Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ λυκείου (11) - Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, "Πατέρα στο σπίτι" (1895)

 

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (φωτογραφία του Παύλου Νιρβάνα) [πηγή: Βικιπαίδεια]

 

Μιλούν για τον Παπαδιαμάντη…

 

Το δωμάτιό του

«Το δωμάτιό του είναι κάτω από μία ταρατσούλα, χωμένο πλάι σε μια πέτρινη σκάλα που κατεβαίνει σε μια μισοστρωμένη αυλή. Κατεβήκαμε τα φαγωμένα στενά σκαλάκια· κι εκείνη με το ζαρωμένο γεροντικό της χέρι, μου 'δειχνε ποιο ήταν το δωμάτιο που νοίκιασε εδώ και είκοσι χρόνια ο Παπαδια­μάντης για 3 καν για 5 δραχμές το μήνα! Στο τελευταίο σκαλί, δεξιά όπως βλέπεις τη μια πλευρά του, με κάτι σκαλίσματα βυζαντινά -εύρημα του σπιτιού τον καιρό που σκάβανε τα θεμέλια του- έχει ένα πηγάδι. Απ’ την άλλη πλευρά του το φωτίζει ένα τόσο δα παραθυράκι, που στο σπασμένο τζαμιλίκι του κρέμεται κάποιο κουρτινάκι από δίμυτο[1] σκούρο. Μικρουλάκι όπως είναι και χαμηλό-χαμηλό, έχει όψη κελλιού. Έχει πορτούλα δική του κι είναι τόσο μοναχικό, όπως ήταν κι η ψυχή του!

-Όταν ήρθε, είπε η γερόντισσα, δεν είχε τίποτε... μια βελέντζα άγρια σαν κι αυτές που υφαίνουν στα χωριά, διπλή πάνω σε δυο σανίδες με δύο στρίποδα... Τα ρουχαλάκια του που άλλαζε... μια καρεκλούλα... κι ένα κουτσό τραπέζι που είχα και του 'δωσα να! Αυτό που βλέπεις αυτού στη γωνιά...

Κι απ' το σπασμένο τζαμιλίκι, τράβηξε το σκούρο κουρτινάκι, και μου 'δειξε το ίδιο εκείνο τραπεζάκι που είχε κι αυτός.

-Δεν είχε τίποτ' άλλο; τίποτε βιβλία, χαρτιά;

-Ούτε εφημερίδα παιδί μου!»

Αναστάσιος Δρίβας[2]

 

[1] Είδος υφάσματος.

[2] Η γριά σπιτονοικοκυρά τού Παπαδιαμάντη είχε ξεναγήσει το 1929 τον ποιητή και κριτικό Αναστάσιο Δρίβα στο δωμάτιο του λογοτέχνη.

 

Στο δωμάτιό του είχε μια κασέλλα· ένα σταυρό πλεχτό στον τοίχο από βάγια· μιαν ομπρέλα· ένα μικρό κινητό νιπτήρα σιδερένιο· κ' ένα κρεββάτι ξύλινο. Τίποτε άλλο. Ούτε τραπέζι, ούτε χαρτί, ούτε μελάνι, ούτε μολύβι, ούτε βιβλία. Έγραφε στο καφενείο της Δεξαμενής, όταν τον αποχαιρετούσαν οι θαυμασταί του, ο Μαλακάσης, ο Βλαχογιάννης, ο Καρκαβίτσας, ο Κονδυλάκης. Έγραφε και μέσα σε μπακάλικα, όταν έτρωγε με ανθρώπους του λαού και έπινε τον περίδρομο. Γιατί ο Παπαδιαμάντης ήταν σαν τον Βερλαίν διαρκώς μεθυσμένος· και όταν ακόμη έγραφε».

Στέφανος Στεφάνου (στο «Συναντήσεις με τον Παπαδιαμάντη» του Γιώργου Ζεβελάκη)

 

Τα παραπάνω κείμενα αντλήθηκαν από το τεύχος που αφιέρωσε το περιοδικό «Φιλόλογος» (τ. 144) στον Παπαδιαμάντη. Σε αυτόν τον σύνδεσμο μπορείτε να διαβάσετε και μια συνέντευξη του Παπαδιαμάντη, που περιέχει ένα λεπτομερές και πολύ ενδιαφέρον πορτρέτο του συγγραφέα.

 

Η αυτοβιογραφικότητα του Παπαδιαμάντη

Ότι ο Παπαδιαμάντης έκλεισε μες στις «αναμνήσεις» του ένα υπολογίσιμο τμήμα της ζωής του, δεν χωρεί αμφιβολία. Αρκεί μια πρώτη, θάλεγα οριζόντια, ανάγνωση για να δείξει πως τα «διηγημάτια» αυτά αποτελούν, ανάμεσα στα άλλα, και μιαν αναντικατάστατη βιογραφική πηγή. Έχουμε να κάνουμε μ’ ένα χρονικό όπου όχι μόνο τα παιδικά χρόνια στη Σκιάθο, αλλά και η αθηναϊκή περίοδος του συγγραφέα μας, και τα βιώματα και τα οράματα και τα αδιέξοδά του, μας προσφέρονται πλουσιοπάροχα. Κάποτε, η εντύπωση πως στο διήγημα ενσωματώνονται σελίδες από ένα προσωπικό ημερολόγιο είναι κυριαρχική. Ο αφηγητής εμφανίζεται με την πραγματική ταυτότητά του ή κρύβεται πίσω από ψευδώνυμα.

Π. Μουλλάς, Α. Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος, εκδ. Εστία, 2010, σελ. λδ΄-λε΄

 

Είναι αληθινό αυτό, ο Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφείται. Εξίσου αληθινό όμως είναι ότι όλοι οι γνήσιοι συγγραφείς, λίγο ως πολύ αυτοβιογραφούνται. Εγώ θα ήθελα κάτι άλλο να μου πουν: Ποιος γνήσιος συγγραφέας δεν είναι κατά κάποιο τρόπο αυτοβιογραφικός στα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα. Και λέγω «αντιπροσωπευτικά», γιατί και ο Παπαδιαμάντης έχει ορισμένα έργα όπου δεν βάζει τίποτε από τον εαυτό του και είναι τα ιστορικά μυθιστορήματά του, μα αυτά δεν βρίσκονται στο ύψος των άλλων έργων του, για να μην πω κιόλας ότι δεν βρίσκονται σε κανένα ύψος.

[…] κάθε άξιος συγγραφέας αντλεί τη γλώσσα του, τη φρασεολογία του, τις εμπειρίες του, τις εμπνεύσεις του, ιδίως την επένδυση των εμπνεύσεών του, από μέσα του, από την τεράστια παρακαταθήκη βιωμένων πραγμάτων, καταστάσεων και γεγονότων, μεταμορφωμένων πια σε λέξεις και φράσεις, που ο κάθε συγγραφέας -και ο κάθε άνθρωπος- διαθέτει. Δεν εννοούμε ότι ο συγγραφέας αναπαριστάνει τη ζωή του, αν και δεν είναι εκ των προτέρων καταδικάσιμο ούτε κι αυτό. Εξαρτάται από την τομή και το δόσιμο που θα γίνει. […]

Ο Παπαδιαμάντης μπορεί, νομίζω να ονομασθεί πιο πολύ βιωματικός παρά αυτοβιογραφικός συγγραφέας. […] Δημιουργεί δηλαδή την εντύπωση ότι τα έζησε όλα αυτά για τα οποία γράφει, ενώ ακόμη και δια της κοινής λογικής μπορούμε να βρούμε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό. Υπάρχει στο έργο του ένα πλήθος ιστοριών τις οποίες για λόγους απλούς δεν μπορεί να τις έζησε ο ίδιος, αλλά πρέπει να τις άκουσε, να τις είδε ίσως εκ του μακρόθεν και προπαντός να τις έμαθε από άλλους ή παλαιότερους.

Γιώργος Ιωάννου, ο της φύσεως έρως: Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης, Αθήνα, Kέδρος, 1985, σελ.10-11.

 

Fr. Boissonas, Κάτω απ' την Ακρόπολη (1903)


Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, Πατέρα στο σπίτι (1895)

 

Άξονες μελέτης

  1. Η ταυτότητα του διηγήματος. Το θέμα. Οι ενότητες.
  2. Το κοινωνικό περιβάλλον. Ο ρόλος του πατέρα.
  3. Η αποτύπωση των προσώπων από τον αφηγητή.
  4. Αφηγηματική τεχνική (ο ρόλος της εισαγωγικής σκηνής· η αλλαγή του αφηγητή· το χιούμορ και η ειρωνεία· ο λιτός και κοφτός λόγος σε κάποια σημεία· το σχήμα του κύκλου).
  5. Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του διηγήματος.

    

Ανάπτυξη

1. Το διήγημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Ακρόπολις την 1η Ιανουαρίου 1895. Στο διήγημα ζωγραφίζεται η λαϊκή γειτονιά με τη φτώχεια της, την παιδική εκμετάλλευση, την αφόρητη και αδιέξοδη ζωή· επίσης, παρουσιάζονται και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην οικογενειακή ζωή η αδιαφορία και η ανικανότητα των γονιών –στο συγκεκριμένο διήγημα, του πατέρα.

Το διήγημα οργανώνεται σε δύο τμήματα: στο πρώτο παρακολουθούμε την επίσκεψη ενός μικρού παιδιού στο παντοπωλείο της γειτονιάς, ενώ στο δεύτερο, που αποτελεί και το κύριο μέρος του διηγήματος, ξετυλίγεται η ιστορία μιας φτωχής λαϊκής οικογένειας. Συνδετικός κρίκος των δύο μερών είναι το παιδάκι.

 

2. Στο διήγημα διαφαίνεται ο έντονος κοινωνικός προβληματισμός του συγγραφέα. Στο επίκεντρο βρίσκεται η μόνιμη ένδεια που δημιουργεί αφόρητη οικογενειακή ζωή και δραματικές καταστάσεις ανάμεσα στο ανδρόγυνο. Ο περίγυρος αντί να ελαφρώσει, επιβαρύνει τα πράγματα: ο κουμπάρος βοηθά για σύντομο χρονικό διάστημα και μάλλον με απώτερο σκοπό να ξελογιάσει τη Γιαννούλα, ενώ οι καλοθελητές της γειτονιάς βάζουν λόγια στον Μανόλη, γεγονός που οδηγεί το ανδρόγυνο στην οριστική ρήξη. Ενδιαφέρον, όσο και τραγικό, είναι ότι οι ψυχραιμότεροι γείτονες, που δεν έχουν καμία αμφιβολία για την τιμιότητα της Γιαννούλας, δεν μπορούν να αλλάξουν τη ροή των γεγονότων.

Πάντως, πίσω από τις δυσκολίες της φτώχειας βλέπει κανείς και ένα εύγλωττο σχόλιο για τις ευθύνες του πατέρα στην οικοδόμηση μιας αρμονικής οικογενειακής ζωής. Η τεμπελιά, η αδιαφορία και η πονηριά του Μανόλη αυξάνουν τις δυσκολίες και βυθίζουν την οικογένεια σε ολοένα μεγαλύτερη δυστυχία: ενώ τα παιδιά του φυτοζωούν, ο ίδιος μεθά συστηματικά· ενώ οι ολοένα αυξανόμενες οικογενειακές μέριμνες δεν αφήνουν τη γυναίκα του να δουλέψει, αυτός φυγοπονεί· ενώ ο κουμπάρος εισβάλλει στο σπίτι με απροσδιόριστους σκοπούς, αυτός κατηγορεί τη γυναίκα του χωρίς προφανή λόγο· τέλος, όταν οι κακοπροαίρετοι θίγουν την υπόληψη της συζύγου του, εκείνος αντί να την υπερασπιστεί, προτιμά να χειροδικήσει και να εγκαταλείψει την οικογένεια.

 

Σύντομος σχολιασμός

Το διήγημα αρχίζει κάπως απότομα, με ένα πολύ σύντομο, αλλά δραστικό διάλογο. Ένα μικρό παιδί ζητά από τον μπακάλη της γειτονιάς λίγο λάδι δωρεάν· το αίτημα αιτιολογείται με την εξής φράση: «δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι! […] Να, πήγε να βρη άλλη γυναίκα.». Σκόπιμα επιλεγμένο ξεκίνημα, δημιουργεί αμέσως ξάφνιασμα, απορία και ενδιαφέρον στον αναγνώστη για το τι ακριβώς τρέχει με το παιδάκι, που -αφελές και αθώο- διασκεδάζει κάποιους απαντώντας σε ερωτήσεις που περιγράφουν λεπτομέρειες τής οικογενειακής του ζωής. Παρόλα αυτά ο αφηγητής, ειρωνικός απέναντι στους απρόθυμους να πληρώσουν εργοδότες του αλλά και σαρκαστικός απέναντι στον εαυτό του για την ασύνετη διαχείριση των οικονομικών του, λυπάται το μικρό και του δίνει ένα νόμισμα.

Στο σημείο αυτό κάποιοι μελετητές εντοπίζουν στοιχεία που παραπέμπουν στη ζωή του ίδιου του Παπαδιαμάντη (αυτοβιογραφικά): πράγματι, ο μικρόκοσμος της φτωχογειτονιάς, η συγγραφική εργασία, η κακή οικονομική κατάσταση και η μόνιμη φτώχεια ήταν ο «χώρος» μέσα στον οποίο έζησε ο διηγηματογράφος.

Ο αφηγητής αφήνει προς το παρόν αναπάντητα τα ερωτήματα σχετικά με το μικρό και συνεχίζει με μια αδρή περιγραφή του κοινωνικού περίγυρου, βασικά χαρακτηριστικά του οποίου είναι η φτώχεια («Πτωχαί γυναίκες έστελναν συνήθως…») και η λειψή φροντίδα για το παιδί («Πολλάκις τριετή νήπια ψελλίζοντα τα έστελναν αι προκομμένοι αι μητέρες των, με επικίνδυνα ποτήρια ή φιαλίδια εις τας χείρας…»).

Η αφήγηση επιστρέφει στο παιδάκι, αλλά δε μπορεί να προχωρήσει, αφού και ο ίδιος ο αφηγητής αγνοεί τα γεγονότα. Το εμπόδιο αυτό ξεπερνιέται, καθώς ο παντοπώλης, φίλος τού αφηγητή, αναλαμβάνει να τον διαφωτίσει («… αλλ’ ο φίλος μου ο μικρός παντοπώλης ήξευρεν, ως εικός, όλα τα μυστικά της γειτονιάς.»). Με αυτό το συγγραφικό τέχνασμα, δηλαδή την αλλαγή αφηγητή, η αφήγηση συνεχίζεται χωρίς πρόβλημα («Δεν ηξεύρω αν το βλέμμα μου του εφάνη ερωτηματικόν, αλλ' όταν ευκαίρησεν, αυθόρμητος ήρχισε να μου διηγήται την ιστορίαν.»)· βέβαια, ο χαρακτήρας της αφήγησης δεν αλλάζει, και ο αναγνώστης εύλογα έχει την εντύπωση ότι εξακολουθεί να ακούει τη φωνή του πρώτου αφηγητή.

Το οικογενειακό δράμα του μικρού παιδιού δίνεται με ένα άλμα στο παρελθόν (αναδρομική αφήγηση[3]· «Προ εννέα ετών ο Μανόλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθή την Γιαννούλαν Πολυκάρπου. Εκ της συζυγίας ταύτης εγεννήθησαν πέντε τέκνα, εξ ων το τρίτον ήτο το παιδίον εκείνο.»): ο πατέρας είναι φτωχός ξυλουργός που εργάζεται περιστασιακά και όχι με ιδιαίτερο ζήλο. Είναι, επίσης, μέθυσος. Όλα αυτά φαίνεται ότι οξύνουν το οικονομικό πρόβλημα τής οικογένειας, στην οποία προστίθεται τακτικά νέο παιδί. Η μητέρα είναι εργατική, αλλά αναγκάζεται να βάλει σε δεύτερη μοίρα τη δουλειά της, προκειμένου να φροντίσει τα μωρά της: «Η ραπτική μηχανή παρερρίφθη εις μίαν γωνίαν, ετέθη εις αχρηστίαν. Η Γιαννούλα, μη προφθάνουσα ν' απογαλακτίση εν μωρόν, και αρχίζουσα να βυζάνη αμέσως άλλο, μόλις επαρκούσα δια να πλύνη ράκη, δεν είχε πλέον καιρόν να ράπτη υποκάμισα». Η περιγραφή της οικογενειακής δυστυχίας δίνεται με λιτό, κοφτό και ασθματικό λόγο, που σταδιακά αυξάνει την ένταση και τη δραματική ατμόσφαιρα: «Τα παιδιά δεν είχον πάντοτε ψωμί. Η εστία σπανίως ήτο αναμμένη. Η γυνή εγόγγυζεν. Ο Μανόλης, όταν ήρχετο, την έτρωγε από την γρίνια. Τα παιδιά έκλαιαν. Η αχυροστρωμνή ήτο τρύπια. Η κουβέρτα δεν ήρκει να σκεπάση τα τρία μεγαλύτερα παιδιά.»

Στο σημείο αυτό η ιστορία παίρνει νέα τροπή, καθώς εμφανίζεται ένα νέο πρόσωπο: πρόκειται για τον κουμπάρο, έναν πλούσιο και ευπαρουσίαστο εργένη. Πηγαίνει στο σπίτι όλο και πιο συχνά, με γεμάτα χέρια και ίσως με πονηρούς σκοπούς («Τις οίδε ποίους σκοπούς έτρεφεν ο κουμπάρος.»). Η οικτρή οικονομική κατάσταση υποχρεώνει τη Γιαννούλα, τη μητέρα, να τον δέχεται στο σπίτι, κάτι που εξαγριώνει τον Μανόλη, ο οποίος κάνει σκηνές στη Γιαννούλα, πάντα όμως χορτασμένος από τα τρόφιμα του κουμπάρου, και αρχίζει να ξενοκοιμάται: «Και μετά πολλά εσπερινά δείπνα τα οποία έφαγεν εις την οικίαν ομού με τον κουμπάρον, μετά πολλάς δε πρωινάς σκηνάς τας οποίας έκαμεν εις την γυναίκα του, ήρχισε να μην είναι συνεπής εις τίποτε, κάποτε μάλιστα να ξενοκατιάζη». Τα πράγματα χειροτερεύουν, όταν κάποιος καλοθελητής μεταφέρει κουτσομπολιά στο Μανόλη, και ακολουθεί τρικούβερτος καβγάς του ανδρόγυνου· στη συνέχεια, ο Μανόλης αφήνει τη γυναίκα του για μια παλιά του φιλενάδα. Στο σημείο που ολοκληρώνεται με τον θάνατο ενός παιδιού το δράμα της Γιαννούλας, κλείνει ταυτόχρονα και η αναδρομική αφήγηση.

Στο τέλος του διηγήματος ο αναγνώστης ακούει ξανά τη φράση που δίνει και τον τίτλο του κειμένου: «— Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι!». Η αφήγηση τελειώνει όπως άρχισε (κυκλικό σχήμα), μια τεχνική που δένει πιο σφιχτά την αφήγηση, αφού ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως παρακολούθησε μια ολοκληρωμένη ιστορία.

 

[3] Εδώ πληροφορείται ο αναγνώστης για την κοινωνική προέλευση του παιδιού, το οικογενειακό του περιβάλλον, τις σχέσεις των γονιών του, τον κοινωνικό περίγυρο. [Γ. Παγανός, Η νεοελληνική πεζογραφία, Θεωρία και πράξη, τόμος β΄, σ. 136.]

 

 

 

Παράλληλο κείμενο:

Η φράση Και το τρίτον παιδίον, ο Μήτσος, εκείνο το οποίον έβλεπα, ήρχετο εις το παντοπωλείον, και εζήτει από τον μικρόν μπακάλην, [...] να του στάξη «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίον θα ήτο άξιον να στάξη μίαν σταγόνα νερού εις πολλών πλουσίων χείλη, εις τον άλλον κόσμον θυμίζει έντονα μία περικοπή της ιστορίας του πλούσιου και του φτωχού Λάζαρου από το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο.

 

Ὁ πλούσιος καὶ ὁ πτωχὸς Λάζαρος

Κατὰ Λουκᾶν, κεφ. 16, 19-31

Κείμενο

Μετάφραση

19 Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς.

 

20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος 21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἐπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. 22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη.

 

23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.

25 εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· 26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν.

27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· 28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου.

29 λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. 30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ' ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς, μετανοήσουσιν. 31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

19 «Κάποτε ὑπῆρχε ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐφοροῦσε πορφύραν καὶ λινὰ ἐνδύματα καὶ ἐζοῦσε καθημερινῶς μέσα σὲ μεγάλην πολυτέλειαν.

20 Κοντὰ εἰς τὴν πύλην του ἦτο ξαπλωμένος ἕνας πτωχός, ὀνομαζόμενος Λάζαρος, γεμᾶτος πληγές, 21 ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε νὰ χορτάσῃ ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἀκόμη καὶ τὰ σκυλιὰ ἐσυνείθιζαν νὰ ἔρχωνται καὶ νὰ γλύφουν τὶς πληγές του. 22 Συνέβη δὲ νὰ πεθάνῃ ὁ πτωχὸς καὶ νὰ φερθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ. Ἐπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη.

23 Εἰς τὸν ᾅδην, ὅπου ἐβασανίζετο, ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ βλέπει ἀπὸ μακρυὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Λάζαρον εἰς τοὺς κόλπους του. 24 Καὶ ἐφώναξε καὶ εἶπε, «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησέ με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρον νὰ βουτήξῃ τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του σὲ νερὸ καὶ νὰ δροσίσῃ τὴν γλῶσσα μου, διότι ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτὴν τὴν φλόγα».

25 Ἀλλ’ ὁ Ἀβραὰμ εἶπε, «Παιδί μου, θυμίσου ὅτι σὺ ἀπήλαυσες τὰ ἀγαθά σου σου εἰς τὴν ζωήν σου ὅπως καὶ ὁ Λάζαρος τὰ κακά· τώρα ὅμως αὐτὸς ἐδῶ παρηγορεῖται καὶ σὺ ὑποφέρεις. 26 Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει μεταξύ μας ἕνα μεγάλο χάσμα ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ περάσουν ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπ’ ἐδῶ σ’ ἐσᾶς, οὔτε καὶ ἀπ’ ἐκεῖ σ’ ἐμᾶς».

27 Τότε εἶπε, «Σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πατέρα, νὰ τὸν στείλῃς στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, 28 διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς, νὰ τοὺς νουθετήσῃ, διὰ νὰ μὴ ἔλθουν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸν τόπον αὐτὸν τῶν βασάνων».

29 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ, «Ἔχουν τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, ἂς τοὺς ἀκούσουν». 30 Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐὰν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάη σ’ αὐτούς, θὰ μετανοήσουν». 31 Ἀλλ’ ὁ Ἀβραὰμ τοῦ ἀπήντησε, «Ἐὰν δὲν ἀκοῦνε τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, δὲν θὰ πεισθοῦν καὶ ἂν ἀκόμη ἀναστηθῇ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς».

Πηγή του κειμένου: myriobiblos και της μετάφρασης: Μέγας Συναξαριστής.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια: