Κυριακή 14 Απριλίου 2019

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ λυκείου (9) - Νίκος Καββαδίας, Πούσι (σημειώσεις για το ποίημα και δύο επιφυλλίδες του Π. Μπουκάλα για τον ποιητή)

«Αν δεν ήμουνα θαλασσινός και δεν είχα γράψει ποιήματα, θα ‘μουν ένας ολότελα συνηθισμένος άνθρωπος. Κι έπειτα εγώ δεν ανήκω στον κόσμο της Τέχνης, γι’ αυτό σώζομαι. Πες το παραξενιά, πες το μοίρα, μου ‘λαχε να ζήσω τα όσα έζησα και να τα κάμω ποίηση. Αν δεν τα ‘χα ζήσει και τα έγραφα παρ’ όλα αυτά, τότε ίσως να ‘μουνα μεγάλος ποιητής». 

Βιογραφία-εργογραφία

Πολλές πληροφορίες για τη ζωή του Νίκου Καββαδία μπορείτε να διαβάσετε σε αυτόν τον σύνδεσμο και στο άρθρο της Βικιπαίδειας. Πλούσιο φωτογραφικό υλικό μαζί με ενδιαφέροντα κείμενα θα βρείτε στις 7 Ημέρες της Καθημερινής. Δείτε και την παρουσίαση που χρησιμοποιήσαμε στην τάξη για τη γνωριμία μας με τη ζωή και το έργο του ποιητή.


Ο ανθρωποκεντρισμός της ποίησης του Ν. Καββαδία
 
«Ο Νίκος Καββαδίας γράφει με έναν αφοπλιστικό τρόπο, η γραφή του δημιουργεί ένα κλίμα υποβλητικό, η σκηνοθεσία των τόπων-σταθμών στα λιμάνια, αλλά και οι περιγραφές και αφηγήσεις από τη ζωή στο καράβι σαγηνεύουν τον αναγνώστη, καθώς ο ποιητής ιστορεί μικρά και μεγάλα, ατομικά και συλλογικά γεγονότα δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα νεορρομαντικού ρεμβασμού και ονείρου με στοιχεία αυθεντικού ρεαλισμού. Η ποιητική του γλώσσα είναι πολυφωνική —ναυτική γλώσσα και ξενόγλωσσες φράσεις—, έτσι όπως ταιριάζει σε έναν κοσμοπολίτη και εξωτικό ποιητή. Εκείνο, όμως, που διαπερνά την ποίησή του είναι η αγάπη και αγωνία του για τον άνθρωπο, για τον ναυτικό και τα βιώματά του, για τον κάθε ταπεινό άνθρωπο. Πρόκειται για έναν ανθρωποκεντρισμό χωρίς φύλο, φυλή και χρώμα, στο έργο του παρελαύνουν άνθρωποι κάθε φυλής και κοινωνικού επιπέδου με τα ήθη και έθιμά τους, χωρίς καμία προκατάληψη, πρόκειται, δηλαδή, για μια διαπολιτισμική και οικουμενική διάσταση του έργου του […]».
Αργυροπούλου Χρ., 2006, Ανθολογημένη ποίηση στο Γυμνάσιο και το Λύκειο Αθήνα: Ταξιδευτής, σελ. 148-149

 

 
 
Νίκος Καββαδίας, Πούσι

Πώς έγραψε ο Ν. Καββαδίας το ποίημα Πούσι; Διαβάστε την ιστορία συγγραφής του ποιήματος σε αυτό το ενδιαφέρον άρθρο, όπου θα βρείτε και φωτογραφία του χειρογράφου του Καββαδία.
 
Στιχουργική

Το ποίημα είναι γραμμένο σε πέντε τετράστιχες στροφές. Η ομοιοκαταληξία είναι σταυρωτή στις πρώτες τρεις και πλεχτή στις δύο τελευταίες. Δεν έχουν όλοι οι στίχοι τον ίδιο αριθμό συλλαβών: ο 1ος και ο 4ος είναι 9σύλλαβοι, ενώ ο 2ος και ο 3ος 10σύλλαβοι. Το μέτρο είναι τροχαϊκό.
 
Το μετρικό σύστημα στο «Πούσι» του Καββαδία
«“Στο Πούσι ακολουθείται απόλυτα η πιο σφιχτή παραδοσιακή μετρική” γράφει ο Αργυρίου. “Ρίμες πλεκτές (αβαβ) ή σταυρωτές (αββα) αποκλειστικά, τη μόνη ελευθερία που έχουν είναι να υπάρχουν κάποτε στο ίδιο ποίημα εναλλασσόμενες χωρίς νόμο. Και είναι περίεργο, διότι όταν όλη η άλλη ποιητική πρωτοπορία (της γενιάς του ’30, στην οποία ουσιαστικά ανήκει) αναζητώντας το καινούργιο καταλήγει στον ελεύθερο στίχο, εκείνος υποχωρεί στον άψογο μετρικά στίχο”. […]».
Καλοκύρης Δ., 2004, Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου, Νίκος Καββαδίας, Αθήνα: Άγρα, 2η, σελ. 46


Εικόνες: διαπλοκή πραγματικότητας και φαντασίας

Στο ποίημα η πραγματικότητα και το όνειρο διαπλέκονται: το ποιητικό υποκείμενο, ναυτικός σίγουρα, ταξιδεύοντας νύχτα με το πλοίο, βλέπει με τα μάτια τής φαντασίας του μια γυναικεία μορφή, με την οποία έχει ένα σύντομο διάλογο.

Οι εικόνες της πραγματικότητας μας παραπέμπουν σε καταστάσεις της ζωής των ναυτικών: νυχτερινή ομίχλη και καραβοφάναρο, η τιμονιέρα, ο θερμαστής, οι καδένες κλπ. Οι στίχοι της τέταρτης στροφής:
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλα.
αναφέρονται σε συνθήκες του πολέμου (δες και το εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου καθώς και το σχετικό ερμηνευτικό σχόλιο). Το νόημα των στίχων: από το να φοβάμαι την επίθεση του υποβρυχίου, καλύτερα να υπηρετώ σε υποβρύχιο (όπου οι συνθήκες είναι πολύ χειρότερες απ’ ό,τι σε πλοίο). Τα τοπωνύμια (Port Pegassu, Τοκοπίλα, Εβρίδες) δείχνουν τα μέρη όπου μπορεί να βρεθεί ένας ναυτικός (πρακτικά, σε κάθε σημείο του πλανήτη) και δίνουν έναν εξωτικό τόνο στο ποίημα.

Οι εικόνες της φαντασίας ανακαλούν περασμένες μνήμες, τις οποίες διαπλέκουν με οραματικές καταστάσεις: μέσα στη δύσκολη βραδιά το ποιητικό υποκείμενο φαντάζεται τη μορφή μιας, αγαπημένης προφανώς, γυναίκας, που εμφανίζεται ντυμένη στα λευκά και βρεγμένη (τη φαντάζεται έτσι ίσως λόγω της τρικυμίας, στ. 12). Της πλέκει τα μαλλιά, τη συμβουλεύει, αλλά τελικά τη διώχνει από το νου του, γιατί η φαντασία δεν μπορεί να γιατρέψει τη μοναξιά του ναυτικού (ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες). Ίσως σκέφτεται να τη βγάλει κι απ’ τη ζωή του,  γιατί οι δυο τους δεν έχουν τίποτε κοινό (… εσέ σου πρέπει στέρεα γη). Ο ίδιος είναι χαμένος μέσα στη σκληρή ζωή του ναυτικού: έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί … (το «πνιγεί» πρέπει να το ερμηνεύσουμε μεταφορικά· ίσως να σημαίνει: βουλιάζω στην απελπισία, γιατί σε χάνω ... ή έχω ρημαχτεί/έχω ταλαιπωρηθεί στη θάλασσα· ξόφλησα μέσα στα καράβια).
  

Δείτε στο παρακάτω padlet μια συλλογή πηγών για τη ζωή και το έργο του Ν. Καββαδία:

Δημιουργήθηκε με το Padlet


Παντελής Μπουκάλας, Ο Νίκος Καββαδίας και οι «ελάσσονες» της ποίησής μας

Για λίγους ποιητές μπορούμε να ισχυριστούμε μετά τεκμηρίων ότι αποσπούν το αναγνωστικό ενδιαφέρον και αρκετά μετά τον θάνατό τους. Η φήμη τους μπορεί να μακροημερεύει, να διατηρείται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ιδίως αν συγκαταλέγονται στους μείζονες, στους κεκυρωμένους. Αυτό όμως δεν μεταφράζεται οπωσδήποτε και σε ουσιαστική επαφή με τα κείμενά τους. Πόσοι θα σπεύσουν ν’ αγοράσουν και να διαβάσουν Διονύσιο Σολωμό, δαπανώντας τον απαραίτητο καιρό και καταβάλλοντας τον αναγκαίο κόπο, επειδή θ’ ακούσουν για μυριοστή φορά το περί αληθούς και εθνικού απόφθεγμά του; Πόσοι θα πειστούν πως υπάρχει λόγος να επισκεφθούν (ή να ξαναεπισκεφθούν, έπειτα από μακρά αποχή) την ποίηση του Ανδρέα Κάλβου, μόλις ακούσουν τον περί αρετής, ελευθερίας και τόλμης στίχο του; Ή πόσοι, ακούγοντας σε κάποια συγκέντρωση τον στίχο του Οδυσσέα Ελύτη για τον νοητό ήλιο της Δικαιοσύνης, θα αναζητήσουν στη βιβλιοθήκη τους ή σε βιβλιοπωλείο το «Αξιον Εστί»; [...]

Παρά τα όσα βαρύηχα ακούγονται εθιμικά, δίκην επιτυμβίων, περί αιωνίας μνήμης και ανελλιπούς καταφυγής στο έργο όσων πεθαίνουν, βρισκόμαστε σχεδόν μόνιμα μέσα σ’ ένα στενάχωρο δίπολο. Ο ένας πόλος ορίζεται από το μελαγχολικό τραγούδι του Κ. Γ. Καρυωτάκη για τους «ποιητές άδοξοι που ’ναι». Και ο δεύτερος από έναν στίχο του Γιώργου Σεφέρη: «Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη». 

Αυτή τη Δικαιοσύνη είχε σίγουρα κατά νουν ο Μανόλης Αναγνωστάκης, όταν, με αίσθηση της ιστορίας και με ευαισθησία απέναντι στο ποιητικό σόι, απάρτιζε μια «προσωπική ανθολογία» με τον τίτλο «Χαμηλή φωνή» (εκδ. Νεφέλη, 1990»). Ο ευγενής στόχος του ήταν να φέρει στο αναγνωστικό προσκήνιο τα «λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς», συστεγάζοντας στην ανθολογία του μεσοπολεμικούς ποιητές, καθ’ όλα άξιους αλλά όχι της ανέκαθεν και παντού ολιγομελούς τάξεως των μειζόνων: Φιλύρας, Ουράνης, Μαλακάσης, Μελαχρινός, Γρυπάρης, Καρυωτάκης, Πολυδούρη, Παράσχος, Αγρας. Ελάσσονες... 

Ας ξαναπώ εδώ, με μονότονο πείσμα, ή υπακούοντας σε κάποια ιδεοληψία, ότι ουδείς μείζων θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη μακρότατη αλληλουχία των ησσόνων. Χωρίς τη δική τους σεμνή σκυταλοδρομία, που πραγματοποιείται σε βάθος χρόνου, αλλά και σε βάθος γλώσσας, ρυθμού, αισθημάτων, τεχνοτροπιών, εικόνων, ιδεών, οι κορυφές  -μια στο τόσο- ίσως δεν εμφανίζονταν. Η «Παλατινή Ανθολογία», λ.χ., είναι γεμάτη ελάσσονες ποιητές. Τις φωνές τους ωστόσο -που ευτυχώς σώθηκαν, ώστε να μη δημιουργηθεί η εντύπωση πως η αρχαία ποίηση διέθετε αποκλειστικά κορυφές- τις άκουσε με προσοχή ο Κ. Π. Καβάφης. Κι αυτό τον βοήθησε να δουλέψει τη δική του, να κατορθώσει την ιδιοτυπία της. Οπως βοήθησε τον Σολωμό το δημοτικό τραγούδι, με τη γλώσσα και τη μουσική του.

Με τον Νίκο Καββαδία, έναν εκ των ελασσόνων κατά τα ισχύοντα κριτήρια, συμβαίνει κάτι όχι ιδιαίτερα συνηθισμένο στα γράμματά μας: Η φήμη του όχι μόνο διατηρείται άφθιτη, μετά τον θάνατό του, το 1975, αλλά ενισχύεται θεαματικά. Και κυρίως ακμάζει το ενδιαφέρον για το καθαυτό έργο του, όχι για τον θρύλο του, που, με πρώτη ύλη το ζεύγμα βίου και θεματογραφίας, τον εγγράφει -και μάλιστα ηγετικά- στους ελληνικώ τω τρόπω «καταραμένους». Αλλά θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ο Καββαδίας απλός διακομιστής ή μεταφραστής αλλοτρίων ποιητικών στρατηγικών. Δεν είναι ο Ελληνας Μποντλέρ. Είναι ο Ελληνας Νίκος Καββαδίας. Ενας ποιητής που απέδωσε στα ελληνικά όσα του έστελναν με σήματα Μορς η θάλασσα, ο έρωτας, η μοναξιά, η γνωριμία με ποικίλους ανθρώπινους τύπους, αλλά κι ο στεριανός κόσμος, όχι μονάχα ο ελληνικός, με τους αγώνες και τις αγωνίες του.

Το ενδιαφέρον για το έργο του αποκρυσταλλώνεται σε πέντε μορφές. Πρώτη η εκδοτική: Στις δύο λιγοσέλιδες ποιητικές συλλογές που εκδόθηκαν όσο ζούσε, το «Μαραμπού» (1933) και το «Πούσι» (1947), και στην έξοχη πεζογραφική «Βάρδια» (1954), δηλαδή σε τρία βιβλία όλα κι όλα σε μία εικοσαετία, μετά τον θάνατό του προστέθηκε η τρίτη συλλογή του, το «Τραβέρσο» (1975), τα τρία μικρά πεζά, «Του πολέμου», «Στο άλογό μου» (στο ίδιο τομίδιο αυτά τα δύο) και «Λι», αθησαύριστα ποιήματα και πεζά του συγκεντρωμένα στο «Ημερολόγιο ενός τιμονιέρη», που εκδόθηκε το 2015 με την επιμέλεια του Γκι (Μισέλ) Σονιέ, και δύο βιβλία με επιστολές του, η αλληλογραφία του δηλαδή αφενός με τον Μ. Καραγάτση, αφετέρου με την αδελφή του την Τζένια και την ανιψιά του την Ελγκα. Οι καββαδιακές σελίδες λοιπόν πολλαπλασιάστηκαν μεταθανάτια. Αποκωδικοποιήθηκαν έτσι κάποιες από τις κρυπτικότερες ποιητικές στιγμές τους, χωρίς πάντως να χαθεί η μαγεία τους. Και αποκαλύφθηκαν νέες πηγές έμπνευσης, νέες αφηγηματικές τεχνικές ή λογοτεχνικές προτιμήσεις. Κυρίως δε είδαμε αναδρομικά το έργο εν προόδω, την προσπάθεια δηλαδή του ποιητή να κατορθώσει μέσα από αλλεπάλληλες επεξεργασίες την τελειότητα στον ρυθμό, την ποθητή κυριολεξία, την εικονογραφική πληρότητα. 

Η δεύτερη μορφή του διαρκούς ενδιαφέροντος είναι η φιλολογική, όπως τη στοιχειοθετεί η έκδοση περίπου είκοσι μελετημάτων, διαφορετικών σχολών και ποικίλης στόχευσης, με θέμα το έργο του εν συνόλω ή κάποια πτυχή του. Τρίτη μορφή η μουσική, με τη μελοποίηση ποιημάτων του από αρκετούς συνθέτες, τον Θάνο Μικρούτσικο πρώτα πρώτα, τους αδελφούς Κατσιμίχα, τον Γιάννη Σπανό, τον Δημήτρη Ζερβουδάκη. Τέταρτη η φιλμογραφική, με την εκπόνηση ντοκιμαντέρ αλλά και τριών μυθοπλαστικών ταινιών, στηριγμένων στο διήγημα «Του πολέμου», στο διήγημα «Λι» και στη «Βάρδια». Και πέμπτη η αναγνωστική: Οι απανωτές (δεκάδες πια) ανατυπώσεις των έργων του, πρώτα από τον «Κέδρο» και πλέον από την «Αγρα», πιστοποιούν ότι έχουμε να κάνουμε με ένα διαρκές μπεστ σέλερ, αδιάφορο για εποχές και γούστα εν προκειμένω μάλιστα δεν έχουμε ένα ευπώλητο βιβλίο, αλλά έναν πολυπωλούμενο συγγραφέα. 

Η  μελοποίηση συνιστά ανάγνωση και ερμηνεία, όταν πράγματι αναμετριέται με το ποίημα, για να ανακαλύψει τον ενύπαρκτο ρυθμό του και είτε να τον αναδείξει είτε να του επιβληθεί. Οσον αφορά τον Καββαδία, οπωσδήποτε έχει συμβάλει καθοριστικά στην εδραίωση της αγαθής φήμης του ποιητή, αφού οδήγησε από το ακρόαμα στο ανάγνωσμα, από την ακοή στο βλέμμα. Η μελοποίηση σύστησε τον Καββαδία σε ευρύτερο κοινό, τον κατέστησε δημοτικό, εκμαιεύοντας κατά κάποιον τρόπο το αναγνωστικό βλέμμα ανθρώπων που βρίσκονταν αρκετά ή και πολύ έξω από την περιοχή όπου συχνάζουν οι συνήθεις ύποπτοι, οι συνήθεις φανατικοί της ανάγνωσης δηλαδή. 

Συνεχίζουμε την επόμενη Κυριακή.


Παντελής Μπουκάλας, Άγνωστα κείμενα του «αρμενιστή» Νίκου Καββαδία 

Η απήχηση των ποιημάτων του Νίκου Καββαδία υπερβαίνει εξαρχής τα δεδομένα και τα αναμενόμενα και διεισδύει και σε δύσκολες ή δύστροπες περιοχές, λίγο ή πολύ ανεξοικείωτες με τη λογοτεχνία, και ιδιαίτερα την ποίηση. Ηδη, η πρώτη του συλλογή, το «Μαραμπού» (1933), με την αιφνιδιαστικά τολμηρή γλώσσα, την αντισυμβατική θεματολογία, την έμφυτη μουσική, τις απροσδόκητες ή και παιχνιδιάρικες ρίμες, τον εξωτισμό της επιφάνειάς του, δημιούργησε το δικό του κοινό, πολύ ευρύτερο του κοινού που απαρτίζεται από παιδιά (κάθε ηλικίας) φανατικά για γράμματα. 

Η μεταθανάτια καταξίωση του Καββαδία οφείλει πολλά στους αφιερωμένους καββαδιστές ή καββαδιολόγους, που με άοκνο πάθος φέρνουν κάθε τόσο στο φως τα ευρήματά τους, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις μας και ανοίγοντας ολοένα την όρεξή μας. Ως προς αυτό τουλάχιστον, ο Καββαδίας ευτύχησε. Λίγοι λογοτέχνες έχουν τους ταμένους μελετητές της συγγραφικής παρακαταθήκης τους και τους υπομονετικούς ερευνητές κάθε πτυχής του βίου τους. Θα μπορούσαμε να διαβάσουμε τον Καββαδία –ή οποιονδήποτε άλλον ποιητή– και χωρίς αυτά; Σίγουρα. Για να νιώσουμε την ποίηση, δεν χρειάζονται. Για να την κατανοήσουμε, όμως, όσο το δυνατόν βαθύτερα, για να την εντάξουμε στο λογοτεχνικό, κοινωνικό, ακόμα και στο πολιτικό πλαίσιό της, αλλά και στην ακολουθία της ελληνικής ποίησης, είναι άκρως εξυπηρετικά, αν όχι απαραίτητα.

Σε αυτή τη χορεία ερευνητικών έργων, που με τη σοδειά τους καθαρίζουν το βλέμμα μας σε πολλά, εντάσσεται το βιβλίο «Νίκος Καββαδίας, ο αρμενιστής ποιητής», που εκδόθηκε λήγοντος του 2018 από την καββαδιολατρική «Αγρα», με εισαγωγή, έρευνα και κείμενα του Μιχάλη Γελασάκη. Ο υπότιτλος, «Συνεντεύξεις / αλληλογραφία / ανέκδοτο και άγνωστο έργο / μαρτυρίες / ο ναυτικός του φάκελος / τα καράβια», κωδικοποιεί με πληρότητα το πλούσιο περιεχόμενο. Ο τόμος ήρθε να προστεθεί σε τρεις άλλους που εκδόθηκαν επίσης το 2018, φέρνοντας στο φως άγνωστα κείμενα σπουδαίων Ελλήνων ποιητών. Αναφέρομαι στα εξής έργα: 1) Ανδρέας Εμπειρίκος, «Οι κύκλοι του Ζωδιακού. Ανέκδοτα κείμενα από τη συλλογή “Γραπτά ή προσωπική μυθολογία”», επιμέλεια - επίμετρο Γιώργης Γιατρομανωλάκης («Αγρα»). 2) Γιάννης Ρίτσος: «Πρώιμα ποιήματα και πεζά», εισαγωγική μελέτη - έκδοση κειμένων Γιώργος Ανδρειωμένος («Κέδρος»). 3) Μιχάλης Κατσαρός: «Μείζονα ποιητικά - Α΄ Μέρος: Μεσολόγγι - Κατά Σαδδουκαίων - Οροπέδιο. Β΄ Μέρος: Ανέκδοτα - αδημοσίευτα - αθησαύριστα», επιμέλεια Αρης Μαραγκόπουλος («Τόπος»). Άφθονο υλικό, καλά οργανωμένο, πρόσφορο για επαναναγνώσεις και επανεκτιμήσεις.

Η φιλέρευνη επιμονή και η αποφασισμένη υπομονή δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν αν πρώτο κινούν δεν ήταν η αγάπη: η αγάπη για την ποίηση, προσωποποιημένη στον Καββαδία. Ο Γελασάκης, δημοσιογράφος ειδικευμένος στα μουσικολογικά, και ποιητής, αποφασίζει να γίνει διάκονος. Υπηρέτης. Θεράπων. Ένα μυρμήγκι που δουλεύει για το σύνολο, την κοινότητα των αναγνωστών, ειδικών και μη. Κάνει λοιπόν το δικό του ταξίδι προς τα πίσω, σαν θηρευτής που το αγαπημένο του περιβάλλον, ο ιδανικός οικότοπός του, είναι οι βιβλιοθήκες, τα παλαιοβιβλιοπωλεία, το χαρτοβασίλειο γενικώς. Όχι, δεν είναι σαράκι. Απλώς έχει το σαράκι μέσα του: το σαράκι της μελέτης, της έρευνας, της προσφοράς.

Ο Γελασάκης παρακολουθεί αναδρομικά το βιοτικό και λογοτεχνικό ταξίδι του Καββαδία σε θάλασσες και στεριές, αναζητώντας στοιχεία και τεκμήρια που δε τα είχαν προσέξει άλλοι μελετητές ή δεν είχαν γίνει καν στόχος αναζήτησης. Η αμοιβή του, άυλη πλην χειροπιαστή, είναι η χαρά που νιώθει όταν το πείσμα του, μαζί και η καλοτυχία του ορισμένες φορές, αποφέρει καρπούς. Και οι καρποί του τόμου που συνέθεσε είναι πολλοί και νόστιμοι. Δυσεύρετες συνεντεύξεις, αποκαλυπτικές μαρτυρίες, χαμένα ποιήματα ή παραλλαγές, που αν και πρώιμα, έχουν τη σημασία τους, για φιλολόγους και μη.

Ο Καββαδίας δεν υπήρξε ένας ναΐφ ποιητής, που εμπιστευόταν απολύτως την πρώτη υπαγόρευση της γνωστής μούσας. Διέθετε γνώσεις και τρόπους ώστε να δουλέψει το δώρο της έμπνευσης. Άνθρωπος καλλιεργημένος, απείχε παρασάγγας πολλούς απ’ ό,τι υποθέτουμε πως εμπεριέχει ο όρος «λαϊκός ποιητής». Το βεβαιώνουν τα βασανισμένα χειρόγραφά του, και οι παραλλαγές στίχων και στροφών. Τα πολλά διαβάσματά του (είναι άλλωστε παραδειγματικός ο σεβαστικός τρόπος με τον οποίο αναφέρεται στο έργο ομοϊδεατών του, παλαιότερων ή συγκαιρινών του). Η ικανότητά του να απαγγέλλει από μνήμης ποιήματα αγαπημένων τρίτων. Οι ισότιμες σχέσεις του με σπουδαίους λογοτέχνες. Οι μεταφράσεις του (απέδωσε θεατρικά του Ευγένιου Ο΄Νιλ). Τα δημοσιευμένα τεχνοκριτικά σχόλιά του, τα οποία πιστοποιούν βαθιά γνώση της ζωγραφικής, όπως βέβαια και οι πολλές αναφορές ζωγράφων σε ποιήματά του. Ολα αυτά, που τα πληροφορούμαστε από συνεντεύξεις και μαρτυρίες, είναι ψηφίδες του ποιητικού πορτρέτου του.

Η καλλιτεχνική συνείδηση του Καββαδία, όπως ωρίμασε με τον καιρό, συμβάδιζε με την επίσης καλλιεργημένη και αγρυπνούσα συνείδηση του πολίτη. Μπορεί να ήταν ο ποιητής του ατελεύτητου ταξιδιού και όχι του νόστου, φυγάνθρωπος όμως –ή, χειρότερα, μισάνθρωπος– δεν ήταν. Ούτε αιχμάλωτος του θρύλου που έβλεπε και ο ίδιος ότι σχηματιζόταν σταδιακά γύρω από το όνομά του. Αυτός ο «Κινέζος απ’ την Κεφαλονιά», ο μεθυστικά λυρικός σε πολλές από τις εικόνες που έπλασε τις νύχτες του σε κάποιο φορτηγό πλοίο, ο καλλιεργητής του στιχουργικού συνειρμού, στο καθεστώς του οποίου συνυπάρχουν και συνεκφέρονται τόποι και χρόνοι, μυθοπλαστικό και πραγματικό, είχε γνώση της διαφοράς του, της βιοτικής και της λογοτεχνικής. Είχε γνώση του ακριβούς μεγέθους του, αλλά και της καταγωγής της τέχνης του. 

Το βλέπουμε καθαρά αυτό σε μια εξομολόγησή του εμπεριεχόμενη στη συνέντευξή του στο περιοδικό «Τετράδιο», την τελευταία που πρόλαβε να δει δημοσιευμένη, το 1974. Έλεγε στη Μιράντα Ζαχαριάδη, ψευδώνυμο της ποιήτριας Μιράντας Ποτηριάδου: «Αν δεν ήμουνα θαλασσινός και δεν είχα γράψει ποιήματα, θα ‘μουν ένας ολότελα συνηθισμένος άνθρωπος. Κι έπειτα εγώ δεν ανήκω στον κόσμο της Τέχνης, γι’ αυτό σώζομαι. Πες το παραξενιά, πες το μοίρα, μου ‘λαχε να ζήσω τα όσα έζησα και να τα κάμω ποίηση. Αν δεν τα ‘χα ζήσει και τα έγραφα παρ’ όλα αυτά, τότε ίσως να ‘μουνα μεγάλος ποιητής». 

Την αλήθεια λέει. Τη λέει όμως λογοτεχνικά, δηλαδή σκανταλιάρικα πειραγμένη, και χωρίς να ακκίζεται. Γιατί βέβαια ανήκε στον κόσμο της Τέχνης, κι ας δηλώνει ξένος. Αν δεν ανήκε, αν απλώς στιχουργούσε περιπέτειες «μισό πραγματικές μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό», δεν θα ‘χε γράψει μια ποίηση τόσο ανθεκτική στον χρόνο.

Αυτό που ονομάζουμε γνησιότητα ή αυθεντικότητα είναι υπόθεση της τέχνης, όχι των βιωμάτων, όσο ξεχωριστά ή ισχυρά κι αν είναι. Της γερής τέχνης. Όπως η τέχνη του Πέτρου Βαλχάλα, που έγινε ο Νίκος Καββαδίας που αγαπάμε και να τον τραγουδάμε και να τον διαβάζουμε.



Δεν υπάρχουν σχόλια: