![]() |
Αριστοτέλης (πηγή: Wikimedia Commons) |
Κείμενο αναφοράς: Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια Β1, 1-4, 1103a14 - b2
Βασικοί νοηματικοί άξονες:
1. Όροι της αριστοτελικής φιλοσοφίας.
2. Είδη της αρετής· προέλευση κι εξέλιξη.
3. Ηθικές αρετές και φύση.
4. Όνομα και σημασία: ἦθος < ἔθος;
5. Αριστοκρατική και αριστοτελική άποψη περί ἀρετῆς.
6. Ορολογία: δύναμις - ἐνέργεια.
7. Διαδικασία απόκτησης των αρετών: ποιοῦντες μανθάνομεν.
8. Το παράδοξο του Ross.
Ανάπτυξη:
1. Στο πρώτο βιβλίο των Ἠθικῶν Νικομαχείων ο Αριστοτέλης έδωσε τον ορισμό των αρετών και τη διάκρισή τους σε διανοητικές (σοφία, σύνεση, φρόνηση) και σε ηθικές (γενναιοδωρία και σωφροσύνη). Στο δεύτερο βιβλίο θα ασχοληθεί αποκλειστικά με τις δεύτερες.
Επεξήγηση βασικών όρων της αριστοτελικής φιλοσοφίας:
- ἀρετές: αξιέπαινες ἕξεις (= τρόποι συμπεριφοράς, μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα, τελικά διαμορφωμένες καταστάσεις ύστερα από την επανάληψη όμοιων ενεργειών).
- γένεσις: δημιουργία.
- αὔξησις: διαμόρφωση κι εξέλιξη.
- ἐμπειρία: πείρα
- ἕθος: εθισμός, συνήθεια.
- τέλος: σκοπός [κατά τον Αριστοτέλη η φύση έχει αναθέσει σε καθετί στον κόσμο ένα ἔργον, έναν προορισμό (ἡ φύσις οὐδὲν ποιεῖ μάτην). Τα όντα εξελίσσονται, προκειμένου να φτάσουν στην ολοκλήρωση, στην τελείωση, κι έτσι να εκτελούν την εργασία για την οποία είναι προορισμένα με τον καλύτερο (= τελειότερο) τρόπο].
- φύσει: οτιδήποτε υπάρχει εκ φύσεως.
2. Στην πρώτη υποενότητα ο Αριστοτέλης, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της διαίρεσης, παρουσιάζει τα είδη της αρετής και σημειώνει τους τρόπους μετάδοσης και απόκτησής τους:
- διανοητικές ἀρετές (μεταδίδονται με τη διδασκαλία)
- ηθικές ἀρετές (αποκτώνται με τον εθισμό, τη συνήθεια)
3. Για να στηρίξει την άποψη ότι οι ηθικές αρετές αποκτώνται με εθισμό, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί την ετυμολογία της λέξης ηθικός (< ἦθος < ἔθος) και τον παρακάτω συλλογισμό:
- α΄ προκείμενη: ἡ ἠθικὴ ἀρετὴ ἐξ ἕθους ἡμῖν ἐγγίνεται
- β΄ προκείμενη: οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται
- συμπέρασμα: δῆλον ὅτι οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται
Ο συλλογισμός είναι επαγωγικός, έγκυρος, έχει ωστόσο μειωμένη αποδεικτική ισχύ, αφού η κρίση της πρώτης προκείμενης βασίζεται σε μια φιλοσοφική θέση που δεν ήταν μια αλήθεια γενικά αποδεκτή. Ο Αριστοτέλης βασίζει την κρίση της πρώτης προκείμενης στον ορισμό και την ετυμολογία της λέξης ἠθικός, ωστόσο ξέρουμε ότι η σχέση μορφής και σημασίας στις λέξεις είναι συμβατική. Για την περαιτέρω υποστήριξη του επιχειρήματος προσκομίζει και το τεκμήριο της συμπεριφοράς των φυσικών στοιχείων. (Π. Γ. Παπαδημητρίου)
Στη δεύτερη υποενότητα ο Αριστοτέλης υποστηρίζει κι αιτιολογεί τη βασική του θέση παραθέτοντας τεκμήρια παρμένα από τη καθημερινή εμπειρία.
4. ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔσχηκε:
Δεν ήταν καθόλου λίγες οι φορές που οι αρχαίοι Έλληνες επιχειρούσαν να ετυμολογήσουν τις λέξεις τους (= να βρουν την αληθινή, την αρχική τους σημασία). Τότε όμως δεν είχε ακόμη ανακαλυφθεί ούτε ότι τις γλώσσες τις κυβερνούν νόμοι, που έχουν την ίδια με τους φυσικούς νόμους αυστηρότητα, ούτε ποιοι ακριβώς νόμοι κυβερνούσαν τη δική τους γλώσσα. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι τις πιο πολλές φορές οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί έπεφταν έξω στις ετυμολογίες τους (παράδειγμα οι πιο πολλές από τις ετυμολογίες του Πλάτωνα στον διάλογο του Κρατύλος). Στην περίπτωση που μας απασχολεί, ο ετυμολογικός συσχετισμός των λέξεων ἦθος (=ο χαρακτήρας) και ἔθος (= ο εθισμός, η συνήθεια) είναι, βέβαια, σωστός, και φαίνεται ότι ήταν βαθύτατη πίστη του Αριστοτέλη πως το ἔθος δεν είναι απλώς συναρτημένο προς το ἦθος, αλλ’ ότι εξαρτάται σε απόλυτο βαθμό από αυτό.
Για μας όμως που ξέρουμε πως ήταν πολύ περισσότερες οι λαθεμένες ετυμολογίες των αρχαίων καταντά να έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία το γεγονός ότι συχνά οι αρχαίοι σοφοί βάσιζαν τις σκέψεις τους και τους συλλογισμούς τους πάνω σε γλωσσικές επισημάνσεις που δεν πετύχαιναν το σωστό. Το ίδιο έγινε πολλές φορές και με τον Αριστοτέλη, που έχοντας πάθος με την ανακάλυψη των πραγματικών σημασιών των λέξεων και πιστεύοντας ότι ήταν σε θέση να τις ανακαλύπτει, οδηγήθηκε όχι λίγες φορές σε συλλογισμούς που δεν καθρέφτιζαν την πραγματικότητα. Ας το πούμε σε κάπως αυστηρότερα φιλοσοφική γλώσσα: Ο Αριστοτέλης πίστευε στην ταυτότητα «λέγεσθαι = εἶναι»· αυτό θα πει ότι ο Αριστοτέλης πίστευε πως ένα πράγμα "υπάρχει" ή "είναι έτσι" αφού η γλώσσα το εμφανίζει ως "υπάρχον" ή ως "τέτοιας λογής"· ο Αριστοτέλης δηλαδή έδινε οντολογικό περιεχόμενο στις λέξεις. […] Η πίστη αυτή του Αριστοτέλη γίνεται από κει και πέρα καθοριστική για τη διαμόρφωση των συλλογισμών του και για την εξαγωγή των συμπερασμάτων του (Δ. Λυπουρλής, βιβλίο του καθηγητή, σελ.127.)
5. οὐδεμία τῶν φυσικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίγνεται: στους στίχους χ 347-348 της Οδύσσειας μιλάει ο αοιδός Φήμιος. Είναι η πιο άγρια στιγμή της μνηστηροφονίας, και ο Φήμιος, πεσμένος στα γόνατα του Οδυσσέα, τον παρακαλεί να μη σκοτώσει «τον τραγουδάρη, που θνητούς κι αθάνατους με το τραγούδι εύφραινε»: είχε πράγματι πολλές φορές τραγουδήσει για την ευχαρίστηση των μνηστήρων, όμως —μαρτυράς του ο Τηλέμαχος— αυτό είχε γίνει, όλες τις φορές, χωρίς τη θέληση του -κι αμέσως προσθέτει:
αὐτοδίδακτος δ' εἰμί, θεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ένέφυσεν
«μόνος μου τά 'μαθα· μου φύσηξε λογής λογής τραγούδια κάποιος θεός στα φρένα»
Σε μια εποχή που η λέξη αρετή σήμαινε ακόμη την κάθε ικανότητα του ατόμου, μια φράση σαν αυτή του Φήμιου δήλωνε ολοκάθαρα την παλιά ελληνική αντίληψη πως αν ο τεχνίτης έχει μια συγκεκριμένη δεξιότητα, αυτήν τη χρωστάει βέβαια και στη μάθηση, τη χρωστάει όμως και στη χάρη, τη δωρεά κάποιας θεότητας. Αργότερα, στον ένατο Ολυμπιόνικό του ο Πίνδαρος έκανε φανερό (με τους στίχους του 100 εξ.) πως η παλιά ομηρική αντίληψη ήταν ακόμη η κρατούσα:
«τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν· πολλοὶ δὲ διδακταῖς / ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος / ὤρουσαν ἀρέσθαι».
«Πάνου απ' όλα το προίκισμα στέκει / πού 'χει η φύση δομένο τ' ανθρώπου, / αγκαλά (=αν και) και πολλοί μ' αξιοσύνες / μαθητές1 να κερδίσουν τη δόξα / μωραξιώσαν» (μετάφ. Π. Λεκατσά)
Η παλιά αυτή αριστοκρατική άποψη, σύμφωνα με την οποία αξιόλογος είναι μόνο ο άνθρωπος που έχει φυάν, που είναι δηλαδή φορέας δώρου της φύσης= του θεού (ελάχιστη σημασία έχουν τελικά όσα ο ίδιος ο άνθρωπος καταφέρνει να μάθει μόνος του), δεν έχει πια την έγκριση του Αριστοτέλη. (Δ. Λυπουρλής, βιβλίο του καθηγητή, σελ.124-125).
Χαρακτηριστικό είναι ότι απορρίπτοντας τη φυσική προέλευση της αρετής και αποδεχόμενος την ικανότητα όλων των ανθρώπων να την αποκτήσουν, έρχεται σε ρήξη με την παλαιότερη αριστοκρατική αντίληψη (εμφανή στα κείμενα του Ομήρου, του Πινδάρου, του Θεόγνιδος, του Σοφοκλή κ.ά.), που ήθελε την αρετή προνόμιο μόνο των ἀρίστων, των ευγενών. Αυτό δε σημαίνει βέβαια πως αρνείται οποιαδήποτε ανάμιξη της φύσης σε αυτή τη διαδικασία: …η φύση διατηρείται μεν ως πηγή της αρετής, αποκτά, όμως, […] μια άλλη διάσταση. Στο εξής θα θεωρείται ως η έμφυτη δεκτικότητα για τις διανοητικές και τις ηθικές αρετές που είναι κοινή σε όλους τους ανθρώπους. (Π. Γ. Παπαδημητρίου)
6. Για τη σημασία των όρων στην αριστοτελική φιλοσοφία δες το σχόλιο του διδακτικού εγχειριδίου σελ. 117.
7. Εδώ ο Αριστοτέλης παραθέτει επιχειρηματολογία για να στηρίξει την άποψη που διατύπωσε παραπάνω: οὐδεμία τῶν ἠθικῶν άρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται. Το πρώτο επιχείρημα μπορεί να αποδοθεί ως εξής: στα φυσικά χαρακτηριστικά προηγείται η δυνατότητα (δύναμις) και έπεται η πράξη (ἐνέργεια), ενώ στην περίπτωση των αρετών προηγείται η ενέργεια και έπεται η δύναμις.
Με άλλα λόγια, τα εκ φύσεως χαρακτηριστικά δίνουν στον άνθρωπο κάποιες δυνατότητες (δυνάμεις) για να γίνει ή να κάνει κάτι. Έχουμε τη δυνατότητα της όρασης ή της ακοής και δε χρειάζεται να ασκηθούμε, για να την αποκτήσουμε. Η περίπτωση των αρετών, όμως, δεν υπάγεται σε αυτήν την κατηγορία· εδώ, για να εμφανιστούν οι δυνάμεις πρέπει να προηγηθούν οι συγκεκριμένες ἐνέργειες.
8. τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα: στο σημείο αυτό ο αριστοτελιστής W. D. Ross εντοπίζει μια αντίφαση στο συλλογισμό τού Αριστοτέλη: πώς είναι δυνατό να κάνουμε μια δίκαιη πράξη, αφού δεν είμαστε δίκαιοι, παρά ασκούμαστε για να γίνουμε; Γενικότερα, πώς μπορούμε να κάνουμε πράξεις αρετής κατά τη διαδικασία άσκησης στην αρετή, αφού δεν έχουμε αποκτήσει την ίδια την αρετή; Ο Αριστοτέλης υποψιάστηκε την απορία και λίγο παρακάτω (στο 4ο κεφάλαιο του Β΄ βιβλίου) δίνει την απάντηση:
«Μπορεί, βέβαια, να παραξενευτεί κανείς και να ρωτήσει τι εννοούμε όταν λέμε ότι -υποχρεωτικά- δίκαιοι γινόμαστε πράττοντας δίκαιες πράξεις, σώφρονες πράττοντας σώφρονες πράξεις, αφού οι άνθρωποι που πράττουν δίκαιες και σώφρονες πράξεις είναι ήδη δίκαιοι και σώφρονες, ακριβώς όπως είναι ήδη γραμματικοί και μουσικοί όσοι πράττουν τα γραμματικά και τα μουσικά. Ή μήπως δεν είναι έτσι τα πράγματα ούτε στις "τέχνες"; Γιατί μπορεί κανείς να κάνει κάτι το γραμματικό και στην τύχη, ή με την υπόδειξη ενός άλλου. Τότε μόνο λοιπόν θα είναι κανείς γραμματικός, όταν
α) θα έχει κάνει κάτι γραμματικό και
β) θα το έχει κάνει με γραμματικό τρόπο, που πάει να πει: σύμφωνα με τη γραμματική που έχει μέσα του».
Όπως λοιπόν γραμματικός είναι κανείς όχι μόνο «αν έχει κάνει κάτι γραμματικό», αν έχει π.χ. διατυπώσει έναν γραμματικό κανόνα (πράγμα που μπορεί να συμβεί και στην τύχη ή με την καθοδήγηση κάποιου άλλου), αλλά -κυρίως- αν αυτό το γραμματικό το «έχει κάνει με γραμματικό τρόπο», δουλεύοντας δηλαδή με τη μέθοδο που είναι η ορισμένη της γραμματικής επιστήμης, δηλαδή σύμφωνα με τις ειδικές γνώσεις γραμματικής που έχει φροντίσει να αποκτήσει και να αποθηκεύσει μέσα του, έτσι και δίκαιος, σώφρων ή ανδρείος είναι κανείς όχι μόνο όταν πράττει πράξεις δικαιοσύνης, σωφροσύνης ή ανδρείας, αλλά όταν πράττει τις πράξεις αυτές:
α) έχοντας συνείδηση του τι πράττει,
β) έχοντας επιλέξει ενσυνείδητα τις πράξεις αυτές και έχοντας δηλώσει καθαρά την προτίμηση του γι' αυτού του είδους τις πράξεις,
γ) έχοντας κάνει τις πράξεις αυτές μόνιμο, σταθερό και αμετάβλητο τρόπο συμπεριφοράς του.
Είναι φανερό ότι με τις προϋποθέσεις αυτές λύνεται, πράγματι, η αμηχανία του αναγνώστη, η ἀπορία του.2
Παραπομπές
1. Προσδιορίζει τη λέξη αξιοσύνες: αξιοσύνες μαθητές = ικανότητες που μαθαίνονται.
2. Δ. Λυπουρλής, βιβλίο του καθηγητή, σελ.131-133.
♦
Ετυμολογικά σχόλια
- οὔσης < εἰμί: ανούσιος, ετυμολογία, έτυμον, οντολογία, όντως, ουσία, ουσιαστικός, παρόν, παροντικός, παρουσιαστικό.
- διανοητικῆς < διὰ + νοῦς: άνοια, διανόηση, διάνοια, διχόνοια, έννοια, επινόηση, κατανόηση, μετάνοια, νοερός, νόημα, νόηση, νοητικός, νοητός, ομόνοια, παρανόηση, παράνοια, πρόνοια, συνεννόηση, υπόνοια.
- ἠθικῆς < ἦθος < ἔθος: ηθικός, ηθικότητα, ηθογραφία, ηθοπλαστικός, ηθοποιός.
- ἔχει < ἔχω (θ. σεχ-, ἕχ-, σχ-): ανακωχή, ανθεκτικός, αντοχή, άσχετος, έξη, εξής, εξοχή, έξοχος, μέθεξη, πάροχος, πολιούχος, ραβδούχος, σχεδόν, σχέση, σχετικός, σχήμα, σχηματικός, σχολείο, σχολή, σχόλη.
- ἐμπειρίας < ἐν + πειράομαι -ῶμαι: απειρία, άπειρος, απόπειρα, αποπειρατικός, εμπειρία, έμπειρος, πείρα, πείραγμα, πειρακτικός, πείραμα, πειραματιστής, πειραματόζωο, πειρασμός, πειρατής, πολύπειρος.
- δεῖται < δέομαι: αδέητος, δέηση, δεητικός, δέον, δεοντικός, δεοντολογία, δεοντολογικός, δεοντολογικώς, δεόντως, ενδεής, ένδεια.
- περιγίνεται < περὶ + γίγνομαι: γενεά, γενέθλιος, γένεση, γενέτειρα, γένος, γηγενής, γόνος, γυνή, εγγονός, ενδογενής, ευγενής, νεογνό, πρωτογενής.
- παρεκκλῖνον < παρὰ + ἐκ + κλίνω: άκλιτος, άκλιτος, ανάκλιντρο, απαρέγκλιτος, απόκλιση, έγκλιση, επικλινής, κατάκλιση, κεκλιμένος, κλίμα, κλίμαξ, κλίνη, κλίση, κλιτός, κλιτύς, παρέκκλιση, σύγκλιση, υπόκλιση.
- δῆλον < δηλόω -ῶ: δήλωση, διαδήλωση, εκδήλωση, συνυποδήλωση, δηλωτικός, εκδηλωτικός.
- ἀρετῶν < ἀραρίσκω (= τακτοποιώ, προετοιμάζω, συνδέω): αρέσκεια, αρεστός, άρθρο, αριθμός, αριστείο, αριστοκρατία, άριστος, άρμα, αρμονία, αρμός, δυσαρέσκεια, ενάρετος, πανάρετος, φιλαρέσκεια.
- ἐθίζεται < ἔθος: εθιμικός, έθιμο, εθιμοτυπία, εθισμός, έθος, ειωθός, συνήθης.
- φερόμενος < φέρω: αμφορέας, διάφορος, διένεξη, διηνεκής, μεταφορικός, σύμφορος, φαρέτρα, φερέγγυος, φερνή, φερτός, φορά, φόρος, φωριαμός.
- ῥιπτῶν < ριπτέω,-ῶ: κατάρριψη, ριξιά, ρίξιμο, ριπή, ρίψασπις, ρίψη.
- πεφυκότων < φύομαι: ατόφυος (< αὐτόφυος < αὐτοφυής = ακέραιος, ανόθευτος), αυτοφυής, έμφυτος, ευφυής, ευφυΐα, ιδιοφυής, κατάφυτος, μεγαλοφυής, μεγαλοφυΐα, σύμφυτος, τριχοφυΐα, φυλή, φύλο, φύση, φυσικοθεραπευτής, φυσικός, φυσικότητα, φυσιογνωμία, φυσιογνώστης, φυσιολάτρης, φυσιολογικός, φυτικός, φυτό.
- δέξασθαι < δέχομαι: ακατάδεκτος, ανάδοχος, απαράδεκτος, αποδέκτης, αποδεκτός, αποδοχή, δέκτης, δεκτός, δεξαμενή, δεξιός, διαδοχή, διάδοχος, δοκάρι, δοκιμάζω, δοκιμή, δοκός, δοχείο, ευπρόσδεκτος, ξενοδόχος, παραδεκτός, παραδοχή, συνεκδοχή, υποδοχή.
- παραγίνεται < παρὰ + γίνομαι: αγενής, γενεά, γενέθλια, γένεση, γενέτειρα, γηγενής, γονιός, γόνος, γυνή, εγγονός, ενδογενής, ευγενής, νεογνό, πρωτογενής, πρωτόγονος.
- κομιζόμεθα < κομίζομαι: ανακομιδή, αποκομιδή, αποκόμιση, διακομιδή, διακομιστής, διαμετακομιστικός, κομιστής, κόμιστρο, μετακόμιση, προσκόμιση, συγκομιδή.
- ἐνεργείας < ἐν + ἔργον < ἐργάζομαι: άεργος, ανενεργός, ανεργία, άνεργος, απεργία, απεργός, δημιούργημα, δημιουργός, διεργασία, ενέργεια, επεξεργασία, εργαλείο, εργασία, εργασιοθεραπεία, εργασιομανής, εργαστήριο, εργάτης, εργατικός, εργατικότητα, εργατοπατέρας, εργατοϋπάλληλος, εργατοώρα, έργο, εργοδηγός, εργοδότης, εργόχειρο, κακούργημα, κακούργος, καλλιέργεια, κωλυσιεργία, μεταλλουργία, μεταξουργία, μουσουργός, ξυλουργός, όργανο, όργιο, πανούργος, πάρεργο, περιέργεια, περίεργος, προεργασία, ραδιενεργός, ραδιούργος, στιχουργός, συνεργός, υφαντουργία, χειρουργός.
- ἀποδίδομεν < ἀπὸ + δίδωμι: αιμοδότης, ανέκδοτος, ανένδοτος, απόδοση, αποδοτικός, δόσιμο, δώρο, εκδοτήριο, μεταδοτικός, παραδοτέος, πληροφοριοδότης, προδότης, τροφοδότης, φωτοδότης.
- ἰδεῖν < εἶδον του ρ. ὁράω-ῶ: ανύποπτος, αόμματος, αυτόπτης, διορατικός, είδος, ειδύλλιο, είδωλο, επόπτης, ιδέα, κάτοπτρο, οπή, οπτήρας, οπτικός, όραμα, όραση, ορατός, οφθαλμίατρος, οφθαλμός, όψη, πρόσοψη, ύποπτος.
- ἀκοῦσαι < ἀκούω: ακοή, άκουσμα, ακουστικό, ακουστός, αυτήκοος, βαρήκοος, ευήκοος, ξακουστός, ωτακουστής.
- ἐλάβομεν < λαμβάνω: ακατάληπτος, αμεροληψία, ανεπανάληπτος, αντιλαβή, αντίληψη, αντισυλληπτικό, αντισύλληψη, απολαβή, ασύλληπτος, δικολάβος, εικονολήπτης, επανάληψη, επιληψία, εργολάβος, ευυπόληπτος, ηχολήπτης, ηχοληψία, θρησκόληπτος, θρησκοληψία, καταληπτός, κατάληψη, καταληψίας, λαβή, λαβίδα, λάφυρο, λήμμα, λήψη, μεροληψία, μετάληψη, παραλαβή, παραλήπτης, περίληψη, προκατάληψη, πρόσληψη, συλλαβή, σύλληψη, υπόληψη, χειρολαβή.
- ἔχοντες < ἔχω (θ. σεχ-, σχ-,): απροσχημάτιστος, αργόσχολος, ένοχος, έξη, εξής, κατεχόμενα, καχεξία, μέθεξη, παροχή, πάροχος, πολιούχος, προσοχή, πρόσχημα, προσχηματικά, ραβδούχος, σχεδόν, σχέση, σχήμα, σχηματισμένος, σχολείο, σχολή.
- ἐχρησάμεθα < χρήομαι, -ῶμαι: αχρησιμοποίητος, άχρηστος, δύσχρηστος, εύχρηστος, ιδιοχρησία, καταχραστής, κατάχρηση, χρεία, χρέος, χρήμα, χρηματικός, χρήση, χρησιμοθήρας, χρησιμοποίηση, χρήσιμος, χρησιμότητα, χρησμός, χρήστης, χρηστικός, χρηστός, χρηστότητα.
- ἐνεργήσαντες < ἐνεργέω-ῶ: ανενεργός, ενέργεια, ενεργειακός, ενεργειοκρατία, ενέργημα, ενεργητικός, ενεργητικότητα, ενεργητισμός, ενεργοποίηση, ενεργός.
- τεχνῶν < τίκτω: απότοκος, αρχιτέκτονας, άτεκνος, άτεχνος, έντεχνος, επιτόκιο, επίτοκος, περίτεχνος, τεκνοποίηση, τέκτονας, τεχνική, τεχνολογία, τεχνοκράτης, τοκετός, τόκος.
- δεῖ: αδέητος, δέηση, ενδεής, ένδεια.
- μαθόντας < μανθάνω: αμαθής, άμαθος, καλομαθημένος, μάθημα, μαθηματικός, μαθημένος, μάθηση, μαθησιακός, μαθητής, μαθητικός, μαθητολόγιο, μαθητούδι, οψιμαθής.
- ποιεῖν < ποιέω-ῶ: αντιποιητικός, αχειροποίητος, δημοσιοποίηση, θεοποίητος, περιποιητικός, ποίημα, ποίηση, ποιητής, προσποιητός.
- οἰκοδόμοι < οἶκος + δόμος: αποικία, αποικισμός, αποικιστικός, διοίκηση, ένοικος, ιδιοκατοίκηση, κάτοικος, μετοίκηση, μέτοικος, μονοκατοικία, οίκημα, οίκηση, οικία, κατοικία, οικισμός, οικιστικός, οικογένεια, οικοδεσπότης, οικολογία, οικονομία, οικόπεδο, οικόσημο, οικόσιτος, οικοσκευή, οικότροφος, οικουμένη, παροικία, περίοικος, πολυκατοικία, συγκατοίκηση, συγκάτοικος, συνοικία.
- κιθαρίζοντες < κιθαρίζω: κιθάρα, κιθάρισμα, κιθαρισμός, κιθαρίστας, κιθαρωδός.
- πράττοντες < πράττω: απράγμων, άπρακτος, δυσπραγία, εισπράκτορας, είσπραξη, μεταπράτης, μεταπρατικός, πράγμα, πραγματικός, πραγματογνώμων, πρακτέο, πρακτικό, πράκτορας, πρακτορείο, πράξη, σύμπραξη.
- σώφρονες < σῶος + φρὴν (γεν. φρενός): εθνικόφρων, ευφροσύνη, εχέφρων, μετριοφροσύνη, μετριόφρων, νομιμοφροσύνη, παραφροσύνη, παράφρων, σωφροσύνη, φρενίτιδα, φρενοβλαβής, φρενοκομείο, φρόνιμος.
- ἀνδρεία < ἀνὴρ (γεν. ἀνδρός): άνανδρος, ανδραγαθία, ανδράποδο, ανδρείκελο, ανδριάντας, ανδρικός, ανδρισμός, ανδρόγυνο, ανδροκρατία, ανδροπρεπής, ανδροπρεπής, εξανδραποδισμός.
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου