Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

Μάγοι και ταχυδακτυλουργοί (Feynman III)


Richard Feynman (1918-1988)


Μάγοι και ταχυδακτυλουργοί

Τα μαγικά, και γενικά όλα τα κόλπα των φακίρηδων και των ταχυδακτυλουργών που σύχναζαν σε πανηγύρια και λούνα παρκ, σαγή­νευαν τον πατέρα μου. Πάντα ήθελε να ανακαλύπτει τι κρυβόταν πίσω από αυτά. Όταν ήταν μικρός, η κωμόπολη όπου ζούσε, το Πάτσογκ του Λονγκ Άιλαντ, γέμισε κάποτε με αφίσες οι οποίες α­νακοίνωναν την άφιξη ενός μεγάλου μάγου ικανού να διαβάζει τη σκέψη των άλλων. Οι αφίσες έλεγαν ότι μερικοί ευυπόληπτοι πο­λίτες (ο δήμαρχος, ο δικαστής και ο διευθυντής της τράπεζας) θα έκρυβαν κάπου ένα πεντοδόλαρο, και ο μάγος θα το έβρισκε.
Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί για να δει την παράσταση. Ο μά­γος, λοιπόν, έπιασε το χέρι του τραπεζίτη από τη μια και του δικα­στή από την άλλη, και άρχισε να περπατάει στο δρόμο. Έφτασε σε μια διασταύρωση, έστριψε σωστά, προχώρησε και έφτασε στο σω­στό σπίτι, ανέβηκε στον δεύτερο όροφο, μπήκε στο σωστό δωμάτιο και τότε άφησε τα χέρια των δύο άντρων. Μπροστά του υπήρχε ένα γραφείο. Άνοιξε το σωστό συρτάρι, και βρήκε το πεντοδόλαρο —προς μεγάλη έκπληξη των θεατών.
Αυτό τον άνθρωπο, λοιπόν, τον χρησιμοποίησε ο παππούς μου για να διδάξει τον πατέρα μου, σε μια εποχή όπου η σωστή εκπαί­δευση ήταν δυσεύρετη. Έπειτα από μερικά μαθήματα, ο πατέρας μου ρώτησε το μάγο πώς κατάφερε να βρει τα λεφτά χωρίς να του έχει πει κανείς τίποτα.
Ο μάγος τότε του εξήγησε ότι κρατούσε τα χέρια χαλαρά και, καθώς προχωρούσε, τα κουνούσε ελαφρά. Όταν έφτασαν στη δια­σταύρωση, κούνησε λίγο το χέρι προς τα αριστερά και ένιωσε μια μικρή αντίσταση από το χέρι του άλλου, επειδή δεν περίμεναν πως θα πήγαιναν προς λάθος κατεύθυνση. Όταν όμως ακολούθησε τη σωστή πορεία, ο δικαστής και ο τραπεζίτης δεν πρόβαλαν κα­μιά αντίσταση, διότι ενδόμυχα πίστευαν πως είχε την ικανότητα να διαβάζει τη σκέψη τους. Αυτό που χρειαζόταν, λοιπόν, ήταν ευαι­σθησία στην ελάχιστη αυτή αντίσταση των χεριών.
Μου διηγήθηκε λοιπόν ο πατέρας μου την ιστορία, και μάλιστα παραδέχτηκε ότι είχε σκεφτεί να εξασκηθεί στο κόλπο, για να το κάνει και ο ίδιος· όμως ποτέ δεν το επιχείρησε.
Αργότερα, όταν ήμουν στο Πρίνστον, αποφάσισα να δοκιμάσω το κόλπο. Πήγα σε ένα φίλο μου, τον Bill Woodward, και του ανα­κοίνωσα ότι διέθετα μαντικές ικανότητες και μπορούσα να διαβά­σω τη σκέψη του. Του είπα να πάει στο εργαστήριο —μια μεγάλη αίθουσα με πολλούς πάγκους γεμάτους διάφορα αντικείμενα, η­λεκτρικά κυκλώματα, εργαλεία, εξαρτήματα και ό,τι άλλο μπορεί να βρεθεί σε ένα εργαστήριο. Έπρεπε να διαλέξει ένα συγκεκριμέ­νο αντικείμενο και να επιστρέψει. Εγώ θα διάβαζα τη σκέψη του και θα τον οδηγούσα κατευθείαν στο αντικείμενο.
Πήγε, λοιπόν, διάλεξε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο και ξαναγύρισε. Έπιασα το χέρι του και, κουνώντας το ελαφρά, αισθανό­μουν τη σωστή κίνηση ώσπου έφτασα στο σωστό αντικείμενο. Δοκιμάσαμε τρεις φορές. Την πρώτη φορά βρήκα το αντικείμενο, αν και βρισκόταν ανάμεσα σε πολλά παρόμοια· τη δεύτερη φορά πήγα στο σωστό μέρος, αλλά έχασα για λίγα εκατοστά το σωστό αντικείμενο· την τρίτη φορά κάτι δεν πήγε καλά. Όμως, γενικά, το κόλπο δούλεψε καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα. Ήταν εύκολο.
Λίγο καιρό αργότερα, όταν ήμουν γύρω στα 26, πήγα μαζί με τον πατέρα μου στο Ατλάντικ Σίτι. Όση ώρα ο πατέρας μου έκανε κάτι δουλειές, εγώ πήγα να δω ένα φακίρη. Καθόταν στη σκηνή με την πλάτη στραμμένη στο ακροατήριο, φορώντας μακριά ανατολίτικα ρούχα και ένα μεγαλοπρεπές τουρμπάνι στο κεφάλι. Είχε και ένα βοηθό, έναν μικρόσωμο ανθρωπάκο που έτρεχε ανάμεσα στον κόσμο ρωτώντας κάθε τόσο το φακίρη: «Ω, μεγάλε δάσκαλε, ποιο εί­ναι το χρώμα αυτού του σημειωματάριου;».
«Μπλε!» έλεγε ο μέγας δάσκαλος.
«Ω» εξοχότατε, ποιο είναι το όνομα αυτής της γυναίκας;» 
«Marie».
Τότε σηκώνεται κάποιος και φωνάζει: «Ποιο είναι το όνομά μου;».
«Henry».
Σηκώνομαι κι εγώ και φωνάζω: «Εμένα πώς με λένε;».
Δεν μου απάντησε. Προφανώς ο προηγούμενος ήταν συνεργά­της του, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω πώς είχε καταφέρει να απαντήσει στις άλλες ερωτήσεις. Μήπως φορούσε ακουστικά κάτω από το τουρμπάνι;
Όταν συναντήθηκα με τον πατέρα μου και του εξήγησα την απορία μου, μου είπε ότι πίστευε πως είχαν έναν δικό τους κώδι­κα, τον οποίο βέβαια αγνοούσε.
«Πάμε πίσω να μάθουμε» μου πρότεινε. Όταν φτάσαμε εκεί, έβγαλε και μου έδωσε ένα κέρμα για να πάω σε μια γύφτισσα να μου πει την τύχη μου. Δώσαμε ραντεβού σε μισή ώρα πάλι.
Ήξερα τι θα έκανε. Θα έπιανε κουβέντα με το φακίρη και θα τον παραμύθιαζε για τον εαυτό του. Δεν ήθελε, επομένως, να με έχει στα πόδια του και να ξεφωνίζω «πότε το έκανες αυτό, μπαμπά;»· έπρεπε να με ξεφορτωθεί για λίγο.
Όταν γύρισα, μου εξήγησε ότι πράγματι χρησιμοποιούσαν ολό­κληρο κώδικα: μπλε ήταν το «Ω, μεγάλε δάσκαλε», πράσινο το «Ω, μοναδικέ παντογνώστη» κ.ο.κ. Μου εξήγησε ότι πήγε και του είπε πως ήταν και αυτός του σιναφιού και πως είχε έναν κώδικα αλλά, προς Θεού, πολύ μικρότερο από τον δικό τους απίθανο κώδικα με τον οποίο μπορούσαν να δίνουν μεγαλειώδεις παραστάσεις.
Ο φακίρης, κολακευμένος και περήφανος για τον κώδικά του, κάθισε και φανέρωσε στον πατέρα μου όλα τα μυστικά τους. Ο πα­τέρας μου ήταν μεγάλος καταφερτζής! Στο άψε-σβήσε έκανε τον άλλο ό,τι ήθελε. Εγώ πάλι, όχι.

 από το βιβλίο του Richard Feynman Σίγουρα θα αστειεύεστε, κύριε Φάινμαν, εκδ. Κάτοπτρο, σελ.114-116


Δεν υπάρχουν σχόλια: