Για όλους -εκτός από τα παιδιά- γιορτή σημαίνει ανάμνηση. Τα παιδιά, βέβαια, παρελθόν δεν έχουν -έχουν το ζωντανό παρόν. (Όσο για το μέλλον, το έχουν κι αυτό, αλλά δεν το ξέρουν. Και, ίσως, καλύτερα.)
Εμείς, όμως, παρελθόν. Κάθε χρόνο και πιο φορτωμένο. («Θυμάσαι τα Χριστούγεννα του ’73;» «Θυμάσαι την Πρωτοχρονιά του ’65;»)
Ένα Adventskranz με αναμμένα κεριά |
Για μένα όμως ήταν κακή χρονιά: πένθη, πικροί χωρισμοί, ατυχίες - έτσι όπως καμιά φορά έρχονται όλα μαζί τα δυσάρεστα. Μπήκε ο Δεκέμβρης, έκανα πως δεν έβλεπα, πως δεν άκουγα και, κυρίως, πως δεν θυμόμουν. Κυριακή άναψαν οι Γερμανοί κι άλλο κεράκι στο στεφάνι της Advent. Στο τέταρτο κερί, πανικός. Αχ! αυτές οι μέρες της υποχρεωτικής, της αναγκαστικής χαράς -πόσο σκληρές είναι γι' αυτούς που δεν καταφέρνουν να πιάσουν την εθνική (κατά κεφαλήν) νόρμα ευτυχίας...
Ήμουν λοιπόν μόνος. Όχι μονάχα από τις περιστάσεις. Ήμουν θεληματικά, πεισματικά μόνος. Προτάσεις φίλων, προσκλήσεις, εκδρομές -τίποτα. Εξαφανίστηκα. Κι έμεινα παραμονή Χριστουγέννων στη σοφίτα μου (έκτος όροφος, σε μεταπολεμική φτηνοπολυκατοικία χωρίς ασανσέρ) να κοιτάω τον κεκλιμένο τοίχο.
Βράδυ παραμονής Χριστουγέννων, στη Γερμανία... Όλοι στα σπίτια γύρω από το δέντρο, ψυχή στους δρόμους. Τραγουδάνε τα παραδοσιακά τους τραγούδια και ανοίγουν τα δώρα. Τα τραγούδια είναι όμορφα -παλιά αναγεννησιακά ή μπαρόκ- και η ατμόσφαιρα ζεστή από τα κεριά. Υπάρχουν πολλά καλούδια: Plätzchen σαν κουλουράκια, Criststollen σαν τσουρέκι, ξηροί καρποί και κονιάκ. Όταν χτυπήσει έντεκα, ντύνονται όλοι ζεστά ζεστά και πάνε στην εκκλησία ν’ ακούσουν τη λειτουργία του Bach, του Mozart, του Schubert -με χορωδίες, ορχήστρες και αρμόνια. Τα παιδιά κοιμούνται πολύ αργά (μεγάλη εξαίρεση) αγκαλιά με τα δώρα τους. Την άλλη μέρα θα έχει χήνα γεμιστή με πολλά ωραία συνοδευτικά και γλυκά.
Κι εγώ στη σοφίτα μισούσα τον εαυτό μου κι όλο τον κόσμο. Είχα μία μπουκάλα κακό κονιάκ - μου χαλούσε το στομάχι αλλά γι’ αυτό και το έπινα. Έβαλα ραδιόφωνο: όλο τραγούδια χριστουγεννιάτικα. Ο άλλος σταθμός είχε εορταστική συναυλία. Είχα ένα μαγνητόφωνο και είπα να την ηχογραφήσω. Πρωτόγονοι τρόποι: δεν είχε «έξοδο» το ραδιόφωνο -ηχογραφούσα με μικρόφωνο. Κάποια στιγμή (είχα ξεχάσει πως ηχογραφούσα), ακούγοντας ένα κομμάτι, με πήραν τα κλάματα. Έχω ακόμα αυτή τη μαγνητοταινία - πάνω από τον Mozart ακούγονται λυγμοί.
Τελείωσε το μπουκάλι, ζαλίστηκα, με πήρε ο ύπνος ξημερώματα στον καναπέ. Ξύπνησα από έντονο κουδούνισμα. Ήταν έντεκα και μισή το πρωί. Ήμουν πιασμένος, παγωμένος, με ναυτία και πονοκέφαλο. Τα ρούχα είχαν κολλήσει επάνω μου. Το κουδούνισμα συνεχιζόταν επίμονο -ποιος διάβολος! Είδα κι απόειδα, άνοιξα. Στην πόρτα ένας σοβαρός καλοντυμένος κύριος, Γερμανός, άγνωστος. Μου συστήθηκε ευγενικά. Είπε πως είναι μακρινός συγγενής κάποιων γνωστών μου. «Μήπως θα είχα κέφι» -ρώτησε ο άγνωστος- «να τους τιμήσω με την παρουσία μου στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι;».
Μουρμούρισα μερικές δικαιολογίες -ήμουν άρρωστος, άπλυτος, αξύριστος. Ο άγνωστος επέμενε: «Έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε; Εγώ θα σας περιμένω να ετοιμαστείτε». Ενδόμυχα μου έκανε καλό αυτή η πρόσκληση. Ιδιαίτερα που ήταν άνθρωποι άγνωστοι και θα ξέφευγα από τον παγιδευμένο χώρο μου. Ευχαρίστησα, ντύθηκα, φύγαμε.
Είχαν ένα πολύ ωραίο μικρό σπίτι με κήπο στα περίχωρα του Μονάχου. Στην είσοδο με υποδέχθηκε ένας πανέξυπνος χιονάνθρωπος. Μετά γνώρισα τους χιονογλύπτες: ένα κοριτσάκι εννέα, ένα αγοράκι επτά χρονών -ξανθόμορφα σαν αγγελούδια του βαυαρικού μπαρόκ. Και η μητέρα συμπαθέστατη. Όσο για τη χήνα, απαράμιλλη σε γεύση και γλύκα. Έλιωνε στο στόμα. Και υπήρχαν τα πάντα: κόκκινο κρασί και κόκκινο λάχανο, πατάτες φούρνου και γλυκιά σάλτσα με βατόμουρα, δύο γλυκά, κονιάκ (καλό!), καφές. Τα παιδιά ανέβηκαν στα γόνατά μου και τους είπα ελληνικά παραμύθια. Τραγουδήσαμε μετά όλα τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια: «Από τον Ουρανό ψηλά ξεφύτρωσε ένα ρόδο», «Ελάτε, ποιμένες» -μέχρι το «Έλατο» και την «Άγια Νύχτα».
Και το πιο όμορφο, το πιο συγκινητικό: Μου είχαν και δώρο! Ανοίξαμε τα πακέτα και, κάτω από το έλατο, υπήρχε και για μένα καρτούλα με το όνομά μου. Μέσα στο κουτί ένα κομψό πορτοφόλι από μαύρο δέρμα. (Απένταρε φοιτητή, τι θα έβαζες μέσα;)
Αργότερα, ανάψαμε το τζάκι, ψήσαμε κάστανα, ήπιαμε καφέ με κουλούρια και μπισκότα, είπαμε ανέκδοτα και αστεία. Ξαφνικά ένιωθα σπίτι μου. Τους ήξερα χρόνια -πιο δικοί από τους δικούς μου.
Κάποια στιγμή -από ευγένεια- είπα να φύγω. «Μα, καθίστε», «Όχι, όχι!». Τελικά ο πατέρας προσφέρθηκε να με πάει με το αυτοκίνητο, «θα μου κάνει καλό», είπε, «μία βόλτα στο κρύο». Τα παιδιά με φίλησαν σχεδόν με πάθος. Όταν φθάσαμε έξω από την πόρτα μου, δεν ήξερα πώς να τον ευχαριστήσω. Σκεπτόμουν το κρύο ακατάστατο δωμάτιο από το οποίο με είχε αποσπάσει και τρόμαζα. Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από το κρύο στη ζέστη!
Άρχισα λοιπόν να του λέω πόσο σημαντική ήταν για μένα αυτή η μέρα, πόσο ευγνώμων είμαι, όταν με διέκοψε: «Δεν χρειάζεται», είπε, «να μ’ ευχαριστήσετε. Εμείς αυτό το κάνουμε κάθε χρόνο. Έχουμε αναλάβει υποχρέωση να καλούμε έναν μοναχικό ή δυστυχισμένο. Φέτος μας έδωσαν το όνομά σας».
Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από τη ζέστη στο κρύο. Το πορτοφολάκι βυθίστηκε μέσα στο χιόνι όπου το πέταξα· κι άλλο κονιάκ δεν είχα στο δωμάτιο.
από το βιβλίο του Ν. Δήμου, Οι δρόμοι μου, εκδ. Πατάκη, σελ. 281-284
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου