Για τον υπερρεαλισμό
υπερρεαλισμός: λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα των αρχών του αιώνα, το οποίο χρησιμοποιώντας τα όνειρα, το στοιχείο του τυχαίου και έναν απόλυτο αυτοματισμό, είχε ως στόχο να εκφράσει την καθαρή σκέψη, απαλλαγμένη από όλους τους περιορισμούς που επιβάλλει η λογική και οι ηθικές ή κοινωνικές προκαταλήψεις· σουρεαλισμός.
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη
[η προσφορά του υπερρεαλισμού]
Ο υπερρεαλισμός υπήρξε ένα μέγα απελευθερωτικό Κίνημα, με υψηλά και αγαθά οράματα με κέντρο πάντοτε τον άνθρωπο την τέχνη, τον έρωτα και τη δημιουργία. Και εδώ έγκειται η συμβολή του. Αποτιμώντας ο ιστορικός της λογοτεχνίας Maurice Nadeau την προσφορά του Κινήματος γράφει, «[…] Για κείνους που τον ξεκίνησαν [ενν. το σουρεαλισμό], δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναγινεί τίποτε, όπως γινόταν πρώτα. Ο άνθρωπος δεν ήταν πια το κατασκεύασμα ενός αιώνα θετικισμού, συνειρμισμού και επιστημονισμού, αλλά ένα πλάσμα με επιθυμίες, ένστικτα και όνειρα, έτσι όπως τον φανέρωνε η ψυχανάλυση. Στη Ρωσία χτιζόταν μια κοινωνία πάνω σε νέες βάσεις. […] Οι σουρεαλιστές, με τον δικό τους πάντα τρόπο, έγιναν μαρξιστές και φροϋδιστές, κι έριξαν το βάρος στη διπλή επανάσταση που έπρεπε να γίνει: "ν' αλλάξουμε τον κόσμο, "ν' αλλάξουμε τη ζωή"». Πίστευαν πως θα τα κατάφερναν με μία καθολική δημιουργική δράση, ξεκινώντας απ' τον άνθρωπο θεωρούμενο σαν ένα ενιαίο όλον, και με μέσο την ποίηση που την ταύτιζαν με την πνευματική δράση. Αυτή η αδιάκοπη δημιουργικότητα έπρεπε να ασκείται μέσα σε μία απόλυτη ελευθερία κινήσεων και αισθήσεων, έξω από κάθε κατακερματισμό κι στεγανοποίηση της ζωής και της τέχνης, και με σκοπό την αποκατάσταση ολόκληρου του ανθρώπου. Γι αυτό και η έμφαση δόθηκε στις σκοτεινές πλευρές του είναι, στη φαντασία, το ένστικτο, την επιθυμία, το όνειρο, στις παράλογες ή απλώς μη σοβαρές μορφές συμπεριφοράς -για να ξεμπερδεύουμε πια με τον ευνουχισμένο, αλλοτριωμένο, περιχαρακωμένο άνθρωπο, τον υποβιβασμένο στις κατηγορίες του "κάνω" και του "έχω". Ο σουρεαλισμός άνοιγε ένα πεδίο ριζικής ανανέωσης τόσο στην προσωπική και ομαδική ζωή του ανθρώπου, όσο και στην ανάπτυξη μορφών σκέψης, ηθικής, τέχνης .
Γιώργης Γιατρομανωλάκης, από την ιστοσελίδα http://www.embiricos2001.gr.
Περισσότερες πληροφορίες για το κίνημα του υπερρεαλισμού καθώς και μια ερμηνευτική προσέγγιση στο ποίημα του Εμπειρίκου Κορυδαλλοί σφαζόμενοι μειλιχίως μπορείτε να βρείτε σε αυτήν την ανάρτηση.
Βιογραφικές και εργογραφικές πληροφορίες για τον Εμπειρίκο στο άρθρο της Βικιπαίδειας.
✽
Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975), [Τρία αποσπάσματα] και «Ηχώ»
Ερμηνευτικός σχολιασμός
2
Πρόκειται για ένα πεζό ποίημα που φιλοδοξεί να δώσει έναν ορισμό της ποίησης. Για να κατανοήσουμε το περιεχόμενό του, πρέπει να έχουμε υπόψη τα εξής:
(α) το ποίημα αποτελείται από μια αλυσίδα ζωηρών και εντυπωσιακών εικόνων.
(β) είναι γραμμένο συνειρμικά, χωρίς να υπακούει στην τρέχουσα καθημερινή λογική, αλλά στη λογική του ονείρου και της φαντασίας. Αυτό δε σημαίνει πως στερείται νοήματος. Απλώς, πρέπει να αντιληφθούμε το κλίμα, την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία κινούνται οι εικόνες αυτές.
Ας προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε κάποιες από τις εικόνες αυτές:
«…στίλβοντος ποδηλάτου»: το στίλβον ποδήλατο, είναι το λαμπερό ποδήλατο, αυτό που προκαλεί μια ζωηρή εντύπωση και μια επιθυμία να το παρατηρεί ή και να το μεταχειριστεί κανείς –ιδίως αν είναι παιδί. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε πως η εικόνα εννοεί περίπου ότι η ποίηση είναι ανάπτυξη, το άπλωμα ενός έντονου και ζωηρού συναισθήματος, μιας ξεχωριστής συγκίνησης.
«Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε»: η ενασχόληση με την ποίηση ωριμάζει τον άνθρωπο.
«Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ' άνθη μιλούν»: δύο εικόνες με σαφώς θετικό περιεχόμενο. Ιδίως τα άνθη που μιλούν εισάγουν το στοιχείο της φαντασίας. Στην ποίηση (ή στην τέχνη γενικότερα) η φαντασία έχει τον πρώτο λόγο, και όλα μπορούν να συμβούν.
«…μικρούτσικες παιδίσκες»: στο ίδιο κλίμα κινείται και αυτή η εικόνα· οι κοπελίτσες φέρνουν συνειρμικά στο νου τα νιάτα, την ανεμελιά, το παιχνίδι, τη χαρά, τη δροσιά της αθωότητας.
3
Το τρίτο απόσπασμα αποτυπώνει την παντοδυναμία του ονείρου στην ανθρώπινη ζωή: με τη μαγική ενέργεια του ονείρου ο άνθρωπος μπορεί να ταξιδέψει σε όποιους κόσμους επιθυμεί.
Παράλληλο κείμενο
Ο ύπνος περιφέρεται στην κλίνη μου ναπάνω:
κλειστά τα μάτια σε θωρώ, ανοί’ω τα, σε χάνω.
Ν. Πολίτης, Δημοτικά τραγούδια, εκδ. γράμματα, 1991, σ.201
«Ηχώ»
Ερμηνευτικός σχολιασμός
Εδώ ο ποιητικός χώρος είναι ένα δάσος. Τα χαρακτηριστικά του ανιχνεύονται σε διάφορους στίχους: το ζουζούνισμα των εντόμων, οι χοντρές στάλες της δροσιάς στα φυλλώματα των δέντρων, τα τραγούδια των παιδιών. Το σκηνικό παραπέμπει σε ένα χώρο παιχνιδιού, χαράς, ανεμελιάς, κεφιού· ίσως να μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι συνειρμικά ο ποιητής με τη λέξη «δάσος» υπονοεί την παιδική ηλικία, που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με το δάσος, όπως εμφανίζεται εδώ: οι φωνές των παιδιών που μοιάζουν με ζουζουνίσματα («ο βόμβος των εντόμων»), η δροσιά, το ατελείωτο παιχνίδι («κρυφτούλι»).
Στο πρώτο στίχο εμφανίζεται μια ομάδα ανθρώπων, της οποίας τα βήματα «αντηχούν ακόμη / Μέσα στο δάσος». Αν το «δάσος» είναι η παιδική ηλικία, μάλλον πρέπει να αντιληφθούμε ότι οι άνθρωποι αυτοί κρατάνε κάτι από την ηλικία αυτή, αν και (απ’ ό,τι φαίνεται) δεν είναι πια παιδιά. Παράλληλα, εμφανίζεται και άλλη μια ομάδα ανθρώπων: είναι οι υλοτόμοι, που αποψιλώνουν το δάσος («καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς»). Ίσως να εννοεί εκείνους τους ανθρώπους (ή τις συνθήκες, τις καταστάσεις) που καταστρέφουν/ υπονομεύουν τα στοιχεία του «δάσους», δηλαδή της νεότητας (ομορφιά, αθωότητα, δροσιά, χαρά της ζωής), παρόλο που και οι ίδιοι απόλαυσαν αυτά τα χαρακτηριστικά και ακόμα η γεύση των στοιχείων αυτών υπάρχει μέσα τους («κρατώντας μες στο στόμα τους τραγούδια / που μάθαν όταν ήτανε παιδιά / και παίζανε κρυφτούλι μες στο δάσος»).
Συμπέρασμα: η χαρά της νεότητας, η χαρά της ζωής, η αθωότητα και η ξενοιασιά καταστρέφεται από αυτούς που τη γεύτηκαν κάποτε και ακόμη γεύονται κάτι από την ηλικία αυτή («οι υλοτόμοι»). Το πρόβλημα είναι ότι τα αποτελέσματα των πράξεών τους επηρεάζουν όλους τους ανθρώπους, ακόμη και αυτούς των οποίων «τα βήματα αντηχούν ακόμη/μέσα στο δάσος»: όσους δε θέλουν να πάψουν να νιώθουν παιδιά.
Η «ηχώ» μας πάει στο παιδικό μας σύμπαν, στα πρώτα βήματά μας. Η ανθρωπολογική, ψυχαναλυτική, ποιητική και επιστημονική κατεύθυνση με τις λέξεις «βόμβος, βαριές σταγόνες, αγιάζι, ιδού, δόνησις, πελέκια, τραγούδια, παιδιά, κρυφτούλι, δάσος» δημιουργούν έναν κόσμο χαράς, αλλά και ανατροπής με τον υλοτόμο, που καταστρέφει αυτόν τον παιδότοπο, αυτό το δάσος. Χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις: «τα βήματα αντηχούν», «η δόνησις κάθε κτυπήματος», «κρατώντας μες στο στόμα τους τραγούδια», «καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς».
[…]
Έτσι, στήνεται μια αντίθεση ανάμεσα σε αυτούς και εμάς, που γινόμαστε μάρτυρες και έρμαια αυτής της καταστροφής του ζωτικού μας χώρου, που γίνεται χώρος μνήμης, κρατώντας νοσταλγικά την «ηχώ» από την παιδική ηλικία και τη χαρούμενη ομορφιά της φύσης.
Χριστίνα Αργυροπούλου, Εμπειρίκος, Τρία Αποσπάσματα και το ποίημα «Ηχώ». Περ. Φιλόλογος, τ.114, σελ.655-6.
✽
Περί Σουρρεαλισμού
Απόσπασμα από την ομιλία του Ανδρέα Εμπειρίκου
Όταν πρωτοδιαβάσει κάποιος μη προειδοποιημένος, κάποιος που δε γνωρίζει καθόλου τι είναι Σουρρεαλισμός ένα ποίημα αυτού του είδους, μπορεί να σκεφθεί πως ο ποιητής είναι τρελλός ή πως θέλει να κοροϊδέψει τον κόσμο. Όταν όμως μυηθεί και κατανοήσει το περιεχόμενο της θεωρίας, μόλις περάσει το πρώτο ξάφνιασμα και διαλυθεί το παχύ λίπος με το οποίο καταντά να περισφίγγει την βαθύτερή μας ευαισθησία η συνεχής γαλούχησή μας από τις εκάστοτε επιβαλλόμενες σε μας πειθαρχίες, ο αναγνώστης θα δει πως είχε λάθος και θα του είναι πολύ δύσκολο να αρνηθεί πως τα ποιήματα αυτά, γενικώς, ασκούν επάνω μας μια παράξενη, μια πρωτοφανή γοητεία – την γοητεία που μπορεί να ασκήσει μόνο το θαυμαστόν, το άγνωστο, ό,τι έρχεται από κάπου άλλου, ό,τι ξεπερνά τα στενά όρια της λογικής, ό,τι δεν περιέχεται μέσα στο πλαίσιο της συνείδησής μας.
Ιδού ποιος είναι ο πρώτος αντίκτυπος της ενατένισης του νέου κόσμου που ανοίγει μπροστά μας η εφαρμογή του Σουρρεαλισμού. Και όταν λέμε νέος κόσμος εννοούμε στο πνευματικό επίπεδο, κάτι εντελώς ανάλογο με την ανακάλυψη του Κολόμβου, με τη διαφορά ότι ο Σουρρεαλισμός με «τον ψυχικό αυτοματισμό του δια του οποίου εκφράζει την αληθινή λειτουργία της σκέψης» είναι ένας τρόπος συνεχούς και κατά βούληση προκαλούμενης ανακάλυψης. Με άλλα λόγια οι Αμερικές του δεν έχουν όρια. Είναι ατελείωτες, άπατες και κυριολεκτικά αχανείς καθώς το ασυνείδητό μας, που υπάρχει μέσα μας και του οποίου την ύπαρξη και το περιεχόμενο δεν γνωρίζουμε – όπως υπήρχε και πριν από τον Κολόμβο η Αμερική χωρίς κανείς ωστόσο να την ξέρει.
Μπορεί όμως να ερωτήσει κάποιος: Μήπως και πριν από τον Σουρρεαλισμό δεν υπήρχε έμπνευσις, δεν υπήρχε το θαυμαστό στην ποίηση, δεν υπήρχε υποβολή συναισθηματικών καταστάσεων από τον ποιητή στον αναγνώστη; Μήπως και άλλοτε δεν υπήρχαν ποιητές αυθόρμητοι, πηγαίοι, που γράφανε χωρίς λογικούς υπολογισμούς; Ποια λοιπόν είναι η διαφορά και γιατί τόσος θόρυβος γι’ αυτήν την νέα ποίηση που δεν έχει κριτήριο προσωδίας και κανενός άλλου είδους κριτήριο εχτός από το κριτήριο της Σουρρεαλιστικής ορθοδοξίας;
Θα απαντήσουμε πως υπάρχει η εξής μεγάλη διαφορά. Η μη σουρρεαλιστική ποίηση διαφέρει βασικά αφ’ ενός στο προτσές της εξωτερίκευσης και αφ’ ετέρου στο γίγνεσθαι όχι μόνο του ποιήματος μα και εκείνου που ονομάζουμε έμπνευση. Την διαφορά αυτή θα την καταστήσω χειροπιαστή με το ακόλουθο παράδειγμα. Ας υποθέσουμε πως ένας μη σουρρεαλιστής ποιητής οποιασδήποτε, είτε ελευθέρας είτε πειθαρχημένης σχολής γράφει ένα ποίημα. Οποιαδήποτε και αν είναι η έμπνευσή του, το ποίημα θα εκφράζει κάτι που θέλει να πει συνειδητά ο ποιητής. Και αυτό που θέλει να πει θα το διατυπώσει με τρόπο που ν’ ανταποκρίνεται το συναίσθημά του, ή η ιδέα του, σε αντικειμενικούς όρους και σε πράγματα καταληπτά δια της λογικής του, και δια της λογικής του αναγνώστη. Όπως κι αν το κάμει, είτε με παρομοιώσεις, είτε με αλληγορίες, είτε με αλληλουχίες συμβόλων ή με απλή και άμεσο περιγραφή, πάντως θα το κάμει με τρόπο που τα λεκτικά σχήματα να εμποιήσουν την εντύπωση που θέλει ο ποιητής, ή ως έγγιστα. Και εάν ακόμη έχει να πει κάτι αφηρημένο θα το πει συναρμολογώντας γνωστές ή άγνωστες εικόνες μα πάντοτε καταληπτές και λίγο πολύ συνειδητές. Έτσι λοιπόν θα έχωμε στο τέλος μια περιγραφή ενός ας το πούμε υποκειμενικού ιδεατού τοπίου που θ’ αποτελεί και αυτή μια φιξαρισμένη αντικειμενικώς εικόνα καμωμένη με όλους τους αρχιτεκτονικούς νόμους της συνειδητής εκφράσεως, δηλαδή με σωστούς συντακτικώς και λογικώς συνειρμούς και όταν ακόμη περιγράφεται κάτι φανταστικό, ονειρώδες ή παράλογο.
Ελύτης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος |
Ο Σουρρεαλιστής ποιητής δεν κάνει τίποτε από όλ’ αυτά. Βάζοντας κατά μέρος τα εργαλεία και τις συνταγές των διαφόρων σχολών καθώς και τα παραδείγματα των μεγάλων ή μικρών ποιητών, αντί να περιγράψει ένα όνειρο όπως θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος, το ζει από τη στιγμή που περιέλθει σ’ αυτή την κατάσταση της αφαίρεσης που δικαιούμαστε σήμερα να ονομάσουμε σουρρεαλιστική. Δηλαδή παραδέχεται πως είναι φορέας και σκηνή συνάμα του ποιήματος όπως και του ονείρου, και γράφοντας ή λέγοντας χωρίς να γράφη το ποίημά του, δεν μας περιγράφει τίποτε, μα μας το παρουσιάζει όπως υπάρχει μέσα στο γίγνεσθαί του, όπως συμβαίνει όταν ονειρευόμαστε, ενώ ο μη σουρρεαλιστής ποιητής γράφοντας ένα ποίημα κάνει το πολύ-πολύ ό,τι κάνουμε εμείς όταν ξυπνήσουμε και θέλουμε να εκφράσουμε σε άλλους αυτό που είδαμε στον ύπνο μας. Και τούτο πάλι με πολλές νοθείες ένεκα της επεμβάσεως της λογικής και του μέρους εκείνου του ψυχισμού μας που ονομάζουμε στην ψυχοανάλυση Υπερεγώ, με μέσα πάντα τεχνητά και όχι δια της γνησίας λειτουργίας του πνεύματος. Βλέπετε λοιπόν τί τεράστια διαφορά υπάρχει μεταξύ μη σουρρεαλιστικής και σουρρεαλιστικής ποίησης. Το Σουρρεαλιστικό ποίημα όπως οποιαδήποτε άλλη καθαυτό σουρρεαλιστική ενέργεια είναι κατά βάθος το αντίστοιχο μέσα στην ξυπνητή ζωή μας του περιεχομένου των ονείρων, και η σουρρεαλιστική μανιέρα δεν είναι μανιέρα με την έννοια της τεχνοτροπίας μα μέσον αμέσου εξωτερίκευσης του εσωτερικού μας γίγνεσθαι, μέσον που αντιστοιχεί, τί λέγω, που είναι ο ίδιος ο μηχανισμός, ή ίδια η λειτουργία του ονείρου. Από την στιγμή που θα περιπέσει σε αφαίρεση από την λογική και από τον συνειδητό κόσμο, ο σουρρεαλιστής είναι ανεύθυνος με όλη την σημασία της λέξης για το ποίημά του, όπως είμαστε όλοι μας ανεύθυνοι από συνειδητής απόψεως για τα όνειρά μας, όπως ήταν ανεύθυνες κατά πάσα πιθανότητα και οι Πυθίες του Δελφικού μαντείου, όταν προήρχοντο σε εκστατική κατάσταση και λέγαν τ’ ασυνάρτητα από λογικής απόψεως λόγια που ονομάζουμε χρησμούς οι οποίοι αν ήταν αληθινή η κατάστασις των γυναικών θα έμοιαζαν ίσως καταπληχτικά με τα σημερινά σουρρεαλιστικά ποιήματα ή κείμενα. Με άλλα λόγια στο σουρρεαλιστικό ποίημα δεν υπάρχει τίποτε φκιαστό, καμιά κατασκευή έντεχνη ή άτεχνη. Κάθε ποίημα αποτελεί μιαν αποκάλυψη πραγμάτων που υπάρχουν και συμβαίνουν άθελά μας, αποτελεί το πνευματικό γίγνεσθαί μας στη στιγμή που γράφουμε. Κάθε ποίημα είναι σαν ιδεατό τρέξιμο από ρουμπινέττο, του ασυνείδητου συνειρμού που υπάρχει σε πάσα στιγμή όπως το νερό μέσα στους σωλήνες των υδραγωγείων. Θα τρέχει δε ως τη στιγμή που κλείσουμε το ρουμπινέττο, δηλαδή ως τη στιγμή που θα βγούμε από την σουρρεαλιστική αφαίρεση και επιστρέψουμε στη συνειδητή μας κατάσταση.
Ίσως όμως ερωτήσουν μερικοί: «Καλά όλ’ αυτά, μα τί μπορεί να μας αποδείξει ότι η ροή που λέτε είναι πράγματι κάτι που υπάρχει έξω από τη συνειδητή μας προσωπικότητα ή ότι το σουρρεαλιστικό ποίημα είναι στην ξυπνητή ζωή μας, το αντίστοιχον του περιεχομένου των ονείρων».
Απαντούμε πως μας δίνει την απόδειξη χειροπιαστά το μεγαλειώδες έργο του Freud στο οποίο ο Σουρρεαλισμός κατά την γνώμη μας οφείλει πάρα πολλά – δηλαδή η κλινική και πειραματική εφαρμογή της ψυχοανάλυσης – και μας την δίνει τόσο καλά και σαφώς που δεν μπορεί να μείνει κανένας σε αμφιβολία. Όσοι από σας έχουν υποστεί ψυχοαναλυτική θεραπεία, όσοι εφάρμοσαν επαγγελματικώς ή ερασιτεχνικώς την μέθοδο αυτή, ή όσοι από σας μελέτησαν ή απλώς διάβασαν έργα ψυχοαναλυτικά, θα καταλάβουν αμέσως και καλύτερα αυτό που εννοώ.
Περί Σουρρεαλισμού, η διάλεξη του 1935 του Ανδρέα Εμπειρίκου. Εκδόσεις ΑΓΡΑ
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου