Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023

Ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Αϊνστάιν και η θεωρία της σχετικότητας

Ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν και η Έλσα Λέβενταλ στην πρεμιέρα της ταινίας Τα Φώτα της Πόλης (αγγλικά: City Lights‎, 1931) [πηγή: επίσημος ιστότοπος]


Συνάντησα για πρώτη φορά τον Αϊνστάιν το 1926, όταν ήρθε να δώσει διαλέξεις στην Καλιφόρνια. Έχω μια θεωρία πως οι επιστήμονες και οι φιλόσοφοι είναι μετουσιωμένοι ρομαντικοί που διοχετεύουν τα πάθη τους προς μια άλλη κατεύθυνση. Αυτή η θεωρία ταίριαζε καλά στην προσωπικότητα του Αϊνστάιν. Έδειχνε να είναι ο τυπικός Γερμανός των Άλπεων, με την καλύτερη σημασία του όρου, ευδιάθετος και φιλικός. Και παρόλο που οι τρόποι του ήταν ήρεμοι και λεπτοί, αισθάνθηκα πως έκρυβαν πίσω τους ένα έντονα συναισθηματικό ταπεραμέντο και πως εκεί βρισκόταν η πηγή της εξαιρετικά απαράμιλλης πνευματικής του ενέργειας.

Ο Καρλ Λέμλε των Γιουνιβέρσαλ Στούντιο μου τηλεφώνησε πως ο καθηγητής Αϊνστάιν θα ήθελε να με συναντήσει. Ένιωσα να συγκλονίζομαι. Έτσι συναντηθήκαμε στα Γιουνιβέρσαλ Στούντιο για γεύμα ο καθηγητής, η γυναίκα του, η γραμματέας του Ελένη Δούκα, και ο βοηθός του, ο καθηγητής Γουόλτερ Μάγιερ. Η κυρία Αϊνστάιν μιλούσε τα αγγλικά πολύ καλά, στην πραγματικότητα καλύτερα από τον καθηγητή. Ήταν μια κάπως τετράγωνη γυναίκα, που ξεχείλιζε από ζωτικότητα. Απολάμβανε ειλικρινά το να είναι η γυναίκα ενός μεγάλου άνδρα και δεν έκανε καμιά προσπάθεια για να το κρύψει. Ο ενθουσιασμός της την έκανε αξιαγάπητη.

Μετά το φαγητό, ενώ ο κύριος Καρλ Λέμλε τους έδειχνε τα στούντιο, η κυρία Αϊνστάιν με πήρε παράμερα και είπε: «Γιατί δεν προσκαλείτε τον καθηγητή στο σπίτι σας; Το ξέρω πως θα του άρεσε πολύ μια όμορφη ήσυχη κουβέντα, μεταξύ μας». Καθώς η κυρία Αϊνστάιν ζήτησε να μην υπάρχει πολύς κόσμος, προσκάλεσα μόνο δυο φίλους ακόμη. Την ώρα του δείπνου, μου αφηγήθηκε την ιστορία του πρωινού εκείνου που ο άντρας της συνέλαβε τη θεωρία της σχετικότητας.

«Ο δόκτορας κατέβηκε όπως συνήθως με τη ρόμπα του για το πρωινό, όμως δεν άγγιξε σχεδόν τίποτε. Νόμιζα πως κάτι δεν πήγαινε καλά, έτσι τον ρώτησα τι ήταν αυτό που τον απασχολούσε. "Αγάπη μου", είπε, "έχω μια θαυμάσια ιδέα!". Κι αφού ήπιε τον καφέ του, πήγε στο πιάνο και άρχισε να παίζει. Πού και πού σταματούσε, γράφοντας μερικές σημειώσεις, κι έπειτα επαναλάμβανε: "Έχω μια εξαίσια ιδέα, μια θαυμαστή ιδέα!"».

«Εγώ του είπα: “Τότε, για όνομα του Θεού, πες μου ποια είναι, μη με κρατάς σε αγωνία!”. Είπε: “Είναι δύσκολο, δεν την επεξεργάστηκα ακόμη!”. Είπε ότι συνέχισε να παίζει στο πιάνο και να κρατά σημειώσεις για μισή ώρα περίπου, κι έπειτα ανέβηκε στο σπουδαστήριό του, λέγοντάς της πως δεν ήθελε να τον ενοχλήσουν, κι έμεινε εκεί πάνω για δύο εβδομάδες. «Κάθε μέρα του έστελνα επάνω το φαγητό του», είπε, «και το βραδάκι έκανε ένα μικρό περίπατο για άσκηση και ξαναγύριζε στη δουλειά του».

«Τελικά», είπε, «κατέβηκε από το εργαστήριό του, δείχνοντας πολύ χλομός. “Αυτό είναι”, μου είπε, αφήνοντας κουρασμένα δύο φύλλα χαρτιού πάνω στο τραπέζι -και ήταν η θεωρία του για τη σχετικότητα».

Ο δόκτορ Ρέινολντς, που τον είχα προσκαλέσει εκείνο το βράδυ, επειδή διέθετε κάποιες απροσδιόριστες γνώσεις φυσικής, ρώτησε, ενώ δειπνούσαμε, τον καθηγητή αν είχε τύχει να διαβάσει το Πείραμα με το χρόνο, του Νταν.

Ο Αϊνστάιν κούνησε το κεφάλι του.

Είπε ο δόκτορ Ρέινολντς ανάλαφρα: «Έχει μια ενδιαφέρουσα θεωρία σχετικά με τις διαστάσεις, ένα είδος...», εδώ δίστασε λιγάκι, «ένα είδος προέκτασης της διάστασης».

Ο Αϊνστάιν στράφηκε γρήγορα προς το μέρος μου και ψιθύρισε παιχνιδιάρικα: «Προέκταση της διάστασης, was ist das?».

Ο Ρέινολντς ξέχασε τις διαστάσεις μετά απ’ αυτό και ρώτησε τον Αϊνστάιν αν πίστευε στα φαντάσματα. Ο Αϊνστάιν μας ομολόγησε πως δεν είχε δει ποτέ κανένα και πρόσθεσε: «Αν δώδεκα άλλα πρόσωπα γίνονταν ταυτόχρονα μάρτυρες του ίδιου φαινομένου, τότε θα μπορούσα να το πιστέψω». Χαμογέλασε.

Εκείνη την εποχή τα ψυχικά φαινόμενα έδιναν και έπαιρναν στο Χόλιγουντ και το εκτόπλασμα γέμιζε την ατμόσφαιρα σαν να ήταν πυκνή ομίχλη, και ιδιαίτερα στα σπίτια των κινηματογραφικών αστέρων, όπου γίνονταν πνευματιστικές συγκεντρώσεις και επιδείξεις αιώρησης στο κενό και διαφόρων άλλων ψυχικών φαινομένων. Ρώτησα τον καθηγητή αν είχε παρακολουθήσει τέτοια φαινόμενα. Χαμογέλασε ήπια και κούνησε το κεφάλι του. Επίσης, τον ρώτησα αν η δική του θεωρία της σχετικότητας ερχόταν σε σύγκρουση με την υπόθεση του Νεύτωνα.

«Αντίθετα», είπε, «αποτελεί προέκτασή της».

Την ώρα του δείπνου είπα στην κυρία Αϊνστάιν πως μετά την πρεμιέρα της επόμενης ταινίας μου σκόπευα να ταξιδέψω στην Ευρώπη.

«Τότε πρέπει να έρθετε στο Βερολίνο και να μας επισκεφθείτε», είπε. «Δεν έχουμε μεγάλο σπίτι -ο καθηγητής δεν είναι πλούσιος, παρόλο που έχει πρόσβαση σε πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια που έβαλε στη διάθεσή του το Ίδρυμα Ροκφέλερ για το επιστημονικό του έργο· αλλά αυτός ποτέ δεν τα χρησιμοποίησε».


Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν στην πρεμιέρα της ταινίας Τα Φώτα της Πόλης (αγγλικά: City Lights‎, 1931) [πηγή: επίσημος ιστότοπος]

Αργότερα, όταν πήγα στο Βερολίνο, τους επισκέφτηκα στο σεμνό, μικρό διαμέρισμά τους. Ήταν σαν κι αυτά που θα μπορούσε να βρει κανείς στο Μπρονξ -σαλόνι και τραπεζαρία ενωμένα, στρωμένα με παλιά χαλιά, φαγωμένα. Το πιο ακριβό κομμάτι της επίπλωσης ήταν το μαύρο πιάνο, πάνω στο οποίο έγραφε εκείνες τις ιστορικές προκαταρκτικές σημειώσεις για την τέταρτη διάσταση. Συχνά αναρωτήθηκα τι να απέγινε αυτό το πιάνο. Ίσως να βρίσκεται στο Σμιθσόνιο Ινστιτούτο ή στο Μητροπολιτικό Μουσείο -ίσως και να έγινε προσανάμματα από τους Ναζί.

Όταν άρχισε ναζιστική τρομοκρατία στη Γερμανία, οι Αϊνστάιν βρήκαν καταφύγιο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η κυρία Αϊνστάιν λέει μια ενδιαφέρουσα ιστορία σχετικά με την άγνοια του καθηγητή για τα χρηματικά ζητήματα. Το πανεπιστήμιο του Πρίνστον ήθελα να τον προσλάβει σαν καθηγητή και έγραψε για να τον ρωτήσει για τους όρους του. Ο καθηγητής ζήτησε ένα τόσο μικρό ποσό, που υπεύθυνοι του Πρίνστον απάντησαν πως δεν θα του έφταναν αυτά τα χρήματα για να ζήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες και πως θα χρειαζόταν τουλάχιστον τα τριπλάσια.

Όταν οι Αϊνστάιν ήρθαν ξανά στην Καλιφόρνια, το 1937, με επισκέφθηκαν. Αυτός με αγκάλιασε τρυφερά και με προειδοποίησε πως έφερνε τρεις μουσικούς μαζί του. «Θα παίξουμε προς τιμή σου μετά το δείπνο!» Εκείνο το βράδυ ο Αϊνστάιν ήταν ο τέταρτος μουσικός του κουαρτέτου. Παρόλο που δεν κρατούσε το δοξάρι με μεγάλη αυτοπεποίθηση και η τεχνική του ήταν κάπως άκαμπτη, έπαιζε εκστατικά, κλείνοντας τα μάτια του, και λικνιζόταν. Οι άλλοι τρεις μουσικοί, που δεν έδειχναν τόσο ενθουσιασμό για τη συμμετοχή του καθηγητή, του πρότειναν διακριτικά να κάνει ένα μικρό διάλειμμα, ώστε να παίξουν κάτι μόνοι τους. Δέχτηκε και κάθισε μαζί μας για να ακούσει. Όμως, αφού έπαιξαν αρκετά κομμάτια, στράφηκε προς εμένα και μου ψιθύρισε: «Πότε παίζω ξανά;». Μόλις έφυγαν οι μουσικοί, η κυρία Αϊνστάιν, ελαφρά προσβεβλημένη, διαβεβαίωσε το σύζυγό της: «Εσύ έπαιξες καλύτερα απ’ όλους τους».

Μετά από μερικά βράδια οι Αϊνστάιν ήρθαν ξανά για δείπνο και εγώ προσκάλεσα τη Μαίρη Πίκφορντ, τον Ντάγκλας Φέρμπανκς, τη Μάριον Ντέιβις, τον Γ.Ρ. Χιρστ και κάνα δυο άλλους. Η Μάριον Ντέιβις κάθισε δίπλα στον Αϊνστάιν και η κυρία Αϊνστάιν κάθισε στα δεξιά μου, δίπλα στον Χιρστ. Πριν από το δείπνο όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά. Ο Χιρστ ήταν φιλικότατος κι ο Αϊνστάιν ευγενικός.

Όμως, καθώς περνούσε η ώρα, μπόρεσα να αισθανθώ ένα αργό πάγωμα, μέχρι που έπαψαν να μιλούν ολότελα μεταξύ τους. Έκανα ό,τι μπορούσα για να ξαναζωντανέψω τη συζήτηση, αλλά ήταν ακατόρθωτο να τους κάνω να ανοίξουν το στόμα τους. Η τραπεζαρία φορτίστηκε με μια δυσοίωνη σιωπή και διέκρινα το Χιρστ να κοιτάζει πένθιμα το πιάτο του γλυκού του, ενώ ο καθηγητής χαμογελούσε ήρεμα βυθισμένος στις σκέψεις του.

Η Μάριον, με τον εύθυμο τρόπο της, ασχολούνταν με όλους στο τραπέζι εκτός από τον Αϊνστάιν. Ξαφνικά στράφηκε στον καθηγητή και είπε καταχθόνια: «Γεια σου!» -και ανοιγόκλεισε τα δύο μεσαία της δάχτυλα πάνω απ’ το κεφάλι του, λέγοντας: «Γιατί δεν πηγαίνεις σε κανένα κουρέα;»

Ο Αϊνστάιν χαμογέλασε κι εγώ έκρινα πως ήταν η ώρα να σκορπιστούμε στο σαλόνι για καφέ.

Τσάρλι Τσάπλιν, Η αυτοβιογραφία μου, εκδ. Επίκεντρο, 2005, σ.370-374 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: