Πέμπτη 15 Αυγούστου 2024

73 εικοσιτετράωρα πριν από τον πόλεμο

Το ΒΠ Κ/Δ ΕΛΛΗ στη διάρκεια του μεσοπολέμου. Βυθίστηκε στις 15 Αυγούστου 1940 στην Τήνο, σε ειρηνική περίοδο, από ιταλικό υποβρύχιο. Πηγή: Βικιπαίδεια



Ο τορπιλισμός της Έλλης μέσα από την πένα του σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα και σκηνοθέτη Αλέκου Σακελλάριου.


ΤΑ «ΚΥΒΕΛΕΙΑ» ήταν ένα παλιό κλασικό καφενείο με τους μεγάλους καθρέφτες, τους πέτσινους καναπέδες και τα μαρμάρινα τραπεζάκια, που επάνω τους οι πελάτες έκαναν τους λογαριασμούς τους και ζωγράφιζαν τους επιτελικούς χάρτες του πολέμου, που είχε αρχίσει ήδη στην Ευρώπη.

- Εδώ είναι η γραμμή Μαζινό. Οι Γερμανοί έρχονται από εδώ…

Σ’ αυτό, λοιπόν, το καφενείο, που ήταν στα Χαυτεία, απέναντι από τα μπιλιάρδα -τα γνωστά «Σφαιριστήρια του Μαυροκέφαλου»- συγκε­ντρώνονταν κάθε βράδυ η μεγάλη μεταμεσονύχτια συντροφιά μας, που την αποτελούσαν κορυφαίοι ηθοποιοί, διαπρεπείς δημοσιογράφοι και δημοφιλείς συγγραφείς. Απ’ αυτούς, οι πιο πολλοί δεν υπάρχουν πια. Λίγοι είναι οι επιζώντες, μεταξύ των οποίων ο δημοσιογράφος Γιώργος Καράντζας, ο συνθέτης Μενέλαος Θεοφανίδης -που δεν ήταν από τους τακτικούς-, η Μαρίκα Κρεββατά κι εγώ. Ίσως να είναι και δυο-τρεις άλλοι, που δεν τους θυμάμαι τώρα. Πάντως, η συντριπτική πλειοψηφία της μεταμεσονύκτιας εκείνης συντροφιάς, που συγκεντρωνόταν στα «Κυβέλεια», έχει φύγει. Από τους ηθοποιούς δεν υπάρχουν πια ούτε ο Λογοθετίδης ούτε ο Μακρής ούτε ο Λειβαδίτης ούτε ο Ιωαννίδης, από τους συγγραφείς δεν υπάρχουν ούτε οι Γιαννακόπουλοι ούτε ο Τσιφόρος ούτε ο Τζαβέλλας κι από τους δημοσιογράφους δεν υπάρχει ο Πότης Δημητρακαρέας, που ερχόταν τις πρωινές ώρες μαζί με τον Γιώργο Καράντζα, από το τυπογραφείο, για να μας πουν τα τελευταία νέα και να μας κατατοπίσουν για την εξέλιξη του πολέμου, ενός περίεργου πολέμου, που λίμναζε στις γραμμές «Μαζινό» και «Ζίγκφρηδ».

- Τι γίνεται, βρε παιδιά;

- Τίποτα... Ουδέν νεότερον από το δυτικό μέτωπο…

Αν δεν υπήρχαν, όμως, νεότερα από το δυτικό μέτωπο, υπήρχαν πάντως, κάθε μέρα, νεότερα από την ελληνοαλβανική μεθόριο, όπου οι φασίστες του Μουσολίνι -που είχαν καταλάβει ήδη την Αλβανία- δημιουργούσαν επεισόδια κάθε λίγο και λιγάκι, με νεκρούς και τραυματίες.

Η αυστηρή, όμως, λογοκρισία της κυβερνήσεως του Μεταξά δεν άφηνε τις εφημερίδες να τα γράψουν. Το πολύ-πολύ να έμπαινε καμιά ειδησούλα στα «ψιλά», που μιλούσε για το «ασήμαντον μεθοριακόν επεισόδιον, που συνέβη εις την ελληνοαλβανικήν μεθόριον». Αυτά, όμως, τα «ασήμαντα μεθοριακά επεισόδια» όλοι το ξέραμε ότι ήταν σύννεφα απειλητικά στον ελληνικό ορίζοντα, που δεν προμήνυαν τίποτα καλό. Όλοι ήμαστε βέβαιοι ότι τα μικρά αυτά μαύρα νέφη, που μα­ζεύονταν στην Ήπειρο, κάποτε θα προκαλούσαν μια καταιγίδα. Το πότε, όμως, δεν το ξέραμε. Η κυβέρνηση του Μεταξά προσπαθούσε -μάταια, όπως αποδείχθηκε- να διατηρήσει την ουδετερότητά μας, με τη γνωστή ελληνική μέθοδο της «αψόγου στάσεως».

Προς θεού, μη μας παρεξηγήσουν! Να, όμως, που η καταιγίδα ξέ­σπασε εντελώς απρόοπτα, μια καλοκαιριάτικη μέρα. Οι πρώτες βροντές και οι πρώτες αστραπές ξέσπασαν στις 15 Αυγούστου στην Τήνο. Τα πλήθη των πιστών χριστιανών, που είχαν συγκεντρωθεί εκεί για τη γιορτή της Μεγαλόχαρης, είχαν κατακλύσει την παραλιακή λεωφόρο. Μερικοί είχαν προχωρήσει στον λιμενοβραχίονα και θαύμαζαν το εύδρομό μας «Έλλη», που, σημαιοστολισμένο, μετείχε κι αυτό στον πανη­γυρισμό. Κι άξαφνα ακούστηκαν τρεις τρομερές εκρήξεις, που συγκλόνισαν το ιερό νησί.

Ένα υποβρύχιο -«αγνώστου εθνικότητος» το χαρακτήρισε η κυβέρ­νηση- πλησίασε την ακινητοποιημένη «Έλλη» και εξαπέλυσε εκ του ασφαλούς τρεις τορπίλες εναντίον της. Και ήταν τόση η «αστοχία» του «αγνώστου» δολοφόνου, που από ιδανική θέση σε ακίνητο στόχο δεν κατάφερε παρά μόνο μία τορπίλη να πλήξει την «Έλλη». Τα αποτελέσματα της δολοφονικής αυτής επιθέσεως ήταν, σύμφωνα με τη σχετική ανα­κοίνωση, ένας νεκρός, ο κελευστής μηχανικός Παπανικολάου, τέσσερις εξαφανισθέντες -νεκροί, φυσικά, κι αυτοί- και οι είκοσι εννέα τραυματίες!

Την είδηση την έδωσε στη 1.30 το μεσημέρι το ραδιόφωνο. Κι εκείνο το άνανδρο και ρεζίλικο υποβρύχιο, χαρακτηρίστηκε σαν υπο­βρύχιο «αγνώστου εθνικότητος». Αγνώστου; Τι λες, καλέ! Όλη η Ελλάδα ήταν βέβαιη ότι οι δειλοί δολοφόνοι ήταν Ιταλοί φασίστες. Τι επιδίω­καν, άραγε; Να μας αχρηστεύσουν ένα πολεμικό εν όψει των τυχο­διωκτικών σχεδίων τους για την επίθεση στην Ελλάδα, που έγινε δύο μήνες αργότερα.

Ποτέ άλλοτε ένα «άγνωστο» υποβρύχιο δεν ήταν τόσο... γνωστό! Κανένας δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για την ταυτότητα των δολο­φόνων.

Εκείνη τη νύχτα περιμέναμε με αγωνία τον Γιώργο Καράντζα και τον Πότη Δημητρακαρέα, για να μας πουν τα νέα. Να μας πουν τα νέα και να επιβεβαιώσουν, όχι τις υποψίες μας, αλλά τις βεβαιότητές μας.

- Λοιπόν;

- Ιταλικό ήταν...

- Αυτό το ξέρουμε...

Αυτό το ξέραμε, δεν ξέραμε, όμως, ότι η κυβέρνηση είχε ήδη στα χέρια της τις αδιάψευστες αποδείξεις της ταυτότητας του δολοφόνου. Από τον τόπο του εγκλήματος ανασύρθηκαν θραύσματα από τις τορπίλες, που είχαν χαραγμένα επάνω τους τα στοιχεία της προελεύσεώς τους. Η κυβέρνηση, όμως, της 4ης Αυγούστου είχε δώσει αυστηρές εντολές να μη διαρρεύσει το μυστικό. Εξακολουθούσε, βλέπετε, η «άψογος στάσις».

- Έγινε, άραγε, καμιά επίσημη διαμαρτυρία στην ιταλική πρεσβεία;

- Κανείς δεν ξέρει.

Ο άνανδρος τορπιλισμός της «Έλλης» μάς στέρησε, βέβαια, ένα πολεμικό, χαλύβδωσε, όμως, τις ψυχές των Ελλήνων, που δεν περίμεναν παρά την ευκαιρία, για να πάρουν την εκδίκησή τους.

Εβδομήντα τρία εικοσιτετράωρα έβραζε το καζάνι της αγανακτήσεως, από τις 15 Αυγούστου, δηλαδή, ως τις 28 Οκτωβρίου, που επέδωσε το ιταμό του τηλεγράφημα ο Γκράτσι στον Μεταξά και εισέπραξε το ιστορικό «ΟΧΙ». Ποτέ λαός δεν αντιμετώπισε την κήρυξη του πολέμου με τόσο ενθουσιασμό. Με τόση χαρά, θα λέγαμε. Η μεγάλη απογευματινή εφημερίδα της εποχής εκείνης, ο «Ασύρματος», στην πρώτη της σελίδα, πριν και από τον τίτλο της, είχε με μεγάλα γράμματα τη φράση:

«Τους γνωρίζομεν καλά αυτούς τους δειλούς δολοφόνους της Τήνου».

Κι ο μεγάλος Έλληνας δημοσιογράφος, ο Γιώργος Βλάχος, μαζί με την είδηση για την κήρυξη του πολέμου, είχε το περίφημο άρθρο του «Το Στιλέτον», στην πρώτη σελίδα της «Καθημερινής» που τελείωνε έτσι:

«... Θα αποθάνωμεν όλοι, χωρίς να πρέπη και χωρίς να το θέλωμεν. Και αν οι Ιταλοί κατορθώσουν να νικήσουν έναν Λαό, ο οποίος έχει αποφασίσει να αποθάνη, θα είναι η από αιώνων πρώτη μεγάλη και παραδόξως νίκη των. Αλλά αυτό δεν θα συμβή. Η Ελλάς θα νικήση, θα νικήση η αυτοθυσία, το θάρρος, η ιδέα -και το στιλέτον θα ηττηθή».

Κι αυτά, που τόσο απλά και τόσο τετράγωνα τα έγραφε ο Γ. Βλάχος την 29η Οκτωβρίου, όλη η Ελλάδα τα έλεγε από τις 15 Αυγούστου. Αυτά, ακριβώς, έλεγε και η μεταμεσονύχτια συντροφιά στα «Κυβέλεια».

- Ε ρε, και να γίνει κανένας πόλεμος με την Ιταλία!

- Θα τα βάψουν μαύρα...

- Τι «θα τα βάψουν». Τα έχουν ήδη. Γι’ αυτό φοράνε τις μαύρες πουκαμίσες οι μελανοχίτωνες!

Στην ψυχή του ελληνικού λαού ήταν βέβαια ριζωμένη η πεποίθηση ότι οι φασίστες του Μουσολίνι θα πληρώσουν πολύ ακριβά την ασέβειά τους στην Παναγία της Τήνου. Και τα πράγματα τους δικαίωσαν. Ο εμπνευστής της δολοφονικής απόπειρας με το στιλέτο, στο τέλος του πολέμου βρέθηκε κρεμασμένος ανάποδα...

 Αλέκος Σακελλάριος, Λες και ήταν χθες, εκδ. Μένανδρος, 2018, σ. 286-288.


Δεν υπάρχουν σχόλια: