Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

Καλοκαίρι 1941· η κατάσταση στην Ελλάδα

Μάιος 1941. Επίσκεψη ανώτατων αξιωματικών του γερμανικού στρατού κατοχής στην Ακρόπολη. Μόνο στους πρώτους οκτώ μήνες της Κατοχής, 120.000 Γερμανοί επισκέφθηκαν την Ακρόπολη

 
Το ακόλουθο απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του ιστορικού Χάγκεν Φλάισερ Στέμμα και Σβάστικα, Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944. 
 
 
 
Την κατάσταση [στην κατεχόμενη Ελλάδα] αποδίδει με σαφήνεια η εκτενής έκθεση του ανταποκριτή της Βραδυνής στο Βερολίνο, την οποία παραθέτουμε συνοπτικά. Ο συντάκτης την είχε υποβάλει στην Υπηρεσία Τύπου του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, μετά από ένα ταξίδι οκτώ εβδομάδων στην Ελλάδα (μάλλον από το τέλος του Ιουνίου ως το τέλος Αυγούστου 1941). Μάλιστα παρακαλεί να μην παρερμηνευθεί η «γυμνή ειλικρίνεια τού άνευ επιφυλάξεων και ωραιοποιήσεων υπομνήματός του». Πράγματι, λίγες αναλύσεις της κατοχικής περιόδου είναι τόσο ειλικρινείς. Ο θαρραλέος δημοσιογράφος, παρά την εμφανή γερμανοφιλία του, δεν διστάζει να εκθέσει τη δυσάρεστη αλήθεια «για να σώσει ό,τι μπορεί ακόμη να σωθεί» από τις παλαιότερες ελληνικές συμπάθειες προς τη δεύτερη πατρίδα του, τη Γερμανία. 

«...Υπό την επίδραση του λιμού που επικρατεί στα περισσότερα μέρη της χώρας, σχεδόν κανείς δυστυχώς δεν μπορεί να μιλήσει για κάποια συμπάθεια της ελληνικής κοινής γνώμης προς τη Γερμανία και τους συμμάχους της. Η κατάσταση είναι εξαιρετικά κρίσιμη και εγκυμονεί κινδύνους. Από γερμανικής πλευράς είναι απόλυτα αναγκαία άμεσα μέτρα: πρώτον, για να καταπολεμηθεί ο λιμός, δεύτερον, για να μεταβληθεί η ως τώρα ασύνετη στάση των γερμανικών υπηρεσιών κατοχής». Διότι, εκτός από τις συνέπειες του πολέμου και του αγγλικού αποκλεισμού, οι επεμβάσεις των κατοχικών δυνάμεων επέτειναν το έλλειμμα του επισιτισμού. Για παράδειγμα, «ο οποιοσδήποτε γερμανός αξιωματικός, επιλοχίας ή ακόμη και δεκανέας, πηγαίνει στην αγορά και αγοράζει όλα τα τρόφιμα που βρίσκει, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις επείγουσες ανάγκες του πληθυσμού [...]. Αν εξαιρέσουμε αυτό το κακό, η στάση και η συμπεριφορά των γερμανών αξιωματικών και στρατιωτών προς τον πληθυσμό, στο δρόμο, τα καταστήματα και τα κέντρα, είναι γενικά εξαιρετικά αξιοπρεπής. Η στάση τους [...] είναι επίσης άψογη απέναντι στον γυναικείο πληθυσμό. Αυτό κάνει καλή εντύπωση και αναγνωρίζεται πλήρως. Οι εξαιρέσεις είναι πολύ σπάνιες. Τα βράδια, στους δρόμους, δεν βλέπει κανείς Γερμανούς που να είναι μεθυσμένοι ή να θορυβούν, σε αντίθεση με τους Άγγλους που, όσον αφορά αυτό το θέμα, δεν άφησαν πίσω τους καλές αναμνήσεις. Πρέπει όμως να προσθέσω ότι αυτό αποτελεί και το μόνο σημείο για το οποίο οι Άγγλοι είχαν δημιουργήσει δυσάρεστες εντυπώσεις στην Ελλάδα».

Ακολούθως ο ανταποκριτής επισημαίνει ως δυσάρεστο και «προκλητικό» το θέαμα των Γερμανών που απολαμβάνουν κρέας και μπύρα στα εστιατόρια και τους στρατώνες. Ο επισιτισμός είναι το πλέον φλέγον ζήτημα. Η Βέρμαχτ έπρεπε να καλύπτει τις ανάγκες της από το Ράιχ και ταυτόχρονα να βοηθεί την ελληνική αγορά με εισαγωγή σιτηρών από το εξωτερικό, για παράδειγμα. Τούτο θα είχε ευνοϊκές πολιτικές συνέπειες και έτσι «θα επανορθώνονταν και ορισμένα (λάθη) που είχαν γίνει». Επίσης, έπρεπε να αυξηθούν οι καθορισμένες μερίδες καπνού, γιατί «είναι πολύ βαρύ για τον Έλληνα να υποφέρει από πείνα και να μην μπορεί λιγάκι να καπνίσει».
 

Δεκέμβριος 1941. Συσσίτιο σε κάποια γειτονιά της κατεχόμενης Aθήνας
(
φωτ.: Bούλα Παπαϊωάννου)
 
 
Αναφέρει βέβαια «και μερικά καλά» των Γερμανών, όπως, για παράδειγμα, την επανόρθωση ορισμένων ζημιών του πολέμου και την παροχή συσσιτίου, αν και θεωρεί ότι βαρύνουν περισσότερο οι αρνητικές εντυπώσεις. Εξάλλου, οι «εξαιρετικά επιδέξιες, όσον αφορά την προπαγάνδα», βρετανικές ραδιοφωνικές εκπομπές ακούγονται «συχνά, πολλές φορές την ημέρα», ενώ το «αρκετά ανιαρό» γερμανικό πρόγραμμα, με τα αδέξια ελληνικά, δεν ενημερώνει σε θέματα επικαιρότητας ούτε υπολογίζει την ελληνική νοοτροπία.

Τέλος, η κατοχή μεγάλων τμημάτων της χώρας από τους Ιταλούς και τους Βούλγαρους, «δηλαδή από δύο έθνη που όχι μόνο δεν έχαιραν καμιάς εμπιστοσύνης από τους Έλληνες, λόγω των γνωστών βλέψεων τους σε βάρος ελληνικών περιοχών, αλλά επιπλέον ήταν μισητά, ερεθίζει ιδιαίτερα τον ελληνικό λαό [...]. Θεωρούν “ανήκουστη αδικία” και “ανήθικο γεγονός” ότι είχε επιτραπεί στους Ιταλούς, μετά τη νίκη των ανώτερων γερμανικών στρατευμάτων, να συμπεριφέρονται ως “κατακτητές” και “νικητές”, ενώ προηγουμένως ο μικρός ελληνικός στρατός, με γενικώς αναγνωρισμένο ηρωικό, αμυντικό αγώνα, εξεδίωξε τις μεραρχίες των ιταλών εισβολέων και τις καθήλωσε, για μήνες, στο εσωτερικό της Αλβανίας. [...] Πικρά παράπονα ακούγονται εναντίον της Γερμανίας που έχει “παραδώσει στους Ιταλούς τους Έλληνες” [...]. Σε ό,τι αφορά τη Βουλγαρία η πικρία δεν είναι μικρότερη, αφού επιτρέπεται στους Βούλγαρους να καταλαμβάνουν και να ιδιοποιούνται ελληνικά εθνικά εδάφη, χωρίς να έχουν κάνει πόλεμο κατά της Ελλάδας, χωρίς ποτέ να την έχουν νικήσει [...]. Οι βουλγαρικές υπηρεσίες που ήδη αναλαμβάνουν την πολιτική διοίκηση στις αναφερόμενες περιοχές, λέγεται ότι έχουν αρχίσει -σύμφωνα με μαρτυρίες ελλήνων προσφύγων- μιαν αδυσώπητη και τρομοκρατική εκστρατεία εκβουλγαρισμού [...]. Είναι σαφές ότι, με τον τρόπο αυτό, δεν μπορεί να επιτευχθεί η ειρήνευση της ΝΑ Ευρώπης, την οποία επιδιώκει η Γερμανία [...]. Αναρωτιέται κανείς με απορία και βαθιά απογοήτευση αν αυτή είναι η “αναδιοργάνωση της Ευρώπης” την οποία υποσχέθηκαν οι Δυνάμεις του Άξονα [...]. Στην Ελλάδα, όπως είναι γνωστό, υπήρχαν ανέκαθεν, σε μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού, ισχυρές συμπάθειες και μάλιστα μεγάλη εκτίμηση για τη Γερμανία και τον γερμανικό λαό. Τώρα, δυστυχώς, είμαι υποχρεωμένος να διαπιστώσω ότι τα αισθήματα αυτά -ακόμη και στους πλέον έκδηλα γερμανόφιλους κύκλους- εξαφανίζονται εξαιτίας των φόβων και των περιστατικών που ανέφερα. Άμεση βοήθεια στο ζήτημα του επισιτισμού και όσο το δυνατόν επιεικέστερη και προπάντων δίκαιη λύση των εθνικών και εδαφικών ζητημάτων της Ελλάδας είναι απαραίτητες, αν θέλει κανείς να ξανακερδίσει τις συμπάθειες του ελληνικού Λαού...».

[...] Δυστυχώς, δεν μπορούμε να εξακριβώσουμε ποιαν υποδοχή είχε από τους παραλήπτες του αυτό το ντοκουμέντο. Πάντως δεν άλλαξε πολλά. Βέβαια, η Βέρμαχτ εν μέρει εγκαταλείπει την επικρινόμενη συμπεριφορά, ενώ αυξάνεται το γερμανικό ενδιαφέρον για το επισιτιστικό πρόβλημα. Οι θετικές αυτές αλλαγές οφείλονται κυρίως στις εκκλήσεις του Άλτενμπουργκ [πρεσβευτής της Γερμανίας στην Αθήνα], που ήδη από τις αρχές Μαΐου του '41 γίνονται όλο και πιο επείγουσες. Όμως, η ανταπόκριση του Βερολίνου είναι τόσο χλιαρή, ώστε να κυκλοφορεί η φήμη, η οποία έχει μερικώς διατηρηθεί ως σήμερα, ότι οι Γερμανοί ήθελαν να τιμωρήσουν τον ελληνικό λαό για την αντίσταση του, εξολοθρεύοντάς τον με λιμό και κατασταίνοντάς τον ανίκανο για μελλοντικές εξεγέρσεις. Μάλιστα, οι προθέσεις αυτές αποδίδονται σε κάποιον ανώνυμο γερμανό στρατηγό, που φέρεται να δήλωσε τα εξής σε ελληνική επιτροπή: «Οι Έλληνες πρέπει να γνωρίζουν τούτο: Οι πλούσιοί των θα πεινάσουν, οι πτωχοί των θα αποθάνουν και οι Γερμανοί θα νικήσουν».
Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα, Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944, τόμος 1ος, σελ.121-124.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: