσε.

Επίσης, η δικτατορία δεν έδινε καμία ελπίδα διαφυγής. Δεν ήταν ότι θα τελείωνε σε έναν μήνα, πίστευες ότι θα συνεχίζεται για πάντα. Και έπρεπε να κάνεις τους προγραμματισμούς της ζωής σου, να παντρευτείς, να πιάσεις δουλειά, να κάνεις παιδιά, να διαβάσεις, πάντα υπό τον φόβο ότι η ζωή σου θα είναι γεμάτη συμβιβασμούς. Και γι’ αυτό, η μεγαλύτερη ανακούφιση που ένιωσα μετά την πτώση της δικτατορίας ήταν αυτός ο φρέσκος αέρας που μπήκε μέσα στα πνευμόνια μας, η αίσθηση ότι πλέον μπορούμε να αναπνέουμε.

Εγώ τότε ζούσα στον Ωρωπό και είχαμε, με τον αδελφό μου και τη μάνα μου, ένα μικρό ουζερί, το οποίο είχε πάρα πολλή δουλειά. Αναγκαστήκαμε όμως να το κλείσουμε «σε μια βραδιά», διότι η Αστυνομία απαιτούσε να βάλουμε μια ταμπέλα που θα έλεγε «Ναι στον Παπαδόπουλο». Και από το να γίνουμε περίγελως σε όλο το χωριό, και μάλιστα εγώ, που ήμουν φοιτητής στο πανεπιστήμιο με δημοκρατικές απόψεις, συμφωνήσαμε και το κλείσαμε. Να μείνεις ξαφνικά χωρίς δουλειά, εξαιτίας της πράξης ενός χωροφύλακα! Μετά, αναγκάστηκα να δουλεύω ως σερβιτόρος, για να μπορέσω να τελειώσω το πανεπιστήμιο. Και στεναχωριέμαι και πληγώνομαι κάθε φορά που ορισμένοι προσπαθούν να την «περάσουν» τη δικτατορία σαν ένα διάλειμμα όπου τάχα διάβαζαν και καλλιεργούνταν η υψηλή κουλτούρα. Είναι σίγουρο ότι η στεναχώρια και η θλίψη γεννούν βαθιές σκέψεις, και κάποιοι γίνανε συγγραφείς μέσα από την εμπειρία της δικτατορίας. Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, όμως, σημαδεύτηκαν για όλη τους τη ζωή. Η δικτατορία ήταν μια εξαιρετικά σκληρή περίοδος για τους Έλληνες. Μια περίοδος που μας σημάδεψε και ακόμα μας σημαδεύει. Ακόμα και σήμερα, σε κάθε ενέργεια της γενιάς μου υπάρχει το σημάδι της δικτατορίας, και ίσως γι’ αυτό και ορισμένες ενέργειές μας είναι βεβιασμένες και ανελεύθερες.

Από την πρώτη στιγμή που ήμασταν στο πανεπιστήμιο, ψάχναμε να βρούμε κωδικούς επικοινωνίας για να καταλάβουμε τελικά εάν κάποιος συμφοιτητής μας ήταν δημοκρατικός ή, ακόμα-ακόμα εάν θα μπορούσε να κάνει και κάποια αντιδικτατορική πράξη. Υπήρχε ο φόβος του χαφιέ, η χούντα είχε ερείσματα και μέσα στους φοιτητές και μέσα στην κοινωνία. Υπήρχαν πολλοί φοιτητές που εξυμνούσαν και στήριζαν τη δικτατορία. Είχε τους ανθρώπους της που μας καρφώνανε. Άσχετα αν μετά το «Πολυτεχνείο» έγιναν αντιστασιακοί όλοι οι Έλληνες.


Αφίσα της εποχής εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967. Καραχρήστος Σ., Ελληνικές αφίσες, Κέδρος, Αθήνα 1984, σ.254. [πηγή: Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα]

Πολλά ξεκινάγαν από τις κοινωνικές συναναστροφές. Δηλαδή όταν πηγαίναμε για ένα κρασάκι, εντοπίζαμε εκείνον που θα πέταγε πρώτος ένα αντιστασιακό τραγουδάκι. Αντιστασιακά τραγούδια ήταν τότε όλα τα τραγούδια του Θεοδωράκη, τα ωραία του Χατζιδάκι, αυτά δηλαδή που είχαν κάποιο προβληματισμό -όχι σαν το «Κυρα-Γιώργαινα» [1], ας πούμε. Τραγουδούσαμε και αντάρτικα, και αυτά τα αυτοσχέδια γλέντια άρεσαν πάρα πολύ στον κόσμο, γι’ αυτό όπου πηγαίνανε οι φοιτητές, ακολουθούσαν όλοι οι άλλοι. Γιατί μέσα από τους φοιτητές ο πολιτικοποιημένος πολίτης, που τότε ήταν κατατρομαγμένος, έπαιρνε μια αντιστασιακή ανάσα.

Σιγά σιγά γνωριζόμαστε και ξεθαρρεύουμε. Είχαμε βάλει στις τσέπες όλων των συμφοιτητών μας, στα εργαστήρια της Χημείας, ένα κείμενο του Γληνού περί δημοκρατίας. Είχαν κρεμάσει τα παλτά τους απέξω και βρίσκανε ξαφνικά μέσα ένα κείμενο που αναφερότανε στην ανάγκη της Δημοκρατίας. Την ενέργεια αυτή την είχα οργανώσει εγώ, ο Διονύσης Μαυρογένης, η Άννα Στεφάνου από τη Θεσσαλονίκη και ο Στρατής Πάλλης [2]. Η Άννα Στεφάνου είχε καταφέρει να περάσει μέσα στο πανεπιστήμιο το κείμενο το οποίο είχαμε βγάλει σε πολύγραφο. Ήταν μια πρώτη αντιστασιακή πράξη, μικρή όπως το βλέπουμε τώρα, αλλά για την εποχή της τεράστια. Διότι ακόμα κι ένα στραβοκοίταγμα στους διάφορους ασφαλίτες [3] που κυκλοφορούσαν ελεύθεροι μέσα στο πανεπιστήμιο ήταν αρκετό για να σου πούνε: «Για έλα μέσα, μικρέ». Εμένα, μια φορά, με συνέλαβαν και με πήγαν στην Ασφάλεια, επειδή κρατούσα έναν πάκο τυλιγμένο με μια εφημερίδα, όπου μέσα είχα κάτι άσχετα πράγματα, τα οποία πέρασαν για προκηρύξεις.

Σε κάθε συγκέντρωση για φοιτητικά προβλήματα ήταν μέσα και από ένας ασφαλίτης -είτε τον λέγανε Κανούση, είτε τον λέγανε Μαρκονίκο [4]-, ο οποίος μάλιστα προσπαθούσε να αποκτήσει και φιλικές σχέσεις με τους φοιτητές. Είχε γίνει ένα κομμάτι της ζωής μας. Βέβαια, οι περισσότεροι ήταν ανεγκέφαλοι. Θυμάμαι τότε που πήγαν να μας στρατεύσουνε όλους, πήγα και τους είπα: «Εάν με στρατεύσετε, εγώ θα αυτοπυρποληθώ μπροστά στα Προπύλαια». Φυσικά δεν θα το έκανα, δεν υπήρχε περίπτωση. Αλλά τελικά αυτό έπιασε, διότι είπαν: «Για κάτσε, μήπως αυτός μας κάνει καμιά τρέλα», και τη γλύτωσα.

Πηγαίναμε συνέχεια σινεμά, ιδίως στο «Στούντιο» [5]. Δεν πηγαίναμε για την ταινία, αλλά επειδή ξέρουμε ότι στο «Στούντιο» θα μαζευόντουσαν όλοι οι αμφισβητίες της δικτατορίας, υπήρχε μια αύρα μεταξύ μας. Ωσάν να λέγαμε ότι «όλοι όσοι είμαστε εδώ μέσα, αυτοί οι 300-400, θέλουμε να φύγει η δικτατορία». Μετά πηγαίναμε να πιούμε ένα κρασάκι ή να οργανώσουμε κάποια πολιτιστική εκδήλωση, όπως με τα Δεκαοχτώ Κείμενα [6]. Αυτά τα βιβλία μάς έδωσαν την ευκαιρία να επικοινωνήσουμε πιο άμεσα με πνευματικούς ανθρώπους, κι έτσι να αρχίσει να αναπτύσσεται μια άλλη κουλτούρα, η οποία αποτίναζε πλέον την απαγόρευση του διαβάσματος. Φυσικά, τα βιβλία δεν τα διαβάζαμε δημοσίως. Όμως, εκείνος που κρατούσε τα βιβλία στο χέρι ήταν σαν να έλεγε: «Είμαι διαθέσιμος. Είμαι έτοιμος για μια αντιστασιακή πράξη». Εάν δηλαδή, έξω-έξω, πέρα από τα φοιτητικά βιβλία, κράταγε και κανένα λογοτεχνικό, θα έλεγα: «Α, δικός μας είναι αυτός, πρέπει να του πιάσουμε κουβέντα». Ήταν κωδικοί επικοινωνίας αυτοί.

Όταν μαθαίναμε ότι υπήρχε ένα βιβλιοπωλείο που είχε έστω πέντε ποιήματα του Ρίτσου, κάναμε όλοι ουρά για να τα βρούμε. Κι ευτυχώς που υπήρχαν ορισμένοι άξιοι εκδότες, πραγματικά παλικάρια, που μέσα σε εκείνο το σκοτάδι βγάζανε, μερικές φορές, κάποια τέτοια βιβλία και μας δίνανε τη δυνατότητα να αναπνέουμε μέσα από την ποίηση. Το ίδιο συνέβαινε όταν ορισμένοι φίλοι φέρνανε από το εξωτερικό κασέτες και δίσκους του Θεοδωράκη. Θυμάμαι ότι η γυναίκα μου είχε πάει ένα ταξίδι που μου έφερε έναν καταπληκτικό δίσκο του Θεοδωράκη, κρυμμένο μέσα σε ένα εξώφυλλο της Μαρινέλας.

Έπαιζε, επίσης, σημαντικό ρόλο το πού πηγαίναμε να πιούμε καφέ. Ας πούμε, στα καφενεδάκια του Σόλωνος πήγαιναν όσοι είχαν διάθεση για αντιστασιακή κουβέντα. Οι άλλοι που θέλανε μόνο καμάκι, φεύγανε και πηγαίνανε στο Κολωνάκι. Εγώ, ας πούμε, ήμουν φοιτητής από τον Ωρωπό. Δηλαδή τελείως άσχετους με τους Αθηναίους. Κανείς δεν μου μίλαγε, παρότι είχα διάθεση να οργανωθώ, να παλέψω. Το μόνο λοιπόν που μου απέμενε ήταν να συχνάζω σε χώρους όπου υποπτευόμουνα ότι θα γινόταν κάτι. Έτσι, άρχισα να πηγαίνω στη Φοιτητική Λέσχη. Εκεί, χωρίς να το περιμένω, στην επέτειο της 21ης Απριλίου το 1972 ήταν συνεννοημένοι γύρω στους πενήντα με εβδομήντα ανθρώπους να κάνουν μια διαδήλωση. Θυμάμαι μεταξύ αυτών τον Γιώργο Κοτανίδη, που ήταν στο Ελεύθερο Θέατρο. Μπήκα κι εγώ μέσα. Με το που αρχίζουμε τα συνθήματα «Κάτω η Χούντα» κ.λπ., ορμάνε οι αστυνομικοί με τα περιπολικά και συλλαμβάνουν πολλά από τα παιδιά και τα πηγαίνουν μέσα. Ήταν η πρώτη διαδήλωση κατά της χούντας, προηγουμένως μόνο μερικές κηδείες [7] είχαν μετατραπεί σε αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις.

Από το 1972 και μετά, άρχισε πραγματικά κάτι να κινείται. Ακόμη κι αν ξεκινούσε κάτι με άλλη αφορμή, μετατρεπόταν γρήγορα σε αντιδικτατορική διαδήλωση. Όπως π.χ. έκαναν οι Κρήτες φοιτητές, που πάντα βρίσκανε ευκαιρία, ακόμα και με τα κρητικά γλέντια. Κάθε φορά που ερχόταν από την Κρήτη ένα καλάθι με τρόφιμα, μαζευόντουσαν άλλοι σαράντα εκεί, και σιγά-σιγά αυτό εξελισσόταν σε αντιστασιακή εκδήλωση. Οι Κρητικοί έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη του αντιδικτατορικού κινήματος, γιατί αυτοί έχουν αντιστασιακή ψυχοσύνθεση από μόνοι τους. Από την Κρήτη ήταν και το σημαντικότερο όνομα, αν και καθόλου προβεβλημένο, του φοιτητικού αντιστασιακού κινήματος, η «πασιονάρια» της αντίστασης, η Ιωάννα Καρυστιάνη. Το φλογερό αυτό κορίτσι της εποχής εκείνης είχε τρομερό πάθος και παλμό, καθώς και έναν εκπληκτικό πολιτικό λόγο. Ήταν σκληρή, ανιδιοτελής και φλογερή.

 

 

Η νοθεία στις πρώτες φοιτητικές εκλογές τις οποίες επέτρεψε η χούντα, στα τέλη του 1972, εξόργισε και ριζοσπαστικοποίησε τους φοιτητές. Στη Φαρμακευτική την ανακάλυψε ο Διονύσης Μαυρογένης. Αμέσως μόλις έκλεισαν οι κάλπες, κάποιος πήγε κρυφά, αφαίρεσε ψηφοδέλτια και έριξε μέσα κάποια άλλα. Το βράδυ, στην καταμέτρηση, ο Διονύσης Μαυρογένης, που δεν του ξέφευγε τίποτα, παρατήρησε ότι τα ψηφοδέλτια των διορισμένων από τη δικτατορία είχαν τη σφραγίδα στο κάτω μέρος, ενώ όλα τα άλλα ψηφοδέλτια της Εφορευτικής Επιτροπής είχαν τη σφραγίδα στο επάνω μέρος. Ξέσπασε μεγάλο σκάνδαλο και εγώ είχα την ιδέα να καλέσω όσους συμφοιτητές μου με ψήφισαν να το δηλώσουν ενυπογράφως. Τελικά, μάζεψα πολύ περισσότερες υπογραφές από τις ψήφους που είχαν καταμετρήσει, μετά τη νοθεία. Το κατήγγειλα σε εφημερίδες, αλλά υπήρχε λογοκρισία. Η μόνη εφημερίδα που το δημοσίευσε τότε, στην πρώτη σελίδα μάλιστα, ήταν η Ακρόπολις. Ήταν βέβαια μεγάλο σοκ τότε για την Ασφάλεια που τους ξέφυγε μια τέτοια δημοσίευση, και δέχτηκα μεγάλη πίεση από τον Κανούση, επικεφαλής του Σπουδαστικού της Ασφάλειας για τη Φαρμακευτική και όλη τη Φυσικομαθηματική Σχολή, και τους άλλους ασφαλίτες, να αποσύρω την παραίτηση -είχα παραιτηθεί από μέλος του Συλλόγου- όπως και να ανασκευάσω το κείμενο που είχα στείλει στις εφημερίδες. Αλλά είχα στοιχεία, είχα τις υπογραφές των συμφοιτητών μου.

Σε μια συναυλία του Μαρκόπουλου, την οποία είχαν οργανώσει οι Κρήτες φοιτητές (τον Βασίλη Πεντάρη [8], που ήταν από τους επικεφαλής, τον συνέλαβαν μια-δυο μέρες μετά) «έπεσε» για πρώτη φορά από μία ομάδα της Φαρμακευτικής στην κερκίδα, στην οποία ήμουν και εγώ, το σύνθημα «Κάτω η χούντα». Τραγουδήσαμε το περίφημο «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και φύγαμε έξω διαδηλώνοντας. Ήταν δύο με τρεις χιλιάδες άτομα, η πρώτη μεγάλη οργανωμένη διαδήλωση -μαζί με την πορεία που κάναμε για φοιτητικά αιτήματα από την Πανεπιστημιούπολη στην Αθήνα. Οι ασφαλίτες εξοργίστηκαν και, όταν έφτασαν, φάγαμε πολύ ξύλο. Ακόμα θα με δέρνανε εάν δεν το παίζαμε ξαφνικά ερωτευμένοι με τη γυναίκα μου, και δεν καθόμασταν κάτω από ένα δέντρο, μέχρι να φύγουν.

 

Στιγμιότυπο από την κατάληψη της Νομικής, το Φεβρουάριο του 1973, με τους φοιτητές να διαδηλώνουν εναντίον της δικτατορίας στην ταράτσα της Σχολής (Αρχείο ΔΟΛ). Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, τ.9, σ.166. [πηγή: Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα]

Στην πρώτη και τη δεύτερη κατάληψη της Νομικής, ήμουν στη Συντονιστική Επιτροπή [9], ως εκπρόσωπος της Φυσικομαθηματικής. Στην πρώτη «Νομική» ήμασταν απροετοίμαστοι ψυχολογικά, κι έτσι υπήρχαν μεγάλες αντιδράσεις από τα παιδιά που ήταν μέσα, για να τερματίσουμε την κατάληψη. Οι γονείς τους δεν ήταν ενήμεροι, ήρθαν πάρα πολλά άτομα χωρίς φαγητό, ήταν Φλεβάρης κι έκανε κρύο. Η έννοια της κατάληψης, ότι ίσως χρειαστεί να θυσιαστούμε μένοντας μέσα, δεν είχε ακόμα ωριμάσει. Άρα, σωστά η Συντονιστική Επιτροπή -παρόλο που εγώ έλεγα «όχι, να μείνουμε μέσα»- αποφάσισε τελικά να φύγουμε.

Στη δεύτερη κατάληψη, έναν μήνα μετά, συμμετείχαν μόνο οι αποφασισμένοι. Και γι’ αυτό μείναμε μέχρι το τέλος. Βέβαια, και τότε είχε συνέλθει η Συντονιστική Επιτροπή, προτείνοντας να ξαναφύγουμε, αλλά εγώ, ο Διονύσης Μαυρογένης και γενικά οι άνθρωποι που πρόσκειντο στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά είπαμε: «Όχι, θα μείνουμε μέχρι τέλους». Φάγαμε πάρα πολύ ξύλο. Μας είχαν στριμώξει σε μια γωνία της Νομικής -καμιά δεκαπενταριά με είκοσι άτομα- και βγάλανε τα γκλομπς. Εμένα, θυμάμαι, με είχαν πιάσει από τα μαλλιά τέσσερις χωροφύλακες και με δέρναμε επί ένα τέταρτο της ώρας τουλάχιστον. Λίγο πριν πέσω, τους είπα: «Φτάνει, δεν με λυπάστε, φτάνει». Το ξύλο εκείνο θα το θυμάμαι μέχρι να πεθάνω. Αλλά έτσι έκανε η δικτατορία, έδερνε. Αλλιώς, τη δικτατορία θα ήταν εάν δεν έδερνε;

 

 

Στην περίοδο πριν από τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο, το φοιτητικό κίνημα πήγαινε να χάσει τον προσανατολισμό του. Με την κυβέρνηση Μαρκεζίνη είχε ξεκινήσει η υποτιθέμενη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, και πολλοί φοιτητές επηρεάζονταν από τα προδικτατορικά πολιτικά κόμματα. Σκεφτόντουσαν τότε να δώσουν μία ευκαιρία στον Μαρκεζίνη. Βέβαια, εμείς της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, πέρα από τα δύο ΚΚΕ, αναζητούμε τρόπους για μια μετωπική αντιπαράθεση με τη χούντα.

Μια Τετάρτη πρωί, λοιπόν, είχαμε τη γενική συνέλευση της Φυσικομαθηματικής, στη Νομική, για διάφορα φοιτητικά ζητήματα. Θυμάμαι ότι ήταν ουσιαστικά μια εκδήλωση-«σούπα», δεν είχε ούτε παλμό ούτε τίποτα. Εκεί, λοιπόν, καθώς μίλαγε κάποιος, νομίζω ήταν ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, έρχεται σε μένα ένας φοιτητής και μου λέει: «Γαβριήλ, στο Πολυτεχνείο γίνονται φασαρίες». Στο Πολυτεχνείο οι φοιτητές είχαν επίσης γενικές συνελεύσεις για φοιτητικά αιτήματα. Και του λέω εγώ: «Τι φασαρίες;». Μου απαντάει: «Σφάζονται. Έχουν πέσει οι μπάτσοι και δέρνουν κόσμο». Οπότε εγώ σταματάω τον ομιλητή, βγαίνω στη σκάλα και λέω: «Συνάδελφοι, είναι δυνατόν να μιλάμε εμείς εδώ για συγκέντρωση για φοιτητικά προβλήματα, όταν έχουν μπει οι αστυνομικοί στο Πολυτεχνείο και σαπίζουν τα αδέρφια μας στο ξύλο;». Ρίχνω λοιπόν το σύνθημα, φωνάζει και ο Μαυρογένης: «Όλοι στο Πολυτεχνείο! Να πάμε να προασπίσουμε τα αδέρφια μας». Οργανώνεται λοιπόν μια πορεία όχι πολλών ατόμων, αλλά πολύ δυναμική, που άρχισε να κατεβαίνει την οδό Σόλωνος. Αστυνομικοί δεν υπήρχαν και δεν μας μπλόκαρε κανείς. Μόλις βγαίνουμε στην Πατησίων, από την οδό Στουρνάρη, ανακαλύπτουμε ότι δεν υπήρχε κανείς στο Πολυτεχνείο, παρά μόνο μια συνέλευση των Μηχανολόγων. Ρωτήσαμε: «Πού είναι οι άλλοι;». Μας λένε: «Φύγανε». Δεν υπήρχαν άλλοι φοιτητές μέσα στο Πολυτεχνείο. Και πριν προλάβουμε να πούμε: «Α, ρε παιδιά, δεν ήταν τίποτα, λάθος η πληροφορία» και να φύγουμε, εμφανίζεται μία κλούβα με αστυνομικούς με γκλομπς. Αμέσως, για να μη μας πλακώσουνε, τρέχουμε και μπαίνουμε μέσα στο Πολυτεχνείο. Βεβαίως, δεν είχαμε καμία διάθεση να μείνουμε. Με άλλα λόγια, το «Πολυτεχνείο» στηρίχθηκε σε μία λαθεμένη πληροφορία. Το τυχαίο μπορεί να πυροδοτήσει εξελίξεις οι οποίες είναι ασύλληπτες, εάν βέβαια υπάρχουν συνθήκες.

 

Μέσα από τα κάγκελα του Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Φάτσης Γ., Πολυτεχνείο '73, Καστανιώτης, Αθήνα 1985, σ.52. [πηγή: Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα]

Η όλη ιστορία του «Πολυτεχνείου» ξεκινάει από ένα ακόμη τυχαίο γεγονός, όταν εκείνη τη στιγμή, ένας συμφοιτητής μας, νομίζω ήταν της Φυσικομαθηματικής, πέταξε ένα νεράντζι σε έναν αστυνομικό, από αυτούς που είχαν φτάσει έξω από το Πολυτεχνείο. Ο αστυνομικός παίρνει το νεράντζι και του το ξαναπετάει. Το παιχνίδι μάς άρεσε, αρχίσαμε λοιπόν να κόβουμε νεράντζια και να τα πετάμε στους αστυνομικούς, κι εκείνοι μας τα επέστρεφαν. Βλέπει ο κόσμος αυτό το νταραβέρι, αρχίζουν να έρχονται και άλλοι φοιτητές και να γεμίζει το Πολυτεχνείο. Οι αστυνομικοί του είχαν μπλοκάρει, αλλά έμπαιναν από άλλες πόρτες. Οπότε γίνεται μια συνέλευση, το βράδυ στις εφτά. Στη συνέλευση ήταν γύρω στα 300 άτομα, οι περισσότεροι ήταν αυτόνομοι συνδικαλιστές, μη εξαρτώμενοι από κόμματα. Αυτοί είναι οι περίφημοι «300 προβοκάτορες» τους οποίους κατήγγειλε το ΚΚΕ μετά τη σφαγή, ότι είχαν οργανώσει την κατάληψη για να χτυπηθεί το κίνημα. Παραμύθια της Χαλιμάς: το «Πολυτεχνείο» είναι δημιούργημα μιας τελείως αυθόρμητης κατάστασης! Οι οργανωμένοι στον χώρο της «επίσημης» Αριστεράς πρότειναν τότε να φύγουμε, να μη γίνει κατάληψη, γιατί αυτό θα δημιουργούσε πρόβλημα στη φιλελευθεροποίηση Μαρκεζίνη. Βγήκα επάνω στις σκάλες και φώναξα ποτέ ότι «εάν θέλετε να συνεχίσετε τον αγώνα σας μέσα από αιτήσεις στα υπουργεία, να πάτε στους διαδρόμους των υπουργείων. Εμείς θα μείνουμε εδώ, γιατί τώρα γίνεται κίνημα». Ήταν πομπώδης η έκφρασή μου, αλλά φυσικά ούτε μου περνούσε από το μυαλό ότι από αυτά τα διακόσια-τριακόσια άτομα που ήμασταν εκεί θα ξεκινήσει το πιο ιστορικό γεγονός της Ελλάδας μετά τον πόλεμο.

Μετά αρχίσανε όλα: Η οργάνωση της ζωής μέσα στην κατάληψη, οι γενικές συνελεύσεις για να βγει η Συντονιστική Επιτροπή. Στις γενικές συνελεύσεις υπήρχαν μεγάλες αντιπαραθέσεις. Υπήρχε δηλαδή η διάθεση των απλών φοιτητών, οι οποίοι διακατέχονταν από το πάθος για την ανατροπή, και αυτών που είχαν σχέση με τα κόμματα και επεδίωκαν να στρέψουν την κατάληψη σε άλλες κατευθύνσεις.

Γενικώς, η κατάσταση ήταν μεγαλειώδεις εκεί μέσα. Οι φοιτητές ζήσαμε κάτι που τα σημερινά παιδιά δεν θα το ζήσουν ποτέ: την αλληλεγγύη, την αγάπη, το πάθος για μια μεγάλη και ηρωική πράξη, ότι είσαι στο επίκεντρο γεγονότων που έχουν σχέση με τη ζωή όλου του ελληνικού λαού, ίσως και όλου του κόσμου. Και γι’ αυτό το «Πολυτεχνείο» είναι, τόσα χρόνια μετά, ζωντανό στις μνήμες των ανθρώπων. Ήταν μια ηρωική στιγμή, έδειξε τη δυνατότητα της αυθόρμητης πάλης των νέων παιδιών, όταν αυτά έχουν ένα στόχο στο μυαλό τους. Διότι στο «Πολυτεχνείο» θα μπορούσε να είναι ο καθένας. Στο «Πολυτεχνείο» δεν υπήρχαν ήρωες, αλλά παιδιά που τα είχα δει το προηγούμενο καλοκαίρι να διασκεδάζουν ξέφρενα στις ντισκοτέκ του Ωρωπού, να κάνουν την πλάκα τους με τα ποδηλατάκια τους, με τα μηχανάκια τους, και να αναρωτιέσαι: «Μα, αυτή είναι η νεολαία;». Ναι, αυτή ήταν η νεολαία, που όταν χρειάστηκε, έδειξε πραγματικά τη μεγάλη της δύναμη.

Όταν μας περικύκλωσαν τα τανκς, ο Λαλιώτης κι ο Σταμέλος βγήκανε να διαπραγματευτούν την ασφαλή έξοδό μας. Ήμουνα μπροστά στις διαπραγματεύσεις, οι εκπρόσωποί μας ζητούσαν εγγυήσεις για την αποχώρηση, δηλαδή ή να ερχόντουσαν κάποιοι να μας παίρνανε ή να κάνανε έναν κλοιό για να προστατευτούμε από τους αστυνομικούς. Όλοι μας θέλαμε πια να φύγουμε, να πάμε σπίτια μας. Μας περίμεναν οι μανάδες μας και κλαίγανε. Ήμασταν μπλοκαρισμένοι, δεν θέλαμε να πεθάνουμε. Αλλά πώς θα φεύγαμε; Όποιος έκανε να φύγει θα τον τσακίζανε στο ξύλο οι αστυνομικοί.

Κάποια στιγμή, ο επικεφαλής αξιωματικός είπε: «Ο στρατός δεν μπορεί να κάθεται να μιλάει μαζί σας με τις ώρες». Και διέταξε το τανκς: «Έλα και άνοιξε την πόρτα με το ζόρι». Θυμάμαι ότι αφού μπήκε το τανκς μέσα, έρχεται ένας φαντάρος με το αυτόματο και, όπως ήμασταν καμιά τριανταριά στριμωγμένοι σε ένα τοίχο, λέει: «Θα βγείτε;». Εγώ ήμουν μπροστά του και του λέω: «Ναι, ναι, θα βγούμε». Αμέσως φάνηκε η ανακούφιση στο πρόσωπό του. Γιατί εάν του λέγαμε «όχι», τι θα έκανε; Ούτε κι αυτός δεν ήξερε. Ήταν πιο τρομαγμένος από μας.

Αρχίσαμε να τρέχουμε προς τις πίσω μεριές του κτιρίου. Εγώ έφυγα προς τα αριστερά, προς τη Σχολή Καλών Τεχνών, με τη γυναίκα μου χέρι-χέρι. Έπαθα πανικό. Ακούγοντας τους πυροβολισμούς νόμιζα ότι μας πυροβολούν πίσω και πέφτουν άνθρωποι. Ήταν τέτοιος ο πανικός μου, που πίστευα ότι μπορούσαμε να πηδήξουμε τα κάγκελα του Πολυτεχνείου, τα οποία είναι τρία μέτρα. Κάποιοι, με την πίεση του βάρους τους, ρίξανε τα κάγκελα στην οδό Στουρνάρη και μπήκα απέναντι σε μια πολυκατοικία. Μας φιλοξένησε στο σπίτι του, εμένα και πολλούς φοιτητές, ένας εξαιρετικός άνθρωπος, ο εκδότης Πεχλιβανίδης.

Οι περιβόητοι «τριακόσιοι προβοκάτορες» είναι μια θλιβερή ιστορία που έχει σημαδέψει, γενικώς, την υπόθεση του «Πολυτεχνείου». Δείχνει ότι τελικά τα κόμματα, πέρα από το γεγονός ότι είναι πολιτικοί σχηματισμοί, είναι και μνημεία ανοησίας. Το ΚΚΕ εκείνη την περίοδο δεν έπαιξε και δεν μπορούσε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά αυτό δεν το άντεχε. Έτσι, προτίμησε να ονομάσει τους φοιτητές που ήρθαν στη Νομική ως «300 προβοκάτορες», πιστεύοντας ότι η δικτατορία θα διαρκούσε για πολύ καιρό, κι έτσι κανείς δεν θα μάθαινε την αλήθεια. Το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορούσαν να κάνουν σε ένα νέο παιδί ήταν ότι παρουσίασαν τον Διονύση Μαυρογένη, ένα από τα πιο γνήσια και πιο αγωνιστικά στελέχη του φοιτητικού κινήματος, ως πράκτορα της Ασφάλειας. Μόνο και μόνο για τις προωθημένες του απόψεις, επειδή ήταν πιο μπροστά από τους άλλους. Γιατί όταν οι άλλοι λέγανε «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», εκείνος έλεγε «Επανάσταση, λαέ». Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Άντε τώρα εσύ να κρύβεσαι μέσα στη χούντα, να είσαι ο υπ’ αριθμόν ένα καταζητούμενους λόγω ακριβώς του «Πολυτεχνείου», και να αποδείξεις συγχρόνως ότι δεν είσαι ελέφαντας.

Στέλιος Κούλογλου, Μαρτυρίες από τη δικτατορία και την αντίσταση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2019, σελ.417-424

 

Σημειώσεις
[1] Το τραγούδι «Κυρα-Γιώργαινα» (1970) είναι των Γ. Κατσαρού-Πυθαγόρα.
[2] Ο Στρατής Πάλλης ήταν στέλεχος της ΚΝΕ, εξελέγη δήμαρχος Μυτιλήνης μετά τη μεταπολίτευση.
[3] Το Σπουδαστικό [τμήμα] της Ασφάλειας ήταν ειδική υπηρεσία με σκοπό την πολιτική παρακολούθηση των φοιτητών και των σπουδαστών στους πανεπιστημιακούς χώρους.
[4] Ο Μαρκονίκος ήταν στέλεχος του Σπουδαστικού τμήματος της Ασφάλειας.
[5] Ο κινηματογράφος Studio λειτουργούσε σαν κινηματογράφος τέχνης υπό τη διεύθυνση του Σ. Καψάσκη, αρχικά στο πρώην θέατρο Πορεία επί της 3ης Σεπτεμβρίου (1967-1972) και έπειτα στην οδό Κ. Σταυροπούλου στην Πλ. Αμερικής, μέχρι το 2005.
[6] Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε από τον Κέδρο το 1970 -αφότου είχε αρθεί η προληπτική λογοκρισία- και περιελάμβανε 18 κείμενα (λογοτεχνία και δοκίμια) από τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής: Γιώργος Σεφέρης, Μανόλης Αναγνωστάκης, Νόρα Αναγνωστάκη. Αλέξανδρος Αργυρίου, Θανάσης Βαλτινός, Λίνα Κάσδαγλη, Νίκος Κάσδαγλης, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Τάκης Κουφόπουλος, Μένης Κουμανταρέας, Δ. Ν. Μαρωνίτης, Σπύρος Πλασκοβίτης, Ρόδης Ρούφος, Τάκης Σινόπουλος, Καίη Τσιτσέλη, Θ. Δ. Φραγκόπουλος, Στρατής Τσίρκας, Γιώργος Χειμωνάς. Την επιμέλεια είχαν οι Μανόλης Αναγνωστάκης, Αλέξανδρος Αργυρίου, Ρόδης Ρούφος, Θ. Δ. Φραγκόπουλος. Δίπλα στα ονόματά τους αναγραφόταν και η διεύθυνση της κατοικίας τους. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησαν δύο ακόμα τόμοι που περιείχαν κείμενα και άλλων λογοτεχνών: Νέα κείμενα, Κέδρος, Χειμώνας 1971 (όπου συμπεριλήφθηκε και η δήλωση του Σεφέρη εναντίον της δικτατορίας, που έγινε τον Μάρτιο του 1969 στο βρετανικό ραδιοφωνικό σταθμό BBC) και τα Νέα Κείμενα 2, Κέδρος, Φθινόπωρο 1971.
[7] Προφανώς γίνεται αναφορά στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου (1968) και στην κηδεία του Γιώργου Σεφέρη (1971).
[8] Ο Βασίλης Πεντάρης ήταν πρόεδρος της Φοιτητικής Ένωσης Κρητών.
[9] Στην πρώτη κατάληψη της Νομικής, τη Συντονιστική Επιτροπή της Φυσικομαθηματικής αποτελούσαν οι Δ. Μαυρογένης, Γ. Γαβριήλ, Π. Λαφαζάνης, Σ. Αδαμόπουλος και Σ. Κούλογλου.

 

Θέλω κι άλλο!

Ο διάσημος επιδημιολόγος και το ιατρείο του Πολυτεχνείου (μιλά ο Γιώργος Παυλάκης σε podcast της Καθημερινής)

 

 ❦

Δεν υπάρχουν σχόλια: