Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

Διονύσης Σαββόπουλος, Παρέες - Στέκια

Διονύσης Σαββόπουλος (περιοδικό ΦΑΝΤΑΖΙΟ, 1971). Πηγή: LiFO


Υπήρχαν δύο μεγάλα στέκια στην Αθήνα: το ένα ήταν το Κολωνάκι και το άλλο ήταν η Φωκίωνος Νέγρη. Στο Κολωνάκι πήγαινε ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης, ο Λυκουρέζος, ο Γκάτσος, ο Βασιλικός και άλλοι. Μία διανόηση γύρω από την ελληνικότητα. Ήταν η κεντρική παρέα και γύρω απ' αυτή δημιουργούνταν άλλες παρέες μικρότερες, που είχαν ανάλογο πνεύμα. Νεότεροι ζωγράφοι, νεότεροι μουσικοί. Πηγαίναμε και εμείς στην κεντρική παρέα, της προσκολλήσεως βέβαια.

Στη Φωκίωνος Νέγρη πάλι ήταν ο Σακελλάριος, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Βέμπο, ο Ελληνικός Κινηματογράφος, ο Δαλιανίδης, οι ποδοσφαιριστές. Και πάλι γύρω τους νέοι. Η νεολαία στη Φωκίωνος Νέγρη πήγαινε στο Igloo, πήγαινε στην Quinta του Μουτσάτσου, που μετά παντρεύτηκε τη στριπτιτζού Ρίτα Κάντιλακ. Κι ο Lucio Dalla εκεί έπαιζε. Σαξόφωνο. Η νεολαία εκεί άκουγε κυρίως ιταλικά τραγούδια, παράγγελνε πίτσες. Ενώ στο Κολωνάκι της μόδας ήταν τα ρεμπέτικα, Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, και έτρωγαν περισσότερο σουβλάκι.


Πρόσωπα

Κούνδουρος

Ο Κούνδουρος έτρωγε μακαρόνια άσπρα. Ο Γιώργος ο μακαρίτης καθόταν επί χρόνια στη Λυκόβρυση με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, για να έχει την εποπτεία της πλατείας. Κάθε μέρα τρεις η ώρα έστριβε τα μουστάκια και έτρωγε μία μακαρόνια άσπρα, χωρίς σάλτσα. Αφού τον ήξερε ο Αποστόλης, το γκαρσόνι, και μόλις τον έβλεπε του πήγαινε τη μακαρονάδα. Μία φορά άλλαξε, λέει «Μπιφτέκι». Του πάει το μπιφτέκι, περνάει εκείνη τη στιγμή ο κυρ-Γιάννης ο Τσαρούχης κι αφηρημένος δεν τον είδε. Του λέει ο Γιώργος «Τι έγινε, Γιάννη, δεν μας χαιρετάς τώρα;», και ο άλλος ετοιμόλογος: «Με συγχωρείς, δεν σε γνώρισα με το μπιφτέκι».

Ο Γιώργος είχε ανοίξει και το One στη Σκουφά. Τότε που έπιασε φωτιά η ντισκοτέκ στη Ρόδο, ξύπνησαν οι Αστυνόμοι και γύρναγαν να ελέγξουν αν τηρούνται οι κανονισμοί μέσα στα μαγαζιά. Μπαίνουν μέσα «πού είναι η έξοδος κινδύνου;», δεν είχε έξοδο κινδύνου, έμπαινες κι έβγαινες από μία πόρτα. «Πρέπει να υπάρχει έξοδος κινδύνου, αλλιώς αφαιρείται η άδεια», του λέει ο χωροφύλακας, «θα έρθουμε ξανά σε μία εβδομάδα». Πιάνει ο Κούνδουρος και γράφει «Έξοδος Κινδύνου» στην πόρτα. Στην ίδια, βεβαίως. Σε μια βδομάδα μπαίνουν άλλοι μέσα με τα χαρτιά και τα λοιπά, «Πού είναι η έξοδος κινδύνου;». «Να τη». «Και πού είναι η είσοδος;». «Δεν έχει»! Η αστυνομική διάταξη δεν έγραφε να έχεις είσοδο. Η διάταξη έλεγε να έχεις έξοδο και έξυναν τα κεφάλια τους, δεν ήξεραν τι να πουν.

Η «Στοά» του Κούνδουρου, οδός Ξάνθου, Κολωνάκι, πρέπει να ήταν το πρώτο μπαρ με μουσική στην Αθήνα. Κάναμε πρόγραμμα ο Λοΐζος, η Μαρία Φαραντούρη και εγώ - ήμασταν τρομερό πρόγραμμα. Αυτό είναι το 1964. Τη Μαρία, σαν πιο μικρή, την έφερνε η μαμά της. Καθόταν και την περίμενε μέχρι που να τελειώσει η παράσταση. Λέγαμε τα δικά μας τραγούδια, αλλά λέγαμε και από το «Άξιον Εστί», τους «Όρνιθες», Χατζιδάκι. Δεν τους πολυαρέσαμε όμως. Οι θαμώνες, δεν ξέρω, ήταν μπλαζέ, μάλλον τους ενοχλούσε αυτή η μουσική, θα προτιμούσαν κάτι περισσότερο σε τζαζ. Όμως, ήρθε ένας άλλος κόσμος, ένας κόσμος νεανικός, για τον οποίο έκανε μούτρα ο Κούνδουρος. «Δεν τους θέλω» έλεγε. «Μα γιατί; Αφού έχεις κόσμο». «Παιδί μου, τι κόσμο; Έρχονται από τις 9 το βράδυ, παίρνουν έναν καφέ και στις 2 η ώρα τους λες "τι θα πάρετε;". Και σου δείχνουν το σήμα των Λαμπράκηδων κάτω απ' το πέτο». Ότι είναι στο κόλπο. Σε στυλ «δικό μας μαγαζί».


Λοΐζος

Είχα να φάω δυο μέρες. Ξεκινάω με τα πόδια από την Ιπποκράτους, περνώ την Ομόνοια, ανεβαίνω την Πατησίων και φτάνω κάπου στην περιοχή Αττική, όπου ζούσε ο Μάνος και πάντα είχε κάτι να φας, διότι είχε τη Μάρω Λήμνου και όλο και κάποιο πιάτο φαγητό του πήγαινε, γιατί και αυτός στην ίδια κατάσταση με μένα ήτανε. Δυστυχώς, είχε αρρωστήσει η μάνα της, «έχει εξαφανιστεί από χτες», μου λέει, «δεν έχουμε τίποτα, μόνο τρεις δραχμές, πάμε στη γωνία». Πάμε στη γωνία και με τρεις δραχμές παίρνουμε από ένα ποτηράκι κρασάκι, λίγο τυρί και από ένα τσιγάρο χύμα. Τρώμε λοιπόν το τυράκι, πίνουμε το κρασάκι, καπνίζουμε το τσιγάρο μας, εντάξει. Με το που μπαίνουμε όμως μέσα στο σπίτι βλέπουμε ένα μικρό γιουβετσάκι. Στην απουσία μας πετάχτηκε η Μάρω, άφησε το γιουβετσάκι κι έφυγε. «Πω πω, γιουβέτσι» λέω. «Όχι», μου λέει ο Μάνος, «μην είσαι λαίμαργος, φάγαμε για μεσημέρι, τώρα αυτό θα το κρατήσουμε για το βράδυ». Εντάξει, πάει και το αφήνει στον νεροχύτη του πλυσταριού στην ταράτσα. Πέφτουμε για σιέστα και κάποια στιγμή σηκώνομαι εγώ ο πεινάλας να δοκιμάσω λίγο. Πάω στο πλυσταριό και τι να δω; Είχαν πλακώσει όλα τα μυρμήγκια της ταράτσας και είχαν πέσει μες στο γιουβέτσι. Αισθάνθηκα σαν να μου πήραν τ' όνειρό μου. «Τα βλέπεις;» του λέω. Είχε κάνει ένα τραγούδι τότε που λέει «Οι θεριστάδες τώρα φτάσανε» και το άλλαξε επί τόπου, «οι μερμυγκάδες τώρα φτάσανε».

Μια άλλη φορά πάλι έχω να φάω δυο μέρες, τάκα τάκα παίρνω δρόμο και φτάνω στο σπίτι του, μου λέει, «και εγώ δεν έχω τίποτε, όμως έχω έναν φίλο στην Κυψέλη που πάντα όλο και κάτι μου δίνει». Ξεκινάμε με τα πόδια, κάτι τεράστιες διαδρομές, και φτάνουμε λοιπόν στο σπίτι του φίλου στην Κυψέλη. Στη γωνία φτάνοντας βλέπουμε νεκρόκασα έξω από το σπίτι του, μπαίνουμε μέσα, αναμμένα τα φώτα, κλάματα ο φίλος του και τα λοιπά. Πέθανε ο μπαμπάς! Τώρα εμείς, σε αυτήν την κατάσταση, τι να πούμε; «Τι σου είναι ο άνθρωπος κ.τ.λ.», καθόμαστε μαζί με τους συγγενείς και τους φίλους, ακολουθούμε την κηδεία, τρώμε κάτι κόλλυβα, επιστρέφουμε στο σπίτι και χαιρετάμε «καληνύχτα, καλή παρηγοριά, να ζήσετε να τον θυμάστε» και όπως φεύγουμε γυρνάει σαν να το ξέχασε και να το θυμήθηκε μόλις ο Μάνος. «Μήπως έχεις ένα εικοσάρικο;». «Πώς, ευχαρίστως» είπε ο φίλος του και έδωσε το εικοσάρικο.


Κατσίμπαλης-Γκάτσος

Μάθαμε να μιλάμε από τα 4-5 χρόνια καφενείο που κάναμε. Στο καφενείο μέσα συζητάς τα πάντα, πολιτικά, αθλητικά, καλλιτεχνικά, σεξουαλικά και εξασκείσαι στην ατάκα. Αυτό κρατάει 4-5 χρόνια, στη φοιτητική ζωή και στο εργενιλίκι, μετά παντρεύεσαι και τέρμα. Άνθρωποι όμως σαν τον Χατζιδάκι ή τον Τσαρούχη, επειδή ήταν γεροντοπαλίκαρα, τράβηξαν 40 χρόνια θητεία στο καφενείο, όποτε είχαν γίνει πρυτάνεις, δεν πιάνονταν πουθενά. Εγώ πρόλαβα τον Κατσίμπαλη στον «Μαγεμένο Αυλό» στο Παγκράτι, που του είχε γράψει ο Μiller βιβλίο «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού». Θυμάμαι το καλοκαίρι του '64 ήμουν στη Μύκονο για μεροκάματο, έπαιζα κιθάρα στις Εννέα Μούσες του Ζουγανέλη, στις παλιές Εννέα Μούσες. Τελείωσε το καλοκαίρι, πήρα το πλοίο, τύχαμε σε θαλασσοταραχή και αντί να φτάσει στις δέκα, έφτασε κατά τα μεσάνυχτα. Αφήνω τη βαλίτσα μου σε μία σοφίτα που είχα και πάω και τους βρίσκω στο «Μαγεμένο Αυλό». Ήταν όλοι εκεί, και ο Κατσίμπαλης, με μπαστούνι, γιατί είχε ποδάγρα. Μαζί τους ήταν και δύο ελληνιστές μεταφραστές του Σεφέρη, ο Φράιερ και ο Κίλι, κι έλεγαν ότι γύρισαν από τη Μύκονο και κόντεψαν να πνιγούν και ότι, όταν έφτασαν, φίλησαν το χώμα που σώθηκαν. Προφανώς, ήταν στο ίδιο πλοίο με εμένα αλλά τα έλεγαν λίγο υπερβολικά. Ο δε Κατσίμπαλης, ο οποίος είχε τη μανία όταν ακούει κάτι υπερβολικό να διηγείται κάτι υπερβολικότερο, λέει «Ααα, αυτό δεν είναι τίποτα. Θυμάσαι, Νίκο;» και ρίχνει αγκωνιά στον Γκάτσο. Ο άλλος λέει «ναι, ναι» προετοιμασμένος για το παραμύθι που θα πει ο Κολοσσός. «Θυμάσαι στην Μπαρμπαριά;», «Τι;Τι, κύριε Γιώργο;» ρωτάνε οι δυο Αμερικάνοι. Και αρχίζει μία σινεμασκοπική διήγηση, ότι αποπλέουν δήθεν από τη Βόρεια Αφρική, σε φοβερή θαλασσοταραχή, και ο καπετάνιος αποδεικνύεται ανίκανος στη διακυβέρνηση του σκάφους και επεμβαίνει ο παράγων Κατσίμπαλης, ο οποίος διατάσσει να βάλουν τον καπετάνιο στην καμπίνα του και αναλαμβάνει προσωπικώς! «Και μας πετάει», λέει, «στο Γιβραλτάρ, αλλά το... αντιμάμαλο...», έβαζε μέσα και ναυτικούς όρους, «τους εκσφενδονίζει δήθεν νοτίως της Κρήτης». Ήταν έτοιμοι να πέσουν στους βράχους και κρατούσε το πλοίο ο Κατσίμπαλης! «Κανείς δεν έπαθε τίποτα, σήκωσαν μόνο τα μπατζάκια τους και βγήκαν από τα βραχάκια». Κάτι άλλα αντ' άλλων. Και, εν τω μεταξύ, έχουμε μείνει με το στόμα ανοιχτό. «Αφού ακόμα και τώρα μου στέλνουν κάρτες κάθε Χριστούγεννα, θυμάσαι, Νίκο;», «Ναι, ναι» απαντούσε ο Γκάτσος. «Κύριε Κατσίμπαλη, ευχαριστούμε που μας σώσατε, Αλβέρτος Αϊνστάιν». «Μα ήταν και ο Αϊνστάιν;». «Ναι, εκεί ήταν με μία πίπα, εγώ δεν τον πρόσεχα γιατί ήμουν στο τιμόνι». Ενθουσιασμένοι οι Αμερικάνοι, μέχρι που γράφουν καινούργιο βιβλίο. Πέφτει μία σιωπή, φεύγουν ένας-ένας, φεύγουν και οι Αμερικανοί και μένουμε κάτι λίγοι. Ο καημένος ο Γκάτσος, που του είχε ξανασυμβεί, φαίνεται, αυτό το πράγμα και τον ενοχλούσε, του λέει «Σε παρακαλώ, Γιώργο, εμένα άλλη φορά μη με ανακατεύεις». «Τι θες να πεις δηλαδή; Ήσουν ή δεν ήσουν;». «Ε, όχι, Γιώργο, όχι αφού επιμένεις και βέβαια δεν ήμουν». «Δεν ήσουν; Και τόση ώρα έλεγες ψέματα σε ξένους ανθρώπους;»!


Κουτρουμπούσης

Από την παρέα του περιοδικού «Πάλι», αγαπούσα πιο πολύ τον Κουτρουμπούση. Μου άρεζαν παρά πολύ τα κείμενά του. Ήταν σαν να διαβάζεις έναν Κόντογλου, αλλά πιο μοντέρνο, έναν Καραγκιόζη αλλά πιο μοντέρνο, ήταν υπέροχο. Αυτά τα κείμενά του τα διαβάζω και τα ξαναδιαβάζω ακόμα. Και ο ίδιος ήταν ένας άνθρωπος πολύ αυθεντικός. Πώς είναι ένας Έλληνας που έχει αφομοιώσει καλά αυτό που γίνεται έξω; Ήταν αυτός. Ένας πολύ δημιουργικός συνδυασμός δηλαδή ελληνικότητας και Δύσης.


Μακρής

Ο Μακρής, επίσης, μου ήταν πολύ αγαπητός, δεν έγραψε τίποτα, αλλά ήταν πολύ καλός ομιλητής και του άρεσε να κάνει πλάκες. Του άρεσε ένας καστανάς που καθόταν πάντα στη γωνία Κανάρη και Ακαδημίας. Ενδιαφερόταν ο Γιώργος τι κάνει ο καστανάς και αν έχει δουλειές. Είχαν γνωριστεί, είχαν γίνει φίλοι και σε μία δόση κάθισε ο Μακρής στη θέση του καστανά και φρόντιζε τα κάστανα, είχε μείνει ο καστανάς όρθιος. Οπότε περνάει ένας περαστικός ανύποπτος και κοιτάει, με περιέργεια μάλλον, αφού στη θέση του καστανά βλέπει έναν κύριο με γένια και δερμάτινο παλτό. Κοίταζε περίεργα. Λέει ο Μακρής «καλησπέρα σας», «καλησπέρα σας» λέει και ο κύριος. «Τι επιθυμείτε, κύριε; Μήπως θέλετε να σας χώσουμε αυτό το πυρωμένο σίδερο στον κώλο σας;». «Σας παρακαλώ, τι λέτε;». «Είπαμε, κύριε, αν θέλετε. Αν πάλι δεν θέλετε, καλησπέρα σας». Ο καημένος ο Μακρής το '68 ανέβηκε φουριόζος από τη σκάλα υπηρεσίας της πολυκατοικίας του και συνάντησε τη σπιτονοικοκυρά του στα σκαλιά: «Πού πάτε από 'δω, κύριε Μακρή;». «Μην ανησυχείτε, θα κατεβώ αμέσως» της είπε και φούνταρε. Έτσι αυτοκτόνησε ο Μακρής. Μάλιστα, θυμάμαι λίγες μέρες πριν, ενθουσιασμένος με τη γαλλική ταινία «Φλόγα που τρεμοσβήνει», ρώτησε τον Κωνστανταράκο τον σκηνοθέτη αν την είδε, και του λέει ο Κωνστανταράκος «Ναι, εσύ δεν αυτοκτόνησες ακόμα;». Να τι έγινε μετά.


Χρηστάκης

Ο Χρηστάκης ήταν ένας τύπος με μπερέ και με μούσι, σε στυλ Γάλλου ζωγράφου. Μετά πήγε προς το ανάρχ και έβγαζε το περιοδικό «Ιδεοδρόμιο». Με επισκέφτηκε μία φορά με ένα θεατρικό του έργο και με ρώτησε αν μπορώ να γράψω μουσική. Δεν μου άρεσε το έργο και του το είπα. Φαίνεται ότι μου το κράτησε, ψυχράθηκε έκτοτε. Μετά από χρόνια ο ηχολήπτης μου, ο Μαστοράκης, που βγάζει τώρα το «Εννέα», μέσα στην «Ελευθεροτυπία», είχε τους στίχους από το «Γιγανταιώρημα», έξι-επτά τραγούδια, που τα είδα ξαφνικά δημοσιευμένα σε περιοδικό του Χρηστάκη, νομίζω στο «Ιδεοδρόμιο». Εμένα δεν με πείραξε που τα είδα δημοσιευμένα, με πείραξε που είχαν λάθη και υπαινίχθηκα την ενόχλησή μου αυτή σε μία συνέντευξή μου αργότερα. Όταν βγήκαν για πρώτη φορά από την «Ιθάκη» τα τραγούδια μου, λόγια και μουσική, είπα: «Επιτέλους θα έχουμε σε έναν τόμο τα τραγούδια όπως είναι και όχι όπως κυκλοφορούν σε κάτι φτηνιάρικες εκδόσεις, γεμάτες λάθη». Κατάλαβε ότι τον αφορούσε και η ψυχρότητα βάθυνε ακόμα περισσότερο.


Ακριθάκης-Βόγλης

Ο Ακριθάκης ήταν πολύ αγαπητός, έκανε και το εξώφυλλο στον «Μπάλο» το '71. Ο Ακριθάκης υπήρξε φίλος του Βόγλη, ο οποίος ήταν τρελός με βούλα. Ένας υπέροχος τρελός. Δεν θυμάμαι το μικρό του όνομα. Όχι βέβαια ο ηθοποιός.

Ο Βόγλης ανήκε σε οικογένεια πλούσια με πολλά λεφτά και του είχαν κόψει ένα μεροκάματο, αλλά μιλάμε για πολλά χιλιάρικα, δηλαδή δεν του έδιναν αυτό που δικαιούνταν, γιατί θα τα έτρωγε όλα. Κάθε μέρα πήγαινε κάποιος και του έδινε το ποσό της ημέρας. Αυτός λοιπόν είχε μία μανία και με αυτά τα λεφτά αναπαρίστανε καθημερινά ένα επάγγελμα ή μια σελίδα της ιστορίας. Ας πούμε, ήθελε Γαλλική Επανάσταση, νοίκιαζε λοιπόν ένα φορτηγάκι με καρότσα, ανέβαινε επάνω στην καρότσα ο ίδιος μαζί με μία κοπέλα ζωσμένη με ταινία που έγραφε Liberte, Egalite, Fraternite, είχαν τη γαλλική σημαία και διέσχιζαν το Κολωνάκι. Αυτή ήταν η ευχαρίστησή του. Ή έκανε ένα άλλο καταπληκτικό, ποτέ δεν κατάλαβα πώς το πετύχαινε. Έπαιρνε ένα αυτοκίνητο και του έδενε το φρένο, στην Πατριάρχου Ιωακείμ που είναι κατηφορίτσα, και είχε ένα σχοινάκι, τράβαγε το αυτοκίνητο και το πήγαινε σαν σκύλο. Δεν ξέρω πώς το είχε κάνει. Αλλά η πιο αγαπημένη του φάρσα ήταν να δηλώνει ότι θα κάνει «γιάγμα» λίρες - είναι άμα πετάς λίρες στον αέρα. Έλεγε «Θα κάνω γιάγμα λίρες», οπότε πέταγε μία χούφτα αληθινές και γινόταν σκοτωμός βέβαια ποιος θα τις μαζέψει. Αυτό το απολάμβανε παρά πολύ και πήγε να το κάνει και στο «Brazilian» όταν ήταν εκεί όλη η διανόηση, Ελύτης, Τσαρούχης, Ταχτσής... Για να απολαύσει το θέαμα της διανόησης να μαζεύει λίρες. Όμως αυτοί ήταν πονηροί, τον ήξεραν. Μόλις τον είδαν να μπαίνει μέσα και να λέει ότι θα κάνει γιάγμα λίρες, ανέθεσαν στον Ακριθάκη, που ήταν ο νεότερος, να σκύψει να τις μαζέψει και να τους τις μοιράσει κόσμια! Δεν είχε λοιπόν τη χαρά σε αυτή την περίπτωση ο Βόγλης. Έπιασε μία φορά και νοίκιασε ένα κτίριο του Συντάγματος τότε που γινόταν η κηδεία του βασιλέως Παύλου, βγήκε στο μπαλκόνι την ώρα που περνούσε η πομπή να πετάξει λίρες, για να δει τώρα τους έκπτωτους βασιλείς της Ευρώπης πώς θα αντιδράσουν. Πήγε η Αστυνομία και τον συνέλαβε, δεν μπόρεσε να τις πετάξει.


Φαληρέας

Αγαπητός μου φίλος και παραγωγός ο Φαληρέας, ήταν στην παρέα του «Πάλι». Είχε μεγάλη πλάκα, είχε δική του ματιά και δεν έχασε το χιούμορ του, ακόμα και άρρωστος. Θυμάμαι μαζί με τον Παΐζη και με τον Κακογιάννη, τον Θάνο, όχι τον σκηνοθέτη, έπαιζαν μπάσκετ, αλλά επειδή ντρεπόντουσαν να πάνε στον Πανελλήνιο, γέροι άνθρωποι, πήγαιναν σε μία παιδική χαρά εδώ πίσω από τον Παναθηναϊκό. Είχε μία μπασκέτα και έπαιζαν. Είχαν συνεννοηθεί με τον θυρωρό, όταν φεύγουν τα παιδιά το απόγευμα να αφήνει το κλειδί κάτω από μία πέτρα. Θα γινόντουσαν κάτι δημοτικές εκλογές και ξύπνησαν οι κυρίες που είναι στα δημοτικά συμβούλια να βγουν να ρίξουν μία ματιά τι γίνεται και βλέπουν τους γέρους να παίζουν. «Τι είστε εσείς εδώ; Τι δουλειά έχετε εσείς εδώ; Πού είναι ο θυρωρός;». Οι άλλοι τον κάλυπταν «Να, στο καφενείο θα πήγε, θα έρθει σε λίγο». «Είναι ανεπίτρεπτο, είναι ανεπίτρεπτο, δεν έχετε καμία δουλειά να παίζετε εσείς εδώ πέρα». «Δηλαδή, κυρία μου», της λέει ο Φαληρέας, «μας σπρώχνετε στα ναρκωτικά;».


Χατζιδάκις-Θεοδωράκης

Πήρα θέση και στα τρία μεγάλα διλήμματα της εποχής μου. Στο δίλημμα Stones ή Beatles, διαλέγω Beatles. Στο Θεοδωράκης - Χατζιδάκις, Χατζιδάκι. Και στο Καζαντζίδης - Μπιθικώτσης, Μπιθικώτση.

Ο Χατζιδάκις δεν ήθελε να τον μπερδεύεις με τον Θεοδωράκη, ήταν το χειρότερό του. Τον βλέπω μία φορά, έρχεται με μούτρα. Είχε πέσει σε αγενή ταξιτζή. Μπήκε μέσα στο ταξί και του είπε ο ταξιτζής «κάπου σε ξέρω εσένα» - τον είδε μέσα από το καθρεφτάκι. «Μήπως είσαι ο Χατζιδάκις;». «Μω-γ-έ, ασ' τα λόγια και τρ-γ-άβα ίσια» του λέει αυτός. «Κατάλαβα», του λέει ο ταξιτζής, «ο Χατζιδάκις είσαι». «Καλά» τον ρωτάω «και γι' αυτό θύμωσες;». «Όχι...» μου λέει, «έχει και συνέχεια». Είχε πάει λίγο πριν στον κρεοπώλη να πάρει ένα κομμάτι κρέας και επαναλήφθηκε η ίδια σκηνή. «Γνωστή φυσιογνωμία» του λέει ο χασάπης. Ο Χατζιδάκις για να αποφύγει τώρα τη μιζέρια, διά κλίσεως της κεφαλής λέει «Χατζιδάκις». Και ο κρεοπώλης «Ποιος; Αυτός που λέμε Χατζιδάκις-Θεοδωράκης;». Νόμιζε όπως Μπουκουβάλα-Αναγνώστου.

Τον Θεοδωράκη τον αναγνώριζε ότι είναι σημαντικός. Θεωρούσε όμως ότι δεν έχει μέτρο, ότι κάνει επιπολαιότητες. Ήταν άνθρωπος του μέτρου ο Χατζιδάκις, όσο και αν φαίνεται περίεργο. Μία φορά τρώγαμε μαζί με τον Χατζιδάκι και με τον Θεοδωράκη, και ο Θεοδωράκης έλεγε πάλι αυτή την ιστορία που ήταν ο Χατζιδάκις στο ΕΑΜ και πώς τους κυνηγούσαν. Όταν έφυγε ο Θεοδωράκης, μου λέει ο Μάνος «Είναι τιμητικό να λέει ότι ήμουν στο ΕΑΜ, αλλά δεν ήμουν, δεν είναι αλήθεια, πώς να το κάνουμε τώ-γ-α;», «Και τότε γιατί το λέει και το ξαναλέει;». «Ααα, για να δείξει ότι αυτός έμεινε συνεπής στις ιδέες του, ενώ εγώ όχι».

Τότε που έκανα αυτό το καλαμπουράκι μέσα στα «10 χρόνια κομμάτια», «Χατζιδάκια μ', Θοδωράκια μ'», τον Θεοδωράκη τον πείραξε αυτό, μου το λέει και μου το ξαναλέει. «Γιατί το έγραψες αυτό εδώ;». Ο Χατζιδάκις το πήρε στο αστείο. Ήμουν μέσα στην Μπουμπουλίνας, μέσα σε κελί απομόνωσης και σκάρωνα τραγούδια για να περάσει η ώρα και κάποια στιγμή έφτιαξα αυτό, «Χατζιδάκια μ', Θοδωράκια μ', εσείς τρώτε και πίνετε και εμένα με τρώει η αρκούδα», αλλά το ενδιαφέρον σε αυτό το τραγούδι είναι ότι δεν επικαλούμαι στη δύσκολη στιγμή τον μπαμπά μου ή τον θείο μου ή τη μαμά μου, αλλά επικαλούμαι αυτούς. Αυτό έχει σημασία. Γιατί ο Θεοδωράκης δεν καλοπερνούσε καθόλου. Ταλαιπωρήθηκε. Λίγο μετά συνελήφθη. Έκανε απεργία πείνας.

Πολλές φορές αντιμιλούσα στον Χατζιδάκι ή έλεγα «απόψεις», ή είχα ύφος, ενώ στην πραγματικότητα αυτό που θα ήθελα ήταν να του δέσω τα κορδόνια των παπουτσιών του. Μόνο διά της ταπεινότητος πλησιάζεις τέτοιους ανθρώπους.


Ασλάνογλου

Ήταν φίλος μου στη Θεσσαλονίκη ο Ασλάνογλου. Μου τον γνώρισε η «Συννεφούλα». Θυμάμαι ήταν θαυμαστής του Αντρέ Ζιντ ο Αλέξης και το όνειρό του ήταν να αποκτήσει ένα ταχύπλοο απ' αυτά που έφτιαχναν στη Θεσσαλονίκη, στο καρνάγιο. Έφτιαξε ένα μικρό πλαστικό ταχύπλοο, το οποίο δεν ήξερε καν να το οδηγήσει. Μας έβαλε εκεί πέρα μέσα όλους κι αποπειραθήκαμε να κάνουμε μία θαλασσινή εκδρομή μέχρι τη Μηχανιώνα, όπου φτάσαμε κακήν κακώς. Από τη Μηχανιώνα βρεθήκαμε στο Παλιούρι, στο πρώτο πόδι της Χαλκιδικής. Μετά, όμως, η θάλασσα έβγαλε φίδια, ήταν αδύνατον να γυρίσουμε πίσω. Ήταν το 1962, τελειώναμε το σχολείο, το λύκειο δηλαδή, και ετοιμαζόμασταν για το πανεπιστήμιο. Εγώ, για να έχω στυλ, είχα πάρει και μία πίπα, η οποία έσβηνε συνεχώς. Εγκαταλείψαμε εκεί το καημένο το σκάφος και γυρίσαμε όπως όπως στη Θεσσαλονίκη. Ξεχάστηκε το πράγμα, πέρασε ο χειμώνας, εμείς μπήκαμε στο πανεπιστήμιο και την άνοιξη πια κατέβηκε ο Ασλάνογλου μαζί με τον Κώστα τον Ζουράρη και τον Θέμη τον Λιβεριάδη να συμμαζέψουν το σκάφος, το οποίο όμως είχε μείνει σκελετός, με έναν γλάρο επάνω στο τιμόνι, όπως βλέπεις σε κάτι θρίλερ. Έκλαιγε ο καημένος ο Ασλάνογλου. Όλη αυτή η ιστορία μου φάνηκε συμβολισμός, ότι τελείωσαν τα καλά χρόνια, το ήξερα, το αισθανόμουν εκείνο το καλοκαίρι ότι θα ξαναέρθω σε αυτά τα ίδια μέρη τα παραθαλάσσια, αλλά ποτέ πια δεν θα είναι το ίδιο. Το κουφάρι του «Αντρέ Ζιντ» του Ασλάνογλου ήταν ένας αποχαιρετισμός στα εφηβικά μας χρόνια.


Φασιανός

Μία φορά, εκεί που περπατάγαμε στο Παρίσι, άθλιοι και πένητες, βρήκαμε ένα πορτοφόλι πεσμένο. Το παίρνει ο Αλέκος και βρίσκει 600 φράγκα μέσα. «Λαχείο την κάναμε, Αλέκο, πάμε να φάμε και τα λοιπά», του λέω. «Όχι, θα το πάω στα απολεσθέντα αντικείμενα» επέμενε αυτός. «Ρε, μαλάκας είσαι; Πού το πας;». Με τι σκεπτικό τώρα κι αυτός; Εγώ δεν είχα χαρτιά, ούτε κάρτα διαμονής, αυτός είχε μία κάρτα διαμονής που είχε λήξει και πίστευε, εν τη αφελεία του, ότι θα κάνει καλή εντύπωση δίνοντας το πορτοφόλι και θα του την ανανεώσουν. Πηγαίνει στην αστυνομία και λέει «Το βρήκα, πάρτε το», περίμενε μετά να του δώσουν χαρτί καλής πράξης για να δείξει στην υπηρεσία των αλλοδαπών! «Τι δουλειά κάνεις;» ρωτάει ο χωροφύλακας. «Ζωγράφος». «Να φύγετε, το Παρίσι έχει γεμίσει ζωγράφους, δεν σας χρειαζόμαστε» και ο Φασιανός για πρώτη φορά τόλμησε να υψώσει την παιδική του φωνή και είπε, πάλι ψιθυριστά βέβαια, «Ναι, αλλά αν το Παρίσι έγινε διάσημο, έγινε διάσημο από τους ζωγράφους και όχι από τους χωροφύλακες».


Τσαρούχης

Στην κατάληψη της Μποζάρ (Σχολή Καλών Τεχνών) τον Μάη του ' 68 συμμετείχε και ελληνική αντιπροσωπεία ζωγράφων. Έφεραν και τον Τσαρούχη για prestige. «Εσείς θα μείνετε εδώ συνέχεια;», ρώτησε ο κυρ-Γιάννης κι όλοι μαζί μ' ένα στόμα απάντησαν, «Ναι, είμαστε αποφασισμένοι», «Για πάντα;», « Ναι, για πάντα», « Μα εδώ οι μεγαλύτε-γ-οι ζωγ-γ-άφοι δεν έβλεπαν την ώ-γ-α να σηκωθούν να φύγουν κι εσείς θα μείνετε για πάντα;»


Φωκίωνος Νέγρη

Kαι μια ιστορία απ' τη Φωκίωνος Νέγρη. O Σακελλάριος ήξερε ότι θαύμαζα τον συνθέτη και συνεργάτη του Λαλάκη Χαιρόπουλο και μου 'πε ένα βράδυ την εξής ιστορία: Τέλη Κατοχής τον επισκέπτεται ο Γιαννουκάκης και συζητάνε για ένα καινούριο έργο. Ξεχάστηκαν όμως και τους βρήκε η απαγόρευση της κυκλοφορίας. «Τώρα τι κάνουμε;», «A la guerre comme a la guerre, μείνε εδώ». Τρώνε κάτι ρεβύθια, παίζουν και λίγο χαρτάκι, πάει 11, πάει 12, πάει 2, έχουν πήξει. «Να κάνουμε καμιά φάρσα», λέει ο Γιαννουκάκης. Παίρνουν τηλέφωνο τον τρίτο της παρέας, το συνθέτη Χαιρόπουλο, τρεις η ώρα τα ξημερώματα. «Κοιμάσαι, ρε ύπνε;», αγουροξυπνημένος ο άλλος, «Τι έγινε, Αλέκο μου;», «Τι να γίνει, φεύγουν τα καθάρματα, δεν ακούς τον κόσμο, δεν ακούς τις καμπάνες, κοιμάσαι;». Ο Χαιρόπουλος δεν ακούει τίποτα αλλά έχει υποβληθεί και λέει, «Ναι, ναι, φεύγουν τα καθάρματα, Αλέκο μου, πάω να βγάλω τη σημαία» και κλείνει το τηλέφωνο. Τώρα Σακελλάριος - Γιαννουκάκης τον ξαναπαίρνουν τηλέφωνο να τον προλάβουν να μην κάνει καμιά βλακεία. Αυτή τη φορά ο Γιαννουκάκης με αλλαγμένη φωνή, «Χερ Χαιρόπουλος;». Ο άλλος έντρομος, «Για», «Σπρέχεν ζι ντόιτς;», ο Χαιρόπουλος έχει χεστεί. «Νιχτ, νιχτ σπρέχεν», «Παρλεβού Φρανσέ;». Ο Χαιρόπουλος μιλάει άψογα γαλλικά αλλά αυτή τη φορά λέει «Εμπέ, εμπέ». Τώρα παίρνει το τηλέφωνο ο Σακελλάριος με χοντρή φωνή, «Εδώ Βουγιούκας, επίσημος μεταφραστής της Γκεστάπο. Ακούσαμε ορισμένας ομιλίας», «Τι ομιλίας;» λέει τρεμάμενος ο Χαιρόπουλος. «Να φύγουν τα καθάρματα», «Δεν ομίλουν, ήκουον μόνον», «Και ποίος ομίλει;» κι ο Χαιρόπουλος απνευστί, «Αλέκος Σακελλάριος, Ιθάκης 5, τρίτος όροφος». «Μ' έδωσες, ρε πούστη;».

Συνάντησα κάποτε τον Χαιρόπουλο και τον ρώτησα. «Μα αλήθεια, κύριε Λαλάκη, έτσι είπατε στους φίλους σας;», «Όχι, παιδί μου Διονύση, εγώ αντελήφθην ότι επρόκειτο περί φάρσας κι έκανα κι εγώ το παιχνίδι μου».

πηγή: LiFO  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: