πηγή: περιοδικό ΘΕΑΤΡΟ, τχ. 10 (1963) |
Η ΤΕΧΝΗ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΜΟΥ
ΙΣΤΟΡΕΙ Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΑΙΧΤΗΣ ΣΠΑΘΑΡΗΣ
Γνωστός για την τέχνη του και έξω από την Ελλάδα, ο παλιός, καλός καραγκιοζοπαίχτης Σωτήρης Σπαθάρης έγινε ακόμα πιο γνωστός με τ’ «Απομνημονεύματά» του, που για το γνήσιο λαϊκό τους ύφος εγκωμιάστηκαν από κορυφαίους πνευματικούς μας ανθρώπους. Τελευταία έγραψε για το «Θέατρο» μερικά ακόμα κομμάτια απ’ τη ζωή και την τέχνη του.
Στο σπίτι μου, το καλοκαίρι που έπαιζα Καραγκιόζη, όλα πήγαιναν καλά γιατί το εισιτήριο το είχα μια πεντάρα, κι όσο έπαιζα τόσο περισσότερος κόσμος ερχότανε, κι οι 10 πεντάρες που μάζευαν γινότανε 20, 30 και τις γιορτές και τα Σαββατοκύριακα 50 και 60. Μόλις έφευγε το καλοκαίρι, εγώ σκεφτόμουνα τι καλύτερα σαράγια και καραγκιόζηδες να φτιάξω κ’ έπαιρνα πάντα για παρέα τον αχώριστο φίλο και γείτονά μου το Χρήστο Κουμούση, που του ’χαν κολλήσει το παρατσούκλι «κουρέλας», γιατ’ ήτανε φτωχόπαιδο σαν και μένα κ’ η μάνα του ξενόπλενε σαν τη δική μου.
Η παρέα του μου είχε γίνει υποχρεωτική κι όταν παίζαμε με τ’ άλλα παιδιά της γειτονιάς, οι μανάδες τους μας διώχνανε και μας χτυπάγανε «φύγετε από δω κακορίζικα, ψειριάρικα και λιμάρικα». Σ’ αυτό μάλιστα είχανε δίκιο. Δε μας έφταναν τα ξένα κουρέλια που φοράγαμε κ’ απλυσιά μας, αλλά μόλις βλέπαμε κανένα παιδί να βαστάει στο χέρι του ψωμί, αμέσως του τ’ αρπάζαμε. Αν μάλιστα το ψωμί είχε απάνω ζάχαρη ή βούτυρο, τότε ήτανε που το παιδί που το κράταγε και δεν πρόκανε να φάει ούτε μια μπουκιά. Γι’ αυτό πολλά παιδιά, που είχαμε φάει ξύλο από τη μάνα τους, όταν βαστάγανε ψωμί κοιτάζανε μήπως είμαστε εμείς στο παιχνίδι και πρώτα τρώγανε το ψωμί τους κ’ ύστερα ερχόντουσαν. Μερικά όμως αφήνανε και λίγο στην τσέπη τους και κρυφά απ’ τ’ άλλα μας το δίνανε και το τρώγαμε.
Τώρα που γράφω θυμήθηκα που μια μέρα που έκανε ένα φοβερό κρύο κι όλα τα παιδιά είχανε λουμώξει σε μια προσηλιακή στρογέρα και παίζανε, μόλις ήρθε ο φίλος μου όλα τα παιδιά μπήξανε τα γέλια και τον κοροϊδεύανε, γιατί τα φρέσκα και ξένα παπούτσια που φόραγε ήτανε γυναικεία με ξύλινο τακούνι. Αυτός, αφού τον πήρε το παράπονο κ’ έβαλε τα κλάματα, έφυγε τρεχάτος με τα παπούτσια στο χέρι και τα πέταξε πάνω στη μάντρα της μάνας του. Εγώ, για να τον παρηγορήσω, του ’λεγα: «Σώπα ρε Χρήστο, άσε τους ψωροφαντασμένους, κι ας μη φοράμε εμείς παπούτσια. Για να μην κρυώνουμε, πάμε στο σπίτι μου να φτιάξουμε καραγκιόζηδες». Κάποια στιγμή, όμως, ακούσαμε νταούλια και πήγαμε τρεχάτα πίσω από μια αποκριάτικη γκαμήλα, για να φωνάζουμε κ’ εμείς όπως τ’ άλλα παιδιά «Ζήτω η Γκαμήλααααα».
Εγώ όλο το δρόμο δεν έπαψα να κοιτάζω πώς η γκαμήλα ανοιγόκλεινε το στόμα της και όταν πια απομακρύνθηκε και πήγε σε άλλη γειτονιά, παίρνω το φίλο μου και σε μια ώρα βρισκόμαστε πίσω από το μπαρουτάδικο, στο χαντακόρεμα, εκεί που πετάγανε τα ψόφια άλογα. Εκεί βρήκαμε ένα μικρό αλογίσιο κεφάλι. Το πήραμε και στο σπίτι μου εγώ το ’φτιαξα γκαμηλίστικο. Έτσι που, τραβώντας ένα σκοινί, ανοιγόκλεινε το στόμα του. Εκείνη τη μέρα το σπίτι μου εγιόμισε παιδιά. Άλλα φέρνανε τομάρια από κουνέλια, άλλα φέρνανε τσουβάλια, άλλα βελόνες και κλωστές και ό,τι άλλο χρειαζότανε για την γκαμήλα.
Την Κυριακή βγήκαμε βόλτα με την γκαμήλα στα σοκάκια της Αθήνας, που αν και φαινόταν πως ήταν παιδιάστικη, ήταν πολύ διασκεδαστική. Ο φίλος μου ο Κουρέλας ήταν ντυμένος μαύρος καμηλιέρης και χτυπώντας το τουμπερλέκι για να χορεύει η γκαμήλα της έλεγε μερακλίδικα τραγούδια: «Τα πουλιά σε τριγυρίζουν, σιναϊνά-σιναϊνά, για να σου πλέξουνε φωλιά, γκελ, γκελ σιναϊνά». Εγώ ήμουνα επιστάτης και, άμα ήθελα ν’ αλλάξω τα παιδιά που χορεύανε την γκαμήλα για να ξεκουραστούν, το έλεγα του καμηλιέρη κι αυτός, ενώ κτύπαγε γρήγορα το τουμπερλέκι, έλεγε «παιδιά, ζήτω ω ω ω ω, τώρα η γκαμήλα θα γεννήση». Έτσι, μ’ αυτό το κόλπο άλλαζε η βάρδια. Όταν φτάσαμε στη γειτονιά της Βλασσαρούς πεινάσαμε. Εκεί ήτανε η φτήνεια της Αθήνας. Σε πολλές γωνίες είχανε στημένα πρόχειρα τηγανιτζίδικα που ψήνανε μπακαλιάρο, συκωτάκια κ.λ.π. και μια ταμπέλα έγραφε «Μπακαλιαργιέν, συκωταργιέν και κουραμανιέν, μόνο με μια δεκαριέν». Ύστερα η γκαμήλα ξεκίνησε και, περνώντας από το Μοναστηράκι, Αγίους Ασωμάτους και Σφακτήρια, γυρίσαμε σπίτια μας. Την άλλη μέρα η γκαμήλα δεν βγήκε. Δεν την άφησε η γκρίνια του πατέρα μου που ήθελε να πάμε βόλτα.
Μια μέρα, μόλις ζύγωνε το Πάσχα, η μάνα μου μου λέει «Σωτήρη μου, ο γείτονάς μας ο κυρ-Στράτος μου είπε αν θέλεις να πας να τον βοηθήσεις που κάνει βαρελότα και τη Λαμπρή θα σου πάρει ρούχα. Αλλά κ’ εκεί ατυχία, γιατί σε λίγες μέρες αυτός, φτιάχνοντας τα βαρελότα, έκαψε τα χέρια του και επενέβη η Αστυνομία και του τα κατάστρεψε.
Την άλλη χρονιά, προτού έρθουν οι Απόκριες, τρεις άνθρωποι που θέλανε να κάνουν επιχείρηση με γκαμήλα, ρωτάγανε στη γειτονιά μου πού κάθεται αυτός ο μάστορης που φτιάχνει γκαμήλες. Εκείνη την ώρα εγώ γύριζα στο σπίτι με τον πατέρα μου κ’ οι γειτόνοι που μας είδανε τους είπανε: «Να που είσαστε τυχεροί· ο μάστορας είν’ αυτό το παιδάκι που φέρνει σβάρνα το γέρο». Αυτές τις λίγες μέρες που εγώ τους έφτιανα την γκαμήλα, με γλιτώσανε απ’ αυτή την απαίσια δουλειά που έκανα στη βόλτα με τον πατέρα μου.
Όταν ζύγωνε το Πάσχα, εγώ άρχισα να φτιάχνω βαρελότα. Μια μέρα έκαψα τα χέρια μου και τα μούτρα μου, αλλ’ οι γειτόνοι με λυπηθήκανε και δεν το μαρτυρήσανε στην Αστυνομία. Φαίνεται ήταν τυχερό μας να κάνουμε κ’ εμείς μια καλή Πασχαλιά με τα βαρελότα που πούλησα.
Από τότε, τρεις φορές κάθε χρόνο, το καλοκαίρι με τον Καραγκιόζη, τις απόκριες με την γκαμήλα και το Πάσχα με τα βαρελότα, ο μικρός Σωτηράκης έκανε να βράζει το οικογενειακό μας τσουκάλι πότε με καμιά πατσά και ποτέ με καμιά βοϊδοκεφαλή.
πηγή: περιοδικό ΘΕΑΤΡΟ, τχ. 10 (1963) |
Στα 1937 έγινε έκθεση στο άλσος Κηφισιάς. Την έκθεση την ετίμησε όλος ο καλός κόσμος. Η έκθεση έδινε βραβείο σε κείνον που ’χε τα καλύτερα άνθη. Είχε και διάφορα παιδικά παιχνίδια. Η επιτροπή μου ’πε να παίξω μια παράσταση για να τη διασκεδάσουν τα παιδάκια. Όταν ετοιμάσαμε το πάλκο, ήλθε μια κυρία και διατάζει να χαλάσει το πάλκο:
- Ο Καραγκιόζης δε θα παίξει.
Τότε επενέβησαν άλλαι κυρίαι, την περικάλεσαν να παίξει.
Αυτή λέει:
- Δεν είναι δυνατόν ν’ αφήσουμε τα παιδάκια ν’ ακούσουν τις ασχημίες του Καραγκιόζη και τα βρωμόλογά του. Αμέσως να χαλάσει.
Τότε της είπε μια άλλη κυρία:
- Εδώ θα παίξει ο Σπαθάρης, όστις είναι καλός άνθρωπος και καλός παίκτης.
Αυτή λέγει:
- Εγώ ξέρω πως ο Καραγκιόζης δεν μπορεί να κάνει παράσταση εάν δεν αισχρολογήσει.
Τότε εγώ σηκώνω περήφανα το κεφάλι και της λέγω:
- Ο Καραγκιόζης , κυρία μου, όταν παίζει, διδάσκει, δεν αισχρολογεί. Αυτόν που ακούσατε εσείς ήταν παλιάνθρωπος και επροσποιόταν τον Καραγκιοζοπαίχτη.
Όταν έπαιξα, η αυτή κυρία μου έδωσε συγχαρητήρια.
Τα άνωθεν ας γίνουν δίδαγμα των νέων καραγκιοζοπαιχτών και όλοι ενωμένοι ας σφίξουν τη γροθιά τους και ας πουν σ’ αυτούς που αισχρολογούν όταν παίζουν: «Να μην αισχρολογήσετε εις το εξής, γιατί αυτή η γροθιά θα σας τσακίσει».
*
Από το 1909, που έγινα καραγκιοζοπαίχτης, είδα πως ο Καραγκιόζης ήταν το οικογενειακό και πατριωτικό θέατρο όλου του ελληνικού λαού. Σ’ αυτό είχαν συντελέσει προπαντός οι παραστάσεις του αείμνηστου Μίμαρου. Από τότε ο Καραγκιόζης πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στην πατρίδα μας κι ακόμα πιο πολλές στη θρησκεία μας. Από το 1923, που η τέχνη του Καραγκιόζη ήταν στις μεγάλες της δόξες, μέχρι το 1947 σ’ όλη την Ελλάδα έπαιζαν 140 καραγκιοζοπαίχτες του σωματείου καραγκιοζοπαικτών και πολλοί άλλοι ερασιτέχνες.
Στις 30τόσες ηρωικές παραστάσεις που είχε η τέχνη του Καραγκιόζη έπρεπε να παίρνει μέρος κ’ η φιγούρα ενός σεβάσμιου ιερέα μ’ όλα τα διακριτικά του, με τα ράσα και το καλημαύχι του και το σημείον του σταυρού. Στο πρώτο μέρος της παράστασης ο Καραγκιόζης, που ήταν και ο πρωταγωνιστής του έργου, από τον παπά έπαιρνε τις εντολές και έπλεκε το σενάριο, γι’ αυτό η παράσταση γινόταν πιο όμορφη. Από την αρχή μέχρι το τέλος ο Καραγκιόζης τις εντολές του παπά τις μελετούσε με μεγάλη ακρίβεια, πότε θα γίνει η μάχη, ποια στιγμή θα σκοτωθεί ο τύραννος και πότε οι άγγελοι θα πουν τα ποιήματα για να στεφανώσουν τον ήρωα.
Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, όταν όλοι οι Έλληνες διψάγαμε για τη λευτεριά, το θάρρος και τον ενθουσιασμό γι’ αυτή τη μεγάλη ιδέα τα έδινε σ’ όλη την Ελλάδα και η τέχνη του Καραγκιόζη. Εγώ έπαιζα τότε στην Ερυθραία, στο Μαρούσι και στα «Παναθήναια» της Κηφισιάς κι όλες μου οι παραστάσεις ήσαν ηρωικές: «Αθανάσιος Διάκος», «Τζαβέλλας», «Μπότσαρης», «Κατσαντώνης», «Ανδρούτσος», «Το Σούλι» και πολλές άλλες. Η συγκίνηση που έδιναν οι παραστάσεις μου ήταν τέτοια που όλοι οι θεατές, μ’ αφάνταστο ενθουσιασμό και με βρεμένα τα μαντήλια από τα δάκρυα της λαχτάρας για τη λευτεριά, με χειροκροτούσαν. Στο τέλος της παράστασης, όταν όλη αυτή η ανθρωποθάλασσα έφευγε από τον Καραγκιόζη, οι θαυμαστές μου μου φώναζαν: «Σπαθάρη, έβγα από τη σκηνή σου και κοίτα· όλος αυτός ο κόσμος βαστάει στα χέρια τα δακρυσμένα μαντήλια του». Τότε εγώ έλεγα στον εαυτό μου με περηφάνια: «Να Σπαθάρη, αυτή είναι η αφάνταστη δύναμη που έχει ο άψυχος θίασός σου».
Πολλές φορές μερικοί φίλοι μου χαρούμενα αλλά και φοβισμένα μου λέγανε: «Απόψε Σπαθάρη, είχες και θεατές Γερμανούς. Όσοι περνάγανε και ακούγανε τα χειροκροτήματα μπαίνανε κι αυτοί μέσα. Εμείς Σπαθάρη έχουμε τη γνώμη πως πρέπει να πάψεις να παίζεις τέτοιες παραστάσεις γιατί, αλλιώς, κάποια μέρα θα φας το κεφάλι σου». Αυτά μου λέγαν οι φίλοι μου κ’ εγώ θα τους άκουγα, αν μπορούσα να κρατήσω τον εαυτό μου την ώρα που έπαιζα να μη δακρύζει και αυτός μαζί με τους θεατές μου.
πηγή: περιοδικό ΘΕΑΤΡΟ, τχ. 10 (1963) |
Μια μέρα μου είπαν πολλοί συνάδελφοί μου: «Κυρ’ Σωτήρη, σε θέλει ο Μόλλας». Αφού επήγα στο σπίτι του και με τράταρε ένα κομμάτι χαρουπόπιτα που εβρέθη εκεί, μου λέγει: «Τρώγε, Σωτήρη, και μη μιλάς διόλου, αφού η κατοχή μας εκατάντησε έτσι».
Αφού όλοι φάγαμε, μου είπε: «Σωτήρη, ο Μανωλόπουλος εκάρφωσε στο Μαρούσι, εσύ στην Κηφισιά, εγώ δεν εκάρφωσα ακόμα. (Κάρφωμα ελέγαμε εμείς οι παλιοί τη δουλειά). Ο καημένος ο Μανωλόπουλος, ας είναι καλά, μου παραχωρεί την Παρασκευή για να παίξω. Μόνο φόρο και αποσοστά του θεατρώνη του θα δώσω. Αυτό ήθελα να παρακαλέσω κ’ εσένα· να μου ’δινες καμιά μέρα». Εγώ του είπα: δίχως να συνεννοηθώ με το θεατρώνη μου διάλεξε όποια μέρα θέλεις. Αφού επίμενε να εκλέξω εγώ, του έδωσα το Σάββατο. Αυτά τα λόγια τα είπα του Μόλλα, γιατί ο μακαρίτης σε πολλές δύσκολες περιστάσεις με βοήθησε· όχι μόνο εμένα αλλά και όλους τους συναδέλφους. Ο θάνατος του Αντώνη Παπούλια ή Μόλλα ήταν μια πολύ μεγάλη απώλεια για το Σωματείο Ελλήνων καραγκιοζοπαικτών.
Αφού ήπιαμε κι άλλο τσιγάρο, γιατί καφές τότε δεν υπήρχε, τους χαιρέτησα κ’ έφυγα. Ενώ το βράδυ έπαιζα, ερεκλαμάρισα επί λέξει: «Το Σάββατο: Ο Αρκουδογιάννης με τον άριστο καραγκιοζοπαίχτη, Αντώνιο Μόλλα». Την άλλη μέρα διαφημίσεις κλπ. Το Σάββατο, αφού ήρθε και ετελείωσε την παράσταση, την οποία οι θεατές εχειροκρότησαν επανειλημμένως, του κάναμε το τραπέζι σ’ ένα εστιατόριο και αφού τον πήγα στο κατάλληλο σπίτι του θεατρώνη μου για ύπνο, έφυγα. Την άλλη μέρα, πριν ο Μόλλας ξυπνήσει, εγώ έπεισα το θεατρώνη μου να παίξει ο Μόλλας και την Κυριακή. Ο θεατρώνης μου μου είπε πως του είπε ο Μόλλας πως με τον Σπαθάρη είμεθα πολλά χρόνια φίλοι, και τι φίλοι, μπέσα για μπέσα. «Όλοι λένε πως είναι άριστος τεχνίτης. Εγώ δεν έτυχε να τον ακούσω. Εσύ τι λες;»
- Κύριε Αντώνη, ο Σπαθάρης είναι ψυχή καλή, αλλά και άφταστος παίκτης.
Αφού εβγάλαμε πρόγραμμα πως ο Καραγκιόζης θα παίξει δύο παραστάσεις, απογευματινή ο Ε. Σπαθάρης, ώρα 4 – 6, τον «Προφήτη», βραδινή ο Μόλλας, ώρα 8 - 10, τον «Διάκο», τον πήρα στο σπίτι μου και αφού φάγαμε και ξαπλώσαμε λιγάκι, το απόγεμα πάμε εις τον Καραγκιόζη ώρα 4. Ο γιος μου έπαιζε τον «Προφήτη». Εγώ και ο Μόλλας εκαθόμαστε κοντά στο ταμείο. Ο Μόλλας με περικάλεσε να μην κάνω θόρυβο, γιατί του έκανε εντύπωση το παίξιμο του γιου μου. Όταν τελείωσε η παράσταση, ο Μόλλας του είπε: «Μπράβο Ευγένιε. Εσύ με τη φόρα που έχεις πάρει, άμα μεγαλώσεις θα μας περάσεις όλους».
Το βράδυ, όταν έπαιξε τον «Διάκο» ο Μόλλας, οι θεαταί τον εχειροκρότησαν επανειλημμένως. Αφού τελείωσε η παράσταση, του δώσαμε όλη την είσπραξη του Σαββάτου, πλην του φόρου, και της Κυριακής. Μόνον ο θεατρώνης πήρε τα αποσοστά του. Το πρωί τον βάλαμε στο αυτοκίνητο κ’ έφυγε για την Αθήνα.
πηγή: περιοδικό ΘΕΑΤΡΟ, τχ. 10 (1963) |
Το χειμώνα του 1943 πήρα τον τραγουδιστή του Ευγένιου, Καράμπαλη, και πήγαμε να παίξουμε στα Κιούρκα. Παίξαμε, αλλά τη νύχτα κάναμε μαύρο ύπνο απάνω σ’ έναν πάγκο. Στο μαγαζί, το τσιμέντο ήταν βρεμένο απ’ τα νερά. Όλη νύχτα τρέμαμε σαν τους σκύλους. Δύο ώρες πριν ξημερώσει σηκωθήκαμε και μαζέψαμε τα πράγματά του Καραγκιόζη και με το πρώτο αυτοκίνητο φύγαμε. Εμένα αμέσως η κυρά μου μ’ έτριψε, μου ’ριξε βεντούζες και μου ’λεγε φουρκισμένα: «Γέρασες, κακομοίρη, και ακόμα μυαλό δεν έβαλες. Ακόμα θέλεις να παίζεις Καραγκιόζη και δεν κοιτάς που ’χεις γίνει ένα σαράβαλο. Εγώ της ορκίστηκα πως δεν θα τον ξαναπιάσω στα χέρια μου, αλλά σε κανα - δυο βδομάδες ξεμυαλίστηκα πάλι με τον Καράμπαλη και πάμε σ’ ένα χωριό της Κορίνθου, Χασάναγα. Αν και ήτανε Σάββατο βράδυ, στον Καραγκιόζη δεν ήρθε κανένας γιατί όλο το χωριό πείναγε. Επειδή είπαμε να παίξουμε αύριο, που ήτανε Κυριακή κ’ ίσως βγάζαμε το ελάχιστο, τα ναύλα μας, είπα στον Καράμπαλη να με πάει στο άλλο χωριό που ’παιζε ο Καρεκλάς, γιατί ήθελα ν’ ακούσω το παίξιμό του. Αυτός, για να πάμε πιο γρήγορα, με πάει από ’να μονοπάτι, αλλά από ’κει εχαθήκαμε κι αντίς για χωριό βρεθήκαμε μέσα σ’ ένα νεκροταφείο, κι αφού εγώ βλαστήμαγα την τύχη μου κι αυτόνε, που βρέθηκε μπροστά μου, αλλάζουμε δρόμο. Τότες αρχίσανε τα μεγάλα βασανιστήρια για μένα, γιατί πάνω από μια ώρα περπατάγαμε μ’ όλο το παπούτσι στη λάσπη, κι άμα δε με βάσταγε αυτός από το χέρι θα ’μενα μέσα στη λάσπη. Όταν πια βγήκαμε στον καλό δρόμο, αυτός αφού έκλαιγε και με σκούπιζε, μου ’λεγε συχώρεσέ με μπάρμπα-Σωτήρη. Κι ο Καρεκλάς δεν έπαιξε, γιατί κι αυτό το χωριό είχε πείνα. Αμέσως μου βγάλανε τις λάσπες από τα παπούτσια και μου δώσανε κάλτσες. Με βάλανε και κοιμήθηκα, γιατί με πόναγε η μέση μου από το πάλεμα της λάσπης. Την άλλη μέρα, στο Χασάναγα που παίξαμε, κάναμε 30 εισιτήρια.
Επειδή το χωριό δεν έχει ξενοδοχείο, ένα παλικάρι παντρεμένο με δυο παιδάκια με πήρε στο σπίτι του για να κοιμηθώ. Όταν τον άκουσα να λέει της γυναίκας του «βάλε μας τίποτα να φάμε με τον κυρ-Σωτήρη» και αυτή του λέει «δεν έχουμε ούτε φαΐ ούτε ψωμί», εγώ, για να διορθώσω τα πράγματα, ζήτησα ένα ζεστό. Αλλά κι αυτό δεν το ’πια γιατί δεν είχαν ζάχαρη. Τότες αυτός μου λέει εάν θέλω ένα τσιγάρο από καπνό που ’χε κόψει με το μαχαίρι. Αλλά για τσιγαρόχαρτο, φημερίδα. Εγώ το ψευτοκάπνισα για να μην τον προσβάλλω. Το πρωί φύγαμε. Αλλά εγώ αυτό το ταξιδάκι που ’κανα το 1943 με τον Καραγκιόζη μου και κοψομεσιάστηκα, και με τη μεγάλη δυστυχία του λαού μας που ’δα, θα το θυμάμαι μέχρι ν’ αποθάνω.
Καραγκιοζοπαίχτης Σωτήρης Σπαθάρης
Από το περιοδικό ΘΕΑΤΡΟ, τχ. 10 (1963)
πηγή: σχόλιο σε ανάρτηση του Ν. Σαραντάκου
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου