Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

Πώς ο Ξενόπουλος έγραψε τη "Στέλλα Βιολάντη"

Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951). Πηγή: Βιβλιονέτ

Από τους πρώτους που ο Μιχαηλίδης1 ζήτησε συνεργασία ήμουν κι εγώ. Και του υποσχέθηκα ένα μεγάλο διήγημα για το πρώτο τεύχος. Ήταν ο «Έρως Εσταυρωμένος», το δράμα της Στέλλας Βιολάντη. Εκείνο τον καιρό, είχε συμβεί κάτι τέτοιο σ’ ένα αστικό αθηναίικο σπίτι: ψιθυριζόταν πως έν’ από τα κορίτσια αυτού του σπιτιού δεν πέθανε από αρρώστια, όπως είπαν, παρ’ από την κακομεταχείριση που της έκαναν οι γονείς της και τ’ αδέρφια της, επειδή επέμενε να πάρει κάποιον που αγαπούσε. Ήξερα πως στην Πάτρα, λίγο παλιότερα, έν’ άλλο δυστυχισμένο κορίτσι πέθανε φυλακισμένο, για την ίδια αιτία, στη σοφίτα του πατρικού σπιτιού. Τέτοια, τον παλιό καιρό, ήταν συνηθισμένα και στη Ζάκυνθο. Υπήρχαν αστικά, κι αριστοκρατικά ακόμα σπίτια, που όταν ένα ερωτευμένο κορίτσι, με κάποια θέληση, τολμούσε ν’ αντισταθεί στους γονείς που εννοούσαν να το παντρέψουν με άλλον, υπόφερε μαρτύρια. Απ’ όλ’ αυτά, που μου τα θύμισε το περιστατικό που είπα, μου ήρθε η ιδέα να πλάσω μια ανάλογη ζακυνθινή ιστορία. Για το σκληρό πατέρα, τον Παναγή Βιολάντη, είχα μοντέλο κάποιον Ζακυνθινό που ήξερα. Και για τη μητέρα, την υποταγμένη τέλεια στη θέληση του αντρός της, και για την καλή θεία Νιόνια, και για τον κακό αδερφό, και για το δειλό και άπιστο Χρηστάκη Ζαμάνο, βρήκα μοντέλα στις ζακυνθινές μου αναμνήσεις. Μόνο για το κορίτσι δεν είχα. Πώς έπρεπε να είναι η ηρωίδα μου; ποιον τύπο ταίριαζε να της δώσω;

Δυο-τρία χρόνια πρωτύτερα, είχα γνωρίσει, νεαρότατη τότε, τη ζωγράφο Σοφία Λασκαρίδου. Ήταν μια ωραιότατη κοπέλα, μαυρομάτα, ψηλή, λυγερή, κάτασπρη, που η φυσιογνωμία της μαρτυρούσε δύναμη, θέληση και πείσμα. Πήγαινα συχνά στο σπίτι της, στην Καλλιθέα, τριγύριζα μαζί της στον κήπο, προσέχοντας να μην πατώ τις… αγκινάρες της, και τη θαύμαζα τόσο, και σαν καλλιτέχνιδα και σα γυναίκα, που θα της έκανα και κόρτε αν δεν ήμουν ερωτευμένος με την Τίτα… Τον καιρό λοιπόν που σχεδίαζα τον «Εσταυρωμένο Έρωτα» και ζητούσα μοντέλο για τη Στέλλα, φαντάστηκα πως αν η Σοφία Λασκαρίδου είχε έναν πατέρα σαν τον Παναγή Βιολάντη, έτσι δυνατά κι αυτή θα του αντιστεκόταν. Η Στέλλα μου έπρεπε να ’χει το εξωτερικό της Σοφίας Λασκαρίδου όταν ήταν είκοσι χρονών. Αυτό μόνο θα της ταίριαζε. Και χωρίς βέβαια να της ζητήσω την άδεια, πήρα την αγαπητή μου φίλη για μοντέλο. Περιγράφοντας την ηρωίδα μου, τη Σοφία Λασκαρίδου είχα μπροστά μου. Αυτή είναι η Στέλλα Βιολάντη. Κι όλη η συμπάθεια που δείχνω στην ηρωίδα μου αυτή, προέρχεται χωρίς άλλο από τη συμπάθεια που μου ενέπνεε τότε το μοντέλο μου.

Έτσι γράφτηκε ο «Έρως Εσταυρωμένος» μ’ ένα εξαιρετικό κέφι, που μου το ’δινε ακόμα κι η «ζύμωση» γύρω στο νέο περιοδικό. Έδωσα το χειρόγραφο στο Μιχαηλίδη, κι ο Κουρτίδης, σαν επιμελητής της ύλης, το πήρε σπίτι του να το διαβάσει. Την άλλη μέρα το επέστρεψε εγκεκριμένο και σε μένα είπε πως του άρεσε πολύ. Αλλά δεν έμελλε να δημοσιευτεί στο πρώτο τεύχος των «Παναθηναίων», ούτε στο δεύτερο, ούτε στο τρίτο… Γιατί όταν το διάβασε ύστερα ο Μιχαηλίδης, δε βρήκε του γούστου του μερικές φράσεις, και μου απαίτησε να τις αλλάξω -θυμούμαι τώρα ένα «κάθησε στ’ αυγά σου», που του φάνηκε… σόκιν! Έγινα έξω φρενών. Δεν εννοούσα επέμβαση στο κείμενό μου από κανένα. Ή θα δημοσιευόταν χωρίς ν’ αλλαχτεί ούτε γιώτα, ή θα το ’παιρνα πίσω. Θύμωσε κι ο Μιχαηλίδης.

- Δεν είμαι κανένας λούστρος, μου είπε. Μπορώ κι εγώ, σα διευθυντής του περιοδικού μου, να έχω μια γνώμη και να κάμω μια παρατήρηση.
- Οι παρατηρήσεις σου είναι γελοίες, αντέταξα. Ένας Δροσίνης, όταν εργαζόμουν στην «Εστία»2 δε μου άλλαξε ποτέ το παραμικρό.

Στην οδό Φιλελλήνων, στο κομψό γραφείο των «Παναθηναίων», με τα ελληνικά έπιπλα που είχε κάνει ο Θωμόπουλος -καλλιτέχνης επιπλοποιός, αδερφός του ζωγράφου και γλύπτη- έγινε αυτή η βίαιη σκηνή. Κανένας μας δεν υποχωρούσε. Στο τέλος πήρα το χειρόγραφό μου κι έφυγα. Και το πρώτο τεύχος του περιοδικού βγήκε χωρίς τ’ όνομά μου.

Μου κακοφαινόταν πολύ, ζήλευα τους άλλους, το μετάνιωνα που είχα καταφέρει να μείνω απέξω, κι όταν έβλεπα μάλιστα τις φωτεινές ρεκλάμες, τη λέξη «Παναθήναια» να λάμπει στα τόξα της πλατείας του Συντάγματος και της οδός Σταδίου -ποτέ περιοδικό είχε βγει με τόση πομπή;- μου ’ρχόταν να γράψω του Μιχαηλίδη πως υποχωρώ. Τι, σπουδαίο ήταν ν’ αλλαχτούν δυο-τρεις φράσεις; Το Παρίσι δεν άξιζε πάντα μια λειτουργία;…3 Μα δε μ’ άφηνε να το κάμω το φιλότιμο. Ευτυχώς για μένα, φάνηκε υποχωρητικός ο Μιχαηλίδης. Μετά τέσσερις μήνες τα ξαναφτιάσαμε. Και στο τεύχος της 1ης Φεβρουαρίου 1901 άρχισε η δημοσίευση του «Εσταυρωμένου Έρωτος», που τέλειωσε στο τεύχος της 1ης Μαρτίου.

Ήξερα πως το νέο μου αυτό διήγημα, ανώτερο απ’ όλα τα προηγούμενα, θα ’κανε και μεγαλύτερη εντύπωση. Δε φανταζόμουν όμως πως θα ’κανε και τόση. Μόλις τέλειωσε η δημοσίευσή του στο περιοδικό, με γέμισε χαρά και περηφάνεια το ποίημα που μου έστειλε χειρόγραφο ο Παλαμάς: Στέλλα Βιολάντη -στον κ. Γρ. Ξενόπουλο, αφού διάβασα τον «Έρωτα Εσταυρωμένο».

Ψυχή του θρήνου
του μαρτυρίου και της θυσίας
Στέλλα Βιολάντη…

Το θεώρησα μεγάλο πράγμα να εμπνευστεί ποίημα από ένα πεζογράφημά μου ποιητής σαν τον Παλαμά. Και ποιος να μου ’λεγε τι απήχηση θα ’χε μια μέρα σ’ όλο τον Ελληνισμό, όταν θα το απάγγελνε, στην Αθήνα και στις περιοδείες της, η Μαρίκα Κοτοπούλη με την υπόκρουση του Καλομοίρη!... Έγραψα αμέσως στον ποιητή να τον ευχαριστήσω και να του ζητήσω την άδεια να βάλω το ποίημά του, σαν πρόλογο, όταν θα ξανατύπωνα τον «Εσταυρωμένο Έρωτα». Μου την έδωσε. Και το 1903 το διήγημα ξανατυπώθηκε μαζί με άλλα, στη Δεύτερη Σειρά των «Διηγημάτων» μου…

Άλλη αφάνταστη τιμή: Λίγες μέρες αφού κυκλοφόρησε το βιβλίο, η «Ακρόπολις»4 δημοσίευε κύριο άρθρο του Γαβριηλίδη με τον τίτλο «Στέλλα Βιολάντη». Εκείνο τον καιρό, βλέπετε, και μια πολιτική εφημερίδα μπορούσε να δημοσιεύσει κύριο άρθρο για το λογοτεχνικό βιβλίο της ημέρας. Ήταν ενθουσιώδες. Ο Γαβριηλίδης, που είχε καθιερώσει ως τότε πολλούς, καθιέρωνε και μένα. «Ό,τι είναι ο Παπαδιαμάντης για τη Σκίαθο -έγραφε- κι ο Καρκαβίτσας για μερικά μέρη του Μωριά, είναι κι ο Ξενόπουλος για τη Ζάκυνθο. Τα διηγήματά του σα μελίχρυσα μαντολάτα από το υπέρπυρο νησί». Από τη μέρα εκείνη ήμουν στην πρώτη γραμμή των Ελλήνων διηγηματογράφων. Από τη «Μαργαρίτα Στέφα», μέσα σ’ έξι χρόνια, είχα φτάσει στον «Εσταυρωμένο Έρωτα». Η πρόοδος ήταν μεγάλη.

Γρηγόριος Ξενόπουλος, Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα, αυτοβιογραφία, σελ.401-404

(τηρήθηκε η ορθογραφία και η στίξη του πρωτότυπου).

 

Σημειώσεις:

1. Ο Κίμων Μιχαηλίδης ήταν ιδιοκτήτης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Παναθήναια, το οποίο εκδιδόταν στην Αθήνα από το 1900 μέχρι το 1915.

2. Η Εστία ήταν ελληνικό καλλιτεχνικό περιοδικό του 19ου αιώνα.

3. Η φράση σημαίνει: ένας σπουδαίος σκοπός αξίζει μια υποχώρηση, έναν συμβιβασμό. Η φράση αποδίδεται στον Ερρίκο Δ΄, βασιλιά της Γαλλίας. Περισσότερες πληροφορίες στο άρθρο της Βικιπαίδειας.

4. Η Ακρόπολις ήταν αθηναϊκή εφημερίδα, που ιδρύθηκε το 1883 από τον Βλάση Γαβριηλίδη.


 ❦

Δεν υπάρχουν σχόλια: