Ο Γιόζεφ Ροτ (1894 - 1939) ήταν Αυστριακός συγγραφέας και δημοσιογράφος εβραϊκής καταγωγής, περισσότερο γνωστός για το μυθιστόρημά του Το εμβατήριο Ραντέτσκυ. Έζησε και έγραψε την περίοδο του Μεσοπολέμου, και τα μυθιστορήματά του αντικατοπτρίζουν όλες τις πτυχές της ζωής σε εκείνη την ταραγμένη εποχή. Πηγή: Βικιπαίδεια
Στο άρθρο που ακολουθεί ο Γιόζεφ Ροτ καταγράφει μεθόδους παρακολούθησης στην Ιταλία του Μουσολίνι. Το κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ροτ Τα χρόνια των ξενοδοχείων, εκδ. Άγρα.
♦
Η παντοδύναμη αστυνομία (1928)
Δύο μέρες ήταν αρκετές για να τον αντιπαθήσω τον πορτιέρη του ξενοδοχείου μου στη Ρώμη. Το μείγμα επαγγελματικά φιλικής συμπεριφοράς και κακοκρυμμένης περιέργειας δείχνει σπιούνο, και μάλιστα όχι καλό στη δουλειά του. Δεν είναι γεννημένος χαφιές. Δουλεύει είκοσι χρόνια ξενοδοχοϋπάλληλος, έτσι λέει· ήταν πορτιέρης απ’ την εποχή που οι ξένοι στην Ιταλία ήταν ακόμα απλώς επισκέπτες κι όχι ύποπτοι που έπρεπε να περάσουν από ανάκριση. Την αλλαγή του καθεστώτος την καταλαβαίνει ο ταξιδιώτης πρώτα πρώτα στον πορτιέρη του ξενοδοχείου. Πρώτη του δουλειά μετά το καλωσόρισμα είναι να ζητήσει το διαβατήριο. Ομολογώ πως αισθάνομαι βαθιά δυσπιστία για τα κράτη, όπου είναι κανείς υποχρεωμένος να παραδίδει το διαβατήριό του στο ξενοδοχείο. (Κάποιους ταξιδιώτες αυτό τούς αφήνει παντελώς αδιάφορους.) Όλη η παραδοσιακή φιλοξενία μιας χώρας, που ζει εδώ και πολλά χρόνια χάρη στον τουρισμό και η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσει για πολλά χρόνια ακόμη να στηρίζεται σ’ αυτόν, αρχίζει να μου φαίνεται ύποπτη, όταν το προσωπικό των ξενοδοχείων αναλαμβάνει καθήκοντα που κανονικά εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των Αρχών και μου παίρνει το διαβατήριό μου, την ελευθερία των κινήσεών μου δηλαδή, έστω κι αν είναι για μισή μέρα μόνο. Μα ο πορτιέρης δεν σταματάει εδώ. Όταν του ζητώ γραμματόσημα, μπαίνει στον κόπο να διαβάσει το όνομα του παραλήπτη στο φάκελο. Τόσο πολύ νοιάζεται μη τυχόν και κουραστώ, που δεν μ’ αφήνει να κάνω τα λίγα βήματα ως το γραμματοκιβώτιο. Επιμένει να ταχυδρομεί ο ίδιος τα γράμματά μου. Με αποτέλεσμα να φτάνουν πάντα μια-δύο μέρες αργότερα απ’ όσο θα ’πρεπε.
Έχει παράξενους φίλους ο πορτιέρης. Κάμποσες φορές την ημέρα τον συναντώ παρέα με δύο, τρεις άντρες, που δεν είναι πελάτες του ξενοδοχείου. Περίεργοι τύποι, που σωπαίνουν αμέσως όταν πλησιάζω ν’ αφήσω το κλειδί μου. Όταν φεύγω, νιώθω τα μάτια τους καρφωμένα στο σβέρκο μου. Τυχαίνει να συναντήσω στο μπιστρό οπού παίρνω τον καφέ μου τον άντρα που μισή ώρα πριν σώπαινε παρέα με τον πορτιέρη του ξενοδοχείου μου. Γνωριζόμαστε! Α, ναι.
Ξέρω ότι υπάρχουν ξένοι, οι οποίοι στη θέα των ερειπίων ξεχνούν τους χαφιέδες. Η δική μου ευαισθησία, όμως, που είναι μαθημένη απ’ αυτά μιας και ζω σε κράτη αστυνομικά -σε κράτη δηλαδή με αστυνομία που εμπνέει το φόβο-, δεν αφήνεται στη μαγεία των τουριστικών αξιοθέατων· επιμένει να προσέχει την ασταμάτητη κυκλοφορία των σπιούνων.
Όταν επισκέπτομαι τον κύριο στον οποίον με στέλνει ο φίλος μου από το Μιλάνο, ο θυρωρός της πολυκατοικίας με κοιτάζει από τα νύχια ως την κορφή. Ο κύριος αυτός, έμπορος και πιστός Καθολικός, είχε για ένα διάστημα θεωρηθεί ύποπτος από την αστυνομία. Καθώς φεύγουμε μαζί από το κτίριο, χαιρετάει τον θυρωρό, στον οποίον δίνει ταχτικά φιλοδωρήματα, με χαμόγελο – και μια δόση υπερβολικής ευγένειας. «Αυτός ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος» μου λέει. «Μπορεί να με καταγγείλει ανά πάσα στιγμή». «Με ποια κατηγορία;» «Ποιος ξέρει;»
Πράγματι, δεν μπορεί να ξέρει κανείς για ποιο λόγο θα τον υποψιαστεί ο θυρωρός, ο επιστάτης, ο άνθρωπος της αστυνομίας. Ο πολίτης ζει με το φόβο ότι μπορεί να τον υποψιαστούν.
Ο νόμος τον παραδίδει ανυπεράσπιστο στην αυθαιρεσία της αστυνομίας. Κι εδώ επιβάλλεται ίσως μια μικρή παρένθεση για να δούμε πόσο ανίσχυρος είναι ο πολίτης στη σημερινή Ιταλία.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις του ίδιου του Μουσσολίνι (στις 26 Μαΐου 1927) η φασιστική Ιταλία έχει: 60.000 χωροφύλακες, 15.000 αστυνομικούς, 5.000 αστυνομικούς στη Ρώμη, 10.000 φύλακες στους σιδηροδρόμους, στα ταχυδρομεία και στα τηλεγραφεία. Κι ακόμα τα σώματα των συνοριοφυλάκων και οι 300.000 εθελοντές, που έχουν καταταγεί στη φασιστική στρατιωτική αστυνομία «υπερασπιστές της εθνικής ασφάλειας».
Και μόνο η ύπαρξη τέτοιων ένοπλων δυνάμεων θα αρκούσε για να περικόψει τις προσωπικές ελευθερίες του Ιταλού πολίτη. Υπάρχουν, όμως, και οι φασιστικοί νόμοι που τις ελευθερίες αυτές τις καταργούν εντελώς.
Ο Ιταλός δεν μπορεί να ταξιδέψει στην ίδια του τη χώρα, αν δεν έχει το προβλεπόμενο υποχρεωτικό δελτίο ταυτότητας, που εκδίδεται από την αστυνομική αρχή του τόπου όπου διαμένει μόνιμα. Χωρίς αυτό το δελτίο κανένα ξενοδοχείο δεν έχει δικαίωμα να τον δεχτεί. Ακόμα και τα νοσοκομεία τον διώχνουν. Η φυγή από τη χώρα είναι ουσιαστικά αδύνατη. Οι Αρχές δεν εκδίδουν διαβατήρια, τα ταξίδια στο εξωτερικό δεν επιτρέπονται. Και όποιος αποπειραθεί να περάσει τα σύνορα χωρίς διαβατήριο, τιμωρείται με πρόστιμο είκοσι χιλιάδες λιρέτες και τουλάχιστον τρία χρόνια φυλάκιση.
Στην Ιταλία υπάρχει επίσης η έννοια του «κακόφημου» πολίτη. Ο πολίτης ετούτος δεν έχει καμία προσωπική ελευθερία. Η αστυνομία και οι καραμπινιέροι τον παρακολουθούν και τον ελέγχουν συνεχώς. Αυτοί κανονίζουν τι ώρα θα βγει από το σπίτι του. Αυτοί του λένε σέ ποιο μέρος θα πρέπει να πάει – στην Ιταλία η στις αποικίες. Η αστυνομία αποφασίζει για την ημέρα του, για τη δουλειά του, για τον ύπνο του, για τον περίπατό του, για την ησυχία του. Η εξήγηση του Μουσσολίνι για τούτα τα μέτρα είναι: «Απομακρύνουμε αυτά τα άτομα από τη λειτουργία και τη ζωή τής κοινωνίας, όπως ακριβώς οι γιατροί περιορίζουν στην απομόνωση όσους πάσχουν από μεταδοτικά νοσήματα».
Ας μείνουμε στην εικόνα που ο ίδιος ο δικτάτορας χρησιμοποίησε: θα υπέθετε κανείς πως απομονώνοντας τον άτυχο, που υποφέρει από αντιφασισμό, οι υπόλοιποι υγιείς έχουν το ελεύθερο να κάνουν ό,τι θέλουν! Α, όχι! Αυτό το ελεύθερο δεν το έχουν! Κάθε δημόσια εκδήλωση -επιστημονική, αθλητική, ή και φιλανθρωπική- πρέπει να έχει δηλωθεί στις αστυνομικές αρχές τουλάχιστον έναν μήνα πριν. Ο διοικητής της αστυνομίας δίνει την άδεια, εγκρίνει την ώρα και το μέρος. Μπορεί, αν θέλει, να την απαγορεύσει. Υπάρχει μια επιτροπή, που τον βοηθά να πάρει αυτές τις αποφάσεις. Και ποιοι την αποτελούν την επιτροπή; Ο γραμματέας τής Φασιστικής Λίγκας του νομού και στο πλευρό του ο «Podesta» – ο διοικητής τής Eθνοφρουράς! Καθηγητές, δημόσιοι υπάλληλοι, φοιτητές και γυμνασιόπαιδες δεν έχουν το δικαίωμα να ιδρύουν ομίλους – έστω κι αν πρόκειται για ομίλους με επιστημονικούς σκοπούς. (Τέτοιοι νόμοι δεν υπήρχαν στην τσαρική και δεν υπάρχουν στη σημερινή Ρωσία.) Ούτε μνημόσυνο δεν γίνεται στην Ιταλία χωρίς την άδεια τής αστυνομίας. Η αστυνομία έχει το δικαίωμα να ορίζει την ώρα και την τοποθεσία όλων των δημόσιων εκδηλώσεων. Εύκολα φαντάζεται κανείς ότι στις περιπτώσεις που η αστυνομία δεν μπορεί ή δεν θέλει για κάποιους λόγους να απαγορεύσει, ορίζει με τέτοιο τρόπο την ώρα και το μέρος μιας εκδήλωσης ώστε ουσιαστικά την ακυρώνει ή τη ματαιώνει.
Καταλαβαίνετε, λοιπόν, γιατί ο κύριος στον οποίον με σύστησε ο φίλος μου από το Μιλάνο φοβάται τον θυρωρό του. Τον φοβάται επειδή ο θυρωρός αυτός έχει μετατραπεί μέσω της αστυνομικής πρακτικής σέ σημαίνοντα παράγοντα της κοινής γνώμης. Ο νόμος χαρακτηρίζει κάποιους πολίτες «κακόφημους» -οι διαχειριστές του νόμου δεν μπορούν να χωθούν μέσα στα σπίτια και να κρυφακούσουν και να ελέγξουν τις πηγές τής κακής φήμης του καθενός-, βασίζονται λοιπόν αναγκαστικά σέ καταδότες. Από την εποχή του Μέττερνιχ ήδη οι θυρωροί κι οι επιστάτες είναι τα μάτια και τ’ αυτιά της αστυνομίας.
Ο Ιταλός πολίτης φοβάται τον εφημεριδοπώλη της γωνίας. Κι ο περιπτεράς στη γωνία, ο κουρέας, ο χαμάλης και ο ζητιάνος, ο επιβάτης και ο εισπράκτορας στο τραμ – φοβούνται όλοι, ο ένας τον άλλον. Όταν τη μέρα τής άφιξης του Ουμπέρτο Νόμπιλε, του εξερευνητή της Αρκτικής, ρώτησα τον φίλο μου στο Μιλάνο, χωρίς να περιμένω σοβαρή απάντηση, απλώς και μόνο για να σπάσω την κατηφή σιωπή του: «Τι γνώμη έχετε, λοιπόν, για τον Νόμπιλε;» μου απάντησε κοφτά: «Δεν ασχολούμαι με την πολιτική». «Με τον Βόρειο Πόλο, εννοείτε!;!» είπα εγώ. «Όχι» επέμεινε εκείνος. «Εννοώ με την πολιτική!» και ανοίγοντας την εφημερίδα του βυθίστηκε στην ανάγνωση ενός άρθρου για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τής χώρας.
Ξεφυλλίζοντας τούς «Λόγους» του Μουσσολίνι το βλέμμα μου έπεσε στις παρακάτω φράσεις: «Σας διαβεβαιώ ότι στη Φασιστική Ιταλία όλοι οι υπουργοί, όλοι οι γραμματείς των υπουργείων είναι απλοί στρατιώτες. Πηγαίνουν όπου τούς διατάξει ο στρατηγός τους να πάνε. Κι όταν τούς διατάζω να σταθούν, στέκονται». Σηκώνω τα μάτια, βλέπω ένα πρόσωπο γνώριμο. Δύο τραπεζάκια πιο πέρα, φοράει φαρδιά γραβάτα με άσπρες και κόκκινες ρίγες, μπριγιαντίνη στα μαλλιά, γέρνει το κεφάλι εμπρός, έχει το μπαστουνάκι του αφημένο στη διπλανή καρέκλα, το χέρι ακουμπισμένο στη ράχη της, αστράφτουν τα λιμαρισμένα του νύχια, και με χαμόγελο δειλό -που ο ίδιος θεωρεί γοητευτικό- να τος: ο φίλος μου από το ξενοδοχείο. Μάς άκουσε να κουβεντιάζουμε σε γλώσσα ξένη. Τι σπουδαία στιγμή! για δυόμιση λιρέττες θα το πει στην αστυνομία. Α, ναι!
Frankfurter Zeitung, 11 Νοεμβρίου 1928
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου