
πηγή: ogdoo.gr
Στα χρόνια της Κατοχής, οι κινηματογράφοι πέρασαν δύσκολες μέρες, μια και δεν υπήρχαν ταινίες για να κάνουν τη δουλειά τους. Για αμερικάνικες ταινίες, βέβαια, ούτε λόγος να γίνεται. Έτσι η αγορά προσπαθούσε να βολευτεί με τις λιγοστές και κακές ταινίες της ναζιστικής Γερμανίας και με μερικές άλλες, που μας έρχονταν από τις κατεχόμενες χώρες της καθημαγμένης Ευρώπης και που, οπωσδήποτε, οι κινηματογραφόφιλοι, που μισούσαν καθετί γερμανικό, τις προτιμούσαν από τις ναζιστικές παραγωγές. Όπως και να ’χε το πράγμα, όμως, οι ταινίες αυτές ήταν τόσο λίγες, που δεν μπορούσαν να καλύψουν τα προγράμματα των αθηναϊκών κινηματογράφων, πολλοί απ’ τους οποίους -ανάγκα και θεοί πείθονται- έγιναν τελικά θέατρα. Θέατρο, λοιπόν, έγινε και το «Πάνθεον», ένας από τους πιο παλιούς και πιο κοσμικούς κινηματογράφους της Αθήνας, που ήταν ακριβώς απέναντι από το «Ρεξ», και που τώρα πια δεν υπάρχει, μια και γκρεμίστηκε πριν από χρόνια.
Σ’ αυτό λοιπόν το θέατρο, στο «Πάνθεον», εγκαταστάθηκε ένας μεγάλος επιθεωρησιακός θίασος, μ’ επικεφαλής τη Μαρίκα Κρεββατά, τη Μαρίκα Νέζερ, τον Κυριάκο Μαυρέα, Μάνο Φιλιππίδη, Κώστα Δούκα και πολλά άλλα λαμπερά τότε αστέρια του μουσικού μας θεάτρου. Τις επιθεωρήσεις του μεγάλου αυτού θιάσου τις γράφαμε ο Χρήστος Γιαννακόπουλος κι εγώ και τη μουσική τους την έγραφε ο Γιάννης Σπάρτακος, που ήταν και ο διευθυντής της ορχήστρας και που με τραγουδίστρια τη Ρένα Βλαχοπούλου έκανε επιτυχίες, που ακόμα και σήμερα τραγουδιούνται.
Δεν ξέρω αν ήταν η Κατοχή εκείνη που μας έδεσε τόσο πολύ όλους όσοι εργαζόμαστε εκείνο τον καιρό στο «Πάνθεον». Ηθοποιοί, συγγραφείς, μουσικοί, σκηνογράφοι, τεχνικοί είχαμε γίνει σαν μια οικογένεια. Μια οικογένεια αγαπημένη και τρυφερή, που το κάθε μέλος της ενδιαφερόταν ειλικρινά για το άλλο. Ούτε καβγάδες ούτε βεντετισμοί ούτε αξιώσεις ούτε δυσαρέσκειες ούτε τίποτα από τα γνωστά και συνηθισμένα δυσάρεστα των θιάσων. Κι επειδή δεν είχαμε και πουθενά αλλού να πάμε -πού να πάει κανείς στην Κατοχή;- μαζευόμαστε εκεί στο θέατρο από νωρίς και περνάγαμε τις ώρες μας κουβεντιάζοντας, σαχλαμαρίζοντας και χαρτοπαίζοντας. Στην αρχή το χαρτοπαίγνιο ήταν ανώδυνο. Κουμκανάκια και κολτσίνες και ξερή. Κάποτε, όμως, κάποιος -νομίζω ο μακαρίτης ο Δούκας- έκανε την πρόταση:
- Δεν κάνουμε κάνα «ψιλό», να μας περάσει η ώρα;
- Τι ψιλό, δηλαδή;
- Καμιά ποκίτσα.
Ο σπόρος που έριξε ο Δούκας βρήκε πρόσφορο έδαφος κι έτσι, στο καμαρίνι του Φιλιππίδη, που ήταν και το πιο μεγάλο, ήρθε ένα τραπέζι από το μπαρ, αγοράστηκε και μια καινούριο τράπουλα και στηθήκαμε. Τρεις-τέσσερις ώρες πριν αρχίσει η παράσταση, ήμαστε, κάθε μέρα, όλοι παρόντες στην περίεργη λέσχη μας. Πριν αρχίσει το παιγνίδι, σκεπάζαμε προσεκτικά με χαρτιά κι εφημερίδες τους καθρέφτες των τοίχων, για να μη βλέπουν οι πονηροί τα χαρτιά των άλλων, κι αρχίζαμε:
- Ομιλείτε.
- Πέντε δισεκατομμύρια.
- Να γίνουν δέκα.
- Ναι.
- Τα είδα.
- Κι εγώ.
Αυτό το καλό είχε ο κατοχικός πληθωρισμός. Μας έδινε την ψευδαίσθηση, ότι παίζαμε τεράστια ποσά, ενώ στην ουσία το κάθε δισεκατομμύριο δεν ήταν ούτε ταλιράκι.
- Και σαράντα δισεκατομμύρια.
- Τα ρέστα μου.
- Δηλαδή;
- Διακόσια δισεκατομμύρια!
Στην αρχή, παρά τους ηχηρούς αριθμούς, τα ποσά που παίζονταν ήταν ελάχιστα. Ψιλοπράγματα, δηλαδή, για να περνάει η ώρα. Σιγά σιγά, όμως, οι «παίχτες» αγρίεψαν. Στο τραπέζι του καμαρινιού έκαναν την εμφάνισή τους και χρυσές λίρες. Κι η χρυσή λίρα τότε δεν ήταν παίξε-γέλασε. Το παιγνίδι σοβάρεψε κι οι παίχτες σοβάρεψαν κι αυτοί ανάλογα. Το χαρακίρι και η ποκίτσα δεν ήταν πια σαχλαμάρες για να περνάει η ώρα. Παίζονταν χρήματα, που πληθωρικά-ξεπληθωρικά ήταν χρήματα. Και τότε ήταν που έκανε την εμφάνισή του ο χαρτοκλέφτης. Ήταν κι αυτός ένας από τους ηθοποιούς του θιάσου -δεν θα σας πω τ’ όνομά του- που έπαιζε, όπως όλοι, κάθε βράδυ.
Τον ανακάλυψε ο Δούκας και το είπε του Φιλιππίδη, του Μαυρέα κι εμένα, ένα απόγευμα που είχαμε πάει νωρίς στο θέατρο.
- Για ελάτε εδώ, βρε παιδιά.
-Τι;
- Για ελάτε εδώ να δείτε κάτι.
Μπήκαμε στα σκοτεινά παρασκήνια και στο καμαρίνι του Φιλιππίδη, ο Δούκας έβγαλε από ένα συρτάρι την τράπουλα που παίζαμε κάθε βράδυ και την άπλωσε στο τραπέζι.
- Για προσέξτε εδώ,
- Τι να προσέξουμε;
- Την τράπουλα.
- Ε, ωραία την προσέχουμε.
- Βλέπετε τίποτα;
Με την πρώτη ματιά που της ρίξαμε, ούτε ο Φιλιππίδης -ο Μαυρέας δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για τα χαρτιά- ούτε εγώ είδαμε τίποτα.
- Τι έχει, δηλαδή;
Και τότε ο Δούκας -μεγάλος «αετός» στα χαρτοπαικτικά- μας έδειξε κάτι μικρά, σχεδόν ανεπαίσθητα σημάδια, που είχαν τα τραπουλόχαρτα στα μικρά λευκά τους περιθώρια. Ήταν κάτι κουκκίδες με μολύβι της μελάνης. Μια κουκκίδα στον άσο, δυο κουκκίδες στον ρήγα, τρεις κουκκίδες στη ντάμα και τέσσερις στο βαλέ.
- Η τράπουλα είναι «μπανισμένη».
Έτσι λέγονται στον κόσμο των χαρτοκλεφτών οι σημαδεμένες τράπουλες. Μπανισμένες. Απόρησε ο Φιλιππίδης:
- Και ποιος την... μπάνισε;
- Ο Γιάννης.
- Ο Γιάννης; Δεν είναι δυνατόν.
- Κι όμως. Βρήκα το μολύβι της μελάνης στο καμαρίνι του.
Στην αρχή, κι ο Φιλιππίδης κι εγώ γίναμε έξαλλοι.
- Μόλις έρθει, θα τον αρχίσουμε στο ξύλο.
Ύστερα, όμως, επικράτησαν... χιουμοριστικές σκέψεις. Είχα εγώ την ιδέα να σημαδέψουμε, με το ίδιο το μολύβι της μελάνης, κι άλλα χαρτιά, για να σπάσουμε κέφι με τον Γιάννη το βράδυ. Έτσι, βάλαμε μια κουκκίδα σια πεντάρια, βάλαμε και δεύτερη κουκκίδα στους άσους, βάλαμε δυο κουκκίδες στα εξάρια και με δυο λόγια κάναμε τέτοια αναστάτωση στη σημαδεμένη τράπουλα, που δεν έβγαινε πια άκρη.
Το βράδυ, όπως κάθε βράδυ, πήραμε όλοι τις θέσεις κι αρχίσαμε το παιγνίδι. Όταν μοιράζαμε εμείς χαρτιά, ο Γιάννης πήγαινε πάσο. Όταν, όμως, ήρθε η σειρά του, φόρεσε τα γυαλάκια του -για να βλέπει πιο καλά- κι άπλωσε την τράπουλα μπροστά του, έτσι ώστε να βλέπει καλά όχι μόνο κάθε φύλλο που μας μοίραζε, αλλά και τι φύλλο ακολουθούσε. Έτσι, σε μια στιγμή που είχε, όπως φαίνεται, δυο άσους επάνω του και το χαρτί που επρόκειτο να πάρει είχε μια κουκκίδα στο περιθώριο, πράγμα δηλαδή που σήμαινε ότι ερχόταν κι άλλος άσος, είπε:
- Εκατό.
- Διακόσια, λέει ο Φιλιππίδης.
- Τριακόσια, λέω εγώ.
- Τα ρέστα μου, λέει ο Δούκας.
- Μάλιστα, λέει ο Γιάννης και σηκώνει το χαρτί.
Βλέπει, αντί του άσου που περίμενε, ένα πεντάρι μπαστούνι και του ’ρχεται αποπληξία!
- Δεν είναι δυνατόν!
- Τι δεν είναι δυνατόν, Γιάννη;
- Αδύνατον λέω. Δηλαδή, θέλω να πω... Μα πώς είναι δυνατόν;
Ο Δούκας έκανε μια έτσι, του πήρε όλα τα λεφτά που είχε μπροστά του κι άρχισε να μας τα μοιράζει.
- Πόσα έχασες εσύ, χθες βράδυ;
- Τόσα.
- Πάρ’ τα.
Αμίλητος και συντετριμμένος ο Γιάννης σηκώθηκε από τη θέση του, πήγε κλείστηκε στο καμαρίνι του κι από τότε, απ’ ό,τι ξέρω, δεν ξανάπαιξε χαρτιά. Κι αυτό ήταν το μόνο θετικό κέρδος που του έδωσε η σημαδεμένη τράπουλα...
Αλέκος Σακελλάριος, Λες και ήταν χθες, εκδ. Μένανδρος, 2018, σ. 315-318
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου