Σάββατο 29 Ιουλίου 2023

Πώς ο Τσάρλι Τσάπλιν ανακάλυψε "Το Χαμίνι"

Ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Τζάκι Κόγκαν στην ταινία "Το Χαμίνι" (1921) Πηγή Βικιπαίδεια

Μετά το γάμο, η εγκυμοσύνη της Μίλντρεντ αποδείχθηκε ανύπαρκτη. Πέρασαν αρκετοί μήνες και εγώ δεν είχα τελειώσει παρά μόνο μια κωμωδία τριών μπομπίνων, την Ηλιόλουστη Πλευρά, και αυτή ήταν σαν να μου έβγαζαν το δόντι. Δεν ήθελε ρώτημα, ο γάμος είχε επιπτώσεις στη δημιουργική μου ικανότητα. Μετά την Ηλιόλουστη Πλευρά, μου ήταν αδύνατον να βρω κάποια καινούργια ιδέα.

Ήταν μια ανακούφιση σ’ αυτή την απελπιστική κατάσταση να πηγαίνω στο Ορφέουμ για να ξεχνιέμαι, και με τέτοια διάθεση είδα την παράσταση ενός εκκεντρικού χορευτή -τίποτε το εξαιρετικό, αλλά στο τέλος του νούμερου έφερε το μικρό αγόρι του, ένα νήπιο τεσσάρων χρόνων, για να υποκλιθεί μαζί του στο κοινό. Αυτό, μετά την υπόκλιση, ξέφυγε ξαφνικά από τον πατέρα του, έκανε μερικά διασκεδαστικά χορευτικά βήματα, και κοιτάζοντας με μεγάλη επίγνωση το ακροατήριο, χαιρέτησε και απομακρύνθηκε τρέχοντας. Το κοινό σείστηκε κι έτσι έφεραν ξανά το παιδί, που αυτή τη φορά μας έκανε έναν τελείως διαφορετικό χορό. Αυτό θα μπορούσε να φανεί άσχημο σε ένα άλλο παιδί. Όμως, ο Τζάκι Κούγκαν ήταν σκέτη γοητεία και το κοινό τον απόλαυσε. Οτιδήποτε έκανε, ο μικρός είχε μια προσωπικότητα που τραβούσε την προσοχή.

Δε σκέφτηκα ξανά γι’ αυτόν, μέχρι μια βδομάδα αργότερα, ενώ καθόμουν στην ανοιχτή σκηνή με το μόνιμο θίασό μας, προσπαθώντας ακόμη να βρω κάποια ιδέα για την επόμενη ταινία. Εκείνες τις μέρες καθόμουν συχνά μαζί τους, γιατί η παρουσία και οι αντιδράσεις τους μου δίνανε ερεθίσματα. Την ημέρα που λέγαμε, είχα καθίσει κάτω σκυμμένος και βουβός, και, παρ’ όλα τα ευγενικά χαμόγελά τους, ήξερα πως οι προσπάθειές μου ήταν χλιαρές. Το μυαλό μου περιπλανιόταν, και μιλούσα για τα νούμερα που είχα δει στο Ορφέουμ και για το παιδάκι, τον Τζάκι Κούγκαν, που είχε έρθει και υποκλίθηκε μαζί με τον πατέρα του.

Κάποιος είπε πως είχε διαβάσει στις πρωινές εφημερίδες ότι ο Τζάκι Κούγκαν είχε υπογράψει για ένα φιλμ με το Ρόσκο Άρμπακλ. Το νέο με χτύπησε σαν αστραπή. «Θεέ μου! Γιατί δεν το σκέφτηκα αυτό;». Μα βέβαια, θα ήταν θαυμάσιος στις ταινίες! Έπειτα άρχισα να απαριθμώ τις δυνατότητές του, τα γκαγκ και τις ιστορίες που θα μπορούσα να στήσω μαζί του.

Οι ιδέες πετούσαν στο μυαλό μου. «Μπορείτε να φανταστείτε τον αλήτη να διορθώνει παράθυρα, και το μικρό αλητάκι να τριγυρνά στους δρόμους σπάζοντας τζάμια, κι έπειτα να εμφανίζεται ο αλήτης για να βάλει καινούργια; Θα είναι μαγευτικό αυτό, το χαμίνι και ο άλλος να ζουν μαζί και να έχουν κάθε είδους περιπέτειες!»

Κάθισα και έχασα μια ολόκληρη μέρα δουλεύοντας την ιστορία, περιγράφοντας τη μια σκηνή μετά την άλλη, ενώ ο θίασος κοιτούσε αποσβολωμένος και αναρωτιόταν γιατί ενθουσιαζόμουν τόσο πολύ με μια χαμένη υπόθεση. Επί ώρες ανακάλυπτα σκηνές και καταστάσεις. Έπειτα το θυμήθηκα: «Αλλά ποιο το όφελος; Ο Άρμπακλ υπέγραψε μαζί του, και πιθανότατα έχει ιδέες παρόμοιες με τις δικές μου. Τι βλάκας που ήμουν, να μην το σκεφτώ πιο νωρίς!».

Όλο το απόγευμα και τη νύχτα, δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο εκτός από τις δυνατότητες μιας ιστορίας με αυτό το αγόρι. Το επόμενο πρωί, σε κατάσταση κατάθλιψης, κάλεσα το θίασο για πρόβες -ο Θεός ξέρει για ποιο λόγο, γιατί μια και δεν είχα τίποτε για πρόβες, καθίσαμε όλοι μαζί πάνω στη σκηνή, βυθισμένοι σε πνευματική άπνοια.

Κάποιος πρότεινε να προσπαθήσω να βρω ένα άλλο αγόρι -ίσως ένα μικρό νεγράκι. Όμως κούνησα το κεφάλι μου σκεπτικά. Θα ήταν δύσκολο να βρεθεί ένα παιδί με τόση προσωπικότητα όση είχε ο Τζάκι.

Κατά τις έντεκα και μισή, ο Καρλιλ Ρόμπινσον, ο υπεύθυνος της διαφήμισής μας, ήρθε στη σκηνή λαχανιασμένος και ξαναμμένος. «Δεν είναι ο Τζάκι Κούγκαν που υπέγραψε με τον Άρμπακλ, είναι ο πατέρας, ο Τζακ Κούγκαν!». 

Πήδησα όρθιος από την καρέκλα. «Γρήγορα! Βρείτε τον πατέρα στο τηλέφωνο και πείτε του να έρθει αμέσως εδώ. Είναι πολύ σημαντικό!».

Τα νέα μας ηλέκτρισαν όλους. Ορισμένοι από το θίασο ήρθαν και με χτύπησαν στην πλάτη, τόσο ενθουσιασμένοι ήταν. Όταν άκουσε τα νέα το προσωπικό του γραφείου, άρχισαν να περνούν από τη σκηνή για να μου δώσουν τα συγχαρητήριά τους. Όμως δεν είχα υπογράψει ακόμα με τον Τζάκι. Και υπήρχε πάντοτε η πιθανότητα να περάσει ξαφνικά η ιδέα από το μυαλό του Άρμπακλ. Έτσι, είπα στο Ρόμπινσον να προσέξει τα λόγια του από το τηλέφωνο και να μην αναφέρει τίποτε για το παιδί -ούτε καν στον πατέρα, μέχρι να έρθει εδώ. «Πες του απλώς πως είναι πολύ επείγον, πως πρέπει να τον δούμε οπωσδήποτε μέσα σε μισή ώρα. Κι αν δεν μπορεί να φύγει από εκεί, τότε πήγαινε για να μιλήσεις μαζί του στο στούντιο. Όμως μην του πεις τίποτε μέχρι να φτάσετε εδώ». Βρήκαν με μεγάλη δυσκολία τον πατέρα -δεν είχε πάει στο στούντιο- και επί ώρες περίμενα μέσα σε μια βασανιστική αγωνία.

Επιτέλους, έκπληκτος και απορημένος, ο πατέρας του Τζάκι εμφανίστηκε. Τον άρπαξα από τα χέρια. «Θα κάνει θόρυβο -θα είναι το μεγαλύτερο πράγμα που έγινε ποτέ! Το μόνο που έχει να κάνει είναι αυτή η ταινία -αυτή και μόνο αυτή!» Συνέχισα να παραμιλώ έτσι άναρθρα. Θα πρέπει να νόμισε πως ήμουν τρελός. «Αυτή η ιστορία θα δώσει στο γιο σου την ευκαιρία της ζωής του!».

«Στο γιο μου;»

«Ναι, στον γιο σου, αν με αφήσεις να τον πάρω σ’ αυτή τη μία και μοναδική ταινία».

«Μα φυσικά, και βέβαια μπορείς να τον πάρεις τον αλητάκο», είπε.

Λεν πως τα μωρά και τα σκυλιά είναι οι καλύτεροι ηθοποιοί στον κινηματογράφο. Αφήστε ένα δωδεκάμηνο μωρό σε μια μπανιέρα με ένα σαπούνι και όταν προσπαθήσει να το πάρει, θα δημιουργήσει χείμαρρους γέλιου. Όλα τα παιδιά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είναι μεγαλοφυΐες. Το ζήτημα είναι να τους επιτρέψεις να το δείξουν αυτό. Με τον Τζάκι, τα πράγματα ήταν εύκολα. Υπήρχαν μερικοί βασικοί κανόνες της παντομίμας που έπρεπε να μάθει και ο Τζάκι τους κατέκτησε πολύ σύντομα. Μπορούσε να δώσει συναίσθημα στην κίνηση και κίνηση στο συναίσθημα, και μπορούσε να το επαναλάβει όσες φορές ήθελε, χωρίς να πάψει να δίνει την εντύπωση του αυθόρμητου.

Υπήρχε μια σκηνή στο Χαμίνι, όπου το αγόρι ετοιμάζεται να πετάξει μια πέτρα σ’ ένα παράθυρο. Ένας αστυφύλακας εμφανίζεται πίσω του, και ο μικρός, καθώς φέρνει το χέρι του προς τα πίσω για τη βολή, αγγίζει το σακάκι του αστυφύλακα. Σηκώνει το βλέμμα του και τον αντικρίζει, κι έπειτα παιχνιδιάρικα πετά την πέτρα ψηλά και την ξαναπιάνει, και αθώα την αφήνει κάτω και κάνει μερικά βήματα προς την άλλη μεριά, με την ησυχία του, μέχρι να αρχίσει ένα τρελό τρέξιμο.

Όταν επεξεργάστηκα την κίνηση της σκηνής, είπα στον Τζάκι να με κοιτάζει, τονίζοντας τα κρίσιμα σημεία: «Έχεις μια πέτρα. Έπειτα κοιτάς το παράθυρο. «Έπειτα ετοιμάζεσαι να πετάξεις την πέτρα. Φέρνεις το χέρι σου πίσω, αλλά αντιλαμβάνεσαι το σακάκι του αστυφύλακα. Ψαχουλεύεις τα κουμπιά, έπειτα κοιτάζεις επάνω και ανακάλυπτες πως είναι αστυφύλακας. Πετάς την πέτρα στον αέρα σαν να παίζεις, έπειτα την αφήνεις κάτω και φεύγεις αδιάφορα, αρχίζοντας ξαφνικά να τρέχεις».

Έκανε πρόβα τη σκηνή τρεις ή τέσσερις φορές. Τελικά απέκτησε τόση αυτοπεποίθηση στις κινήσεις, ώστε το συναίσθημά του έβγαινε μαζί τους. Με άλλα λόγια, η κίνηση προκάλεσε το συναίσθημα. Η σκηνή ήταν μια από τις καλύτερες του Τζάκι, και μία από τις ωραιότερες στιγμές της ταινίας.

Φυσικά, δεν καταφέραμε τόσο εύκολα όλες τις σκηνές. Εκείνες που ήταν πιο απλές συχνά του δημιουργούσαν προβλήματα, όπως συμβαίνει με τις απλές σκηνές. Ήθελα να του δείξω να παίξει αδιάφορα με μια πόρτα, ανοιγοκλείνοντάς τη με την πλάτη του, όμως, καθώς δεν είχε τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή στο μυαλό του, έγινε νευρικός, κι έτσι εγκατέλειψε τη σκηνή.

Είναι δύσκολο να φέρεσαι με φυσικότητα, όταν τίποτε δεν υπάρχει στο μυαλό σου. Το να ακούς κάποιον άλλο στη σκηνή, είναι δύσκολο. Ένας ερασιτέχνης δείχνει συνήθως υπερβολική προσοχή. Όσο βρισκόταν σε κίνηση το μυαλό του Τζάκι, ήταν υπέροχος.

Το συμβόλαιο του πατέρα του Τζάκι με τον Άρμπακλ έληξε σύντομα, έτσι μπορούσε να έρχεται στο στούντιό μας μαζί με το γιο του, κι αργότερα έπαιξε το ρόλο του πορτοφολά στη σκηνή του αναμορφωτηρίου. Βοηθούσε ιδιαίτερα μερικές φορές. Υπήρχε μια σκηνή, όπου θέλαμε να κλάψει στ’ αλήθεια ο Τζάκι τη στιγμή που τον απομάκρυναν από εμένα δύο υπάλληλοι του άσυλου. Του είπα όλων των ειδών τις τρομαχτικές ιστορίες, αλλά ο Τζάκι είχε μια πολύ χαρούμενη και παιχνιδιάρικη διάθεση. Αφού περιμένουμε για μια ώρα, είπε ο πατέρας: «Θα τον κάνω να κλάψει».

«Μην τρομάξεις ή χτυπήσεις το παιδί», είπα όλο ενοχή.

«Ω, όχι, όχι», είπε ο πατέρας.

Ο Τζάκι είχε τόσο όμορφη διάθεση που δεν είχα κουράγιο να μείνω να δω τι θα του έκανε ο πατέρας του, έτσι πήγα στο καμαρίνι μου. Λίγες στιγμές αργότερα άκουσα τον Τζάκι να κλαίει και να οδύρεται.

«Έτοιμος είναι», είπε ο πατέρας.

Ήταν μια σκηνή όπου σώζω το παιδί από υπαλλήλους του άσυλου, κι ενώ κλαίει ακόμη το αγκαλιάζω και το φιλώ. Μόλις τελείωσε, ρώτησα τον πατέρα: «Πώς τον κατάφερες να κλάψει;»

«Του είπα απλώς πως αν δεν τα κατάφερνε, θα τον παίρναμε από το στούντιο και θα το στέλναμε στ’ αλήθεια στο άσυλο».

Γύρισα προς τον Τζάκι και τον πήρα στα χέρια μου για να τον παρηγορήσω. Τα μάγουλά του ήταν ακόμη υγρά από τα δάκρυα. «Δε θα σε πάρει κανείς από δω», του είπα.

«Το ήξερα», ψιθύρισε. «Ο μπαμπάς με κορόιδευε».

Ο Γκάβερνερ Μόρις, συγγραφέας και διηγηματογράφος με πολλά κινηματογραφικά σενάρια στο ενεργητικό του, με προσκαλούσε συχνά στο σπίτι του. Ο «Γκάβι», όπως τον φωνάζαμε, ήταν ένας γοητευτικός, συμπαθητικός τύπος, και όταν του είπα για το Χαμίνι και τη μορφή που έπαιρνε καθώς προχωρούσαμε, δένοντας το μπουρλέσκ με το συναίσθημα είπε: «Δεν πρόκειται να πετύχει. Η μορφή πρέπει να είναι καθαρή, είτε μπουρλέσκ είτε κλάμα. Δεν μπορείς να τα αναμείξεις, γιατί το ένα από τα δύο θα αποτύχει».

Κάναμε αληθινή διαλεκτική συζήτηση για το θέμα. Εγώ έλεγα πως η μετάβαση από το μπουρλέσκ στο συναίσθημα ήταν ζήτημα αισθήματος και διάκρισης στη διευθέτηση των σκηνών. Υποστήριζα πως η μορφή εμφανιζόταν αφού την έχει δημιουργήσει πρώτα κάποιος -πως αν ο καλλιτέχνης σκεφτόταν έναν κόσμο και πίστευε ειλικρινά σ’ αυτόν, όποιο και να ήταν το μείγμα, θα ήταν πειστικό. Φυσικά, δεν είχα άλλη βάση γι’ αυτή τη θεωρία, εκτός από τη διαίσθηση. Είχαν υπάρξει σάτιρα, φάρσα, ρεαλισμός, νατουραλισμός, μελόδραμα και φαντασία, αλλά ωμό μπουρλέσκ και συναισθηματισμός, το υπόβαθρο του Χαμινιού, ήταν αληθινή καινοτομία.

Τσάρλι Τσάπλιν, Η αυτοβιογραφία μου, εκδόσεις Επίκεντρο, 2005, σελ.267-272

 

Θέλω κι άλλο!

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: