[Λίγα λόγια την ποίηση της Πολυδούρη]
Η
Πολυδούρη κινείται ολόκληρη στην περιοχή του συναισθήματος και των
συναισθηματικών καταστάσεων, συνήθως γύρω απ’ τα δυο βασικά μοτίβα του έρωτα
και του θανάτου, διατηρώντας έναν ιδιαίτερα προσωπικό τόνο. Πληθωρική από την
αρχή σε συναισθηματισμούς, σε τρυφερότητα και γυναικεία ευαισθησία, φτάνει ν’
αγγίξει στο τέλος κάποιες δραματικές νότες και να μετριάσει στις καλύτερες
στιγμές της τις πολλές ρομαντικές κοινοτοπίες, τον μελοδραματισμό και την
κλαυθμηρή διάθεση, που τη χαρακτηρίζουν κατά ένα μεγάλο μέρος, για να
περιοριστεί οξύτερα στο ατομικό της δράμα.
Κώστας Στεργιόπουλος, 1980, Η Ελληνική Ποίηση. Η Ανανεωμένη Παράδοση.
Ανθολογία-Γραμματολογία,
Αθήνα: Σοκόλης, σελ. 422-423
❧
Μαρία Πολυδούρη (1902 - 1930), Κοντά σου
Περισσότερες πληροφορίες για την ποιήτρια μπορείτε να βρείτε στο άρθρο της Βικιπαίδειας. Εδώ μια παρουσίαση με βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία.
Βασικά σημεία
1. Στιχουργική.
2. Τρόπος
σύνθεσης.
3. Εκφραστικά
μέσα.
4. Νεορομαντικά
και συμβολιστικά στοιχεία.
Ανάπτυξη
1. Το ποίημα είναι
γραμμένο σε τρεις τετράστιχες στροφές. Δεν έχουν όλοι οι στίχοι τον ίδιο αριθμό
συλλαβών: ο 1ος και ο 3ος είναι 11σύλλαβοι, ενώ ο 2ος
και ο 4ος 10σύλλαβοι. Η ομοιοκαταληξία είναι πλεχτή (1ος –
3ος και 2ος - 4ος) και το μέτρο του ιαμβικό.
Η επιμελημένη
στιχουργική δίνει στο ποίημα αρμονικό και ευχάριστο άκουσμα.
2. Η ποιήτρια εφαρμόζει παρόμοια τεχνική στη σύνθεση των
στροφών της. Στον πρώτο στίχο αναφέρεται σε αρνητικές καταστάσεις («δεν αχούν άγρια οι ανέμοι· η σιγαλιά· η
θλίψη»), οι οποίες αναιρούνται από την παρουσία του αγαπημένου προσώπου. Οι υπόλοιποι στίχοι
αναπτύσσουν αποκλειστικά θετικές καταστάσεις.
3. Η ποιήτρια
μεταχειρίζεται ποικιλία εκφραστικών μέσων:
(α) σχήματα λόγου: παρομοιώσεις («σα γέλιο»· «σα λουλούδι»· «σα χνούδι»·
κλπ.), μεταφορές («δεν αχούν άγρια οι
ανέμοι»· «στου νου μας…στοχασμός»· «μάτια τρυφερά»· «η θλίψη ανθίζει»·
κλπ.).
(β) επανάληψη: συχνά επανέρχεται η φράση «κοντά σου», που έχει βέβαια σκοπό να
τονίσει πως η ευτυχία του ποιητικού υποκειμένου βρίσκεται μονάχα δίπλα στο
αγαπημένο πρόσωπο.
(γ) εικόνες: το άγριο φύσημα των ανέμων σε
αντιδιαστολή με την ηρεμία και το φως (στ. 1-2)· το τύλιγμα της ανέμης
(στ.3-4)· η ήσυχη χαρά που σαλεύει ευχάριστα (στ. 7-8)· κλπ.
(δ) η χρήση του β΄ προσώπου, που δημιουργεί
την εντύπωση ότι το ποίημα απευθύνεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο (παρόλο που δεν
κατονομάζεται) και του δίνει χαρακτήρα ερωτικής εξομολόγησης.
(ε) το ύφος γραφής είναι χαμηλόφωνο, ήρεμο,
χωρίς ένταση και εξάρσεις, όπως αρμόζει στο ερωτικό και εξομολογητικό κλίμα του
ποιήματος. Στη διαμόρφωση μιας τρυφερής και ζεστής ατμόσφαιρας συμβάλλει ο
αρμονικός ήχος και η προσεκτική επιλογή των λέξεων και των φράσεων: «η γαλήνη και το φως», «ο ρόδινος στοχασμός»,
«η σιγαλιά», «σα χνούδι/ σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή». Η αρμονικότητα
και η ηρεμία του ποιήματος συμβολίζουν τη γαλήνη που απλώνεται στην ψυχή του
ποιητικού υποκειμένου, όταν βρίσκεται κοντά στο αγαπημένο πρόσωπο.
4. Η εισαγωγή του σχολικού βιβλίου στις σ. 194-5 αναφέρει τις απαραίτητες
πληροφορίες για τα βασικά χαρακτηριστικά του συμβολισμού, που τα συναντάμε στο
ποίημα.
Μερικά βασικά χαρακτηριστικά των νεορομαντικών ή νεοσυμβολιστών:
- Μεταχειρίζονται χαμηλούς τόνους, χωρίς εξάρσεις.
- Η ποίησή τους αναδεικνύει τη μοναξιά τους, την απομόνωση, την εσωστρέφεια.
- Αδιαφορούν για τις πολιτικές εξελίξεις του καιρού τους.
- Εκδηλώνουν μια τάση φυγής σε ένα ευτυχέστερο παρελθόν.
- Επαναλαμβάνουν μοτίβα που αναδεικνύουν καταστάσεις όπως: ανία, απαισιοδοξία, πλήξη, παραίτηση, έρωτας.
Τα παραπάνω στοιχεία αντλήθηκαν από τα βιβλία:
1. Τάκης Καρβέλης, Η νεότερη ποίηση, Θεωρία και Πράξη, εκδ. Κώδικας, 1993, σελ.22-27.
2. Αγάθη Γεωργιάδου, Η ποιητική περιπέτεια, εκδ. Μεταίχμιο, 2005, σελ.176-184.
Μαρία Πολυδούρη (Πηγή: Wikimedia Commons) |
Μια συνέντευξη της Χριστίνας Ντουνιά για την ποίηση της Πολυδούρη:
Να βγάλουμε την Πολυδούρη από τη σκιά του Καρυωτάκη
Με μια έκδοση που περιλαμβάνει σχεδόν το σύνολο του ποιητικού έργου της, αλλά και μια εκτενή μελέτη, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Χριστίνα Ντουνιά αντιμετωπίζει τη γοητευτική, χειραφετημένη Καλαματιανή με το τραγικό τέλος σαν μια ανεξάρτητη, ισχυρή ποιητική φωνή με διαχρονική αξία.
της Παρής Σπίνου
Η σχέση έρωτα-θανάτου καθόρισε τη ζωή της
• Γιατί σας ελκύει η Μαρία Πολυδούρη; Πώς θα την
περιγράφατε;
«Διέθετε μια συναρπαστική και ανυπότακτη
προσωπικότητα. Από τα παιδικά της χρόνια ξεχώριζε για την εξυπνάδα, την τόλμη
και τη δημιουργική της φαντασία, στοιχεία που τη χαρακτήριζαν και στην ενήλικη
ζωή της. Εργαζόταν από τα δεκαεφτά της χρόνια στη Νομαρχία της Καλαμάτας, ενώ
παράλληλα ετοίμαζε την πρώτη χειρόγραφη ποιητική της συλλογή, που δυστυχώς έχει
χαθεί. Ορφανή και από τους δύο γονείς, στα 19 της χρόνια εγκαταστάθηκε στην
Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Νομική. Γρήγορα εντάχθηκε στους κύκλους νεαρών
διανοουμένων και καλλιτεχνών, όπου έγινε περιζήτητη, λόγω της ισχυρής γοητείας
που εξέπεμπε. Οι ιδέες της και κυρίως ο τρόπος ζωής της προκαλούσαν την
αθηναϊκή κοινωνία του Μεσοπολέμου. Δεν άντεξε τη δουλειά στο Δημόσιο και
απολύθηκε λόγω αδικαιολόγητων απουσιών. Είχε εξαίσια φωνή και ιδιαίτερη κλίση
στον χορό, ενώ σπούδασε και σε σχολή θεάτρου, χωρίς τελικά να σταδιοδρομήσει ως
ηθοποιός. Παρορμητική και ατρόμητη, τα παράτησε όλα στα 25 της και πήγε να
ζήσει στο Παρίσι. Άντεξε περίπου ένα χρόνο τις στερήσεις και το υγρό κλίμα,
τελικά όμως νικήθηκε από τη φυματίωση».
• Ποια είναι τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της ποίησής
της που αντέχουν στον χρόνο;
«Η Πολυδούρη έχει την οξύνοια και την καλλιτεχνική ωριμότητα
που της επιτρέπουν να στοχαστεί πάνω στα γεγονότα της ζωής και στις προσωπικές
της επιλογές, να διεκδικήσει τον έλεγχο της μοίρας της και των εκφραστικών της
μέσων. Οι ποιητικές εικόνες της συνήθως αναδύονται μέσα από σαφή περιγράμματα
και δίνουν κάποτε την εντύπωση ρεαλιστικών περιγραφών μέσα σε συμβολιστικά
τοπία. Ο “δημιουργικός πόνος”, που χρωματίζει τη φωνή της, τρέφεται από ένα
βιωματικό υπόστρωμα εξαιρετικής ποιότητας και γνησιότητας. Ο σύγχρονος
αναγνώστης συγκινείται, νιώθει οικεία μέσα σε αυτήν την ποίηση που είναι βαθιά
συναισθηματική, αλλά χάρη στην αντιρητορικότητα του ύφους και σε μια υπόγεια
ειρωνική διάθεση αντιστέκεται στη μελοδραματική θρηνωδία».
• Πιστεύετε πως έπεσε θύμα προκαταλήψεων και
ιδεοληψιών από το κοινωνικό και φιλολογικό πλαίσιο της εποχής της;
«Εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές ενώ ήταν άρρωστη στο
“Σωτηρία”, μέσα σε διάστημα περίπου ενός χρόνου. Η πρώτη μάλλον υποτιμήθηκε,
ενώ η τελευταία και ωριμότερη αντιμετωπίστηκε -σε γενικές γραμμές- θετικά. Όμως
οι περισσότεροι άντρες κριτικοί εστίασαν μόνο στον λυρισμό του ελεγείου, στη
θρηνητική διάθεση για τον χαμό του Καρυωτάκη που εξέπεμπαν τα ποιήματά της.
Αυτή η μονόπλευρη προσέγγιση, έστω και αν δεν είναι αρνητική, τελικά
λειτούργησε υπονομευτικά στην πρόσληψη του έργου της. Ας μην ξεχνάμε ότι, προς
το τέλος της δεκαετίας του τριάντα και στα μεταπολεμικά χρόνια, οι οπαδοί του
μοντερνισμού αντιμετωπίζουν περιφρονητικά την έμμετρη ποίηση, ενώ παράλληλα η
ανάγκη αναζήτησης συλλογικών οραμάτων σπρώχνει την προσωπική ποιητική πρόταση
της Πολυδούρη στο περιθώριο. Αυτό θα αλλάξει στα χρόνια της μεταπολίτευσης και
στην τελευταία δεκαετία η ποίησή της βγαίνει δυναμικά στο προσκήνιο».
• Θα τη χαρακτηρίζατε ποιήτρια του έρωτα; Ολοι έχουμε
τη ρομαντική εικόνα της ποιήτριας που πεθαίνει από έρωτα…
«Στην Πολυδούρη χρωστάμε μερικά από τα ωραιότερα
ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα. Το ερωτικό πάθος στην
ποίησή της είναι ταυτόχρονα μέσο και σκοπός, οδηγεί το υποκείμενο σε νέες
συγκινήσεις, γίνεται δύναμη αναμόρφωσης της πραγματικότητας. Η καλλιτεχνική
δημιουργία, ο έρωτας και η ζωή αποτελούν για αυτήν μια αξεδιάλυτη ενότητα. Ο
“τρελός έρωτας”, για να θυμηθούμε τον υπερρεαλιστή Αντρέ Μπρετόν, αναδεικνύεται
και στην Πολυδούρη ως απελευθερωτικός δρόμος προσωπικής έκφρασης, διαποτίζει
ακόμα και στίχους της που δεν αναφέρονται άμεσα στην ερωτική εμπειρία. Και ναι,
νομίζω ότι είναι η ποιήτρια που πεθαίνει από έρωτα – και δεν αναφέρομαι μόνο
στους τελευταίους μήνες στο “Σωτηρία”, αλλά σε μια πιο σύνθετη σχέση έρωτα και
θανάτου που ορίζει τη ζωή της».
• Πόσο ο Καρυωτάκης επέδρασε στην Πολυδούρη; Αν δεν
τον γνώριζε, θα έγραφε αυτά τα υπέροχα ερωτικά ποιήματα;
«Όταν η Πολυδούρη γνώρισε τον Καρυωτάκη, εκείνος ήταν
ήδη ένας καταξιωμένος ποιητής. Η ισχυρή του προσωπικότητα και ο θαυμασμός για
το έργο του αναμφίβολα τη βοήθησαν να βρει τον δρόμο της και την ενέπνευσαν στη
συγγραφή αρκετών θαυμάσιων ποιημάτων. Ομως η σύγκριση μαζί του αποβαίνει σε
βάρος της, καθώς το έργο της τοποθετείται αποκλειστικά στο δικό του δημιουργικό
πεδίο. Η Πολυδούρη ακολούθησε τελικά τη δική της πορεία στον χώρο της τέχνης
και κατέκτησε ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Ο Καρυωτάκης είναι πράγματι μια
μορφή που στοιχειώνει την ποιητική της φωνή, κυρίως όμως για τον κορυφαίο ρόλο
που διαδραματίζει στη συναισθηματική και ψυχική της κατάσταση».
• Από την άλλη, πόσο καθοριστική στάθηκε για τον
Καρυωτάκη η σχέση του με τη νεαρή ποιήτρια;
«Ποιητικά δεν μπορεί να γίνει λόγος για επίδραση, αφού
η Πολυδούρη ουσιαστικά γίνεται καλή ποιήτρια μετά τον θάνατό του. Είμαι σίγουρη
ότι ο Καρυωτάκης την είχε ερωτευτεί, αλλά το στίγμα της ανίατης τότε ωχράς
σπειροχαίτης που τον σημάδεψε πολύ νέο, το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της
εικοσάχρονης Πολυδούρη και το συντηρητικό οικογενειακό του περιβάλλον δεν του
επέτρεψαν να διατηρήσει αυτή την ερωτική σχέση. Όπως προκύπτει από γνωστά και
άγνωστα κείμενα της ποιήτριας και μαρτυρίες άλλων, η σχέση αυτή υπονομεύτηκε
από μια σειρά μοιραίων γεγονότων και παρεξηγήσεων. Ο Καρυωτάκης θα πρέπει να
πληγώθηκε βαθιά από την “απιστία” της, δηλαδή τον αρραβώνα της με τον
Αριστοτέλη Γεωργίου, έστω και αν εκείνος ουσιαστικά την έσπρωξε σε αυτή την
επιλογή. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι, μετά τον οριστικό τους
χωρισμό, ο Καρυωτάκης δεν ξαναγράφει κανένα ερωτικό ποίημα. Η ποίησή του μετά το
1925 εισέρχεται στον αστερισμό του “αδύνατου έρωτα”».
• Τολμώ να ρωτήσω, έχετε φανταστεί τι θα γινόταν αν
αυτός ο έρωτας είχε αίσιο τέλος, αν η ζωή τους δεν τελείωνε τόσο νωρίς;
«Πιστεύω ότι ήταν και οι δύο ποιητικές ιδιοφυΐες και
γι’ αυτό μας έδωσαν τόσο πρώιμα ένα σημαντικό έργο. Ο Καρυωτάκης βέβαια είχε
ήδη γίνει μεγάλος ποιητής, όπως τον ανακήρυξε πρώτος ο Ανδρέας Εμπειρίκος στο
συγκλονιστικό εκείνο “Όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλέες”. Τώρα, αν η ζωή
τους ήταν άλλη… Πιθανόν αν δεν πέθαιναν τόσο νέοι, ίσως να μας χάριζαν ακόμα
πιο σπουδαία ποιήματα και μάλλον θα είχαν ορίσει κληρονόμους που θα
διαχειρίζονταν “σωστά” τα αρχεία τους! Μου είναι όμως αδύνατο να τους φανταστώ
παντρεμένους και γέρους…»
[πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών, 9/3/2014]
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου