Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Φιλοσοφία Β΄ λυκείου (11) - 6.4 Πρακτικές εφαρμογές του ηθικού προβληματισμού (ευθανασία και θανατική ποινή)



 
6.4 Πρακτικές εφαρμογές του ηθικού προβληματισμού
 

Βασικά σημεία

Ευθανασία
(α) ορισμός: σκόπιμη πρόκληση θανάτου, σχετικά ή εντελώς ανώδυνου, σε άνθρωπο που πάσχει από ανίατη αρρώστια ή βρίσκεται στο στάδιο της επιθανάτιας αγωνίας με σκοπό την απαλλαγή του από αυτή. [Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής].
(β) εκούσια και ακούσια, ενεργητική και παθητική ευθανασία. [περισσότερες πληροφορίες σε αυτή την ιστοσελίδα]


Αντίλογος
Επιλογές
i. χριστιανική θρησκεία: «ου φονεύσεις».

i. υπάρχει όμως και το «αγάπα τον πλησίον σου»: δεν είναι αγάπη και ενδιαφέρον να γλιτώσουμε κάποιον από το μαρτύριο;

ii. καντιανή ηθική: η αυτοκτονία απαγορεύεται, γιατί δεν μπορεί να γίνει κατηγορική προσταγή.

ii. στα πλαίσια της καντιανής ηθικής φαίνεται ότι η ευθανασία δεν επιτρέπεται, γιατί πολλοί δεν θα ήθελαν να ισχύει ως καθολικός νόμος η ελεύθερη επιλογή του τερματισμού της ζωής. Από την άλλη όμως, η εντολή του Καντ να μεταχειριζόμαστε τους ανθρώπους ως σκοπούς (και όχι ως μέσα) δεν μας υποχρεώνει να σεβαστούμε την ελευθερία της βούλησης και της αξιοπρέπεια του πάσχοντος, αν ο ίδιος επιδιώκει την ευθανασία, και να του εξασφαλίζουμε έναν ήρεμο και ανώδυνο θάνατο;
iii. ωφελιμισμός: εξετάζεται η ωφέλεια που προκύπτει. Και ο ασθενής και οι συγγενείς ανακουφίζονται, παρόλη τη στεναχώρια λόγω της απώλειας του αγαπημένου προσώπου. Επομένως, η ευθανασία δικαιολογείται.



 
 

Οι δύο απόψεις

Στο βίντεο που ακολουθεί ο δημοσιογράφος Αλέξανδρος Βέλλιος δηλώνει πως λόγω μη αναστρέψιμης κατάστασης της υγείας του σκέφτεται να εισαχθεί σε ίδρυμα της Ελβετίας, για να υποβληθεί σε ευθανασία. Τελικά, σύμφωνα με δημοσιεύματα (εδώ και εδώ), φαίνεται ότι έβαλε ο ίδιος τέλος στη ζωή του στο σπίτι του, παίρνοντας ισχυρή δόση φαρμάκων. 



Στο επόμενο βίντεο ο μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος προτείνει τη λύση της Ανακουφιστικής Θεραπείας αντί της ευθανασίας για τους ασθενείς που βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο ανίατης νόσου.



 
Δημήτρης Λινός, Φέρνοντας πίσω τον θάνατο στη ζωή (Η Καθημερινή, 06.03.2022)

Πρόσφατα, το έγκριτο ιατρικό περιοδικό Lancet φιλοξένησε την «Έκθεση της Επιτροπής για την αξία του θανάτου: φέρνοντας πίσω τον θάνατο στη ζωή». Ένα κείμενο εκτεταμένο, γραμμένο από 26 επιστήμονες από διάφορα πανεπιστήμια του κόσμου που προσπαθούν να δώσουν νέες κατευθύνσεις στον «παράδοξο» τρόπο που πεθαίνουν οι άνθρωποι σήμερα: Οι πιο πλούσιοι μέσα στα νοσοκομεία με θεραπείες πολλές φορές «μάταιες και ακατάλληλες» μέχρι τις τελευταίες ώρες της ζωής τους και οι πιο φτωχοί μακριά από νοσοκομεία, χωρίς τα στοιχειώδη φάρμακα ακόμη και για την ανακούφιση από τον πόνο.

Η πρόταση του Lancet είναι ότι ο θάνατος δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται απλώς ως ένα γεγονός ιατρικής φυσιολογίας, αλλά ως «πνευματική διαδικασία». Η ιατρικοποίηση του θανάτου, δηλαδή το σημερινό φαινόμενο στις ανεπτυγμένες χώρες να πεθαίνει ο ασθενής τελικού σταδίου στο νοσοκομείο, χωρίς να υπάρχει επιστημονική ελπίδα για θεραπεία ή έστω σοβαρή παράταση της ζωής του, καταδικάζεται απερίφραστα. Αυτή η σημερινή πραγματικότητα στερεί στον ίδιο, στην οικογένεια και στους φίλους του τη δυνατότητα ενός «ποιοτικού θανάτου» είτε στο σπίτι του είτε σε μονάδες παρηγορητικής φροντίδας. Οι λόγοι είναι η ανθρώπινη ελπίδα για παράταση ζωής και η δυσκολία των γιατρών να κάνουν αυτή τη «δύσκολη συζήτηση» για τον επικείμενο θάνατο, να τους ενημερώσουν σωστά και να τους προτείνουν καλύτερες λύσεις εκτός νοσοκομείων. Το κράτος, παρότι γνωρίζει ότι το 8% με 11,2% του προϋπολογισμού για την υγεία ολόκληρου του πληθυσμού δαπανάται για λιγότερο από το 1% που πεθαίνει κάθε χρόνο, δεν φροντίζει για αυτές τις εναλλακτικές λύσεις. Σύμφωνα με μελέτη του υπουργείου Υγείας (με στήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος), κάθε χρόνο 120.000 με 135.000 ασθενείς στην Ελλάδα χρειάζονται παρηγορητική φροντίδα. Υπολογίζεται ότι απαιτούνται γύρω στις 500 κλίνες για παρηγορητική φροντίδα μέσω νοσηλείας σε εσωτερική δομή. Σήμερα, μόλις εννέα τέτοιες κλίνες είναι διαθέσιμες (στη «Γαλιλαία» της Ι.Μ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής). Το μάθημα της Παρηγορητικής Ιατρικής και οι γιατροί που εξειδικεύονται σε αυτόν τον τομέα απουσιάζουν από πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Στην έκθεση της Επιτροπής του Lancet δίνεται έμφαση στην ανάγκη για αλλαγή του ιατροκεντρικού νοσοκομειακού θανάτου και να επανέλθει η διαδικασία του θανάτου στην κοινότητα. «Να τοποθετηθούν οι σχέσεις των ανθρώπων παρά οι ιατρικές επεμβάσεις στο κέντρο της ζωής και του θανάτου». Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται το κίνημα των «συμπονετικών κοινοτήτων» (compassionate communities) σε πολλές χώρες του κόσμου. Ως παράδειγμα αναφέρεται η πόλη Κεράλα της Ινδίας, όπου η αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα με δεκάδες χιλιάδες εθελοντές σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές έχουν αναλάβει τη διαδικασία του θανάτου για κάθε πολίτη.

Η τραγική εμπειρία της πανδημίας των τελευταίων ετών, όπου ο ασθενής με COVID πεθαίνει διασωληνωμένος στη μονάδα εντατικής θεραπείας, τοποθετείται σε ένα σάκο όπως είναι (πολλές φορές με τους ορούς στα χέρια) και χωρίς άλλη προετοιμασία του σώματος, χωρίς να τον δουν για τελευταία φορά οι συγγενείς του, μέσα στο κλειστό φέρετρό του, και οδηγείται στον τάφο, δεν μπορεί να συνεχισθεί. Ο γνωστός χειρουργός και συγγραφέας Atul Gawande στο βιβλίο του «Being Mortal» γράφει: «Το πείραμα να κάνουμε τη θνητότητα μία ιατρική εμπειρία είναι νέο, και όλα δείχνουν ότι έχει αποτύχει». Η αδυναμία του πένθους για τον νεκρό έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί σε πολλά προβλήματα ψυχολογικά και παθολογικά, ακόμη και σε αιφνίδιο θάνατο του συντρόφου που επιβιώνει. Η προετοιμασία του νεκρού σώματος, η θρησκευτική τελετουργία της κηδείας, τα μνημόσυνα, είναι ανάγκη να επανέλθουν στη ζωή της κοινότητας.

«Ο θάνατος και ο τρόπος που πεθαίνουμε πρέπει να αναγνωρισθεί ότι έχει αξία. Η φροντίδα για αυτόν που πεθαίνει, για αυτούς που πενθούν, πρέπει να επανισορροπισθεί και καλούμε τον κόσμο μέσα από την κοινωνία να απαντήσει σε αυτή την πρόκληση», καταλήγει η έκθεση της Eπιτροπής Lancet.

Ο κ. Δημήτρης Λινός είναι καθηγητής Χειρουργικής και πρεσβύτερος.

 
 

Θανατική ποινή


Στη συνέχεια θα βρείτε μερικά άρθρα τα οποία δημοσιεύτηκαν διαδοχικά στις εφημερίδες και αναπτύσσουν επιχειρήματα υπέρ και κατά της επιβολής της ποινής του θανάτου. Έχει ενδιαφέρον όχι μόνο η τεκμηρίωση των θέσεων, αλλά και η προσπάθεια των αρθρογράφων να ανασκευάσουν τα επιχειρήματα των προηγούμενων. 

Ο χάρτης δείχνει τη χρονιά και τον τρόπο της τελευταίας εκτέλεσης θανατοποινίτη σε ευρωπαϊκές χώρες


Με ευκαιρία την κατάθεση της πρότασης επαναφοράς της ποινής του θανάτου από εξήντα ένα βουλευτές, η ελληνική κοινωνία ξανασυζήτησε ένα πολύ δυσάρεστο θέμα: την αποδοχή του θανάτου ως μορφής ποινικού κολασμού.


Ανδρέας Λοβέρδος, ΝΑΙ Για τους ειδεχθείς εγκληματίες (Το Βήμα, 12/11/1997)

«ΝΑΙ, συμφωνώ με την επιβολή της θανατικής ποινής, σε ορισμένες περιπτώσεις. Πιστεύω πως η θανατική ποινή -εναλλακτικά με τα ισόβια δεσμά- αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για την τιμωρία μεγαλεμπόρων σκληρών ναρκωτικών, και ιδιαίτερα ειδεχθών εγκληματιών. Φυσικά θα πρέπει να επιβάλλεται μόνο σε οριακές περιπτώσεις και να εκτελείται με κάποιο χρονικό περιθώριο από τον χρόνο επιβολής της. Η επιβολή της θανατικής ποινής δεν απαγορεύεται από το Σύνταγμα, καθώς το άρθρο 2 για την προστασία της αξίας του ανθρώπου δεν το αποκλείει, παρά μονάχα υποδεικνύει στον νομοθέτη, εφόσον επιλέξει να την επιβάλει, να τη χρησιμοποιεί με φειδώ. Τέλος, πιστεύω ότι σε κάθε περίπτωση που κρίνεται ένα ειδεχθές έγκλημα, δικαστές και κρίνοντες πολίτες οφείλουν, παράλληλα με τη δίκη του δράστη, να διατηρούν ζωντανή την εικόνα του εγκλήματος στο μυαλό τους. Έτσι ώστε να μη λειτουργεί ο χρόνος απονομής της δικαιοσύνης, εις βάρος της ίδιας της απονομής».
Ο Ανδρέας Λοβέρδος είναι αναπληρωτής καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και γενικός γραμματέας του υπουργείου Δημόσιας Διοίκησης

Ανδρέας Λοβέρδος, Η εσχάτη των ποινών (Το Βήμα, 22/11/1997)

Το κράτος διά στόματος υπουργού Δικαιοσύνης διακήρυξε την επιμονή του στον νόμο του 1993, με τον οποίο καταργήθηκε η θανατική ποινή. Σ' αυτόν τον δυσάρεστο, αλλά αναγκαίο, διάλογο κατέθεσα ευθύς εξ αρχής την άποψή μου.
Τέσσερα είναι τα βασικά επιχειρήματα πάνω στα οποία θεμελιώνω την επιστημονική θέση ότι το ελληνικό ποινικό σύστημα χρειάζεται την επαναφορά της ποινής του θανάτου.
Επιχείρημα πρώτο: Ο δρόμος προς την επαναφορά της θανατικής ποινής είναι από το Σύνταγμα ανοιχτός. Το άρθρο 7, παρ. 3, εδ. β' του Συντάγματος προβλέπει ευθέως τη θανατική ποινή για ορισμένα αδικήματα και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε εύκολα να προκύπτει η ερμηνεία ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να την προβλέψει και για άλλες περιπτώσεις εγκλημάτων.
Υποστηρίζεται εδώ, ότι εμπόδιο για την πρόβλεψη της θανατικής ποινής από τον κοινό νόμο αποτελεί το 6ο Πρωτόκολλο της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (του 1950), που προβλέπει την απαγόρευση της ποινής του θανάτου και το οποίο και η Ελλάδα υπέγραψε. Πρέπει ωστόσο να θυμίσω ότι το Πρωτόκολλο αυτό η Ελλάδα δεν το έχει ακόμα επικυρώσει. Και, ακόμη, πως το ίδιο το Πρωτόκολλο προβλέπει 5ετή προθεσμία, μετά τη λήξη της οποίας ακόμη και εκείνες οι χώρες που το επικύρωσαν μπορούν, αν διαπίστωσαν ότι δεν ευεργετήθηκαν από την κατάργηση της ποινής του θανάτου, να την επαναφέρουν.
Επιχείρημα δεύτερο: Το θεωρητικό υπόβαθρο της κατάργησης της θανατικής ποινής είναι η ουμανιστική αντίληψη για την κοινωνία και το κράτος. Σέβομαι ιδιαίτερα τον ουμανισμό, αλλά ταυτόχρονα δεν έχω κανένα θεωρητικό, πολιτικό ή νομικό δισταγμό να υποστηρίξω πως η ομαλή κοινωνική συμβίωση αποτελεί μία μόνιμη προτεραιότητα, που πολλές φορές προϋποθέτει και κάποιους σκληρούς κανόνες. Και είναι αυτονόητο πως η ποινή του θανάτου αποτελεί τη σκληρότερη παρέμβαση στο συνολικό σύστημα των κανόνων μιας χώρας. Μέσω αυτής επιχειρείται η έσχατη απειλή στον μελλοντικό εγκληματία και μέσω αυτής της απειλής επιχειρείται η διαφύλαξη υπέρτατων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή και η αξιοπρέπεια. Προκειμένου λοιπόν να προστατευθούν αυτά τα αγαθά, πιστεύω πως είναι αναγκαία: α) η πρόβλεψη της θανατικής ποινής σε οριακές περιπτώσεις (π.χ. ανθρωποκτονία όταν προηγήθηκε βιασμός ή βασανιστήρια), β) η οριακή επιβολή της και, τέλος, γ) η εκτέλεσή της μετά μεγάλο χρονικό διάστημα από την επιβολή της, προκειμένου να διασφαλιστούμε από περιπτώσεις δικαστικής πλάνης.
Επιβεβαίωση, άλλωστε, ότι η θανατική ποινή πράγματι λειτουργεί προληπτικά, εκφοβίζοντας τους μελλοντικούς εγκληματίες, αποτελεί ένα ακλόνητο στατιστικό δεδομένο: η Γαλλία κατήργησε το 1981 τη θανατική ποινή. Στη χώρα αυτή, στη δεκαετία 1970-1980 έγιναν πέντε μόνο δολοφονίες ανηλίκων. Αντίθετα, στα χρόνια 1984 έως 1993 καταγράφηκαν 84 δολοφονίες ανηλίκων.
Επιχείρημα τρίτο: Σε θεωρητικό επίπεδο, πιστεύω ότι ο σκληρός πυρήνας της έννοιας της ποινής είναι η τιμωρία του δράστη για το κακό που επέφερε. Σε χώρες μάλιστα όπως η Ελλάδα, όπου η κατάσταση των φυλακών είναι δραματική και ο σωφρονισμός των κρατουμένων είναι ανύπαρκτος, ο τιμωρητικός χαρακτήρας της ποινής αποτελεί δυστυχώς τον αποκλειστικό λόγο της ύπαρξής της. Η σκληρότητα λοιπόν μιας τιμωρίας στην αυστηρότατη εκδοχή της, όπως είναι ο θάνατος, έρχεται να εξισορροπήσει τη σκληρότητα ορισμένων εγκλημάτων. Συνεπώς, πριν προλάβει κανείς να εκδηλώσει την επιείκειά του προς τον δράστη τη στιγμή που επιβάλλεται η ποινή (κάτι που γίνεται ύστερα από κάποια χρόνια μετά την τέλεση του εγκλήματος) οφείλει να προσπαθεί αντιστεκόμενος στη λήθη του χρόνου να κρατάει ζωντανή στο μυαλό του τη σκηνή του εγκλήματος. Τότε μόνο θα κάνει δίκαιη και πραγματικά ευαίσθητη αξιολόγηση.
Επιχείρημα τέταρτο: Τέλος, θετική είναι η συνεισφορά της εσχάτης των ποινών και σε δύο άλλους τομείς: α) μειώνει τις περιπτώσεις της συνήθως κοινωνικώς επιδοκιμαζόμενης «αυτοδικίας»· τα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του θύματος αποτρέπονται από το να «πάρουν τον νόμο στα χέρια τους»· και β) βοηθά να γίνει αποδεκτή η αρχή της επιείκειας, που πρέπει να διέπει τα ποινικά συστήματα των πολιτισμένων κρατών. Κι αυτό γιατί αποτρέπει τη δημαγωγία περί ξεστρατίσματος της επιείκειας προς την αναλγησία.
Ο Ανδρέας Ν. Λοβέρδος είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο


Θ. Π. Λιανός, Περί της θανατικής ποινής (Το ΒΗΜΑ, 30/11/1997)

Εξήντα ένα μέλη του εθνικού μας Κοινοβουλίου κατέθεσαν πρόταση επαναφοράς της θανατικής ποινής. Παράλληλα άρχισε και η επιχειρηματολογία για τα υπέρ και τα κατά της επαναφοράς της θανατικής ποινής. Πριν από δύο χρόνια περίπου, στις 4 Φεβρουαρίου 1996, είχα γράψει στο «Βήμα» ένα άρθρο όπου υποστήριζα, έστω και με κάποιες επιφυλάξεις, την επαναφορά της θανατικής ποινής. Σήμερα πολλοί άνθρωποι έχουν την ίδια άποψη και μάλιστα χωρίς επιφυλάξεις, όπως φαίνεται.
Εν όψει των συζητήσεων που θα ακολουθήσουν είναι σκόπιμο να κάνουμε μια ανακεφαλαίωση των επιχειρημάτων στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό στον περιορισμένο χώρο αυτού του άρθρου. Τα κύρια επιχειρήματα υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής είναι τα εξής:
Πρώτον, η επιβολή και εκτέλεση της θανατικής ποινής θα έχει αποτρεπτικές συνέπειες. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα σταματήσουν οι δολοφονίες, αλλά είναι αναμενόμενο ότι θα μειωθούν. Υποστηρίζεται ότι οι δολοφονίες αστυνομικών στις ΗΠΑ είναι ελάχιστες διότι είναι βέβαιο ότι ο δολοφόνος αστυνομικού στις ΗΠΑ, σίγουρα και σύντομα, θα βράζει στα καζάνια της κόλασης, είτε καταδικαστεί από δικαστήριο είτε όχι. Επίσης σε πρόσφατο άρθρο του στα «Νέα» (21.11.1997) ο καθ. Α. Λοβέρδος αναφέρει ότι στη Γαλλία, στο διάστημα 1970-1980, προ της κατάργησης της θανατικής ποινής έγιναν πέντε δολοφονίες ανηλίκων, ενώ μετά την κατάργηση, στο διάστημα 1984-1993, οι δολοφονίες ανηλίκων αυξήθηκαν σε 84, δηλ. αυξήθηκαν κατά δεκαεφτά φορές!
Δεύτερον, έχει αποδειχθεί ότι δολοφόνοι που δεν εκτελέστηκαν μετά την καταδίκη τους, επανέλαβαν το έγκλημα μέσα στη φυλακή ή έξω. Είναι γνωστή περίπτωση του Τζακ Άμποτ, συγγραφέα του έργου In the Belly of the Beast και δολοφόνου δύο ανθρώπων, του δεύτερου δύο εβδομάδες μετά την έξοδό του από τη φυλακή, όπου είχε εγκλεισθεί για τον πρώτο φόνο.
Τρίτον, η ποινή δεν επιβάλλεται μόνο για να αποτρέψει την επανάληψη της πράξης, αλλά ταυτόχρονα για να αποδοθεί δικαιοσύνη και να αποκατασταθεί η ισορροπία στην ψυχή όσων υπέφεραν από το έγκλημα. Σε πολλές περιπτώσεις μόνο η θανατική ποινή μπορεί να αποδώσει δικαιοσύνη. Όποιος ενδιαφέρεται για μια αριστουργηματική διατύπωση αυτού του επιχειρήματος, ας φροντίσει να δει την ταινία του Μπέργκμαν «Η Πηγή των Παρθένων», όπου ο πατέρας εκτελεί τους δύο βιαστές και δολοφόνους της νεαρής κόρης του.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν δύο σοβαρά επιχειρήματα για την κατάργηση της θανατικής ποινής, γενικά, και συνεπώς τη μη επαναφορά της στην πατρίδα μας.
Το πρώτο επιχείρημα είναι ότι υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο δικαστικής πλάνης και συνεπώς η δυνατότητα επιβολής θανατικής ποινής αποτελεί έναν επικίνδυνο μηχανισμό νόμιμης εκτέλεσης αθώων. Το επιχείρημα αυτό είναι πράγματι ισχυρό. Υπάρχουν όμως αντεπιχειρήματα, όπως, π.χ., ότι σε πολλές περιπτώσεις ο δολοφόνος ομολογεί ή ότι υπάρχουν αδιάσειστα και επιστημονικά αδιάψευστα στοιχεία ή ακόμη ότι μπορεί να απαιτείται η παρέλευση εύλογου χρόνου μεταξύ καταδίκης και εκτέλεσης.
Το δεύτερο επιχείρημα υπέρ της μη επαναφοράς της θανατικής ποινής είναι ότι η θεσμοθέτηση του θανάτου αποτελεί αδιανόητη, για την εποχή μας, προσβολή του πολιτισμού. Είναι φυσικό και αναμενόμενο οι άνθρωποι να πεθαίνουν λόγω γήρατος, λόγω ασθενειών ή εξαιτίας ατυχημάτων, αλλά είναι παράλογο για μια κοινωνία, ως συλλογική οντότητα, θα θεσμοθετεί τον θάνατο. Μια απάντηση στο επιχείρημα αυτό είναι ότι η κοινωνία οφείλει να προστατεύει τα μέλη της ακόμη και όταν αυτό απαιτεί τον θάνατο ορισμένων και κυρίως όταν οι εγκληματίες, ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί, είναι σε πλήρη γνώση του τι κάνουν, σχεδιάζουν και εκτελούν εν ψυχρώ τις εγκληματικές πράξεις τους σε βάρος ανύποπτων, αδύναμων, ανήλικων και απροστάτευτων ατόμων.
Ο κάθε πολίτης μπορεί μόνος του να σταθμίσει τα παραπάνω αλλά και πρόσθετα επιχειρήματα και να πάρει θέση στο ζήτημα της επαναφοράς ή μη της θανατικής ποινής. Θα ήθελα όμως κάποιος από εκείνους που υποστηρίζουν τη μη επαναφορά να εξηγήσει με λεπτομέρεια γιατί η κοινωνία μας πρέπει να σέβεται τη ζωή στυγερών φονιάδων όταν οι ίδιοι δολοφονούν εν ψυχρώ αθώα, αδύναμα και ανυποψίαστα μέλη της.
Ο κ. Θ. Π. Λιανός είναι καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

  
Ευτύχης Μπιτσάκης, Εν σκιά θανάτου (Τα Νέα, 5/12/1997)

Με την κατάργηση της θανατικής ποινής το 1993, φάνηκε ότι η φρικαλέα αυτή πρακτική ανήκε πλέον, για τη χώρα μας, στο παρελθόν. Αλλά η συζήτηση για την επαναφορά της έχει αρχίσει. Δεν θα ασχοληθώ εδώ με τους «61». Θα σχολιάσω όμως τα επιχειρήματα δύο συναδέλφων: του Α. Λοβέρδου και του Θ. Λιανού.
Ο κ. Λοβέρδος θεμελιώνει σε τέσσερα επιχειρήματα την «επιστημονική θέση» (;) για επαναφορά της θανατικής ποινής.
1. «Η επιβολή της θανατικής ποινής δεν απαγορεύεται από το Σύνταγμα». Το τυπικό αυτό επιχείρημα στερείται αξίας. Αντιστρέφοντάς το, θα μπορούσε κανείς να απαιτήσει τον εξανθρωπισμό του Συντάγματος με ρητή διάταξη που θα απαγορεύει τη θανατική ποινή. Επίσης ο κ. Λοβέρδος σημειώνει ότι το 6ο Πρωτόκολλο της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1950) απαγορεύει τη θανατική ποινή. Αλλά, προσθέτει, η Ελλάδα δεν το έχει υπογράψει. Τόσο το χειρότερο λοιπόν για τη χώρα μας.
2. Η θανατική ποινή πρέπει να επανέλθει, προκειμένου να προστατευθούν «υπέρτατα αγαθά, όπως η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια». Η αντίφαση του συλλογισμού είναι προφανής: σκοτώνεις προκαταβολικά, για να σώσεις ζωές. Αλλά η θανατική ποινή λειτουργεί πράγματι αποτρεπτικά; Ο κ. Λοβέρδος καταθέτει ένα «ακλόνητο στατιστικό δεδομένο»: Στη Γαλλία, μεταξύ 1970 και 1980, είχαμε μόνο 5 δολοφονίες ανηλίκων. Μεταξύ 1984 και 1993, μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής, είχαμε 84 δολοφονίες. (Και ο κ. Λιανός προσθέτει ότι οι δολοφονίες ανηλίκων αυξήθηκαν στη Γαλλία κατά 17 φορές!). Από καθαρά στατιστική άποψη, το επιχείρημα είναι αναξιόπιστο, όχι μόνο λόγω του μεγέθους του «δείγματος», αλλά και διότι αφορά μόνο μία κατηγορία εγκλημάτων και μία μόνο χώρα. Οι διεθνείς στατιστικές, εξάλλου, θεμελιώνουν το γεγονός ότι η διατήρηση της θανατικής ποινής δεν μειώνει την εγκληματικότητα. Στις ΗΠΑ, π.χ., 38 Πολιτείες εφαρμόζουν τη θανατική ποινή. Παρά ταύτα, σε πέντε μόνον από αυτές, 1.500 κατάδικοι περιμένουν να θανατωθούν.
3. Η θανατική ποινή, κατά τον κ. Λοβέρδο, έρχεται να εξισορροπήσει τη σκληρότητα ορισμένων εγκλημάτων. Κατά τον κ. Λιανό, εξάλλου, «η ποινή αποδίδει δικαιοσύνη και αποκαθιστά την ισορροπία στην ψυχή όσων υπέφεραν από το έγκλημα». Αλλά η εκτέλεση του δολοφόνου αποτελεί πράξη απόδοσης δικαιοσύνης, ή εκδίκησης χωρίς νόημα; Εδώ θα επικαλεσθώ τη γνώμη ενός ειδικού, του καθηγητή Γ. Πανούση: «Η εκτέλεση αποτελεί μια εκδίκηση χωρίς δικαιοσύνη. Ή, καλύτερα, συνιστά την υπέρτατη ανηθικότητα της ανθρώπινης δικαιοσύνης, αφού σκοτώνοντας παραβιάζει τον ίδιο νόμο που υποτίθεται ότι υπερασπίζεται».
4. Κατά τον κ. Λοβέρδο, η θανατική ποινή «μειώνει τις περιπτώσεις αυτοδικίας και βοηθά να γίνει αποδεκτή η αρχή της επιείκειας». Το επιχείρημα περί αυτοδικίας είναι ισχυρό, δοθέντος ότι τα περιστατικά αυτά είναι σπανιότατα. Όσο για την αρχή της επιείκειας, ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω πώς συνδυάζονται οι εξ ορισμού αντιφατικές έννοιες του θανάτου και της επιείκειας.
Τα επιχειρήματα, τα οποία επεχείρησα να σχολιάσω, είναι επιφανειακά, πέρα από την ψυχρή λογική που τα διέπει, για δύο λόγους:
1. Όπως μαρτυρούν οι στατιστικές, και όπως υποστηρίζει ο κ. Πανούσης, «με το αίμα και τον φόβο του θανάτου ποτέ κανείς (άνθρωπος ή λαός) δεν διαπαιδαγωγήθηκε και κανένα κοινωνικό φαινόμενο δεν εξέλιπε». Κύριες πηγές της εγκληματικότητας είναι, όπως σημείωσα, η φτώχεια, η αμάθεια, η διάλυση των οικογενειακών και των κοινωνικών σχέσεων, ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας των κοινωνιών, η κρίση των αξιών και ο αντίστοιχα αρνητικός ρόλος των ΜΜΕ. Το έγκλημα δεν αντιμετωπίζεται με τη θανάτωση του εγκληματία, με την επιστροφή σε βάρβαρες, πρωτόγονες πρακτικές, αλλά με τη δημιουργία συνθηκών που θα ευνοούν την πραγμάτωση των θετικών δυνατοτήτων του ανθρώπινου όντος.
2. Η θανάτωση του δολοφόνου δεν αποτελεί πράξη απόδοσης δικαιοσύνης. Δεν αποκαθιστά κάποια διαταραγμένη «αρμονία». Είναι πράξη εκδίκησης ενός απρόσωπου μηχανισμού. Αλλά σε ποια ηθική θεμελιώνεται το δικαίωμα της «νόμιμης» θανάτωσης; Η χριστιανική ηθική απαγορεύει ρητά την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής. Μία εγκόσμια, μη υπερβατική ηθική, εξάλλου, οφείλει να αναγορεύσει τη χρονικά πεπερασμένη, φθαρτή ανθρώπινη ζωή, τη μοναδικότατη κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, σε υπέρτατη, αναφαίρετη αξία.
Ο εγκληματίας είναι, από μία άποψη, προϊόν των κοινωνικών συνθηκών και της ατομικής βιογραφίας του. Αντί να τον εξοντώνουμε, ας θυμηθούμε τις αρχές του οίκτου και του ελέους.
Ο Ευτύχης Μπιτσάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

  
Θ. Π. Λιανός, Εξηγήσεις και παρεξηγήσεις για τη θανατική ποινή (Το ΒΗΜΑ, 14/12/1997)

Στο άρθρο μου στο «Βήμα» της 30.11.97 ζήτησα να μου εξηγήσει κάποιος, που υποστηρίζει τη μη επαναφορά της θανατικής ποινής, γιατί η κοινωνία πρέπει να σέβεται τη ζωή στυγερών φονιάδων. Έλαβα ορισμένες απαντήσεις, που αξίζει τον κόπο να αναφερθούν και να σχολιαστούν.
Ο αναγνώστης του «Βήματος» κ. Αθαν. Ζαγορίδης, ψυχαναλυτής, από τη συμπρωτεύουσα, μου γράφει μεταξύ άλλων: «Η θανατική καταδίκη δεν μπορεί να εφαρμοστεί, όχι επειδή το αποφασίζουμε εμείς αυτό, αλλά επειδή ο θάνατος γενικά δεν αφορά τον άνθρωπο και δεν είναι υπόθεσή του. Δεν γνωρίζουμε την κατάσταση του θανάτου. Ούτε γνωρίζουμε ποιος τον καθορίζει... Συνήθως θεωρούμε τον θάνατο ως αντίθεση της ζωής, τον ορίζουμε αρνητικά: ό,τι δεν είναι ζωή είναι θάνατος ή τον θεωρούμε ως ακύρωση της ζωής. Χωρίς θάνατο όμως δεν νοείται και δεν είναι δυνατή η ζωή των όντων. Ζωή και θάνατος αποτελούν ένα όλον, δηλώνουν μια σχέση, της οποίας τη σκοπιμότητα δεν τη γνωρίζουμε». Μου φαίνεται ότι τα παραπάνω περιέχουν μιαν ακυρωτική για το επιχείρημα αντίφαση. Αν πράγματι ζωή και θάνατος αποτελούν ένα όλον, και η ζωή είναι υπόθεσή μας (όπως φαντάζομαι δέχεται και ο κ. Ζαγορίδης) τότε ασφαλώς και ο θάνατος είναι δική μας υπόθεση. Επίσης το επιχείρημα ότι δεν μπορούμε να αποφασίσουμε για τον θάνατο, διότι δεν γνωρίζουμε την κατάσταση του θανάτου μού φαίνεται ανίσχυρο, πρώτον διότι το «να μην αποφασίσουμε» είναι μια απόφαση και δεύτερον γιατί καθημερινά αποφασίζουμε για πράγματα που δεν γνωρίζουμε.
Επίσης, ο κ. Ζαγορίδης αναφέρει ότι ο Hans Eberhard Richter, o σύγχρονος γερμανός ψυχαναλυτής, υποστηρίζει ότι η παθολογική συμπεριφορά του παιδιού αποτελεί το σύμπτωμα, ενώ ο ασθενής είναι η οικογένεια. Αν λοιπόν διευρύνουμε την ιδέα αυτή, τότε ο ασθενής μπορεί να είναι η κοινωνία, ο δε «στυγερός φονιάς» το σύμπτωμα. Συμπεραίνω ότι ο κ. Ζαγορίδης εννοεί ότι δεν μπορεί μια άρρωστη κοινωνία να τιμωρεί και μάλιστα με θάνατο το μέλος εκείνο που κάνει φανερή τη δική της ασθένεια. Μου φαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό αγνοεί την πολυπλοκότητα των κοινωνικών φαινομένων και των ατομικών κινήτρων. Ταυτόχρονα οδηγεί σε απαράδεκτες γενικεύσεις του τύπου «δεν υπάρχουν ένοχοι στον κόσμο» (βλ. και τίτλο μικρού έργου του Τολστόι) και «για όλα φταίει το σύστημα». Παραφράζοντας τον Ντοστογέφσκι, θα μπορούσε κανείς να πει ότι «αν αυτό είναι σωστό, τότε όλα επιτρέπονται». Αλλά οι κοινωνίες έχουν θεσμούς, πράγμα που δείχνει ότι δεν μπορεί να επιτρέπονται όλα.
Με διαφορετικό τρόπο σχολιάζει το άρθρο μου ο κ. Κ. Παπαϊωάννου στο «Βήμα» της 7.11.97 (σελ. 20). Ο κ. Παπαϊωάννου (σσ.: πρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας) υποστηρίζει ότι «η θεώρηση της ανθρώπινης ζωής ως υπέρτατης αξίας δεν μπορεί παρά να αφορά εξίσου τον άγιο και τον δολοφόνο, ειδάλλως ήδη παζαρεύουμε την αξία της ζωής». Μου φαίνεται ότι η άποψη αυτή είναι υπερβολικά ανθρωποκεντρική και ταυτόχρονα άδικη. Η ανθρώπινη ζωή είναι η υπέρτατη αξία για μας, τους ανθρώπους, και όχι αναγκαστικά για όλους. Για πολλούς, υπέρτατη αξία είναι η ελευθερία και όχι απλώς η ζωή. Αν μπορούσαμε να ρωτήσουμε τις αγελάδες θα μαθαίναμε ότι η υπέρτατη αξία είναι η δική τους ζωή, έτσι τουλάχιστον υποστήριζε ο Β. Russell. Επίσης, παρ' ότι η ζωή γενικά μπορεί να είναι υπέρτατη αξία, η ζωή συγκεκριμένων ανθρώπων δεν είναι ίσης αξίας. Δυσκολεύομαι τρομερά να κατανοήσω ότι η ζωή μιας αδελφής Τερέζας έχει εξ ορισμού την ίδια αξία όπως η ζωή ενός Αλ Καπόνε.
Ο κ. Παπαϊωάννου γράφει ότι όποιος υποστηρίζει τη θανατική ποινή «ουσιαστικά προτρέπει μια ολόκληρη κοινωνία να εξισωθεί με τον χειρότερο εγκληματία...». Δεν γνωρίζω από πού απορρέει το «ουσιαστικά», αλλά όσοι υποστηρίζουν τη θανατική ποινή ενδιαφέρονται για την άμυνα της κοινωνίας και για την προστασία των πολιτών. Πιστεύω πως είναι λάθος να προσωποποιούνται οι συλλογικές οντότητες, όπως η κοινωνία, και να αναλύονται ως άτομα με συγκεκριμένη συμπεριφορά. Γι' αυτό και κανείς δεν υπαινίσσεται ότι η θανατική ποινή πρέπει να γίνει αντιληπτή ως εκδίκηση.
Επίσης σε αντίθεση με ό,τι φαίνεται να μου αποδίδει ο κ. Παπαϊωάννου, δεν υποστηρίζω ότι ο δολοφόνος ενός, π.χ., αθώου αγοριού πρέπει να θανατωθεί από τους συγγενείς του αγοριού. Αυτό θα ήταν εκδίκηση· ίσως και απόδοση δικαιοσύνης για την οικογένεια του αγοριού. Ακριβώς για να αποφεύγεται η αυτοδικία είναι ανάγκη η πολιτεία να παίρνει εκείνα τα μέτρα που θα επαναφέρουν την ψυχική ισορροπία σε εκείνους που την έχασαν εξαιτίας του δολοφόνου. Αν αυτό απαιτεί τη θανάτωση του δολοφόνου, καλώς έχει.
Είναι αναγκαίο να αναλύουμε φαινόμενα σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο γιατί αντιλαμβανόμαστε καλύτερα ορισμένες πλευρές τους. Ποτέ όμως δεν πρέπει να ξεχνούμε τι συμβαίνει γύρω μας. Και όταν συζητούμε την επαναφορά ή μη της θανατικής ποινής, ας μην ξεχνούμε τι σημαίνει «στυγερός εγκληματίας». Πιστεύω πως δεν χρειάζεται να αναφέρω περιπτώσεις που είναι άλλωστε γνωστές σε όλους.
Τέλος και ο κ. Ζαγορίδης και ο κ. Παπαϊωάννου υποστηρίζουν ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να τεκμηριωθεί η αρνητική επίδραση της θανατικής ποινής επί της εγκληματικότητας. Αυτό είναι σωστό. Είναι όμως εξίσου δύσκολο να τεκμηριωθεί η ανυπαρξία μιας τέτοιας επίδρασης. Επίσης, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι ποινές έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Γιατί όχι και η θανατική ποινή; Το βάρος της απόδειξης πέφτει σε εκείνους που υποστηρίζουν το αντίθετο.
Ο κ. Θεόδωρος Π. Λιανός είναι καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών



Δεν υπάρχουν σχόλια: