Γρηγόριος
Ξενόπουλος, Στέλλα Βιολάντη
Εισαγωγικές πληροφορίες για το απόσπασμα
Η
πρώτη γυναίκα στο νέο ελληνικό θέατρο που αγωνίστηκε για τα δικαιώματα της με
πάθος και συνέπεια είναι η Στέλλα Βιολάντη. Η ιστορία αναφέρεται σε ένα
πραγματικό γεγονός του 1883, το οποίο είχε συγκλονίσει τους Αθηναίους της
εποχής. Ο
Γρηγόριος Ξενόπουλος γράφει για το έργο του:
«…Μα και την υπόθεση αυτή του "Έρωτος Εσταυρωμένου" την πήρα από τη ζωή. Δεν είναι φανταστική καθόλου. Όχι μόνο στη Ζάκυνθο, όχι μόνο στην Επτάνησο, αλλά και στην Ελλάδα γενικά -όμοιο περιστατικό είχε συμβεί τότε στην Πάτρα, άλλο στην Αθήνα-, ερωτευμένα κορίτσια φυλακίζουνταν εκείνο τον καιρό σε σοφίτες ή καταγώγια, ως να ξεχάσουν, να αρνηθούν την απαγορευμένη τους αγάπη, ή να πεθάνουν. Συχνότερα συνέβαινε το πρώτο, κάποτε όμως -η περίπτωση της Στέλλας Βιολάντη- συνέβαινε το δεύτερο: η υπέρβαση ή κατάχρηση αυτής της πατρικής εξουσίας έφτανε στο έγκλημα και τελείωνε σε τραγωδία. Έτσι το έργο αυτό, και στην υπόθεσή του και στην ιδέα του, είναι κάτι το γνήσια ντόπιο, το ηθογραφικό αν θέλετε, χωρίς την παραμικρή, νομίζω, επίδραση από ξένα πρότυπα, που τόσο συχνά τη βλέπουμε στο νεοελληνικό θέατρο…» [26 Απριλίου 1948, Γρ.Ξενόπουλος]
Το
διήγημα «Έρως Εσταυρωμένος», που το δραματοποίησα ύστερα με τον τίτλο «Στέλλα
Βιολάντη», είναι μια έμπνευση του 1901. Ο θρύλος όμως που μου έδωσε αφορμή να
γράψω και το διήγημα και το δράμα είναι κατά είκοσι τουλάχιστον χρόνια αρχαιότερος.
Γιατί περί το 1880 ψιθυριζόταν στη Ζάκυνθο -ήμουν παιδί τότε- πως ένας άγριος
πατέρας εφυλάκισε την κόρη του στη σοφίτα του σπιτιού του με ψωμί και με νερό,
επειδή αγαπούσε κάποιον που δεν ήθελε να της τον δώσει κι αρνιόταν επίμονα να
πάρει έναν άλλον που της έδινε αυτός.
Η
δυστυχισμένη κόρη πέθανε απ’ αυτό το μαρτύριο· αποσιώπησαν όμως την αιτία του θανάτου της και την
εκήδεψαν μεγαλόπρεπα, με τις πιο επιδειχτικές εκδηλώσεις απαρηγόρητου πένθους.
Λίγο αργότερα -ήμουν πια φοιτητής- άκουσα πως όμοιο δράμα έγινε και στην Πάτρα,
και τα πρώτα χρόνια που εγκαταστάθηκαν στη Αθήνα οριστικά, εγνώρισα μια πολύ
καλή οικογένεια με τέσσερες κόρες, που όταν μια απ’ αυτές, η ωραιότερη, πέθανε
κάπως ξαφνικά, έμαθα πως οι γονείς της και τ’ αδέρφια της- δυο Νταντήδες
υπήρχαν σ’ εκείνο το σπίτι- την εσκότωναν από το ξύλο, επειδή είχε ερωτευθεί
κάποιον παρακατιανό. Αυτή μάλιστα η Αθηναϊκή ιστορία μου θύμισε τότε την παλιά
ζακυνθινή και μ’ έκανε να γράφω τον «Εσταυρωμένο Έρωτα της Στέλλας Βιολάντη»,
που έκανε τόση εντύπωση όταν πρωτοδημοσιεύθηκε στα «Παναθήναια», ώστε ο Παλαμάς
να αφιερώσει ποίημα στην ηρωίδα -αυτό που έβαλα για πρόλογο στο δράμα -κι ο
Βλάσης Γαβριηλίδης να γράψει κύριο άρθρο στην «Ακρόπολί» του -άλλοι καιροί,
άλλα ήθη- με τον τίτλο «Στέλλα Βιολάντη».
Περ. «Νεοελλ. Λογοτεχνία», τεύχος 1ον, (1937), σελ. 1
Βασικά σημεία:
1.
Η κατάσταση και τα αίτιά της. Η στάση του Βιολάντη και η στάση της μάνας.
Η νεαρή Στέλλα Βιολάντη βρίσκεται έγκλειστη στη σοφίτα του αρχοντικού του πατέρα της, γιατί τόλμησε να ανταποκριθεί στο ερωτικό γράμμα ενός νέου. Η μητέρα της τη συναντά σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την κατάσταση. Ο Βιολάντης είναι εξοργισμένος, γιατί η κόρη του τόλμησε στα κρυφά να ανταλλάξει γράμματα με έναν νέο, που επιπλέον δεν ανήκει στην αριστοκρατική τάξη.
Η νεαρή Στέλλα Βιολάντη βρίσκεται έγκλειστη στη σοφίτα του αρχοντικού του πατέρα της, γιατί τόλμησε να ανταποκριθεί στο ερωτικό γράμμα ενός νέου. Η μητέρα της τη συναντά σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την κατάσταση. Ο Βιολάντης είναι εξοργισμένος, γιατί η κόρη του τόλμησε στα κρυφά να ανταλλάξει γράμματα με έναν νέο, που επιπλέον δεν ανήκει στην αριστοκρατική τάξη.
2.
Αντιλήψεις για τις οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις
Με
βάση τα παρακάτω αποσπάσματα του κειμένου να καταλήξετε σε κάποια βασικά
συμπεράσματα για τα κοινωνικά ήθη και τις αντιλήψεις της εποχής:
(α) «Με λίγα λόγια η Βιολάνταινα … και γρήγορα να φροντίσει να την παντρέψει, όπως της πρέπει, μ' ένα καλό και άξιο... αμή τι;»
(β) «Ό,τι έκαμα ήταν κακό, το ξέρω· μα το έκαμα τώρα. … Πως είναι φτωχός; Πφ! βλέπω τι ευτυχία που έχετε οι πλούσιοι στα σπίτια σας... Επιτέλους αλλιώτικα δε γίνεται· άλλον εγώ δεν παίρνω! — Μα ορίζεις εσύ τον εαυτό σου; επρόλαβε να ρωτήσει η Βιολάνταινα.»
(γ) «— Εκατάλαβα, εψιθύρισε με λύπη· μα δε συλλογίζεσαι, δυστυχισμένη, τι θα πάθεις, αν ακούσει τέτοιο πράμα ο πατέρας σου;»
(δ) «Στάσου να σου πω· αν δεν έγραφα εκείνο το γράμμα, δε θα μ' έγνοιαζε· μα τώρα που το έγραψα, θα κάμω ό,τι μπορώ για να σώσω την υπόληψή μου. Θα μου τη σώσει ο γάμος; Θα μου τη σώσει ο θάνατος; Μου είναι αδιάφορο. Είδες αν άνοιξα το στόμα μου να παραπονεθώ ποτέ για τα βασανιστήρια που μου κάνετε τόσον καιρό;...»
(ε) «— Ναι, τον αγαπώ. Αν δεν τον αγαπούσα, δε θα του έδινα ακρόαση· αν δεν τον αγαπούσα, δε θα μ' έγνοιαζε για το γράμμα, —ούτε η πρώτη είμαι ούτε η ύστερη— δε θα επίμενα ολωσδιόλου, και θα έπαιρνα όποιον ήθελε ο πατέρας μου. Μα τον αγαπώ, και θα κάμω ό,τι μπορέσω για να τον πάρω.
— Βγάλ' το αυτό από το νου σου, γιατί ο πατέρας σου δεν τ' ακούει! είπε η Βιολάνταινα.
— Ποιος το ξέρει!... Μπορεί στο τέλος να με λυπηθεί και να δει το σωστό. Έχουμε τόσα παραδείγματα!»
(α) «Με λίγα λόγια η Βιολάνταινα … και γρήγορα να φροντίσει να την παντρέψει, όπως της πρέπει, μ' ένα καλό και άξιο... αμή τι;»
(β) «Ό,τι έκαμα ήταν κακό, το ξέρω· μα το έκαμα τώρα. … Πως είναι φτωχός; Πφ! βλέπω τι ευτυχία που έχετε οι πλούσιοι στα σπίτια σας... Επιτέλους αλλιώτικα δε γίνεται· άλλον εγώ δεν παίρνω! — Μα ορίζεις εσύ τον εαυτό σου; επρόλαβε να ρωτήσει η Βιολάνταινα.»
(γ) «— Εκατάλαβα, εψιθύρισε με λύπη· μα δε συλλογίζεσαι, δυστυχισμένη, τι θα πάθεις, αν ακούσει τέτοιο πράμα ο πατέρας σου;»
(δ) «Στάσου να σου πω· αν δεν έγραφα εκείνο το γράμμα, δε θα μ' έγνοιαζε· μα τώρα που το έγραψα, θα κάμω ό,τι μπορώ για να σώσω την υπόληψή μου. Θα μου τη σώσει ο γάμος; Θα μου τη σώσει ο θάνατος; Μου είναι αδιάφορο. Είδες αν άνοιξα το στόμα μου να παραπονεθώ ποτέ για τα βασανιστήρια που μου κάνετε τόσον καιρό;...»
(ε) «— Ναι, τον αγαπώ. Αν δεν τον αγαπούσα, δε θα του έδινα ακρόαση· αν δεν τον αγαπούσα, δε θα μ' έγνοιαζε για το γράμμα, —ούτε η πρώτη είμαι ούτε η ύστερη— δε θα επίμενα ολωσδιόλου, και θα έπαιρνα όποιον ήθελε ο πατέρας μου. Μα τον αγαπώ, και θα κάμω ό,τι μπορέσω για να τον πάρω.
— Βγάλ' το αυτό από το νου σου, γιατί ο πατέρας σου δεν τ' ακούει! είπε η Βιολάνταινα.
— Ποιος το ξέρει!... Μπορεί στο τέλος να με λυπηθεί και να δει το σωστό. Έχουμε τόσα παραδείγματα!»
3.
Αφηγηματικές τεχνικές: ο τύπος του αφηγητή, κυρίαρχος αφηγηματικός τρόπος.
Ο αφηγητής
της ιστορίας είναι μη δραματοποιημένος (ετεροδιηγητικός), γιατί δεν είναι πρόσωπο
της ιστορίας που αφηγείται. Ως προς τον αφηγηματικό τρόπο έχουμε μίμηση:
εναλλαγή αφήγησης και διαλόγου (μεικτός τρόπος).
Θέλω κι άλλο!
Στο άρθρο της Βικιπαίδειας μπορείτε να βρείτε περισσότερα βιογραφικά στοιχεία για τον Ξενόπουλο.
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου