Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

Ιστορία Β΄ λυκείου (14) – Τα Ελληνικά κράτη: Τραπεζούς, Ήπειρος, Νίκαια

 

Τα φραγκικά και βυζαντινά κράτη που προέκυψαν μετά τη διανομή των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ύστερα από την 4η Σταυροφορία (πηγή: Βικιπαίδεια)


Τα Ελληνικά κράτη: Τραπεζούς, Ήπειρος, Νίκαια

 

α. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας

  • Αυτοκρατορία Τραπεζούντας → Αλέξιος/Δαυίδ Κομνηνοί
  • Ιδρύθηκε από τους Κομνηνούς στις βόρειες ακτές της Μικρασίας.
  • Σημαντικότερες πόλεις: Τραπεζούντα, Σινώπη, Ηράκλεια του Πόντου.
  • Κράτος απομονωμένο μέχρι την κατάκτησή του από τους Τούρκους (1461).

 

β. Το κράτος της Ηπείρου

  • Ιδρύθηκε από τον Μιχαήλ Κομνηνό Δούκα.
  • Υπό την ηγεσία του Θεόδωρου Δούκα (αδελφού του Μιχαήλ) έγιναν προσπάθειες κατάληψης της Κωνσταντινούπολης και αποκατάστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Θεόδωρος κατάφερε να κατακτήσει τη Θεσσαλονίκη (1224) και στέφθηκε αυτοκράτωρ Ρωμαίων.
  • Τελικά, ηττήθηκε (1230) από τον βούλγαρο τσάρο Ιωάννη Ασάν Β΄, ο οποίος ίδρυσε βραχύβια αυτοκρατορία εκτεινόμενη ως το Δυρράχιο.

 

γ. Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας και η ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

  • Υπήρξε το ισχυρότερο ελληνικό κράτος και ιδρύθηκε από τον Θεόδωρο Λάσκαρη, ο οποίος το 1208 στέφθηκε αυτοκράτωρ Ρωμαίων.
  • Σημαντικότερος ηγεμόνας ήταν ο Ιωάννης Βατάτζης που επέκτεινε σημαντικά το κράτος της Νίκαιας (ακόμη και σε περιοχές των Βαλκανίων) και προχώρησε σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην εσωτερική πολιτική (αποτελεσματική διοίκηση, φιλανθρωπικά ιδρύματα, στρατιωτικά κτήματα, ανόρθωση αγροτικής οικονομίας· στόχος του η αυτάρκεια).
  • Ο αυτοκράτορας του κράτους της Νίκαιας Μιχαήλ Παλαιολόγος, για να αντιμετωπίσει τους Βενετούς, παρείχε το 1261 τελωνειακές και φορολογικές απαλλαγές, λιμάνια και εμπορικές περιοχές στους Γενουάτες. Την ίδια χρονιά ο στρατηγός του κράτους της Νίκαιας Αλέξιος Στρατηγόπουλος κατάφερε να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη. Ο Παλαιολόγος στέφθηκε ξανά αυτοκράτορας στην Αγία Σοφία ως Μιχαήλ Η΄.

 

Παραθέματα και πηγές

Το νέο καθεστώς μετά το 1204

Αν και το πολιτικό σύστημα της φεουδαρχίας, με τις περίπλοκες και πολυμερείς μορφές εξαρτήσεως, κατά τα δυτικά πρότυπα, ήταν ξένο στον βυζαντινό κόσμο, εντούτοις και το Βυζάντιο είχε χάσει πολλά στοιχεία από τον παλαιό συγκεντρωτισμό του. Ιδιαίτερα ολόκληρο το οικονομικό και στρατιωτικό σύστημα της βυζαντινής αυτοκρατορίας είχε από πολλά χρόνια οργανωθεί πάνω σε φεουδαρχική βάση. Η διαδικασία της φεουδοποιήσεως προχωρούσε ασταμάτητα στο Βυζάντιο στους προηγούμενους αιώνες. Η οικονομική οργάνωση και οι κοινωνικές συνθήκες της βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν διέφεραν πια σημαντικά από τις δυτικές και αυτό διευκόλυνε ουσιαστικά την εγκαθίδρυση της λατινικής κυριαρχίας.

Πολλά λοιπόν στοιχεία παρελήφθησαν χωρίς καμιά αλλαγή. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε σημαντική διαφορά ανάμεσα στη βυζαντινή πρόνοια και στο δυτικό φέουδο. Οι προνοιάριοι αποτελούσαν το ρυθμιστικό παράγοντα στη χώρα και αποτελούσαν στην πράξη τη μοναδική δύναμη, με την οποία είχαν σοβαρά προβλήματα οι κατακτητές. Στην κατάκτηση της Πελοποννήσου, για την οποία διαθέτουμε τις καλύτερες πληροφορίες, η αντίσταση διάρκεσε κατά κανόνα όσο χρόνο αντιστάθηκαν οι προνοιάριοι. Υποχωρούσαν αμαχητί μόνο όταν εξασφάλιζαν και στη συνέχεια την κατοχή των προνοιακών κτημάτων τους. Με τον όρο αυτό υποτάσσονταν όμως εκούσια. Κατά βάση με τον τρόπο αυτό άλλαζε μόνο το πρόσωπο που κατείχε την επικυριαρχία. Στην ουσία η κατάσταση του πληθυσμού παρέμενε η ίδια, αδιάφορα αν κατέβαλλαν φόρους στους Λατίνους ή στους Έλληνες κυρίους τους.

Πάντως ο βυζαντινός πληθυσμός δέχθηκε τη λατινική κυριαρχία με πολύ μεγάλη αντιπάθεια. Όχι βέβαια μόνο εξαιτίας της υπεροψίας των κατακτητών όσο και λόγω της διαφοράς στα θέματα της πίστεως, που χώριζαν τους κατακτητές από τους κατακτημένους. Η εκκλησιαστική υποταγή των Ελλήνων στη ρωμαϊκή εξουσία είχε τυπικά πραγματοποιηθεί, όχι όμως με την ένωση των Εκκλησιών, όπως είχε ελπίσει ο πάπας, αλλά με τη βία των κατακτητών. Μια πραγματική όμως συνεννόηση ανάμεσα στους Έλληνες και στους Λατίνους ήταν τώρα όσο ποτέ άλλοτε ακατόρθωτη. Η συνείδηση της πολιτικής και θρησκευτικής ιδιομορφίας των Βυζαντινών έγινε τώρα πιο έντονη κάτω από την ξενική κατοχή. Αν και πολλοί βυζαντινοί φεουδάρχες δέχθηκαν να ενταχθούν μέσα στο συστημάτων κατακτητών και οι λαϊκές μάζες, εσωτερικά αδιάλλακτες, έμειναν στην παλαιά πατρίδα τους, εντούτοις μεγάλος αριθμός των βυζαντινών ισχυρών εγκατέλειψαν τα κατειλημμένα από τους Λατίνους εδάφη τους και κατέφυγαν σε περιοχές που έμεναν ακόμα ελεύθερες από τους κατακτητές. Με την υποστήριξη του εντόπιου πληθυσμού οι φυγάδες αυτοί δημιούργησαν νέα κρατίδια, που έσωσαν το Βυζάντιο από τον αφανισμό. Στη Μ. Ασία ιδρύθηκε με το Θεόδωρο Λάσκαρη, ένα γαμπρό του Αλεξίου Γ' Αγγέλου, η αυτοκρατορία της Νίκαιας, ενώ στην Δυτική Ελλάδα εδραιώθηκε η ηγεμονία της Ηπείρου με τον Μιχαήλ Άγγελο, έναν εξάδελφο των αυτοκρατόρων Ισαάκ Β' και Αλεξίου Γ'.

Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους

 

Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (25 Ιουλίου 1261)

Αφού ο βασιλιάς διέθεσε στον καίσαρα Αλέξιο Στρατηγόπουλο κάποια στρατιωτικά τμήματα, τον έστειλε στις δυτικές περιοχές, με σκοπό να εμπλακεί σε μάχη με τους αντιπάλους των Ρωμαίων που βρίσκονταν εκεί, με εντολή να πραγματοποιήσουν τα στρατεύματα του κάποια έφοδο κατά της Κωνσταντινούπολης, κάποια στιγμή που θα διέσχιζαν την περιοχή —καθώς ο δρόμος που οδηγεί προς τα εκεί περνά κοντά από την πόλη— και να επιχειρήσουν έφοδο ως τις πύλες των τειχών της, μήπως και καταπτοούσαν τους Λατίνους που βρίσκονταν μέσα στην πόλη. Εκείνη λοιπόν την εποχή συνέβη και κάτι χάρη στη θεία πρόνοια. Τότε δηλαδή είχε φτάσει στην Κωνσταντινούπολη από τη Βενετία ένα πάρα πολύ μεγάλο εμπορικό πλοίο των Λατίνων και είχε πάρει την εξουσία νέος διοικητής της πόλης, τον οποίο αποκαλούν ποτεστάτο, ένας άνδρας -όπως αποδείχτηκε- δραστήριος και ριψοκίνδυνος στις πολεμικές επιχειρήσεις· αυτός παρότρυνε όλους τους Λατίνους της Κωνσταντινούπολης να πολεμήσουν και τους έδωσε την εξής συμβουλή: «Πρέπει κι εμείς να μην περιοριζόμαστε μέσα στην πόλη και να προφυλάσσουμε την πόλη και τους εαυτούς μας, αλλά και να δραστηριοποιηθούμε κάπως εναντίον των Ρωμαίων, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίζουν το κράτος μας εντελώς περιφρονητικά». Τους έπεισε λοιπόν να επιβιβαστούν σε όσες τριήρεις διέθεταν και σε μερικά άλλα πλοία -κάτι πλοιάρια και δρόμωνες— και να πλεύσουν εναντίον του νησιού Δαφνουσία, μήπως και κατάφερναν να το καταλάβουν και ν' αξιώνονταν να ποριστούν λάφυρα από τους κατοίκους της. Έτσι άδειασε από ανδρικό πληθυσμό η πόλη κι έμειναν γυναίκες και νήπια κι ο δήθεν βασιλιάς της, ο Βαλδουίνος, μαζί με λίγους άντρες να ασκούν τη διοίκηση και να τη φρουρούν.

Ξαφνικά λοιπόν ο καίσαρ Αλέξιος Στρατηγόπουλος, εξορμώντας κατά τη διάρκεια της νύχτας, προσέγγισε την Κωνσταντινούπολη. Καθώς όμως είχε μαζί του και κάποιους άνδρες που προέρχονταν από την πόλη και γνώριζαν επακριβώς τι συνέβαινε σ' αυτήν κι αφού τους ρώτησε έμαθε ότι υπήρχε κάποια τρύπα στην περιφέρεια του τείχους της πόλης, από την οποία θα μπορούσε να εισχωρήσει στρατιώτης· χωρίς λοιπόν διόλου να χρονοτριβήσει, ανέλαβε την επιχείρηση. Και πέρασε από την τρύπα ένας και τον ακολούθησε άλλος, εκείνον ύστερα άλλος κι έτσι έγινε ως τον δέκατο πέμπτο· και σε σύντομο χρονικό διάστημα μπήκαν περισσότεροι άνδρες μέσα στην πόλη. Όταν όμως ανακάλυψαν κατά το τείχος της πόλης έναν απ' αυτούς που είχαν επιφορτιστεί με την υπεράσπιση του, σκαρφαλώνοντας και πιάνοντάς τον απ' τα πόδια κάποιοι από τους δικούς μας τον γκρέμισαν έξω από την πόλη. Οι υπόλοιποι, παίρνοντας στα χέρια τους αξίνες και σπάζοντας τις αμπάρες των πυλών, κατέστησαν απρόσκοπτη την είσοδο του στρατεύματος μας στην πόλη. Μ' αυτό τον τρόπο λοιπόν ο καίσαρ Στρατηγόπουλος κι όλοι όσοι, Ρωμαίοι και Σκύθες, τον ακολουθούσαν (γιατί το στράτευμα που βρισκόταν υπό τις διαταγές του από τα έθνη αυτά είχε συγκροτηθεί) βρέθηκαν μέσα στην πόλη. Αντίθετα, όσοι βρίσκονταν μέσα, συγκλονισμένοι από το αιφνιδιαστικό εγχείρημα, όπως μπορούσε ο καθένας αγωνιζόταν για την ατομική του σωτηρία. Και οι άνδρες κατευθύνονταν στα μοναστήρια και φορούσαν τα άμφια των μοναχών, για ν' αποφύγουν το θάνατο, ενώ οι γυναίκες φώλιασαν στις τρύπες των τειχών και κρύβονταν σε σκοτεινές και κρυφές στοές. Ο ηγεμόνας της πόλης πάλι Βαλδουΐνος κατευθύνθηκε, βιαστικά στο μεγάλο παλάτι.

Και οι Λατίνοι που είχαν μεταβεί στη Δαφνουσία, καθώς κι ο ποτεστάτος που ήταν μαζί τους, χωρίς να έχουν μάθει τίποτε για το τι συνέβη, κάνοντας την αντίθετη κίνηση επέστρεφαν στην πόλη, καθώς δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι εις βάρος του νησιού Δαφνουσία —γιατί κι αυτής τους κατοίκους τους προστάτευε ο θεός. Φτάνοντας λοιπόν ως τον ναό του αρχιστρατήγου των ουρανίων δυνάμεων Μιχαήλ, που βρίσκεται στο χώρο του λιμανιού, δεν είχαν πληροφορηθεί τίποτα εντελώς από όσα είχαν γίνει· μόλις έφτασαν όμως εκεί κι έμαθαν τα γεγονότα αυτά, κινήθηκαν βιαστικά, με σκοπό να εισβάλουν στην πόλη. Αλλά, όταν το αντιλήφτηκαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες, έβαλαν φωτιά στα σπίτια των Λατίνων που βρίσκονταν κοντά στην προκυμαία και τα πυρπόλησαν, πρώτα-πρώτα όσα ανήκαν στους Βενετούς κι έπειτα των άλλων εθνών, στην περιοχή των κατοικιών που είχε την προσωνυμία «κάμποι». Κι όταν οι στρατιώτες των Λατίνων είδαν την πόλη να καίγεται, γρονθοκοπώντας τα μαγουλά τους και παίρνοντας μαζί τους όσους μπόρεσαν στις τριήρεις τους και στα υπόλοιπα πλοία τράπηκαν σε φυγή, ενώ μια τριήρης αναχώρησε για το μεγάλο παλάτι και πήρε τον Βαλδουίνο, ο οποίος παρά τρίχα θα είχε συλληφθεί. Κι έτσι λοιπόν εκτυλίχτηκαν τα γεγονότα αυτά και χάρη στη θεία πρόνοια η Κωνσταντινούπολη βρέθηκε και πάλι υπό την εξουσία του βασιλιά των Ρωμαίων, όπως ήταν δίκαιο κι όπως έπρεπε [...], ενώ ήταν υπό εχθρική κατοχή 58 χρόνια.

Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή

 

Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος εισέρχεται στην Κωνσταντινούπολη

Στις 15 Αυγούστου ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη του Μ. Κωνσταντίνου. Στα 57 χρόνια της λατινικής κυριαρχίας η Κωνσταντινούπολη είχε χάσει το μεγαλείο και τον πλούτο της. Τη βάρβαρη λεηλασία του 1204 ακολούθησε συστηματική σύληση των βυζαντινών θησαυρών. Τα μεγάλα έργα τέχνης είχε διοχετεύσει η λατινική αυτοκρατορία στη Δύση γιατί με την αγωνία και την ένδεια, νόμιζε ότι χαρίζοντας τα θα διατηρούσε την εύνοια των δυτικών δυνάμεων. Οι εκκλησίες είχαν ερημωθεί από τους θησαυρούς και από τα άγια λείψανα τους και το ανάκτορο των Βλαχερνών βρισκόταν σε ερείπια. Παρά ταύτα ο βυζαντινός λαός πανηγύρισε με μεγάλο ενθουσιασμό το γεγονός.

Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους


Δεν υπάρχουν σχόλια: