Στο βιβλίο του Νεοελληνική Ποίηση, κείμενα, ερμηνεία, θεωρία ο φιλόλογος Κώστας Μπαλάσκας προτάσσει μια εισαγωγή, στην οποία ανθολογεί απόψεις σπουδαίων ποιητών και ενός κριτικού λογοτεχνίας για την ποίηση και την προσέγγισή της. Επειδή θεωρώ ότι οι απόψεις αυτές είναι πολύ βοηθητικές για όσους μελετούν ή διδάσκουν ποίηση, έκρινα σκόπιμο να την παρουσιάσω εδώ. Η εισαγωγή είναι κάπως εκτεταμένη, γι’ αυτό τη χώρισα σε δύο μέρη. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.
❧
Μια εισαγωγή για την ποίηση και την προσέγγισή της
(μέρος 1ο)
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιχειρήσει κανείς μία εισαγωγή στην Ποίηση. Το εγχείρημα γίνεται δυσκολότερο -και σισύφεια μάταιο- αν θελήσει να παρακολουθήσει τις διάφορες απόψεις (στάσεις) των θεωρητικών. Υπάρχει, βλέπετε, αυτή η «παλαιά διαφορά» ανάμεσα στη φιλοσοφία και στην Ποίηση. Οι καλύτεροι από τους θεωρητικούς φτιάχνουν προκρούστιες κλίνες για την ποίηση: πώς πρέπει να είναι η ποίηση, ώστε να εξυπηρετεί τα κοινωνικά, πολιτικά ή ηθικά φιλοσοφικά τους συστήματα. Και βέβαια η ποίηση συνεχίζει το δρόμο της χωρίς να λαβαίνει υπόψη τις παραινέσεις ή τις συνταγές τους. Γι’ αυτό, σε αυτή την εισαγωγή θελήσαμε να ακούσουμε τι λένε οι ίδιοι οι τεχνίτες, οι ποιητές, για την τέχνη τους. Πιστεύουμε πως μια κουβέντα του τεχνίτη για τη δουλειά του ζυγίζει περισσότερο από μια μεγαλόσχημη θεωρία. Διαλέξαμε λοιπόν τρεις αντιπροσωπευτικούς ξένους μεγάλους ποιητές και συγχρόνως εξαιρετικά καλλιεργημένους ανθρώπους: τον Γάλλο Paul Valéry, τον Άγγλο T.S. Eliot και τον Γερμανό R.Μ. Rilke. Διαλέξαμε ακόμη τον δικό μας Γ. Σεφέρη και τέλος έναν ερμηνευτή, κριτικό και δάσκαλο με πολύ διεισδυτικό μάτι: τον Άγγλο καθηγητή I.A. Richards. Οι απόψεις τους θα καλύψουν, πιστεύουμε, αρκετές πτυχές από την πολυδιάστατη θεματική και προβληματική της ποίησης.
Paul Valéry (πηγή: Wikimedia Commons) |
Paul Valéry (1871-1945)
Ο Valéry ορίζει την ποίηση σαν «μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα», μέσα δηλαδή στο γενικό κώδικα επικοινωνίας των ανθρώπων που χρησιμοποιούν αυτόν τον κώδικα, (= που μιλούν αυτή τη γλώσσα). Η γλώσσα της ποίησης έχει το προνόμιο να μας εισάγει σε ένα διαφορετικό κόσμο, να μας κάνει να ζούμε μία διαφορετική ζωή. Εννοείται πως, όπως κάθε γλώσσα έτσι και η γλώσσα της ποίησης, για να λειτουργήσει, απαιτεί μια αναστροφή, μια εκμάθηση, μια οικείωση. Αυτό προϋποθέτει δουλειά και κόπο τόσο για τον ποιητή όσο και για τον αναγνώστη. Ο Valéry δεν πιστεύει καθόλου στο «ρομαντικό μύθο» του «εμπνευσμένου ποιητή». Δεν αρνείται βέβαια την έμπνευση, που τη θεωρεί προϋπόθεση. Πιστεύει όμως πως ένα ποίημα δε γίνεται με τις θείες στιγμές της έμπνευσης, αλλά με τη συνειδητή, τη σκληρή δουλειά, γκρεμίζοντας έτσι και την πλατωνική άποψη της «θείας μανίας» του ποιητή. «Οι θεοί δε μας δίνουν παρά μόνο τον πρώτο στίχο» λέει. Για τους υπόλοιπους ο ποιητής πρέπει να δουλέψει σκληρά και με συνείδηση αληθινού επαγγελματία. Γι’ αυτό ένα ποίημα δεν τελειώνει ποτέ. Ένα τελειωμένο ποίημα είναι απλώς ένα εγκαταλειμμένο ποίημα.
Για το θέμα του «ερμητισμού», για τη δυσκολία δηλαδή που παρουσιάζει η ποίηση, ο Valéry λέει: «Δε θέλω ποτέ να είμαι σκοτεινός και όταν γίνομαι σκοτεινός -για τον καλλιεργημένο και όχι για τον επιφανειακό αναγνώστη- αυτό οφείλεται στη φύση του θέματος». Ο ποιητής δηλαδή θέλει να βάλει στο ποίημα ένα μεγάλο αριθμό ιδεών που τον έχουν απασχολήσει έντονα και για πολύ καιρό. Αλλά η φυσική γλώσσα (η ομιλούμενη δηλαδή γλώσσα) βρίσκεται σε μεγάλη ένδεια όταν πρόκειται να εκφράσει συνθέτες ψυχικές καταστάσεις και μάλιστα με λέξεις που να μην προδίδουν τον τόνο του ποιήματος. Και όπως είναι γνωστό, η ποίηση δε γίνεται ούτε με ιδέες ούτε με συναισθήματα. Γίνεται με λέξεις. («Μονάχα οι λέξεις δεν μου αρκούσανε» -Ελύτης, Το Φωτόδεντρο, σελ. 19). Σε αντίστοιχη κατάσταση οι μαθηματικοί αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν τη συμβολική λογική τους. Οι ποιητές είναι και αυτοί υποχρεωμένοι να δημιουργήσουν την ψυχική συμβολική τους.
Τέλος, για το ζήτημα του νοήματος που, επειδή σχετίζεται άμεσα με την ερμηνεία, απασχολεί ιδιαίτερα τον καθένα που επιχειρεί μια «αποκωδικοποίηση» του ποιητικού λόγου, ο Valéry δηλώνει επίμονα και με τρόπο κατηγορηματικό: «Δεν υπάρχει αληθινό νόημα ενός κειμένου. Ούτε αυθεντία του συγγραφέα. Ό,τι κι αν είχε θελήσει να πει, τελικά έγραψε αυτό που έγραψε. Από τη στιγμή που δημοσιεύτηκε ένα κείμενο είναι σαν ένα μηχάνημα που ο καθένας το μεταχειρίζεται καλύτερα από έναν άλλο. Κατά συνέπεια, οι στίχοι μου έχουν την έννοια που τους δίνει κάποιος. Αυτή που εγώ τους δίνω δεν δικαιώνεται παρά μόνο για μένα και δεν αντιτίθεται σε κανέναν». Αυτό είναι βέβαια φυσικό. Ο ποιητής δίνει αυτό που έχει και ο καθένας παίρνει τελικά αυτό που μπορεί. Δε σημαίνει όμως ότι νομιμοποιείται (ή και ευλογείται) με τον τρόπο αυτόν η ερμηνευτική αυθαιρεσία. Το καλύτερο νόημα θα το βρει ο καλύτερος αναγνώστης. (Οι παραπομπές είναι βασικά από το Lagarde-Michard, 20ος αι. Κοίτα και P. Valéry, Η νεαρή μοίρα, ερμηνευτική εισαγωγή και μεταφραστική απόπειρα Αναστασίου Γιανναρά, Δίφρος 1963. Επίσης τα δοκίμια του Valéry, Ποίηση και αφηρημένη σκέψη και Η καθαρή ποίηση, μετάφραση Χριστόφορου Λιοντάκη, Πλέθρον 1980).
T.S. Eliot (πηγή: Wikimedia Commons) |
T.S. Eliot (1888-1965)
Όπως ο Valéry έτσι και ο Eliot μπορεί να θεωρηθεί όχι μόνο ένας από τους καλύτερους ποιητές αλλά και ένας από τους σημαντικότερους δοκιμιογράφος του αιώνα μας. Θα παρακολουθήσουμε μερικές απόψεις του για την ποίηση αρχίζοντας από το ζήτημα της «στρατευμένης» ποίησης, θέμα για το οποίο έχει χυθεί πολύ μελάνι. «Οι άνθρωποι», γράφει ο Eliot, «δε βλέπουν μερικές φορές με καλό μάτι κάθε είδος ποίησης που έχει ένα συγκεκριμένο σκοπό: την ποίηση μέσα από την οποία ο ποιητής υπερασπίζεται κοινωνικές, ηθικές, πολιτικές ή θρησκευτικές απόψεις. Είναι λοιπόν πολύ εύκολο να πουν πως δεν είναι ποίηση όταν δεν συμπαθούν τις συγκεκριμένες αυτές απόψεις, ακριβώς όπως άλλοι άνθρωποι νομίζουν πως κάτι είναι αληθινή ποίηση, επειδή συμβαίνει να εκφράζει μία άποψη που τους αρέσει. Θα ’λεγα πως το ζήτημα του αν ο ποιητής χρησιμοποιεί την ποίησή του για να υπερασπιστεί ή για να επιτεθεί σε μια κοινωνική συμπεριφορά δεν έχει σημασία. Ο κακός στίχος μπορεί να έχει μία περαστική δημοτικότητα όταν ο ποιητής εκφράζει μία προσωρινή άποψη του λαού· αλλά η πραγματική ποίηση επιζεί όχι μόνο μετά από μια αλλαγή της κοινής γνώμης αλλά ακόμα και μετά από την πλήρη εξάλειψη του ενδιαφέροντος για τα ζητήματα που απασχόλησαν με πάθος τον ποιητή».
Ποια είναι λοιπόν η κοινωνική λειτουργία της ποίησης, η ουσιαστική και η παραμόνιμη; Ο Eliot δεν αμφισβητεί καθόλου τον κοινωνικό χαρακτήρα της ποίησης και προσπαθεί να καταδείξει την κοινωνική της λειτουργία. Πρώτα-πρώτα η ποίηση δίνει (οφείλει να δίνει) «ευχαρίστηση», την ευχαρίστηση φυσικά που η ποίηση μπορεί να δώσει, δηλαδή την αισθητική ευχαρίστηση. Ο ποιητής όμως και πάνω και περισσότερο από την ευχαρίστηση έχει να μας μεταδώσει μια «καινούργια εμπειρία» ή «κάποια ανανεωμένη (φρεσκαρισμένη) αντίληψη της ήδη γνωστής) ή ακόμα «την έκφραση για κάτι που εμείς το ζητήσαμε άλλα που δεν βρίσκουμε λόγια να το πούμε». Όλα όμως αυτά «πλαταίνουν τη συνείδησή μας και εξευγενίζουν την ευαισθησία μας».
Μιλήσαμε για «ευχαρίστηση» και για «μετάδοση εμπειρίας». Πρέπει να τονίσουμε αμέσως ότι αυτά που η ποίηση μεταδίδει πρέπει να είναι φορτισμένα με συγκινησιακό φορτίο και ότι αυτή ακριβώς είναι η ειδοποιός διαφορά. Η ποίηση λέει ο Eliot είναι «το αμάξι του συναισθήματος». Γι’ αυτό και είναι τέχνη κατεξοχήν εθνική και δεν μπορεί να εκφραστεί παρά μόνο με την εθνική γλώσσα, με τη γλώσσα του λαού. «Η ποίηση έχει να κάνει πρώτα απ’ όλα με την έκφραση του συναισθήματος και της συγκίνησης· το συναίσθημα όμως και η συγκίνηση είναι διαφορετικά στον καθένα, ενώ η σκέψη είναι γενικά η ίδια. Πιο εύκολα σκέφτεσαι πάρα αισθάνεσαι σε μια ξένη γλώσσα». Γι’ αυτό και το άμεσο καθήκον του ποιητή είναι η γλώσσα· πρώτα να τη διατηρήσει και μετά να την πλατύνει και να τη βελτιώσει. (Σ’ αυτά θυμόμαστε το Σολωμό). Με τις απόψεις αυτές του Eliot βλέπουμε και την παιδαγωγική αξία της λογοτεχνίας γενικά και της ποίησης ειδικότερα, καθώς και τη στάση μας απέναντί της: Συναισθηματική και όχι λογική. Θα τελειώσουμε μερικές υποδείξεις του Eliot χρήσιμες και για τη διδακτική πράξη.
Ξεκινώντας από την άμεση επαφή με το ποίημα πιστεύει πως «η γνώση των πηγών που έφεραν στο φως ένα ποίημα δε βοηθάει αναγκαστικά την κατανόηση του ποιήματος: υπερβολικά πολλές πληροφορίες για τις πηγές του ποιήματος μπορεί ακόμα να διακόψουν την επαφή μαζί του». Ο Eliot φαίνεται να υιοθετεί τη μέθοδο που βγήκε από τη δουλειά του καθηγητή Richards (για την οποία θα μιλήσουμε) και από την ονομάζει «κριτικό λεμονοστύφτη»: «Η μέθοδος είναι να πάρεις ένα καλό ποίημα και χωρίς να αναφερθείς στο συγγραφέα ή στο υπόλοιπο έργο του, να το αναλύσεις στροφή με στροφή και στίχο με στίχο και να βγάλεις, να στύψεις, να ξύσεις, να στραγγίξεις κάθε σταγόνα νοήματος που μπορείς». (Οι παραπομπές είναι από το βιβλίο Εφτά δοκίμια για την ποίηση και Τ.Σ. Έλιοτ, μετ. Μαρία Λαϊνά, Κλεψύδρα, Αθήνα, 1971). Η προσπάθεια αποσκοπεί στο να αποκαλύψει τη σημασία του ποιήματος, άσχετα αν ήταν αυτό που ήθελε να πει ο ποιητής ή όχι. Δηλαδή η εγκυρότητα της σημασίας νομιμοποιείται από την τίμια και ευσυνείδητη προσπάθεια για την αποκάλυψή της. Σ’ αυτό λοιπόν ο Eliot συμφωνεί με τον Valéry.
R. Μ. Rilke (πηγή: Wikimedia Commons) |
R. Μ. Rilke (1875-1926)
Στην ίδια περίπου εποχή ο Rilke, ποιητής με έντονη εσωτερική ζωή, μας δίνει τη δική του άποψη σχετικά με την ποίηση στα τόσο πλούσια σε ερεθισμούς Γράμματα σ’ ένα νέο Ποιητή (Ίκαρος, μετ. Μ. Πλωρίτης). Αξίζει να δούμε πρώτα τη γνώμη του για την καλλιτεχνική δημιουργία. Την ποιητική δημιουργία ο Rilke την τοποθετεί στην ανάγκη. «Ένα έργο τέχνης είναι άξιο μόνο σαν ξεπηδάει από μιαν ανάγκη». Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η λυδία λίθος για τη γνησιότητα για την ειλικρίνειά του. «Φτάνει να νιώσει κανένας πως μπορεί να ζήσει και χωρίς να γράψει -κι ευθύς το γράψιμο τού είναι απαγορευμένο». Πώς μπορούμε να σχετιστούμε με την ποίηση; Ο Rilke πιστεύει πως μόνο με τη στροφή προς τα μέσα, με το ένδον σκάπτειν και με την αγάπη. «Η κριτική», λέει, «είναι το χειρότερο μέσο για ν’ αγγίξεις ένα έργο τέχνης: καταντάει πάντα σε πετυχημένες λίγο ή πολύ παρανοήσεις. Δεν μπορούμε όλα να τα συλλάβουμε και να τα εκφράσουμε, τα περισσότερα απ’ όσα μας συμβαίνουν ξετυλίγονται μέσα σε μια σφαίρα που ποτέ καμιά λέξη δεν την καταπάτησε. Κι απ’ όλα πιο αδύνατο είναι να εκφράσουμε τα έργα τέχνης, αυτές τις μυστηριακές υπάρξεις». Τα έργα της τέχνης ζουν μέσα σε απέραντη μοναξιά, λέει ο Rilke, και η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για να τα ζυγώσει κάνεις. «Μονάχα η αγάπη μπορεί να τα συλλάβει, να τ’ αγκαλιάσει και να σταθεί δίκαιη απέναντί τους». Προσεγγίζοντας το έργο τέχνης, ο άνθρωπος πρέπει να εμπιστεύεται πάνω απ’ όλα το δικό του αίσθημα σε πείσμα μάλιστα όλων των αναλύσεων, των συζητήσεων, των εισαγωγών που δεν είναι παρά «επιδέξια λεκτικά παιχνίδια».
Είναι φανερό πως ο Γερμανός μυστικός επιμένει στην προσωπική βίωση της τέχνης με το αίσθημα, την αγάπη, τη μοναξιά, την εσωτερική ζωή, την άμεση επικοινωνία. Υποδεικνύει δηλαδή μια καθαρά ερωτική σχέση που υπερβαίνει το λογικό και το λεκτικό.
Κώστας Μπαλάσκας, Νεοελληνική Ποίηση, κείμενα, ερμηνεία, θεωρία,
Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1980, σελ.7-11.
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου