Ιλιά Έρεμπουργκ (1891-1967) |
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του ρώσου δημοσιογράφου και συγγραφέα Ιλιά Έρεμπουργκ (το έργο εκδόθηκε στα ελληνικά με τίτλο "Άνθρωποι, Χρόνια, Ζωή"). Στο συγκεκριμένο τμήμα ο Έρεμπουργκ, με αφορμή το θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν, κάνει μια ενδιαφέρουσα αποτίμηση του ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης. Εκτός από τον Στάλιν γίνεται αναφορά σε πολλούς διανοούμενους και πολιτικούς αλλά και σε γεγονότα της εποχής που μπορεί να είναι άγνωστα στον σημερινό αναγνώστη, γι' αυτό, όπου ήταν δυνατό, έδωσα παραπομπές για περισσότερες πληροφορίες. Κράτησα την ορθογραφία και τη στίξη της μετάφρασης αλλά όχι το πολυτονικό.
✽
«ΣΤΙΣ ΕΝΝΕΑ και δεκαπέντε λεπτά το βράδι...»
Στο τελευταίο ιατρικό ανακοινωθέν γινόταν λόγος για λευκοκύτταρα, για ατονία, για αρρυθμία. Ενώ εμείς είχαμε ξεχάσει πως ο Στάλιν είταν άνθρωπος. Είχε μεταβληθεί σε παντοδύναμο και ανεξιχνίαστο θεό. Και να που ο θεός είχε πεθάνει από εγκεφαλική συμφόρηση. Αυτό μου φάνηκε απίθανο.
Το σπίτι όπου μένω, βρίσκεται σε μια πάροδο, ανάμεσα στην οδό Γκόρκη και στην οδό Πούσκιν. Για να περάσεις σε έναν απ’ αυτούς τους δύο δρόμους, έπρεπε να σου δώσει την άδεια ένας αξιωματικός της αστυνομίας και για να σου δώσει την άδεια, έπρεπε να του εξηγήσεις πού πας και γιατί και να του δείξεις ένα σωρό χαρτιά. Τεράστια καμιόνια φράξανε τον δρόμο κι αν μου το επέτρεπε ο αξιωματικός, σκαρφάλωνα στο καμιόνι, πήδαγα απ’ την άλλη μεριά και δεκαπέντε βήματα παρακάτω με σταμάταγαν άλλοι αστυνομικοί κι όλα ξανάρχιζαν απ’ την αρχή.
Η επιμνημόσυνη συγκέντρωση των συγγραφέων έγινε στο θέατρο του ηθοποιού του κινηματογράφου, στην οδό Βορόνσκη. Όλοι είτανε συντετριμμένοι, χαμένοι, χάνανε τα λόγια τους, λες και δεν είτανε έμπειροι λογοτέχνες, μα μαθηματικοί ή σκαφτιάδες, που μίλαγαν για πρώτη φορά στη ζωή τους σε συγκέντρωση. Οι ρήτορες είταν πολλοί. Μίλησα κ’ εγώ, δε θυμάμαι πια τι είπα, επανέλαβα σίγουρα αυτά πού είχαν πει οι άλλοι.
Την άλλη μέρα, μας πήγανε στην Αίθουσα των κιόνων. Έκανα κ’ εγώ τη βάρδια μου με άλλους συγγραφείς στην τιμητική φρουρά. Δεν είχανε βαλσαμώσει τον Στάλιν και κείτονταν εκεί επίσημος -δίχως ίχνος απ’ όσα λέγανε οι γιατροί, μα με λουλούδια και με αστέρια. Ο κόσμος πέρναγε από δίπλα, πολλοί κλαίγανε, οι γυναίκες ανασηκώνανε τα παιδιά τους, άκουγες ανάκατα την πένθιμη μουσική και τα αναφυλλητά.
Έβλεπα και στους δρόμους ανθρώπους που κλαίγανε. Πού και πού, αντηχούσαν κραυγές: το πλήθος ορμούσε κατά την Αίθουσα των κιόνων. Λέγανε πως στην πλατεία Τρούμπναγια, ορισμένοι πέσανε και ποδοπατήθηκαν μες στον συνωστισμό. Φέρανε αστυνομικές δυνάμεις απ’ το Λένινγκραντ. Δε νομίζω να υπάρχει στην ιστορία παρόμοια κηδεία.
Δεν λυπόμουνα τον θεό, που πέθανε από εγκεφαλική συμφόρηση, σε ηλικία εβδομήντα τριών ετών, λες και δεν είτανε θεός, μα ένας κοινός θνητός• ένιωθα όμως φόβο: τι θα γίνει τώρα;... Φοβόμουν το χειρότερο. Είπα πολλά σε τούτο το βιβλίο για το σκεπτόμενο καλάμι. Τώρα βλέπω πώς είναι πολύ δύσκολο να διατηρήσεις την διαύγεια του πνεύματός σου. Η προσωπολατρεία δε με είχε μετατρέψει σε πιστό της νέας θρησκείας, επηρέασε όμως τα κριτήριά μου: νόμιζα πως το μέλλον της χώρας εξαρτάται απ’ αυτό πού επί είκοσι χρόνια συνέχεια ονομαζόταν κάθε μέρα «σοφία του μεγαλοφυέστατου ηγέτη».
Ο Ιωσήφ Στάλιν (1878–1953) |
Δεν αγαπούσα τον Στάλιν, για ένα μεγάλο διάστημα όμως, πίστευα στις ικανότητές του και τον φοβόμουνα. Όταν κουβέντιαζα γι’ αυτόν με τους φίλους μου, τον έλεγα κ’ εγώ, όπως όλοι άλλωστε, «αφεντικό». Και οι αρχαίοι εβραίοι επίσης, δεν προφέρανε το όνομα του θεού. Πολύ αμφιβάλλω αν αγαπούσανε τον Ιεχωβά: όχι μόνο είταν παντοδύναμος, μα κι ανοικτίρμων κι άδικος, έστειλε στον άμεμπτο Ιώβ όλα τα δεινά -σκότωσε τη γυναίκα του, τα παιδιά του, επάταξε αυτόν με έλκος κακόν και όλα αυτά, μόνο και μόνο για να αποδείξει ότι ο αθώος Ιώβ, παρ’ όλο που θα σαπίζει ζωντανός και θα τον έχουν εγκαταλείψει οι πάντες, θα εξακολουθήσει να υμνεί τη σοφία του Ιεχωβά. Ο θεός έβαλε στοίχημα με τον Σατανά και το κέρδισε. Έχασε ο Ιώβ.
Στο τέταρτο μέρος αυτού του βιβλίου υποσχέθηκα στους αναγνώστες μου να ξαναμιλήσω για τον Στάλιν, να προσπαθήσω να βγάλω συμπεράσματα και να βρω σε ποιες αίτιες οφείλονται οι πλάνες μας. Όπως και πολλές πράξεις της ζωής μου, έτσι κι αυτή η υπόσχεση είταν ελαφρόμυαλη. Έκατσα αρκετές φορές να γράψω τούτο εδώ το κεφάλαιο, έσβηνα, έσκιζα τα χειρόγραφα και τελικά κατάλαβα πως δε θα μπορέσω να κρατήσω την υπόσχεσή μου: φυσικά, τώρα ξέρω πολύ περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι ήξερα τον Μάρτιο του 1953, βλέπω όμως ότι τα όσα ξέρω δε φτάνουν για να βγάλω συμπεράσματα, άσε πια που σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα κι όσα έτυχε να μάθω, παραμένουν για μένα ακατανόητα. Δεν είμαι σε θέση να σκιαγραφήσω τον Στάλιν -δεν τον γνώρισα προσωπικά- απ’ ό,τι φαίνεται, είταν πολύπλευρος άνθρωπος και οι αφηγήσεις εκείνων που τον γνώρισαν από κοντά, είναι αντιφατικές. Άδικα υποσχέθηκα να υπερβώ τα πλαίσια των απομνημονευμάτων και να ασχοληθώ με την ιστορία ή τη φιλοσοφία, θα περιοριστώ λοιπόν να μοιραστώ με τους αναγνώστες μου τα όσα σκέφτηκα και αισθάνθηκα τον Μάρτιο του 1953 κι αν προσθέσω και κάποιες γνώμες και απόψεις μου, θα είναι στενά δεμένες με τον χαρακτήρα της δουλειάς του συγγραφέα, που τον συγκινεί πάνω απ’ όλα η μοίρα της αυτεπίγνωσης και της ηθικής συνείδησης των ανθρώπων.
Η θεοποίηση του Στάλιν δεν έγινε απ’ τη μια μέρα στην άλλη, δεν είτανε μια έκρηξη λαϊκών αισθημάτων. Ο Στάλιν την οργάνωσε βάσει μακρόπνοου σχεδίου: σύμφωνα με δική του υπόδειξη γράφτηκε μια ιστορία θρύλων, όπου ο Στάλιν έπαιζε έναν ρόλο που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα -οι ζωγράφοι ζωγραφίζανε τεράστιους πίνακες, με θέμα τις παραμονές της επανάστασης, τον Οχτώβρη, τα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής δημοκρατίας και σε όλους αυτούς τους πίνακες, ο Στάλιν είτανε δίπλα στον Λένιν· οι εφημερίδες συκοφαντούσανε τους άλλους μπολσεβίκους, που όσο ζούσε ο Λένιν, είταν οι στενότεροι συνεργάτες του. Ο Στάλιν αναγνωρίστηκε «μεγαλοφυής» και «σοφότατος», πριν γίνουν ακόμα οι μαζικές διώξεις και εκτελέσεις. Έχω ήδη αφηγηθεί, πόσο απόρησα ακούγοντας το 1935 τα χειροκροτήματα και τις υστερικές ζητωκραυγές που αντήχησαν όταν εμφανίστηκε ο Στάλιν στη συνδιάσκεψη των σταχανοβιτών. Τότε, προσπαθούσα επί ένα μεγάλο διάστημα να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν είμαι σε θέση να καταλάβω τα συναισθήματα του λαού, ότι είμαι ένας διανοούμενος και μάλιστα ένας διανοούμενος αποκομμένος από τη ρωσική ζωή. Ύστερα συνήθισα τις ομαδικές, ρυθμικές ζητωκραυγές και τα τελετουργικά επίθετα κ’ έπαψα να τα προσέχω.
Ο άγιος Πέτρος είναι για τους καθολικούς ο θεμέλιος λίθος πάνω στον οποίο στηρίζεται η εκκλησία, είναι ο κλειδοκράτορας τον παράδεισου, για μένα είναι ένας ήρωας ποιητικού θρύλου, που απαρνήθηκε τρεις φορές τον δάσκαλό του και εξαγόρασε ύστερα την αδυναμία του, υποφέροντας χίλιων λογιών μαρτύρια. Ωστόσο, όταν είδα το μπρούντζινο άγαλμά του σε έναν καθεδρικό ναό της Ρώμης, ξέχασα όλους τους θρύλους: κοίταζα το πόδι του Πέτρου -ο μπρούντζος είχε βαθούλωσει απ’ τους ασπασμούς των πιστών. Η πίστη, όπως κι ο τρόμος, όπως και πολλά άλλα συναισθήματα, είναι κολλητική. Παρ’ όλο που διαπαιδαγωγήθηκα με το πνεύμα των ελεύθερων στοχαστών του 19ου αιώνα και έγραψα τον «Τζούλιο Τζουρενίτο», όπου σάρκασα όλα τα δόγματα, αποδείχτηκα αρκετά ευπρόσβλητος, όταν ξέσπασε η επιδημία της προσωπολατρείας του Στάλιν. Η πίστη των άλλων δεν φλόγισε την καρδιά μου, μα ώρες-ώρες με συνέθλιβε, δε με άφηνε να κάτσω και να σκεφτώ σοβαρά τα όσα συμβαίνανε γύρω μου. Το 1957, ξαναφέρνοντας στη μνήμη μου τα περασμένα, έγραφα:
Είναι η πίστη παρωπίδες και γυαλιά.
Μετακινούνται με την πίστη ως και βουνά.
Άνθρωπος είμαι, δεν είμαι βουνό.
Την πίστη αδελφή μου ποτέ δε θα πω.
Είδα μια πέτρα σταχτιά, βαθουλωμένη
φιλημένη από στόμα κι άλλο στόμα.
Με την πίστη ξυπνούν οι πεθαμένοι.
Άνθρωπος είμαι, δεν είμαι πτώμα.
Είδα πως καταντούσαν οι άνθρωποι τυφλοί
είδα πως ζούσαν μες στη στάχτη, στη σιγή
είδα τη γη μέσα στο γαίμα της πληγής της
μέσα στην κόλαση είδα την ουράνια χαραυγή.
Δεν είμαι εγώ πιστός της πίστης.
Στην Ανδαλουσία, επισκέφτηκα ένα στρατιωτικό τμήμα, όπου οι άνθρωποι μαχόντουσαν ως την τελευταία ρανίδα του αίματος τους κ’ είχαν ονομάσει τη μονάδα τους «Τάγμα του Στάλιν». Στα χρόνια του πολέμου, μου έτυχε πολλές φορές ν’ ακούσω την ιαχή: «Για την Πατρίδα, για τον Στάλιν!». Πάμπολλα γράμματα, γραμμένα από Ιταλούς και Γάλλους ήρωες της Αντίστασης την παραμονή της εκτέλεσής τους, τέλειωναν με τα λόγια: «Ζήτω ο Στάλιν!» Όταν ο Στάλιν γιόρτασε τα εβδομήντα του, μια γαλλίδα του έστειλε το σκουφάκι της κόρης της, που πέθανε κάτω απ’ τα βασανιστήρια στη γκεσταπό. Ποιητές, που είναι δύσκολο να αμφιβάλεις για την τιμιότητά τους -ο Ελυάρ, ο Ζαν-Ρισάρ Μπλοκ, ο Ερνάντες, ο Νεζβάλ- εξύμνησαν τον Στάλιν. Ο Στάλιν έγινε σημαία, αναμάρτητος απόστολος, θεότητα.
Γινόταν ένας αγώνας και δεν υπήρχε θέση «πάνω απ’ το κονταροχτύπημα». Και για τους εχθρούς μας επίσης, ο Στάλιν είχε πάψει να είναι άνθρωπος· μιλώντας γι’ αυτόν, ο Χίτλερ ή ο Γκέμπελς, ο Φόρεσταλ ή ο Μακ Άρθουρ, σεληνιάζονταν σα να βρισκόντουσαν σε μια λειτουργία μαύρης μαγείας.
Στη δεκαετία του ’30, είδα τι θα πει φασισμός. Η αντίσταση του ισπανικού λαού είχε συντρίβει: οι φασίστες δικτάτορες βοήθησαν τον Φράνκο, οι δυτικές δημοκρατίες διακήρυξαν υποκριτικότητα τη «μη επέμβαση» και μόνο ελάχιστοι σοβιετοί στρατιωτικοί μαχόντουσαν παρά το πλευρό των δημοκρατικών. Το Μόναχο, είταν μια απόπειρα να συνασπιστούν οι αντισοβιετικές δυνάμεις: ο Τσάμπερλαιν και ο Νταλαντιέ, ελπίζανε πως ο Χίτλερ θα στραφεί προς ανατολάς. Όταν άρχισε ο «παράξενος πόλεμος», οι κυβερνήτες της Γαλλίας δεν πολεμάγανε τόσο εναντίον της Ράϊχσβερ, όσο εναντίον των Γάλλων κομμουνιστών. Λίγους μήνες πριν απ’ την κατάρρευση της Γαλλίας, οι στρατηλάτες της άρχισαν να προετοιμάζουν ένα εκστρατευτικό σώμα, που θα έδινε μάχες εναντίον του Κόκκινου Στρατού στη Φινλανδία. Μετά την εισβολή του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση, ορισμένοι άγγλοι και αμερικανοί πολιτικοί χαιρόντουσαν, όχι μόνο επειδή οι «ερυθροί» θα εξασθενήσουν την Ράϊχσβερ, μα κ’ επειδή ο Χίτλερ θα συντρίψει τελικά τους «ερυθρούς». Δεν πρόφτασε να τελειώσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος κι αρχίσανε να μιλάνε για τον τρίτο. Οι φανατικοί του καπιταλισμού, οι επιχειρηματίες, που παρασταίνανε τους σταυροφόρους, οι στρατιωτικοί που λύνανε το ζωνάρι τους για καυγά, συντελέσανε, είτε το θέλανε είτε όχι, στην ενίσχυση της λατρείας του Στάλιν.
Άργησα να αντιληφθώ τον πραγματικό ρόλο του «σοφού ηγέτη». Αφού και τώρα ακόμα εξακολουθώ να αγνοώ πολλά πράγματα, πόσο μάλλον το 1937, που έτυχε να μάθω κάποιες μεμονωμένες εγκληματικές ενέργειες. Όπως και πολλοί άλλοι, πάσχιζα να πείσω τον εαυτό μου ότι δε φταίει ο Στάλιν και απέδιδα τις μαζικές διώξεις και εκτελέσεις στην εσωκομματική διαμάχη, στον σαδισμό του Γιεζόβ, στην κακή πληροφόρηση και στα ήθη της εποχής.
Ο Στάλιν είταν ευφυέστατος και σατανικός δολοπλόκος. Εμφανιζότανε πολλές φορές σαν υπέρμαχος της δικαιοσύνης που θέλει να σταματήσει την αυθαιρεσία. Θυμάμαι τους λόγους του, τότε πού μίλησε για τον «ίλιγγο της επιτυχίας» και τότε που είπε πως «ο γιος δεν ευθύνεται για τον πατέρα». Όταν πια η «γιεζόβσινα» είχε κάνει θραύση, ο Στάλιν εξέφρασε δημοσία τη βαθύτατη λύπη του για τα όσα γίνανε: στην τάδε πόλη, διαγράψανε απ’ το κόμμα μερικούς τίμιους κομμουνιστές, σε μιαν άλλη έφτασαν μάλιστα να συλλάβουν έναν αθώο. Δέκα χρόνια αργότερα, όταν η δημοσιογραφική εκστρατεία εναντίον των «κοσμοπολιτών» είχε φτάσει στον παροξυσμό της, ο Στάλιν κατέκρινε την αποκάλυψη των λογοτεχνικών ψευδωνύμων. Δεν άφηνε ευκαιρία να μην υπενθυμίσει ότι οι άνθρωποι είναι το πολυτιμότερο κεφάλαιό μας και πρέπει συνεπώς να τους διαφυλάξουμε. Ο Μ. Σ. Σαριάν, μου είπε ότι ο Στάλιν, έχοντας δεχτεί μια αρμενική αντιπροσωπεία, ρώταγε τι γίνεται ο ποιητής Τσάρεντς, έλεγε πως δεν πρέπει να τον πειράξουν και μερικούς μήνες αργότερα τον Τσάρεντς τον συλλάβανε και τον σκοτώσανε.
Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Στάλιν ήξερε να γοητεύει τους συνομιλητές του. Ο Μπαρμπύς έγραφε: «Μπορούμε να πούμε ότι ο Στάλιν, περισσότερο από κάθε άλλον, είναι η ενσάρκωση της σκέψης και των λόγων του Λένιν». Ο Ρομαίν Ρολλάν, μετά τη συνάντησή του με τον Στάλιν, έλεγε: «Έχει μια εκπληκτική ανθρωπιά!...». Ο Φεϊχτβάνγκερ, θεωρούσε τον εαυτό του σκεπτικιστή και παλιά καραβάνα. Ο Στάλιν, θα πρέπει σίγουρα να γέλαγε κάτω απ’ τα μουστάκια του, όταν έλεγε στον Φεϊχτβάνγκερ πόσο πολύ τον ενοχλεί το γεγονός ότι φιγουράρουνε παντού τα πορτραίτα του. Κι όμως, η παλιά καραβάνα τον πίστεψε.
Ο Σούριτς κι αργότερα ο Λιτβίνοβ και ο Μαΐσκη μού λέγανε πως το σύμφωνο με τον Χίτλερ είταν απαραίτητο: ο Στάλιν κατόρθωσε να χαλάσει τα σχέδια του δυτικού συνασπισμού, που εξακολουθούσε να ονειρεύεται τον αφανισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο, ο Στάλιν δεν εκμεταλλεύτηκε τα δύο χρόνια της ανάπαυλας για να ενισχύσει την άμυνα της χώρας -αυτό το άκουσα από στρατιωτικούς και διπλωμάτες. Έχω ξαναπεί ότι ο Στάλιν είταν φοβερά καχύποπτος, υποπτευότανε ακόμα και τους στενότερους συνεργάτες του σαν ενδεχόμενους «εχθρούς του λαού», μα για κάποιον άγνωστο λόγο, πίστεψε στην υπογραφή του Ρίμπεντροπ. Η χιτλερική επίθεση μάς βρήκε στον ύπνο. Στην αρχή, ο Στάλιν τάχασε, δεν τόλμησε να πει ο ίδιος ότι είχαμε υποστεί εισβολή, το ανέθεσε στον Μόλοτοβ· ύστερα, βλέποντας πως παρ’ όλον τον ηρωισμό των σοβιετών φαντάρων, οι φασίστες προχωράνε με γρήγορο ρυθμό προς τη Μόσχα, ο Στάλιν απευθύνθηκε στο λαό και προβιβαστήκαμε τότε σε «αδέλφια και αδελφές» του θεού. Ωστόσο, ξαναβρήκε γρήγορα το κουράγιο του, εξέπληξε τον Χόπκινς με την ψυχραιμία του, δεν έφυγε από την ερημωμένη Μόσχα και το δύσκολο καλοκαίρι του 1942, προσπαθούσε να μένει στη σκιά -σπάνια έβλεπες στις εφημερίδες το όνομά του. Ή προσωπολατρεία επαναφέρθηκε αμέσως μετά τη συντριβή των γερμανών στον Βόλγα. Είχε νικήσει ο λαός, αυτός που πολεμούσε, έχτιζε εργοστάσια, έσκαβε διώρυγες, έστρωνε δρόμους, ζούσε χωρίς να χορταίνει την πείνα του, μα δεν έχανε το κουράγιο του. Κ’ οι εφημερίδες γράφανε για τις νίκες του «μεγαλοφυούς στρατηγού».
Τα μεταπολεμικά χρόνια είταν δύσκολα και δεν ζούσα πια στο Παρίσι, μα στη Μόσχα. Είχα προλάβει να μάθω πολλά πράγματα. Τον Μάρτιο του 1953, είχα πια σχηματίσει την εντύπωση ότι ο Στάλιν θυμίζει τους πιο πετυχημένους πολιτικούς της ιταλικής Αναγέννησης -όχι μόνο τους έμοιαζε σαν ιδιοσυγκρασία, μα και οι μέθοδες που προτιμούσε να χρησιμοποιεί, θυμίζανε τις δικές τους. Θυμόμουνα τους μπολσεβίκους που αποτελούσαν στο Παρίσι τον στενό κύκλο του Λένιν κι αναλογιζόμουνα πως απ’ όλους αυτούς, μόνο ο Λουνατσάρσκη και η Κολλοντάι είχαν την τύχη να πεθάνουν στο κρεββάτι τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς που χάθηκαν υπήρχαν και στενοί μου φίλοι και κανείς δε θα μπορούσε ποτέ να με πείσει ότι ο Βσέβολοντ Εμίλιεβιτς, ο Σεμιόν Μπορίσοβιτς, ο Νικολάι Ιβάνοβιτς, ή ο Ισαάκ Εμμανουίλοβιτς είτανε προδότες. Ο Σ. Μ. Αϊζενστάϊν, μου αφηγήθηκε τη συνάντησή του με τον Στάλιν, ο όποιος, έχοντας τονίσει ότι έπρεπε να εξαρθεί στα μάτια του λαού ο ρόλος του Ιβάν του Τρομερού, πρόσθεσε: «Ο Πετράκης δεν πρόλαβε να αποτελειώσει το πετσόκομμα...». Δε γράφω εδώ την ιστορία του Ιβάν του Τρομερού, ή του Μεγάλου Πέτρου, θέλω απλώς να εξηγήσω στους αναγνώστες μου γιατί δεν αγαπούσα τον Στάλιν.
Ποτέ στη ζωή μου δε θεώρησα αρετή τη σιωπή και μιλώντας σε τούτο το βιβλίο για τον εαυτό μου και τους φίλους μου, παραδέχτηκα πόσο δύσκολο μας εϊταν ώρες-ώρες να κρατάμε κλειστό το στόμα μας.
Έχοντας γυρίσει από την Ισπανία στη Μόσχα το 1937, είδα τι γινότανε στα σπίτια και στο μυαλό των ανθρώπων. Προσπαθούσα να καθησυχάσω τον εαυτό μου: υπάρχουν πολλά πράγματα που ο Στάλιν αγνοεί. Πράγματι, δε νομίζω να υπέπεσε στην αντίληψη του Στάλιν η περίπτωση της νεαρής Νατάσας Στολιάροβα, ή της γυναίκας του ζωγράφου Σουχάεβ, ή του Σεμιόν Λιάντρες -αν καθότανε να διαβάσει τους καταλόγους όλων των θυμάτων, δε θα τούμενε καιρός να χάνει τίποτε άλλο. Όμως, ακόμα και τότε, καταλάβαινα πως μόνο ο Στάλιν μπορούσε να διατάξει την εξόντωση των παλιών μπολσεβίκων ή των ανώτερων διοικητών του Κόκκινου Στρατού, που μούτυχε να συναντήσω στην Ισπανία. Έξη μήνες αργότερα, έχοντας επιστρέψει στην Βαρκελώνη, δεν μπορούσα να αφηγηθώ σε κανέναν αυτά που είδα και άκουσα στη Μόσχα.
Γιατί δεν έγραψα στο Παρίσι ένα «Δεν μπορώ πια να σωπάσω», όπως είχε γράψει κάποτε ο Λέων Τολστόι; Είταν απολύτως σίγουρο πώς τα «Τελευταία νέα» ή το «Ταν» θα δημοσίευαν πρόθυμα ένα τέτοιο άρθρο, ακόμα κι αν τόνιζα σ’ αυτό ότι πιστεύω στο μέλλον του κομμουνισμού. Ο Λέων Τολστόι δεν πίστευε πως η επανάσταση θα εξαλείψει το κακό, μα απ’ την άλλη μεριά, δεν του πέρναγε καν η σκέψη να συνηγορήσει υπέρ της τσαρικής Ρωσίας -απεναντίας, ήθελε να καταγγείλει τα κακουργήματά της μπροστά σ’ όλον τον κόσμο. Η δική μου στάση απέναντι στη Σοβιετική Ένωση είτανε διαφορετική. Ήξερα πως ο λαός μας, παρ’ όλη την ανέχεια και παρ' όλες τις συμφορές, εξακολουθεί να προχωράει στον δύσκολο δρόμο της Οκτωβριανής επανάστασης. Για μένα, η σιωπή δεν είτανε προσωπολατρεία, μα κατάρα και αφηγούμενος τη ζωή μου αισθάνθηκα ότι δεν έχω δικαίωμα να το αποσιωπήσω.
Κάποιος που πήρε μέρος στη γαλλική Αντίσταση, μου είπε το 1946, ότι ο διοικητής του αντάρτικου τμήματος όπου είχε ενταχθεί, είταν ένας άνθρωπος σκληρός και άδικος, που εκτελούσε συντρόφους, έκαιγε σπίτια χωρικών, υποπτευόταν όλον τον κόσμο και έβλεπε παντού προδότες και άναντρους. «Δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν για όλα αυτά, -μου είπε,- γιατί θα χτυπούσα έτσι όλη την Αντίσταση, δίνοντας επιχειρήματα στους πεταινικούς...».
Ναι, ήξερα πως γίνονται πολλά εγκλήματα, μα δεν είχα τη δύναμη να τα σταματήσω. Τι να τα λέμε τώρα: τα εγκλήματα δεν μπορούσαν να τα σταματήσουν ακόμα κι άνθρωποι που ασκούσαν πολύ μεγαλύτερη επιρροή και είταν πολύ καλύτερα πληροφορημένοι απ’ ό,τι εγώ. Στις 30 Ιουλίου 1936, δημοσιεύτηκε η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ «Για την υπερνίκηση της προσωπολατρείας και των συνεπειών της» -ανάμεσα στ’ άλλα, η απόφαση έλεγε και τα εξής: «Ο λενινιστικός πυρήνας της Κεντρικής Επιτροπής, άρχισε αμέσως μετά τον θάνατο του Στάλιν έναν αποφασιστικό αγώνα εναντίον της προσωπολατρείας και των νοσηρών συνεπειών της. Μπορεί να ανακύψει το ερώτημα: γιατί λοιπόν οι άνθρωποι αυτοί δεν εκφράστηκαν ανοιχτά ενάντια στον Στάλιν και δεν τον απομάκρυναν από την καθοδήγηση; Μέσα στις συνθήκες που είχανε δημιουργηθεί, κάτι τέτοιο είτανε αδύνατο να γίνει». Πιο κάτω, το έγγραφο αναφέρει ότι «ο Στάλιν είναι ένοχος πολλών παραβιάσεων των νόμων», μα το κύρος του είτανε τόσο μεγάλο, ώστε «μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, ο λαός δε θα είτανε σε θέση να καταλάβει την όποια εκδήλωση εναντίον του και το θέμα στην περίπτωση αυτή, δεν έγκειται καθόλου στην έλλειψη προσωπικού θάρρους».
Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Στάλιν θεωρούσε πιθανότατα τον εαυτό του κομμουνιστή, μαθητή και συνεχιστή του Λένιν κι όχι μόνο έλεγε, μα και σκεφτότανε ότι οδηγεί τον λαό στην κατάκτηση του υψηλού σκοπού και ότι γι’ αυτό ακριβώς, κανένα απολύτως μέσο δεν πρέπει να του προκαλέσει αισθήματα αηδίας ή απέχθειας. Δεν είτανε τυχαίο το ότι θυμήθηκα την εποχή της Ιταλικής Αναγέννησης. Ο Μακιαβέλλι έγραφε, ότι προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ισχυρό κράτος, όλα ανεξαιρέτως τα μέσα είναι καλά -η φαρμακεία, οι καταδόσεις, τα πισώπλατα χτυπήματα με το στιλέτο· πρότεινε στον ηγεμόνα να συνδυάσει μέσα τον αξεχώριστα τη γενναιότητα του λεονταριού και την πονηριά της αλεπούς, νάναι σοφός σαν άνθρωπος και αιμοβόρος σαν άγριο θηρίο. Για τους Μεδίκους, ή τους Βοργίες, κάτι τέτοιες συμβουλές είτανε σίγουρα ωφέλιμες, είναι όμως απαράδεχτες για έναν κομμουνιστή.
Οι παμπάλαιες αντιγνωμίες για το αν και κατά πόσο δικαιώνει ο σκοπός τα μέσα, μου φαίνεται ότι αποτελούν αφηρημένες θεωρητικολογίες. Ο σκοπός δεν είναι ένα τόξο που σου δείχνει ποιο δρόμο πρέπει να πάρεις, μα ένα στοιχείο της καθημερινής πραγμα-τικότητας, ή μάλλον η ίδια η πραγματικότητα, δεν είναι εικόνες της αυριανής ημέρας, μα τρόποι συμπεριφοράς της σημερινής· ο σκοπός προκαθορίζει όχι μόνο τη στρατηγική στον πολιτικό τομέα, μα και την ηθική. Δεν μπορείς να εδραιώσεις τη δικαιοσύνη, διαπράττοντας εν γνώσει σου άδικες πράξεις, δεν είναι δυνατόν να αγωνίζεσαι υπέρ της ισότητος, μετατρέποντας τον λαό σε «γρανάζια» και τον εαυτό σου σε μυθική θεότητα. Τα μέσα επιδρούνε πάντα στον σκοπό, τον εξυψώνουν, ή τον διαστρεβλώνουν. Νομίζω πως μετά το 20ό και το 22ο συνέδριο, κανείς δεν αμφιβάλλει πια γι’ αυτά που είπα παραπάνω, έκτος ίσως από ορισμένους δογματικούς του εξωτερικού, που μιλώντας για την καθαρότητα του εικονοστασίου τους, εμπαίζουνε τα θεία, βάζοντας το όνομα του Λένιν δίπλα στο όνομα του Στάλιν.
Έχοντας διαβάσει τα πρακτικά του 20ού συνεδρίου, ένιωσα κ’ εγώ, όπως κ’ εκατομμύρια συμπατριωτών μου, ότι έπεσε μια πέτρα που μου πλάκωνε την καρδιά. Παρ’ όλο που οι μέθοδες του Στάλιν εγκαταλείφτηκαν αμέσως μετά από τον θάνατό του, ο λαός μας, μα κι ολόκληρη η ανθρωπότητα, έπρεπε να μάθουν την πικρή αλήθεια -αυτό απαιτούσε τόσο η λογική, όσο κ’ η συνείδηση. Μάθαμε τις πλάνες του παρελθόντος. Το παρελθόν αυτό, είναι γεμάτο ηρωισμούς και νίκες του σοβιετικού λαού, μιλώντας όμως γι’ αυτές, θα είτανε ίσως σωστότερο να λέμε, όχι «χάρη στον Στάλιν» μα «παρά την ύπαρξη του Στάλιν», γιατί πάρα είτανε συχνές οι περιπτώσεις πού επιστράτευσε το κρατικό μυαλό του και τη σπάνια θέλησή του για να πετύχει πράγματα τα όποια όχι μόνο ερχόντουσαν σε πλήρη αντίφαση με τις ιδέες που επεκαλείτο, μα και πληγώνανε τη συνείδηση όλων των τίμιων ανθρώπων.
Επιστρέφω στις μαρτιάτικες μέρες. Στο Μαυσωλείο του Λένιν, προσθέσανε το όνομα του Στάλιν -νύχτα το γράψανε και το είδαμε το πρωί. Στην κηδεία, μίλησε ο Μαλένκοβ, ο Μπέρια κι ο Μόλοτοβ. Οι λόγοι τους είτανε σχεδόν πανομοιότυποι, ο Μαλένκοβ όμως θύμισε ότι πρέπει να επαγρυπνούμε και να διατηρήσουμε το «πνεύμα της αδιαλλαξίας και της σταθερότητας στον αγώνα με τους εσωτερικούς και τους εξωτερικούς εχθρούς» κι ο Μπέρια, που το όνομά του τρόμαζε τους πάντες, υποσχέθηκε στους σοβιετούς «να διασφαλίσει τα δικαιώματα που τους έδωσε το Σταλινικό σύνταγμα».
Την άλλη μέρα, η Μόσχα ξανάρχισε να ζει όπως πρώτα. Έβλεπα τους θυρωρούς να σκουπίζουνε με ζήλο την οδό Γκόρκη, τους ανθρώπους να πηγαίνουν στη δουλειά τους, είδα σε μια αυλή να ξεφορτώνουνε κιβώτια και λίγο παρά κάτω είδα παιδιά να κάνουν αταξίες. Όλα είταν γνώριμα κ’ έλεγα μέσα μου: όλα ίδια κι όμοια, όπως και πριν από μια βδομάδα. Αυτή ίσα-ίσα η ομοιότητα, φαινότανε απίθανη: ο Στάλιν πέθανε κι όμως η ζωή συνεχίζεται.
Νωρίς το απόγευμα, πήγα στην Κόκκινη Πλατεία. Είτανε γεμάτη στεφάνια: οι άνθρωποι στεκόντουσαν, προσπαθούσανε να διαβάσουν τα γράμματα στις φαρδιές ταινίες, ύστερα φεύγανε σιωπηλοί.
Ο Φαντέγιεβ κ’ εγώ, πήγαμε με το αυτοκίνητο στο ξενοδοχείο «Σοβέτσκαγια» -εκεί είχαν καταλύσει οι φίλοι του Παγκόσμιου Συμβουλίου, που είχαν έρθει για την κηδεία. Τα μάτια του Φάρζ είτανε μελαγχολικά, άρχισε όμως αμέσως να μας δίνει κουράγιο, έλεγε: «Όλα θα πάνε καλά», -τέτοιος είταν ο χαρακτήρας του: ένιωθε την ανάγκη να καθησυχάζει τους άλλους. Ο Νέννι με αγκάλιασε και με ρώτησε ταραγμένος: «Τι θα γίνει τώρα; Είναι φοβερό!..». Είχε δακρύσει. Δεν ήξερα βέβαια τι πρόκειται να γίνει, μα η αισιοδοξία του Φάρζ αποδείχτηκε κολλητική και απάντησα: «Σε μια βδομάδα, θα συναντηθούμε στη Βιέννη. Δεν απελπιζόμαστε, όλα θα πάνε καλά...».
Περπάταγα στην οδό Γκόρκη. Έκανε κρύο: χειμωνιάτικο βράδι βλέπεις. Ξάφνου σταμάτησα -πέρασε απ’ το μυαλό μου μια πολύ απλή σκέψη: δεν ξέρω αν θάναι χειρότερα ή καλύτερα, πάντως θα είναι κάτι άλλο...
μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου