Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ λυκείου (5) - Ν. Καζαντζάκης, Αλέξης Ζορμπάς

Με την πρώτη του σύζυγο Γαλάτεια Αλεξίου στην Αθήνα

 

«Είμαι μια ηθική συνείδηση και τίποτ’ άλλο. Δεν ανήκω σε καμιά ιδεολογία. Γι’ αυτό μπορώ να βλέπω καθαρά. Όταν ανήκεις σε κάποιο κόμμα, δε βλέπεις καθαρά. Κι αν βλέπεις καθαρά, δεν μπορείς να ανήκεις σε κόμμα…» 
Ν. Καζαντζάκης (1883-1957)
 «… ο νους του Καζαντζάκη … είναι ανήσυχος, η ψυχή του βασανίζεται από αγωνίες και από προβλήματα θεμελιακά –μια αγωνία μεταφυσική (ή υπαρξιακή), όπως θα τη χαρακτηρίσουν οι βιογράφοι του. Αναζητεί τη λύτρωση στη γνώση, στα ταξίδια, στην επαφή με τους ανθρώπους, σε κάθε λογής εμπειρίες». 
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, 1993, σελ.271.

Βασικά σημεία:

1. Σκηνοθεσία.
2. Πρόσωπα.
3. Αφηγητής - εστίαση - τρόποι της αφήγησης - εκφραστικά μέσα.
4. Οι μεταφυσικές ανησυχίες του Ζορμπά και οι απαντήσεις του αφηγητή.
5. Η τελική σκηνή.


Σχολιασμός:

1. Η δράση του αποσπάσματος τοποθετείται σε κάποιο νότιο ακρογιάλι της Κρήτης το σούρουπο. Αξίζει να προσεχθεί ο χώρος και η περίσταση (βραδάκι, μετά την κηδεία) που προδιαθέτουν ευνοϊκά για τις μεταφυσικές συζητήσεις που θα ακολουθήσουν.

 
2. Στο απόσπασμα συζητούν δύο πρόσωπα: 
- ο αφηγητής, ένας διανοούμενος που τον απασχολούν διάφορα μεταφυσικά ή υπαρξιακά θέματα, αλλά φαίνεται ότι δεν έχει βρει τελικές λύσεις στα ερωτήματα. Βρίσκεται στο στάδιο της αναζήτησης.
- ο Ζορμπάς, ένας λαϊκός τύπος, γεμάτος νεύρο και πάθος για τη ζωή, αυθόρμητος, που μιλά καθαρά και ζητά να φτάσει στη ουσία του θέματος που τον απασχολεί χωρίς περιστροφές. Απλός, μα όχι απλοϊκός, όπως προκύπτει από την κουβέντα.

 
3. Ο αφηγητής είναι δραματοποιημένος και αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, στοιχείο που ενισχύει την αίσθηση ότι όσα διαβάζουμε αποτελούν προσωπικό του βίωμα. Πρόκειται φυσικά για συγγραφικό τέχνασμα με σκοπό να ενισχυθεί η αξιοπιστία των γεγονότων. 

Εστίαση: η αφήγηση δίνεται με εσωτερική εστίαση. Ο αφηγητής αφηγείται τα γεγονότα έχοντας γνώση μόνο όσων αντιλαμβάνεται ο ίδιος, χωρίς να γνωρίζει σκέψεις και συναισθήματα των άλλων ηρώων.

Αφηγηματικοί τρόποι: το μεγαλύτερο μέρος του αποσπάσματος δίνεται με τη χρήση διαλόγου, στοιχείο που ενισχύει τη ζωντάνια και τη φυσικότητα του κειμένου. Είναι λογικό η συζήτηση των δύο προσώπων να αποδοθεί με τον διάλογο. 

Εικόνες: Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής η εικόνα (στη λογοτεχνία) είναι «η περιγραφή με λόγο, που προκαλεί ή επιδιώκει να προκαλέσει στον αναγνώστη ή στον ακροατή την εντύπωση ότι βλέπει μπροστά του το αντικείμενο που περιγράφεται».

Στο απόσπασμα μπορούμε να εντοπίσουμε τέσσερις βασικές εικόνες: 
(α) του χωριού: αποδίδεται έρημο, σιωπηλό και μελαγχολικό, όπως και η διάθεση των πρωταγωνιστών. 
(β) της ακροθαλασσιάς και του νυχτερινού ουρανού: το κατάλληλο σκηνικό (κάτω από τα άστρα και με το βλέμμα στο αχανές σύμπαν) για μια στοχαστική κουβέντα.
(γ) του σκουληκιού και της αβύσσου: βοηθά τον αφηγητή να εξηγήσει την άποψη που έχει για τη σημασία του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν.
(δ) την εικόνα της αυγής: το τέλος της νύχτας σηματοδοτεί την ολοκλήρωση του επεισοδίου. Η αυγή είναι η αρχή της νέας μέρας

Η λειτουργία των εικόνων:
(α) αποδίδουν το σκηνικό μέσα στο οποίο θα εκτυλιχθεί η δράση.
(β) δημιουργούν ατμόσφαιρα ταιριαστή με τα γεγονότα.
(γ) βοηθούν στην κατανόηση σημείων της δράσης.
(δ) χαρίζουν ποικιλία στο κείμενο.
(ε) καθυστερώντας κάποτε την εξέλιξη της δράσης, προκαλούν αγωνία για τη συνέχεια.


4. Μετά την κηδεία της μαντάμ Ορτάνς ο Ζορμπάς περίλυπος και προβληματισμένος αναφέρει τις μεταφυσικές ανησυχίες του: (α) ποιος έπλασε τον κόσμο και γιατί; και (β) γιατί πεθαίνουμε;

Στην πρώτη ερώτηση του Ζορμπά ο αφηγητής νιώθει αμηχανία. Δεν έχει έτοιμη απάντηση και του φαίνεται δύσκολο να εξηγήσει στο Ζορμπά τη σκέψη που τελικά διαμορφώνει. Ο αφηγητής θεωρεί πως το απώτατο σημείο όπου μπορεί να φτάσει η λογική του ανθρώπου είναι η συνειδητοποίηση της μηδαμινότητας, της ασημαντότητάς του μέσα στο σύμπαν -ο αφηγητής ονομάζει αυτήν την σκέψη Δέος. Ουσιαστικά, ο άνθρωπος δεν παίζει κανένα ρόλο στην κοσμική εξέλιξη, η ύπαρξή του είναι μάλλον τυχαία. Είτε υπάρχει είτε όχι δεν επηρεάζει ούτε στο ελάχιστο το κόσμο στον οποίο ζει. Αποτελεί ένα απειροελάχιστο μόριο ζωής σε μια συμπαντική γωνιά, στο έλεος δυνάμεων τις οποίες δεν μπορεί ούτε να συλλάβει ούτε να διαχειριστεί. 

Η επίγνωση της ασημαντότητας γεννά ποικίλες σκέψεις και αντιδράσεις στους ανθρώπους που «φτάνουν ως την άκρα του φύλλου»: 
(α) άλλοι παραμιλούν, δηλαδή τρελαίνονται ή λένε ασυναρτησίες για τον κόσμο και τη ζωή,
(β) άλλοι βρίσκουν καταφύγιο στη θρησκεία και θεωρούν τα πάντα βούληση του υπέρτατου όντος, του Θεού,
(γ) άλλοι συμφιλιώνονται, αποδέχονται αυτό που βλέπουν.

Απάντηση για το τι συμβαίνει μετά τη ζωή ή για το νόημα του κόσμου και της ζωής δεν μπορεί να δώσει η λογική. Αυτή φτάνει «ως την άκρα του φύλλου», και από κει και πέρα μόνο η ποίηση, δηλαδή η φαντασία, επιχειρεί να δώσει απαντήσεις εκεί που σταματά η λογική.

Ο Ζορμπάς ύστερα από πολλή σκέψη λέει ότι δεν φοβάται τον θάνατο, αλλά δεν του αρέσει κιόλας («Δεν υπογράφω!»). Δεν μπορεί να συμβιβαστεί με αυτό τέλος, δεν το παραδέχεται. 

«να μετουσιώνεις … βούληση»: ο αφηγητής σκέφτεται τώρα, χωρίς να μιλά στον Ζορμπά, ότι ο άνθρωπος οφείλει να συνειδητοποιήσει και να αποδεχθεί -σαν να είναι δικές του σκέψεις και πεποιθήσεις- τις αλήθειες του κόσμου και της ζωής, το πεπρωμένο του· δεν υπάρχουν πειστικές απαντήσεις σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου, το νόημα και τη σκοπιμότητα της ύπαρξης, το χώρο απ’ όπου πηγάζει η ζωή και αυτόν στον οποίο πηγαίνει –αν πράγματι έρχεται από κάπου και πηγαίνει κάπου. Η βεβαιότητα του θανάτου δεν πρέπει να απογοητεύει τον άνθρωπο. Ο ίδιος πρέπει να συμφιλιωθεί με αυτήν. Μόνο τότε θα απαλλαχθεί από τη μεταφυσική αγωνία και θα ηρεμήσει («αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης…»).

Παρόμοιες απόψεις με αυτές που βάζει στο στόμα του αφηγητή φαίνεται ότι είχε και ο ίδιος ο Καζαντζάκης, όπως μαρτυρεί η Έλλη Αλεξίου στο βιβλίο της για τον Καζαντζάκη (η αδελφή της Έλλης, η Γαλάτεια, ήταν η πρώτη σύζυγος του Καζαντζάκη): 
«… η αξία του ανθρώπου είναι μια μονάχα, ετούτη: να ζει και να πεθαίνει παλικαρίσια και να μην καταδέχεται αμοιβή. Κι ακόμα ετούτο το τρίτο, ακόμα πιο δύσκολο: η βεβαιότητα πως δεν υπάρχει αμοιβή, να μη σου κόβει τα ήπατα, παρά να σε γεμίζει χαρά, υπερηφάνεια κι αντρεία…» 
Έλλη Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος, βιογραφία του Ν. Καζαντζάκη, εκδ. Καστανιώτη, σελ.206. 
Με τη λέξη αμοιβή εννοεί, φυσικά, τη μεταθανάτια αμοιβή, τον παράδεισο.


5. Η τελική σκηνή κλείνει ομαλά το επεισόδιο και αποφορτίζει την ένταση της προηγούμενης συζήτησης. Ο αφηγητής στοχάζεται πάνω στα πορίσματα της συζήτησης και, καθώς ξεκαθαρίζει μέσα του τις απαντήσεις στα ερωτήματα, νιώθει πιο ώριμος, πιο κατασταλαγμένος. Η κουβέντα με τον απλό Ζορμπά τον έχει αλλάξει.


Θέλω κι άλλο!

Ν. Καζαντζάκης – Π. Πρεβελάκης, Γλωσσάριο επιλεγμένων έργων τουςψηφιακή έκδοση από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)


Δεν υπάρχουν σχόλια: