Κυριακή 7 Ιουλίου 2024

Ο Ξενόπουλος, ο "Πειρασμός", ένα τέχνασμα και μια παρεξήγηση

Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867 − 1951). Πηγή: Βικιπαίδεια


Για την Κυβέλη1 τον ίδιο χρόνο2 έγραψα τη «Ραχήλ». Είναι ένα τρίπρακτο δράμα, γραμμένο απευθείας -όχι δηλαδή από μυθιστόρημα σαν τα δύο προηγούμενα- κι εμπνευσμένο από τα «εβραϊκά» της Ζακύνθου, τις αντισημιτικές ταραχές του 1891, που της εξιστόρησα αργότερα και στο μυθιστόρημα «Μεγάλη Περιπέτεια», δημοσιευμένο στ’ «Αθηναϊκά Νέα» το 1937.

Η Κυβέλη είχε αφήσει πια το «Πανελλήνιο» κι έπαιζε στο θέατρο της, το ιστορικό, στην οδό Πεσμαζόγλου. Στο θίασό της, εκτός από τον Παπαγεωργίου, είχαν προσληφθεί ο Εδμόνδος Φυρστ, ο Λεπενιώτης, ο Χρυσομάλλης κι άλλοι καλοί ηθοποιοί. Και θυμούμαι ακόμα τον ενθουσιασμό τους, όταν τους διάβασα το νέο μου έργο· με σήκωσαν στα χέρια! Κι ο ίδιος ο Λεπενιώτης, ο εχθρός των «ελληνικών», είχε ενθουσιαστεί. Κι η Κυβέλη, που βαρέως έφερε την επιτυχία της Μαρίκας3 στη «Στέλλα Βιολάντη», είδε με χαρά πως η «Ραχήλ» θα την έβαζε κάτω. «Κι έτσι πρέπει, μου έλεγε· κάθε νέο σας έργο, να είναι ανώτερο από τα προηγούμενα».

Και το έργο ήταν. Γι’ αυτό δεν είχα και δεν έχω καμία αμφιβολία. Ακόμα και σήμερα ο Λάσκαρης θεωρεί τη «Ραχήλ» σαν το καλύτερό μου έργο. Αλλά λογαριάζαμε χωρίς τον ξενοδόχο. Και σ’ αυτή την περίσταση ήταν οι δημοσιογράφοι, οι κριτικοί, οι ηθοποιοί των άλλων θεάτρων κι οι καλοθελητές. Είχα δυο πρόσφατες μεγάλες επιτυχίες, δεν ήταν δυνατό να μου ανεχτούν, να μου επιτρέψουν και τρίτη. Στην πρώτη παράσταση θορύβησαν αρκετά, προσπαθώντας να μειώσουν την εντύπωση του κόσμου, που χειροκροτούσε όπως πάντα. Και την επομένη έγραψαν όσες κακίες κι ανοησίες μπορούσαν. Η «Ραχήλ» έπρεπε να πέσει. Έτσι όλοι, σκυλιά μονάχα. Και ναι μεν δεν μπόρεσαν να ρίξουν το έργο -ποτέ δε ρίχνεται ένα έργο που αξίζει- το πλήγωσαν όμως αρκετά. Αλλ’ αδιάφορο. Το χειμώνα η Κυβέλη με το θίασό της πήγε στην Πόλη. Κι εκεί η «Ραχήλ» εθριάμβευσε.

Κι εξακολούθησα να δίνω της Κυβέλης από ένα έργο το χρόνο. Και για το επόμενο καλοκαίρι της έγραψα τον «Πειρασμό».

Μια πολύ όμορφη και πονηρή δουλίτσα, Κηφισιώτισσα, είχε αναστατώσει εκείνο τον καιρό ένα πολύ γνωστό μου σπίτι, όπου όλοι οι άρρενες τρελάθηκαν από έρωτα και όλες οι γυναίκες από ζήλια. Από το περιστατικό αυτό βγήκε η τετράπρακτη κωμωδία μου. Ο Θεοδωρίδης4, όταν τη διάβασε, μου εξέφρασε μεγάλους ενδοιασμούς: καλό το θέμα, αλλά δεν το είχα εκμεταλλευτεί. Εγώ είχα πεποίθηση για την επιτυχία. Επειδή όμως φοβήθηκα, μην ξαναπάθαινα ό,τι και με τη «Ραχήλ», σκέφτηκα να δώσω τον «Πειρασμό» με άλλο τίτλο, «Ένα σπίτι άνω-κάτω», και σα μετάφραση τάχα ξένου έργου, κάποιου G. Fremd -γερμανικά Fremd θα πει Ξένος. Έτσι κι έγινε. Και χάρη στο αθώο τέχνασμα, έλειψαν από την πρεμιέρα όλα εκείνα τα ζιζάνια, που πήγαιναν συνήθως για να ρίχνουν τα ελληνικά έργα. Το κοινό αφέθηκε ήσυχο, ανεπηρέαστο, να κρίνει. Και, παρά τους ενδοιασμούς του Θεοδωρίδη, η επιτυχία ήταν μεγάλη. Όχι πια πράξη, αλλά ούτε σκηνή δεν έμεινε που να μη χειροκροτηθεί.

Αλλά ένα πολύ δυσάρεστο επεισόδιο έκοψε και τη χαρά των ηθοποιών και τη δική μου. Μετά την παράσταση, μια φιλική οικογένεια της Κυβέλης -ο στρατηγός κι η κυρία Μαυρογένη, με τη μικρή τότε κόρη τους Αλεξάντρα, ανέβηκαν στη σκηνή να τη συγχαρούν. Ήμουν κι εγώ με τη γυναίκα μου. Και δεν ξέρω πώς, μια στιγμή που η κυρία Μαυρογένη έλεγε στην Κυβέλη «τι ωραία, τι θαυμάσια που παίζατε», εγώ είπα «μα ήταν και ο ρόλος». Δεν το είπα βέβαια για να μειώσω την επιτυχία της πρωταγωνίστριάς μου και να την κάμω όλη δική μου. Εννοούσα απλώς πως ο ρόλος ήταν του είδους της κι αυτό ήταν ένας λόγος παραπάνω για να τον παίξει τόσο «ωραία και θαυμάσια». Αλλά η Κυβέλη, με την προκατάληψη πάντα πως πήγαινα κόντρα της -γιατί και με τη «Φωτεινή Σάντρη» είχαμε πολλά μικροεπεισόδια- παρεξήγησε κι αυτή τη φορά φοβερά.

Πήρα το χειρόγραφό μου κι έφυγα χωρίς λέξη. Όχι τόσο από περηφάνια, όσο από τη συναίσθηση πως κάθε εξήγηση, εκείνη την ώρα, θα ήταν μάταιη. Έπειτα είχα και την ιδέα πως οι άνθρωποι που μου φέρνονταν έτσι, έκαναν περισσότερο κακό στον εαυτό τους παρά σε μένα. Να πετούν, για ένα λόγο, έργο που λογάριαζαν πως θα ’κανε πενήντα παραστάσεις, μα ήταν και να τους λυπάται κανένας. Κι έφυγα χωρίς να… μισήσω την Κυβέλη.

Από την ίδια βραδιά, είχε μαθευτεί πως το «Ένα σπίτι άνω-κάτω» ήταν ο «Πειρασμός» μου υπό μάσκα. Είχε μαθευτεί επίσης, κι από την άλλη μέρα σχολιαζόταν ευρύτατα, το επεισόδιό μου με την Κυβέλη. Αλλά πέρασε μια βδομάδα και το έργο δεν ξαναδόθηκε. Επιτέλους ο θυμός της Κυβέλης έπεσε. Η πρώτη είχε δοθεί Δευτέρα. Την Παρασκευή ήρθε στο σπίτι μου ο Παπαγεωργίου να μου ζητήσει εκ μέρους του Θεοδωρίδη το χειρόγραφο. Και την άλλη Δευτέρα, ο «Πειρασμός» ξανανέβηκε με τον τίτλο του και με τ’ όνομά μου.

Γρηγόριος Ξενόπουλος, Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα, αυτοβιογραφία, σελ.431-434

(τηρήθηκε η ορθογραφία και η στίξη του πρωτότυπου).

 

Σημειώσεις:

1. Η Κυβέλη Αδριανού (1888 - 1978) ήταν σπουδαία ελληνίδα ηθοποιός. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να διαβάσετε στο άρθρο της Βικιπαίδειας.

2. Το 1909.

3. Η Μαρίκα Κοτοπούλη ήταν μεγάλη ελληνίδα ηθοποιός (1887 - 1954). Περισσότερα στο άρθρο της Βικιπαίδειας.

4. Ο Κώστας Θεοδωρίδης ήταν θεατρικός επιχειρηματίας και δεύτερος σύζυγος της Κυβέλης.

 

 ❦

Δεν υπάρχουν σχόλια: