![]() |
Γερμανικός χάρτης του 1493 από το Χρονικό της Νυρεμβέργης του Χάρτμαν Σίντελ (Hartmann Schedel), όπου τα τρία νησιά στα δυτικά της βόρειας Αφρικής αποτυπώνονται ως οι Μακάρων Νήσοι. πηγή: Βικιπαίδεια |
Κείμενο αναφοράς: Πλάτων, Πολιτεία 519b-520a
Βασικά σημεία
1. Πλατωνική κοινωνία: διοικητές-ιδρυτές
2. Το Αγαθόν
3. Η ανάβαση και η κατάβαση
4. Η τριπλή λειτουργία του νόμου
5. Κριτική της πλατωνικής Πολιτείας
6. Γλωσσικές επιλογές
Ανάπτυξη
1. Για τον Πλάτωνα τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: κυβερνούν όσοι έχουν ένα σκοπό, που δεν είναι άλλος από τη δημιουργία μιας ισορροπημένης και ευτυχισμένης κοινωνίας. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι κατά τον Πλάτωνα η κατοχή της γνώσης, δηλαδή η θέαση του Αγαθού. Αυτή η ανεπανάληπτη περιπέτεια θα τους οπλίσει με ό,τι που χρειάζονται, για να επιστρέψουν στην κοινωνία και να την υπηρετήσουν. Οι απαίδευτοι και οι θεωρητικοί δεν πρέπει να ασχολούνται με τη διακυβέρνηση, η οποία απαιτεί ανθρώπους πεπαιδευμένους αλλά και δραστήριους.
Ο Σωκράτης διακρίνει δύο κατηγορίες ανθρώπων, ακατάλληλων να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της πολιτείας, τους απαίδευτους και τους πεπαιδευμένους. Ειδικότερα:
α. Οι απαίδευτοι («ἀπαιδεύτους»), οι τυχαίοι και αφιλοσόφητοι πολιτικοί δεν μπορούν να κυβερνήσουν σωστά μια πολιτεία, διότι τους λείπει η παιδεία («ἀληθείας ἀπείρους»), δεν έχουν γνώσεις ούτε έχουν κατακτήσει την αρετή, μέσα απαραίτητα για να φτάσουν στη θέαση του αγαθού. Επιπλέον, δεν έχουν έναν συγκεκριμένο στόχο στη ζωή τους, έναν ανώτερο στόχο, που να κατευθύνει όλες τους τις ενέργειες («τοὺς μὲν ὅτι … καὶ δημοσίᾳ») παρά μόνο το προσωπικό τους συμφέρον. Αντιθέτως ο εἷς σκοπὸς που έχουν οι φύλακες της πολιτείας είναι να υπηρετήσουν πιστά και ανιδιοτελώς την πόλη όλη. (η απόλυτη αφοσίωση στην υπηρέτηση της πολιτείας ήταν χαρακτηριστικό που όφειλαν να διαθέτουν οι φιλόσοφοι-άρχοντες στο πλαίσιο της ιδανικής πολιτείας, που περιγράφει ο Πλάτωνας στην Πολιτεία, αφού δεν είχαν οικογένεια ούτε περιουσία, για να είναι ανεπηρέαστοι και πλήρως αφοσιωμένοι στο κοπιώδες λειτούργημά τους). Αντίθετα, οι στόχοι και τα κίνητρα των απαίδευτων είναι ταπεινά: παρασύρονται από υλικά αγαθά και αξιώματα, προσπαθούν να εξυπηρετήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα και έχουν τάσεις αυτοπροβολής. Είναι ιδιοτελείς, αλαζόνες και ασυνεπείς απέναντι στις ευθύνες άσκησης της εξουσίας, ανάξιοι και ανίκανοι να διαχειριστούν τις υποθέσεις της πόλης για το κοινό καλό, ώστε να διασφαλίσουν την ευημερία όλων.
Στην κατηγορία αυτή εντάσσει ο Πλάτωνας και τους πολιτικούς ηγέτες της εποχής του, χωρίς να κάνει εξαίρεση ούτε για τον Περικλή και τον Θεμιστοκλή. Κατά τη γνώμη του, είναι κι αυτοί υπεύθυνοι για την καταστροφή της Αθήνας, γιατί φρόντισαν περισσότερο για την υλική (οικονομική-στρατιωτική) ανάπτυξη της πόλης και λιγότερο για τη δικαιοσύνη και την πνευματική ζωή των πολιτών.β. Οι πεπαιδευμένοι («τοὺς ἐν παιδείᾳ ἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους»).
Αυτοί δεν κρίνονται ικανοί να διοικήσουν σωστά μια πολιτεία, όχι γιατί δεν διαθέτουν τα τυπικά προσόντα –άλλωστε γνωρίζουν την αλήθεια, έχουν κατακτήσει την αρετή και έχουν φτάσει στη θέαση του αγαθού– αλλά γιατί προτιμούν να ζουν αφοσιωμένοι στις πνευματικές τους ενασχολήσεις και να απέχουν από τα προβλήματα της καθημερινής ζωής και την ενεργό πολιτική. Η πολιτική δραστηριότητα, η ενασχόληση με τα κοινά και η διαχείριση των προβλημάτων της πόλης δεν τους αφορά. Επίσης δείχνουν αδιαφορία για την εξουσία, τις τιμές, τον σεβασμό και την αγάπη των συμπολιτών τους. Η επιθυμία τους να συνεχίσουν να ζουν στον δικό τους κόσμο των πνευματικών ενασχολήσεων παρουσιάζεται στο κείμενο με την παρομοίωση των νησιών των μακαρίων: οι πεπαιδευμένοι-φιλόσοφοι πιστεύουν ότι ζουν στα νησιά των μακαρίων, ενώ είναι ακόμα ζωντανοί («τοὺς δὲ … ἀπῳκίσθαι»). Η πεποίθησή τους αυτή υποδηλώνει και την πιθανή αλαζονεία τους. Από την άλλη, η απροθυμία τους να συμμετέχουν στην ενεργό πολιτική ζωή εκφράζεται με μια διπλή άρνηση: «μὴ ἐθέλειν … μηδὲ μετέχειν».
«ἐν μακάρων νήσοις»
Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες τα νησιά των μακαρίων βρίσκονταν πέρα από τις στήλες του Ηρακλή, στη Δύση (πέρα από το σημερινό Γιβραλτάρ), στο ρεύμα του Ωκεανού. Εκεί κατοικούσαν μετά τον θάνατό τους οι ήρωες, οι άνθρωποι της πρώτης γενιάς του ανθρώπινου γένους (της χρυσής εποχής) και οι ευσεβείς, μέσα σε απόλυτη ευτυχία και γαλήνη. Τα νησιά αυτά προσομοιάζουν στον Παράδεισο της χριστιανικής θρησκείας. Οι πεπαιδευμένοι, όμως, πιστεύουν ότι κατοικούν εκεί, ενώ είναι ακόμα ζωντανοί.
«ἐν παιδείᾳ»
Αρχική σημασία της λέξης είναι αυτό που πρέπει να μάθει το παιδί, η ανατροφή, η διαπαιδαγώγηση του παιδιού. Από τον 5ο, όμως, αιώνα και εξής ως όρος της παιδαγωγικής δηλώνει τη γενική καλλιέργεια (σωματική και πνευματική), που αποτελεί προνόμιο μόνο του ανθρώπου (γι’ αυτό άλλωστε και στα λατινικά αποδίδεται με τον όρο humanitas). Βάση της παιδείας είναι για τον Πλάτωνα η μουσική (λογοτεχνία, τραγούδι, καλλιέργεια της καλλιτεχνικής ευαισθησίας) και γυμναστική. Παίδευση είναι η πορεία προς την παιδεία (Πλατ. Όροι 410: παίδευσις παιδείας παράδοσις). Συγκεκριμένα, για τον Πλάτωνα παιδεία είναι η στροφή της ψυχής προς την ιδέα του αγαθού, η δύσκολη πορεία από την άγνοια στη γνώση. Σε άλλο σημείο της Πολιτείας ο Πλάτωνας αναφέρει ότι η παιδεία παρέχεται για το σώμα με τη γυμναστική και για την ψυχή με τη μουσική.Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι η παιδεία έχει τεράστια σημασία για τον φιλόσοφο και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσει σωστά η πολιτεία. Ένας πεπαιδευμένος πολιτικός ηγέτης μπορεί να καθοδηγήσει σωστά τους πολίτες και να συμβάλει στην απονομή της δικαιοσύνης και την κατάκτηση της ευτυχίας. Ένας πεπαιδευμένος πολίτης, από την άλλη, μπορεί με τη σωστή καθοδήγηση να μάθει να τηρεί τους νόμους, να συμβιώνει αρμονικά με τους συμπολίτες του, να δείχνει σεβασμό στο πρόσωπό τους και να συνεργάζεται εποικοδομητικά.
Συγκεφαλαιώνοντας, παρατηρούμε ότι ο Σωκράτης με τη συλλογιστική της «εις άτοπον απαγωγής». Απορρίπτει τους απαίδευτους και τους πεπαιδευμένους ως ακατάλληλους φορείς εξουσίας, γιατί η κάθε μία κατηγορία ανθρώπων δεν διαθέτει αυτό που διαθέτει η άλλη: σκοπό που να συνδέεται με την παιδεία η μία, πρακτικό προσανατολισμό της παιδείας η άλλη. Με τον τρόπο αυτό μας προετοιμάζει για το ιδανικό ζεύγος γνωρισμάτων που είναι ανάγκη να χαρακτηρίζει τον φιλόσοφο – άρχοντα: τη γνώση και την πράξη. Το ζεύγος «γνώσης και πράξης» σε διαλεκτική σχέση φωτίζει την πολιτική αντίληψη του Πλάτωνα. Η γνώση καταξιώνεται στο βαθμό που προσανατολίζεται σε χρήσιμη πράξη, ιδιωτική και δημόσια· αλλά και η πράξη αξιολογείται χρήσιμη, όταν κατευθύνεται από γνώση και αποσαφηνισμένο σκοπό.
«Ἡμέτερον δὴ ἔργον… ὃ νῦν ἐπιτρέπεται.»: έργο των ιδρυτών της πολιτείας («τῶν οἰκιστῶν») είναι να ενδιαφερθούν για την εδραίωση της ιδανικής πολιτείας, δηλαδή να οδηγήσουν τα ξεχωριστά πνεύματα («τὰς βελτίστας φύσεις»), τους φιλοσόφους, στην αρετή και στη θέαση του αγαθού («μέγιστον μάθημα») και να μην τους αφήνουν να αδρανούν μένοντας μακριά από την πολιτική ζωή («μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται»).
«τῶν οἰκιστῶν»: με τη λέξη αυτή ο Σωκράτης εννοεί τον εαυτό του και τους συνομιλητές του, μαζί με τους οποίους οραματίζεται την ιδανική πολιτεία και προσπαθεί να την κάνει πράξη.
«τὰς βελτίστας φύσεις ἀναγκάσαι»: με τον όρο «φύσις» αρχικά εννοείται αυτό που ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατασκευάσει ο ίδιος, αλλά το βρίσκει να προϋπάρχει. Μπορεί βέβαια με την τέχνη να το συμπληρώσει, αλλά δεν είναι σε θέση να το αλλάξει ουσιωδώς. Φύσις επομένως σε σχέση με τον άνθρωπο είναι τα χαρίσματα και τα ελαττώματα που έχει ως κτήμα του. Για τον Πλάτωνα η φύση παίζει καθοριστικό ρόλο στην εκλογή του άριστου βίου.
Συγκεκριμένα, με τον όρο «βελτίστας φύσεις» ο Πλάτων εννοεί τους ανθρώπους με φυσικά χαρίσματα, όπως υψηλή ευφυΐα, οξύτητα πνεύματος, ψυχικές δυνάμεις κ.ά. Ο Πλάτων πιστεύει ότι δεν διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τις ίδιες πνευματικές ικανότητες και ψυχικές δυνάμεις και συνεπώς τα αποτελέσματα της παιδείας θα είναι ανάλογα των φυσικών προδιαθέσεων του ανθρώπου (όπως για παράδειγμα αυτοί που ανήκουν στην τάξη των δημιουργών, ο συνδυασμός φύσης και παιδείας τους κατέταξε στην τάξη αυτή). Συνεπώς, δεν μπορούν να δουν όλοι οι άνθρωποι το αγαθό. Επιπλέον η πορεία των βελτίστων φύσεων προς τη θέαση της Ιδέας του αγαθού επιβάλλεται ως εξαναγκασμός (ἀναγκάσαι) στην ιδανική πολιτεία, συνιστά δηλαδή απόλυτη αναγκαιότητα, αναγκαία συνθήκη του ιδεώδους πολιτεύματος.1
2. Η εκτέλεση του καθήκοντος είναι, κατά τον Πλάτωνα, πρωταρχικά γνώση του καθήκοντος, και η γνώση αποκτάται μέσω της παιδείας (ἡμέτερον δὴ ἔργον, ἦν δ’ ἐγώ, τῶν οἰκιστῶν τάς τε βελτίστας φύσεις ἀναγκά-σαι ἀφικέσθαι πρὸς τὸ μάθημα ὅ ἐν τῷ πρόσθεν ἔφαμεν εἶναι μέγιστον). Η θέαση του Ἀγαθοῦ σημαίνει ότι ο φιλόσοφος έχει συνειδητοποιήσει όχι μόνο την ουσία της ευδαιμονίας αλλά και το καθήκον του κυβερνήτη, που δεν είναι άλλο από τη διοίκηση της πόλης και την καθοδήγηση των άλλων βελτίστων φύσεων στη θέαση του Ἀγαθού, κάτι που συνεπάγεται αγώνα, ενεργό ανάμιξη στα πολιτικά ζητήματα. Οι αμέτοχοι πνευματικοί άνθρωποι δεν προσφέρουν τίποτε στο κοινό καλό· άλλωστε -ας μη λησμονούμε- ο σκοπός της πολιτείας είναι η επίτευξη του κοινού καλού.
Ο Πλάτων με συνοπτική επιχειρηματολογία αποκλείει από την άσκηση της εξουσίας τους αφιλοσόφητους αλλά και τους φιλοσοφημένους πολιτικούς που όμως είναι μονίμως απορροφημένοι στις πνευματικές ενασχολήσεις τους. Πάντως, ο καταλληλότερος κυβερνήτης –κατά τον Πλάτωνα- είναι ο φιλοσοφημένος πολιτικός, αυτός που έχει λάβει την ορθή παιδεία, που έχει δει το Ἀγαθό.
«μέγιστον μάθημα»: ο ορισμός του αγαθού. Με τον όρο «μέγιστον μάθημα» ο Πλάτων εννοεί τη θέαση της Ιδέας του αγαθού, την ύψιστη γνώση, που τελικά συμπίπτει με το αγαθό, καθώς ο Πλάτωνας υποστηρίζει μια νοησιαρχική ηθική, δηλαδή η γνώση της αλήθειας δεν μπορεί παρά να οδηγεί κατά αναγκαιότητα σε ηθική πράξη, στην πραγμάτωση του αγαθού. Σύμφωνα με το σχόλιο του σχολικού εγχειριδίου, ο Πλάτωνας δεν δίνει μια σαφή ερμηνεία για τον όρο «αγαθό», που είναι από τους βασικότερους στο φιλοσοφικό του σύστημα, παρά αρκείται σε ορισμένους υπαινιγμούς. «Ἀγαθὸν» πάντως είναι:
- το «εἶναι» και ό,τι διατηρεί το «εἶναι»,
- η τάξη, ο κόσμος και η ενότητα που διαπερνά και συνέχει την πολλαπλότητα,
- ό,τι παρέχει την αλήθεια και την επιστήμη.
Η έκφραση «αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν» φαίνεται να δηλώνει την ύψιστη αρχή και την πηγή του όντος και της γνώσης. Πάντως, ήδη στην αρχαιότητα το «Πλάτωνος ἀγαθὸν» ήταν παροιμιακή έκφραση για κάτι το ασαφές και σκοτεινό.
Οι χαρακτηρισμοί του αγαθού
Στη δεύτερη παράγραφο του κειμένου ο Πλάτωνας, διά στόματος Σωκράτη, θα χαρακτηρίσει το αγαθό ως εξής:
- το αγαθό είναι η μεγαλύτερη αξία («μέγιστον μάθημα»), αφού αυτό πρέπει να κατακτήσουν όλοι οι άνθρωποι και κυρίως όσοι πρόκειται να αναλάβουν τη διοίκηση της πολιτείας,
- το αγαθό μπορεί να προσεγγιστεί και να το θεαθεί ο άνθρωπος, όχι βέβαια με τις αισθήσεις, αλλά με την καθαρή νόηση («ἀφικέσθαι», «ἰδεῖν», «ἴδωσι»),
- η κατάκτησή του είναι δύσκολη και απαιτεί κόπο, επίπονη προσπάθεια και αγώνα («ἀναβῆναι», «ἀνάβασιν», «ἀναβάντες»). Πρόκειται για μια ανοδική πορεία, που οδηγεί στην ολοένα υψηλότερη γνώση και διάπλαση ήθους. Πολύ συχνά στον Πλάτωνα λέξεις που σημαίνουν το άνω και την ανάβαση χρησιμοποιούνται μεταφορικώς για την παιδεία και τα αγαθά που προσφέρει.
μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται: Ο Πλάτωνας συγχέει σκοπίμως τα όρια ανάμεσα στο θεωρητικό του οικοδόμημα, δηλαδή την ιδεώδη πολιτεία του και στη σύγχρονή του πολιτική πραγματικότητα. Με τη φράση «μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται» ο φιλόσοφος επικαιροποιεί τον προβληματισμό του καταγγέλλοντας έμμεσα την απροθυμία των πνευματικών ανθρώπων της εποχής του να αναλάβουν την πολιτική ευθύνη της διακυβέρνησης της πόλης. Έτσι στην ιδεώδη πολιτεία οι φιλόσοφοι δεν δικαιούνται να ζουν κατά τον τρόπο που παρατηρεί ο Σωκράτης ότι ζουν στην εποχή του, δηλαδή σαν να βρίσκονται ήδη στα «νησιά των μακάρων», κλεισμένοι στον γυάλινο και ασφαλή πύργο της γνώσης, ασχολούμενοι απερίσπαστοι με φιλοσοφικές αναζητήσεις και διανοητικές ασκήσεις. Και όλα αυτά με την ιδέα ότι η ενασχόληση με τον απλό λαό και τα καθημερινά προβλήματα της δημόσιας ζωής αποτελεί ντροπή, προσβολή και ηθική μείωση για τον άνθρωπο του πνεύματος. Αντίθετα, ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος του πνεύματος οφείλει να επιστρέψει στην «σπηλιά», να ασχοληθεί με τα προβλήματα των απαίδευτων, να διαγνώσει τις ανάγκες τους, να τους διαφωτίσει και να τους δείξει τον δρόμο για το φως, να υποστεί τελικά ότι συνεπάγεται η αμάθεια και η άγνοια στην προσπάθειά του να τους βοηθήσει.
«Τὸ ποῖον δή; Τὸ αὐτοῦ, ἦν δ’ ἐγώ, … εἴτε φαυλότεραι εἴτε σπουδαιότεραι.» Το χρέος των ορθά πεπαιδευμένων ανθρώπων «στους αλυσοδεμένους της σπηλιάς»
Σ’ αυτό το χωρίο του κειμένου ο Σωκράτης / Πλάτωνας αναφέρεται στο χρέος των φυλάκων στην ιδανική του πολιτεία. Αυτοί, αφού θα έχουν περάσει από τα στάδια εκπαίδευσης (δηλαδή: μουσική και γυμναστική παιδεία –μαθηματικές επιστήμες– σπουδή της διαλεκτικής), οφείλουν (μετά τα 50 τους χρόνια) να κατέβουν στο σπήλαιο, δηλαδή στην πρακτική πολιτική, και να μεταδώσουν τις γνώσεις τους και την αρετή τους σε ολόκληρη την πόλη.
Αφού, λοιπόν, θα έχουν μοιράσει τη ζωή τους μεταξύ της φιλοσοφίας και της άσκησης της εξουσίας και αφού θα έχουν εκπαιδεύσει τους διαδόχους τους, θα είναι πια έτοιμοι να φύγουν από τη ζωή και να κατοικήσουν στα νησιά των μακαρίων.
Αυτό το χωρίο θα μπορούσε να θεωρηθεί υπαινικτικό για τον Πλάτωνα, ο οποίος, ενώ μιλούσε για το χρέος των ορθά πεπαιδευμένων, δηλαδή των φιλοσόφων, δεν ακολούθησε αυτή την πορεία, καθώς δεν ασχολήθηκε με την ενεργό πολιτική. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι θέλησε και προσπάθησε να ασχοληθεί με αυτή, αλλά δεν το κατάφερε.
Ειδικότερα, βλέπουμε τις πρώτες προσπάθειές του, όταν ήταν ακόμα νέος. Τότε, όμως, ήταν που βίωσε τις πρώτες απογοητεύσεις: είδε με τα μάτια του τη δημαγωγική συμπεριφορά κάποιων πολιτικών ανδρών και δύο από τους συγγενείς του (τον Κριτία και τον Χαρμίδη) να συμμετέχουν στο τόσο οδυνηρό για την Αθήνα καθεστώς των Τριάντα τυράννων, το οποίο, μάλιστα, οδήγησε και τον δάσκαλό του, τον Σωκράτη, στον θάνατο. Όμως, δεν κατέθεσε τα όπλα˙ προσπάθησε να εφαρμόσει τις θεωρίες του στον τύραννο των Συρακουσών, τον Διονύσιο τον Α’ και Β’, αλλά χωρίς επιτυχία. Έτσι, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλα τα πολιτεύματα της εποχής του ήταν διεφθαρμένα.
«… τιμῶν, εἴτε φαυλότεραι εἴτε σπουδαιότεραι»: με τη λέξη «τιμῶν» ο Πλάτων εννοεί την κοινωνική προβολή, την ηθική ικανοποίηση, τις επευφημίες και τις τιμητικές διακρίσεις που έρχονται ως αποτέλεσμα της συμμετοχής σε δημόσια αξιώματα. Όλα αυτά αποτελούν στοιχεία που οι φιλόσοφοι οφείλουν να μοιραστούν με τους απαίδευτους. Όμως, Άσχετα με το πώς αυτοί τα αξιολογούν, δεν απαλλάσσονται από το κοινωνικό και ηθικό τους χρέος απέναντι στην πολιτεία.2
3. ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν: πολύ συχνά στον Πλάτωνα λέξεις που σημαίνουν το ἄνω και την ἀνάβαση χρησιμοποιούνται μεταφορικώς για την παιδεία και τα αγαθά που προσφέρει.
μὴ ἐθέλειν πάλιν καταβαίνειν παρ' ἐκείνους τοὺς δεσμώτας: πρβλ. Πολιτ. 539e «μετὰ γὰρ τοῦτο καταβιβαστέοι ἔσονταί σοι εἰς τὸ σπήλαιον πάλιν ἐκεῖνο, καὶ ἀναγκαστέοι ἄρχειν...». Οι φύλακες λοιπόν αφού θα έχουν εκπαιδευτεί ορθά και θα έχουν φιλοσοφήσει, οφείλουν να κατεβούν στο σπήλαιο, δηλαδή στην πρακτική πολιτική, για να ωφελήσουν με τις γνώσεις τους και την αρετή τους την πόλη ολόκληρη. Ειδικότερα οι φύλακες θα πρέπει όταν φτάσουν στην ηλικία των 35 ετών να άρχουν στον πόλεμο και να αναλαμβάνουν αξιώματα που αρμόζουν σε νέους. Όταν γίνουν 50 ετών, τότε πια μπορούν να μοιράζουν τον χρόνο τους ανάμεσα στη φιλοσοφία και στην άσκηση της εξουσίας. Όταν θα έχουν εκπαιδεύσει τους διαδόχους τους θα είναι έτοιμοι πια να φύγουν από τη ζωή και να κατοικήσουν στις νήσους των Μακάρων.3
4. Εξετάζοντας το χρέος των φιλοσόφων-κυβερνητών ο Γλαύκων αρχικά εξεγείρεται: Ἔπειτ’, ἔφη, ἀδικήσομεν αὐτούς, και ποιήσομεν χεῖρον ζῆν… Η ένστασή του έγκειται στο ότι είναι παράλογο να αξιώνουμε από κάποιον που πάσχισε να κατακτήσει την εὐδαιμονία να την εγκαταλείψει αμέσως για χάρη της εκπαίδευσης των αμαθών. Ο Σωκράτης γρήγορα αίρει το αδιέξοδο του συνομιλητή του: ἐπελάθου…ὅτι νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει, ὅπως ἕν τι γένος ἐν πόλει διαφερόντως εὖ πράξει… Με άλλα λόγια, αυτό που ενδιαφέρει το νομοθέτη είναι το όφελος όλων των ομάδων και όχι μόνο μιας ομάδας. Αν οι φιλόσοφοι αδιαφορήσουν για τη διοίκηση και την εκπαίδευση των αμαθών, εύκολα θα κατηγορούσε κανείς το νομοθέτη για ασύγγνωστη μεροληψία υπέρ των φιλοσόφων, αφού όλος ο μηχανισμός της πόλης θα λειτουργούσε προκειμένου οι τελευταίοι να κατακτήσουν την εὐδαιμονία: οι δημιουργοί θα πρόσφεραν τα αγαθά και οι φύλακες την ασφάλεια. Έπειτα, αν οι φιλόσοφοι δεν μετέδιδαν τις γνώσεις τους, ποιος θα είχε τις ικανότητες να συνεχίσει το έργο τους;
Παρόλα αυτά, αν επιχειρήσουμε να αντικρίσουμε την οργάνωση αυτή με βάση πιο ρεαλιστική ματιά, θα διαπιστώναμε ότι η αντίδραση του Γλαύκωνα δεν είναι ανεδαφική: ποιος μπορεί να εξαναγκάσει τον οποιοδήποτε να υποβληθεί σε κόπους για χάρη του άλλου; Ή ακόμη περισσότερο, ποιος επιθυμεί να υποβληθεί σε κόπους για χάρη του άλλου; Δεν μπορούμε, ωστόσο, να παραβλέψουμε ότι στην πλατωνική πολιτεία υπάρχει ισοκατανομή υποχρεώσεων και δικαιωμάτων: κάθε ομάδα εργάζεται όχι μόνο για το όφελος των υπολοίπων αλλά και για το δικό της, όπως π.χ. οι δημιουργοί, που φροντίζουν για την παραγωγή των αγαθών που είναι απαραίτητα τόσο στους ίδιους, όσο και στους φύλακες και στους άρχοντες.
«Ἐπελάθου πάλιν, ὦ φίλε»: ο Σωκράτης αναφέρεται σε προηγούμενο σημείο του διαλόγου (466α), όπου συζήτησαν την κατηγορία του Αδείμαντου (419α), ότι δηλαδή οι φύλακες αν και θα κατέχουν την εξουσία στην πολιτεία δεν θα απολαμβάνουν αγαθά, όπως σπίτια, κτήματα και πλούτη, ούτε θα μπορούν να φιλοξενούν φίλους ούτε να απολαμβάνουν διασκεδάσεις. Εκεί, ο Γλαύκων είχε δεχτεί ότι σκοπός της ιδεώδους πολιτείας δεν είναι να κάνει μόνο μία τάξη ευτυχισμένη, αλλά ολόκληρη την πόλη.
«ὅτι νόμῳ … ἐγγενέσθαι»: η θέση του Σωκράτη
Ο Σωκράτης αντικρούει την άποψη του Γλαύκωνα και του υπενθυμίζει ότι τελικός και κορυφαίος σκοπός του νόμου, τον οποίο προσωποποιεί, είναι η ευδαιμονία όλης της πόλης και όχι μόνο μιας κοινωνικής ομάδας. Βλέπει, λοιπόν, το δίκαιο από τη σκοπιά του συλλογικού συμφέροντος και εκφράζει κοινωνιοκεντρικές αντιλήψεις για την πολιτική οργάνωση της πόλης-κράτους. Συλλαμβάνει ο Σωκράτης την ουσία της ένστασης του Γλαύκωνα και απαντά προβάλλοντας το γενικό καλό της πολιτικά οργανωμένης κοινότητας ως αγαθό επιβαλλόμενο από τον Νόμο.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί η πολύ μεγάλη σημασία που είχε ο νόμος για τον Πλάτωνα, κάτι που φαίνεται και στον διάλογο Κρίτων. Εκεί, ο νόμος προσωποποιείται και συνδιαλέγεται με τον Σωκράτη. Ο μύθος αυτός εκφράζει τη θεμελιώδη θεωρία του «Κοινωνικού συμβολαίου». Σύμφωνα με αυτό, κάθε πολίτης που νοιάζεται για την πόλη του οφείλει να τηρεί τους νόμους και να παραμερίζει το προσωπικό του συμφέρον, για να εξασφαλίσει τη συνοχή και την ομαλή συμβίωση μέσα σ’ αυτή. Αυτή τη στάση, άλλωστε, ακολούθησε μέχρι το τέλος της ζωής του και ο ίδιος ο Σωκράτης και το ίδιο θεωρεί ότι πρέπει να κάνουν και οι φιλόσοφοι.
Η τριπλή λειτουργία του Νόμου για την επίτευξη της ευδαιμονίας του συνόλου
Ο Σωκράτης στην απάντησή του στην ένσταση του Γλαύκωνα προσωποποιεί τον Νόμο και του αποδίδει τρεις βασικές λειτουργίες του με τις οποίες επιδιώκεται η ευδαιμονία της πόλης. Χρησιμοποιεί τρεις μετοχές «συναρμόττων, ποιῶν και ἐμποιῶν» για να καταδείξει τρεις αδιαπραγμάτευτες λειτουργίες–προϋποθέσεις για την ύπαρξη και την ευδαιμονία της πόλης.α. «συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ»: με το πρώτο μετοχικό σύνολο ο Πλάτωνας προβάλ-λει την κοινωνική λειτουργία του Νόμου, καθώς επιδιώκεται η κοινωνική συναρμογή των πολιτών. Ο Πλάτωνας συχνά κάνει λόγο για την αναγκαιότητα της αρμονίας τόσο στα μέρη της ψυχής, με την υποταγή του κατώτερου μέρους στο ανώτερο (το «ἐπιθυμητικὸν» πρέπει να υποτάσσεται στο «θυμοειδὲς» και το τελευταίο στο «λογιστικόν»), όσο και στις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους. Μόνο αν επιτευχθεί αυτή η αρμονία, θα οδηγηθούν οι πολίτες στη δικαιοσύνη, στην ομαλή συμβίωση μέσα στην πόλη και κατ’ επέκταση στην ευδαιμονία. Αν όμως ο πολίτης είτε από φιλαυτία είτε από ματαιοδοξία είτε από αδυναμία κρίσης δεν είναι σε θέση να οριοθετήσει τον τομέα της δραστηριότητάς του, τότε τουλάχιστον θα πρέπει να συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις του εμπειρότερου, του σοφότερου, του σωφρονέστερου (βλέπε εισαγωγή σχολικού εγχειριδίου). Έτσι, ο νόμος, προκειμένου να πείσει τους πολίτες να υπακούουν σ’ αυτόν, ώστε να επέλθει η κοινωνική αρμονία, χρησιμοποιεί την πειθώ και τη βία (Πλάτων, Νόμοι, 722b: ο άριστος νομοθέτης συνδυάζει την πειθώ με τη βία). Ο νόμος εναρμονίζει τους πολίτες χρησιμοποιώντας την πειθώ, την εκούσια δηλαδή υπακοή των πολιτών στις επιταγές του, και τον εξαναγκασμό, δηλαδή τη δύναμη των κυρώσεων που διαθέτει.
Με την πειθώ, με τη χρήση, δηλαδή, λογικών επιχειρημάτων, την προβολή υγιών προτύπων και με την παιδεία οφείλουν οι πολίτες να συνειδητοποιήσουν τον κοινωνικό τους ρόλο, να παραμερίσουν το προσωπικό τους συμφέρον και να προσφέρουν αλληλοβοηθούμενοι ό,τι είναι δυνατόν στην πολιτεία. Η μέθοδος αυτή απευθύνεται κυρίως στους πεπαιδευμένους πολίτες.
Υπάρχουν, όμως, πολίτες και μέλη της κοινωνίας, οι οποίοι δεν πείθονται με τον λόγο. Σ’ αυτούς επιβάλλεται η βία. Πρόκειται για τον καταναγκασμό που ορίζεται από τον νόμο και δεν επιβάλλεται τυραννικά, αυταρχικά. Η μέθοδος αυτή απευθύνεται, κυρίως, στον «ἄπειρον παιδείας ὄχλον», στον οποίο ο φιλόσοφος-νομοθέτης την εφαρμόζει, αλλά επιβάλλει και στους πολίτες, αν εκείνοι πολυπραγμονούν, καταναγκαστικά, υποχρεωτικά μέτρα για τη συμμόρφωσή τους στο πνεύμα της δικαιοσύνης, όπως και στους πε-παιδευμένους, που δεν έχουν συνετιστεί με την πειθώ, και στους άρχοντες, που είναι υποχρεωμένοι να ζουν με λιτότητα και ευσυνειδησία, ώστε να εκλείψει η διαφθορά από τον δημόσιο βίο. Αυτός ο λιτός και ευσυνείδητος τρόπος ζωής αναφέρθηκε και στην εισαγωγή του βιβλίου μας: τόσο οι φύλακες όσο και οι φιλόσοφοι-βασιλείς στο πλαίσιο της ιδανικής πολιτείας δεν έχουν προσωπική περιουσία, πολυτελείς κατοικίες, ούτε καν οικογένεια, για να είναι απερίσπαστοι στο λειτούργημά τους. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι ο νόμος οφείλει να αποβλέπει στην ευδαιμονία όλης της πόλης και να υποχρεώνει τους Αγαθούς να ασκήσουν την εξουσία.
β. «ποιῶν μεταδιδόναι … ὠφελεῖν»: με το δεύτερο μετοχικό σύνολο ο Σωκράτης αποδίδει στον Νόμο οικονομική λειτουργία. Ο Νόμος κατοχυρώνει μια από τις βασικές ιδρυτικές αρχές της πόλης, τον καταμερισμό της εργασίας, με τον οποίο κατακτάται η αυτάρκεια. Έτσι, αν το άτομο είναι φύσει ενδεές, με την κοινωνική του συναρμογή γίνεται αύταρκες χάρη στην αυτάρκεια που αποκτά η κοινότητα με τον καταμερισμό της εργασίας. Οι εργασίες κατανέμονται σε κάθε πολίτη με βάση τις ικανότητές του, ώστε ο καθένας να στρέφει την προσοχή του όχι μόνο στην ικανοποίηση των δικών του αναγκών, αλλά και στις ανάγκες των συμπολιτών του, με στόχο το κοινό όφελος και την ευδαιμονία. Έτσι, μεταξύ των πολιτών καλλιεργούνται σχέσεις συνεργασίας, αλληλοβοήθειας, αλληλοπροσφοράς και αλληλεγγύης.
γ. «καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν … ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως»: με το τρίτο μετοχικό σύνολο δηλώνεται η παιδαγωγική και πολιτική λειτουργία του Νόμου, ο οποίος έχει χρέος να διαπλάθει ανθρώπους ικανούς και άξιους να διατηρούν τη συνοχή της πόλης. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται ο Νόμος από τη μια να περιορίσει την ατομική επιθυμία, ώστε να τιθασευτεί η βούληση από τον Λόγο, και από την άλλη να κατευθύνει την πολιτική κοινωνικοποίηση των ανθρώπων. Συνεπώς, ο Νόμος υπηρετεί τον τελικό σκοπό της ευδαιμονίας του συνόλου και επιχειρώντας να υπαγάγει την ατομική επιθυμία στην αναγκαιότητα της κοινωνικής συναρμογής και της πολιτικής ευταξίας. Προς αυτή την κατεύθυνση ο Νόμος καλλιεργεί την κοινωνικότητα και ακόμη περισσότερο αναδεικνύει τους αγαθούς πολίτες σε πολιτικούς ηγέτες που επιφορτίζονται με τη διατήρηση της συνοχής της πόλης. Τέλος, ο νόμος θέτει όρια και περιορισμούς στη συμπεριφορά των πολιτών, αλλά και των φιλοσόφων-βασιλέων, ώστε να μην παρεκτρέπονται και διαταράσσουν τη συνοχή της πόλης.
Γενικός χαρακτηρισμός του νόμου
Ο Πλάτωνας στον υποστηρικτικό του λόγο για την αναγκαιότητα του ηθικού εξαναγκασμού του φιλοσόφου να ασκήσει πολιτική εξουσία αναφέρεται στον νόμο. Ο νόμος παρουσιάζεται ως βασική αρχή της πολιτικής συμβίωσης, προκειμένου να αποκλειστεί ο κίνδυνος της αταξίας και του χάους που αναιρεί τις δυνατότητες της δίκαιης πολιτείας. Έτσι η κοινωνία παρουσιάζεται ως ένα σύνολο ανθρώπων αυτοτελές, αύταρκες, διαχρονικό και οργανωμένο όπου αναπτύσσεται συμμετρικά η ατομική και κοινωνική διάσταση του ανθρώπου. Ο νόμος, με άλλα λόγια, είναι η αναγκαιότητα που επιβάλλει την εναρμόνιση της ατομικότητας και της συλλογικότητας μέσα στην κοινωνία. Εγγυητής και διεκπεραιωτής αυτής της αναγκαιότητας καθίσταται ο φιλόσοφος. Κρίνοντας από τις λειτουργίες που επιτελεί και τα μέσα (πειθώ-βία, κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, αγωγή αυτοπεριορισμού), που χρησιμοποιεί ο νόμος για να πείσει τους πολίτες πως είναι σωστό και αναγκαίο να υπακούουν σ’ αυτόν, συμπεραίνουμε ότι ο Σωκράτης προσπαθεί να συμβιβάσει το γενικό καλό με το ατομικό, από την οπτική μιας ολιστικής και κοινωνιοκεντρικής προσέγγισης του πολιτικού φαινομένου, στο οποίο εξασφαλίζεται η αξιοκρατία και η αμεροληψία. Αυτή η τόσο αναγκαστική επιβολή κανόνων και απαγορεύσεων δεν ταιριάζει σε δημοκρατικά πολιτεύματα, αλλά μάλλον σε αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα. Σύμφωνα, μάλιστα, με ορισμένους μελετητές, η προτεραιότητα της πόλης έναντι του ατόμου συνιστά μια ολοκληρωτική αρχή, επειδή ενδέχεται το κράτος να είναι ισχυρό, αλλά οι πολίτες του δυστυχείς. Πρέπει, βέβαια, να επισημάνουμε ότι οι προθέσεις του είναι αγαθές, αφού απώτερος στόχος του νόμου είναι η χρήση κάθε μέσου για την εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος. Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι για τον Πλάτωνα ευδαιμονία δεν είναι η προσωπική ευτυχία στη ζωή, αλλά η συναίσθηση ότι με τις ενέργειές του ο πολίτης καθιστά τους άλλους ευδαίμονες. Ο νόμος, λοιπόν, λειτουργεί ως απρόσωπος και ψυχρός άρχοντας, δρα αντικειμενικά, χωρίς να παρεκκλίνει από τον ορθό τρόπο διακυβέρνησης. Ρόλος του είναι να ρυθμίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις λειτουργίες του κράτους, ώστε να επιτευχθεί η αρμονική και ομαλή συμβίωση των πολιτών με υψηλό βαθμό αλτρουισμού. Παρουσιάζεται, δηλαδή, ως ιδανικός ηγέτης της ιδανικής πολιτείας.4
5. Κριτική της πλατωνικής Πολιτείας
Η Πολιτεία του Πλάτωνος προκαλεί την απελπισία τόσο εκείνων που τον μισούν όσο και εκείνων που τον θαυμάζουν (…) Μπορούμε να βρούμε στην Πολιτεία την άδεια να προπαγανδίσουμε την κοινωνική επανάσταση, την ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας και της δύναμης του χρήματος αλλά μπορούμε να βρούμε εκεί επίσης την δικαιολόγηση της υπάρξεως δύο διαφορετικών συστημάτων εκπαιδεύσεως, του ενός για την αριστοκρατία και του άλλου για τον λαό, και μιας κληρονομικής ηγετικής τάξεως. Οι πολιτικές αρχές του Ρουσσώ, του Μπορκ και του Μαρξ διαγκωνίζονται μέσα σ’ αυτές τις σελίδες. Μπορούμε να την επικαλεσθούμε για να υποστηρίξουμε δύο όλως αντίθετες κυβερνητικές θεωρίες: μια κυβέρνηση αποτελούμενη από μέλη επαγγελματικώς εξασκημένα στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, ή μία κυβέρνηση αποτελούμενη από ερασιτέχνες προερχομένους από μία πανεπιστημιακή κοινωνία ρητόρων. Η εκτίμηση του Πλάτωνος απέναντι του ανθρωπίνου γένους είναι ταυτοχρόνως απίστευτα χαμηλή και απίστευτα υψηλή: το άνθος των ανδρών και των γυναικών μιας χώρας βλέπει να διευθύνεται η ζωή και οι έρωτές τους ως την τελευταία λεπτομέρεια από μία “επιτροπή εμπειρογνωμόνων”, ενώ η πλειονότητα των πολιτών οφείλει να ζει την απερίσκεπτη ζωή των προβάτων. Ανάμεσα στην σοφία μερικών και την δουλικότητα των λοιπών, η φυλή των ανθρώπων ουδέποτε επαινέθηκε τόσο πολύ κι ουδέποτε ταπεινώθηκε σε τέτοιο βαθμό. (...) Αλλ’ η πιο ισχυρή αντίρρηση στις πολιτικές θεωρίες της Πολιτείας βασίζεται ίσως στην ιδέα μιας απόλυτης κυβερνήσεως από μέρους μιας κατηγορίας προσώπων, τα οποία διεκδικούν, χωρίς να μπορεί κανείς να τα θέσει υπό αμφισβήτηση, την υπέρτατη σοφία και την αλάθητη γνώση.5
Μήπως ο Πλάτων εκφράζει ένα πρώιμο ολοκληρωτισμό;
Ο Σωκράτης προσπαθεί να συμβιβάσει το γενικό καλό με το ατομικό, από την οπτική μιας ολιστικής και κοινωνιοκεντρικής προσέγγισης του πολιτικού φαινομένου, στο οποίο εξασφαλίζεται η αξιοκρατία και η αμεροληψία.
Αυτή η τόσο αναγκαστική επιβολή κανόνων και απαγορεύσεων σύμφωνα με ορισμένους μελετητές δεν ταιριάζει σε δημοκρατικά πολιτεύματα, αλλά μάλλον σε αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα. Κάποιοι κατηγορούν τον Πλάτωνα, ότι παρουσιάζει στο σημείο αυτό ένα ανελεύθερο πολιτικό σύστημα, ότι ταυτίζει σκόπιμα τον ατομικισμό με τον εγωισμό, τον αλτρουισμό με την συλλογικότητα. Με άλλα λόγια, κατά τους επικριτές του, ο Πλάτων στιγματίζει όλους τους ατομικιστές ως ιδιοτελείς, ανίκανους να αφοσιωθούν σε οτιδήποτε άλλο πέρα από τον εαυτό τους. Όμως από την άλλη η χειραφέτηση του ατόμου ήταν πραγματικά η μεγάλη πνευματική επανάσταση που είχε οδηγήσει στην κατάρρευση της φυλετικής κοινωνίας και του φυλετισμού, καθώς και στην άνοδο της δημοκρατίας. Άλλωστε ο Περικλής επιμένει ότι ο ατομικισμός πρέπει να συνδεθεί με τον αλτρουισμό. (δες σχετικά τον Επιτάφιο λόγο §37)
Επιπλέον, συνεχίζουν οι ίδιοι επικριτές, τον Πλάτωνα τον απασχολεί μονάχα η συλλογική ολότητα, αυτή καθαυτή· και η δικαιοσύνη γι᾿ αυτόν δεν είναι παρά η υγεία, η ενότητα και η σταθερότητα του συλλογικού σώματος.
Πρέπει, βέβαια, να επισημάνουμε ότι οι προθέσεις του είναι αγαθές, αφού απώτερος στόχος του Νόμου είναι η χρήση κάθε μέσου για την εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος. Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι για τον Πλάτωνα ευδαιμονία δεν είναι η προσωπική ευτυχία στη ζωή, αλλά η συναίσθηση ότι με τις ενέργειές του ο πολίτης καθιστά τους άλλους ευδαίμονες.6
6. Γλωσσικές επιλογές
Παρομοίωση:
- «ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι» (= σαν να ζουν στα νησιά των μακαρίων)
Πολυσύνδετα σχήματα:
- «μήτε τοὺς ἀπαιδεύτους … μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳ …»
- «τάς τε βελτίστας φύσεις … ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀναβῆναι …»
- «μὴ ἐθέλειν … μηδὲ μετέχειν …»: διπλή άρνηση, δηλωτική της απροθυμίας των ορθά πεπαιδευμένων να ασχοληθούν με τα κοινά
- «εἴτε φαυλότεραι … εἴτε σπουδαιότεραι»
Παρατακτική σύνδεση:
Παρατηρείται ευρεία χρήση παρατακτικών συνδέσμων: καὶ, μήτε … μήτε, μὲν … δέ, τε … καί, εἴτε … εἴτε.
- «ἀδικήσομεν αὐτούς, καὶ ποιήσομεν χεῖρον ζῆν»
- «πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ»
- «ποιῶν μεταδιδόναι … καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν …»
- «ἐπιμελεῖσθαί τε καὶ φυλάττειν»
Προσωποποίηση
Στο κείμενο παρατηρούμε την προσωποποίηση του νόμου, ώστε να φανεί ο ρόλος του, η οποία εκφράζεται σε συνδυασμό με τα παρακάτω ρήματα: «μέλει», «μηχανᾶται», «συναρμόττων», «ποιῶν», «ἐμποιῶν», «ἀφιῇ», «καταχρῆται».
Αντιθέσεις:
- «τοὺς ἀπαιδεύτους» ≠ «τοὺς ἐν παιδείᾳ»,
- «ἃ πράττωσιν» ≠ «οὐ πράξουσιν»,
- «ἑκόντες» ≠ «ἀναγκάσαι»,
- «ἔτι ἀπῳκίσθαι» ≠ «μὴ ἐπιτρέπειν»,
Οι παραπάνω αντιθέσεις υποδηλώνουν τη διαφορά:
- όσων δεν έχουν παιδεία και όσων έχουν λάβει παιδεία,
- την ενασχόληση με τα κοινά των πρώτων και την απροθυμία των δεύτερων,
- την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του Πλάτωνα με την ιδεατή πολιτεία.
- «χεῖρον ≠ ἄμεινον»: η χρήση αυτής της αντίθεσης (όπως και η εναντιωματική μετοχή «δυνατὸν ὂν») εκφράζει την έντονη αντίδραση του Γλαύκωνα.
- «ἕν τι γένος ≠ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει»: υπογραμμίζεται η μέριμνα του νόμου για το όφελος και την ευδαιμονία όλων των πολιτών.
Σχήμα κατ’ άρση και θέση
- «ὅτι νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει ≠ ἀλλ’ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει … ἐγγενέσθαι»: υπογραμμίζεται ο ρόλος του νόμου να επιφέρει ισορροπία στην πόλη.
- «οὐχ ἵνα ἀφιῇ … ≠ ἀλλ’ ἵνα καταχρῆται …»: τονίζεται ο ρόλος του νόμου να χρησιμοποιεί τους πολίτες ως ενωτικό δεσμό της πόλης.5
Παραπομπές
1. Ψηφιακό εκπαιδευτικό βοήθημα: www.study4exams.
2. Ψηφιακό εκπαιδευτικό βοήθημα: www.study4exams.
3. Αρχαία Ελληνικά, Φιλοσοφικός Λόγος, γ΄ τάξη λυκείου, σελ.109
4. Ψηφιακό εκπαιδευτικό βοήθημα: www.study4exams.
5. T. A. Sinclair, Ιστορία της ελληνικής πολιτικής σκέψης, σσ. 236-237.
6. Δρ. Ιωάννης-Παναγιώτης Αμπελάς, Αρχαία Ελληνικά, Ομάδα Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών Γ΄ Λυκείου, Φάκελος Υλικού, Θεματική Ενότητα 3, Ερμηνευτικές Σημειώσεις – Επισημάνσεις, σελ.54
7. Ψηφιακό εκπαιδευτικό βοήθημα: www.study4exams.
♦
Ετυμολογικά σχόλια
- προειρημένων < πρὸ + λέγομαι: αναλογία, αναλογικός, απολογητικός, απολογία, απόρρητος, διάλεκτος, διάλεξη, διαλογικός, διάλογος, δυσλεκτικός, δυσλεξία, έλλογος, επικός, επίλογος, επίρρημα, έπος, ιδιόλεκτος, κυριολεκτικός, κυριολεξία, λεκτικός, λέξη, λεξικό, λεξικογράφος, λεξιλόγιο, λεξιπενία, λογική, λογικός, λογοπαίγνιο, λόγος, μονολεκτικός, μονόλογος, ομολογία, παράλογος, παρρησία, πρόλογος, ρήμα, ρήση, ρητό, ρήτορας, ρητορικός, ρητός, ρήτρα, συνδιάλεξη, υπόλογος.
- ἀπαιδεύτους < α- στερητικό + παιδεύω < παῖς: διαπαιδαγώγηση, εκπαίδευση, εκπαιδευτικός. παιδαγωγικός, παιδεία, παιδευτικός, παιδί, παιδονόμος, παλιμπαιδισμός, παραπαιδεία.
- ἐπιτροπεῦσαι < ἐπίτροπος < ἐπιτροπέω + κατάληξη –εύω: επιτροπεία, επιτρόπευση, επιτροπή, επιτροπικός, επίτροπος.
- διατρίβειν < διατρίβω: άτριφτος, διατριβή, εντριβή, προστριβή, συντριβή, συντριπτικός, τριβή, τριμμένος, τρίψιμο.
- ἔχουσιν < ἔχω: ενοχή, ενοχικός, ένοχος, έξη, εξής, κατεχόμενα, παροχή, πάροχος, προσχηματικός, σχέδιο, σχεδόν, σχέση, σχετικός, σχετικότητα, σχήμα, σχολαστικός, σχολείο, σχολή.
- στοχαζομένου < στοχάζομαι: αστόχαστος, άστοχος, εύστοχος, στοχασιά, στοχασμός, στοχαστής, στόχαστρο, στόχος.
- πράττειν < πράττω: απράγμων, άπραγος, πράγμα, πραγματογνώμονας, πρακτικό, πράκτορας, πράξη, σύμπραξη.
- ἡγούμενοι < ἡγοῦμαι: Αγησίλαος, αφήγηση, εισηγητής, ηγεμόνας, ηγεσία, ηγέτης, ηγετικός, ηγήτορας, ηγούμενος, καθηγητής.
- ζῶντες < ζήω -ῶ: ζωγράφος, ζώδιο, ζωή, ζωηρός, ζωικός, ζωντάνια, ζωντανός, ζώο, ζωογόνος, ζωοθυσία, ζωολογία, ζωομορφισμός, ζωόμορφος, ζωοπάζαρο, ζωοποιός, ζωοτροφή, ζωτικός, ζωύφιο, ζωφόρος, ζωγράφος, ζωώδης.
- ἀπῳκίσθαι: αποίκιση, ενοίκιο, ένοικος, κατοίκιση, μετοίκιση, οίκηση, οικισμός, οικιστής, οίκος.
- ἀναγκάσαι < ἀναγκάζω: αναγκαίος, αναγκαιότητα, αναγκαστικός, ανάγκη, εξαναγκασμός.
- ἱκανῶς, ἀφικέσθαι < ἱκνέομαι, -οῦμαι: ανέφικτος, ανίχνευση, άφιξη, εξιχνίαση, εφικτός, ικανοποίηση, ικανοποιητικός, ικανός, ικανότητα, ικεσία, ικετευτικός, ικέτης, ιχνηλάτης, ίχνος, προίκα, προικιό, προικοθήρας, προικοσύμφωνο, προικώος, προίκα.
- ἰδεῖν < εἶδον του ρ. «ὁρῶ»: ανύποπτος, αόρατος, διορατικός, είδος, ειδύλλιο, είδωλο, επόπτης, ιδέα, ιδεοληπτικός, ιδεοληψία, κάτοπτρο, όμμα, οπή, οπτικός, όραμα, ορατός, οφθαλμός, όψη.
- σκοπὸν < σκοπέω -ῶ: ακτινοσκόπηση, ανασκόπηση, απερίσκεπτος, άσκοπος, αυτοσκοπός, βιντεοσκόπηση, βολιδοσκόπηση, βυθοσκόπηση, δημοσκόπηση, διάσκεψη, επίσκεψη, επισκέψιμος επισκόπηση, επίσκοπος, καιροσκόπος, κατασκοπία, κατάσκοπος, κερδοσκοπία, κερδοσκόπος, μικροσκόπιο, οιωνοσκόπος, περίσκεψη, περισκόπιο, προεπισκόπηση, πρόσκοπος, σκεπτικισμός, σκεπτικός, σκέψη, σκόπελος, σκοπιά, σκόπιμος, σκοποβολή, σκοπός, στηθοσκόπιο, συνδιάσκεψη, σύσκεψη, τηλεσκόπιο, ωροσκόπιο, ωροσκόπος.
- ἰδίᾳ: ιδιόλεκτος, ιδιόμορφος, ιδιόρρυθμος, ιδιοσυγκρασία, ιδιοτέλεια, ιδιοτελής, ιδιότροπος, ιδιοχρησία, ιδίωμα, ιδιωματικός, ιδιώτης, ιδιωτικός.
- ἀναβῆναι, ἀνάβασιν, ἀναβάντες, καταβαίνειν < βαίνω: άβατος, ακροβάτης, ανάβαση, αναβάτης, βάδην, βαθμός, βάθρο, βακτηρία, βάση, βασικός, βάσιμος, βατήρας, βατός, βήμα, βηματοδότης, βωμός, διάβαση, διαβάτης, δύσβατος, έμβασμα, επιβάτης, κατάβαση, μεταβατικός, παραβάτης, πρόβατο, πρόσβαση.
- ἐπιτρέπεται < ἐπὶ + τρέπω: αδιάντροπος, ανατρεπτικός, ανατρέψιμος, ανατροπέας, ανατροπή, ανεπίτρεπτος, εκτροπή, επιτρεπτός, επιτροπή, επίτροπος, ευτράπελος, κακότροπος, μετατρέψιμος, μετατροπή, ντροπή, ξενότροπος, παρεκτροπή, τρόπαιο, τροπαιούχος, τροπή, τροπικός, τρόπος.
- καταμένειν < καταμένω < κατὰ + μένω: διαμονητήριο, κατάμονος, μονή, μόνιμος, μόνος, παραμονή.
ἐθέλειν < ἐθέλω: άθελα, εθελοντής, εθελοντικός, εθελούσιος, θέλημα, θεληματικός, θέληση, καλοθελητής. - ἔφη < φημί: απόφαση, άφατος, διαφήμιση, διαφημιστικός, δυσφήμηση, δυσφημιστικός, έμφαση, εμφατικός, επίφαση, κατάφαση, καταφατικός, πρόσφατος, πρόφαση, προφήτης, φήμη, φημολογία.
- ἀδικήσομεν < ἀδικῶ: αδικαιολόγητος, αδικαίωτος, αδίκημα, αδικητής, αδικία, αδικοπραγία, άδικος, αδίκως, αντιδικία, αντίδικος, δικαιοσύνη, εκδικητής.
- ποιήσομεν < ποιῶ: αποίητος, αχειροποίητος, ηχοποίητος, θεοποίητος, ποίημα, ποίηση, ποιητής, προσποιητός.
- ζῆν < ζήω - ζῶ: ζήση, ζωή, ζωηρός, ζωικός, ζωντάνια, ζωντανός, ζώο, ζωογόνος, ζωοδόχος, ζωοκτόνος, ζωόμορφος, ζωόφιλος, ζώπυρο, ζωτικός, ζωφόρος.
- ἐπελάθου, ἐπελαθόμην < ἐπὶ + λανθάνομαι: αλάθητος, αλήθεια, άληστος, αναληθής, επιλήσμων, λάθος, λάθρα, λαθραίος, λαθρεμπόριο, λαθρεπιβάτης, λαθροκυνηγός, λήθαργος, λήθη, λησμονιά, λησμοσύνη.
- νόμῳ < νέμω: άνομος, αστυνόμος, δασονόμος, διανομή, εξοικονόμηση, ευνομία, κατανομή, νομή, νομικός, νόμιμος, νομιμότητα, νόμισμα, νομοθέτης, νομός, νόμος, νομοσχέδιο, νομοταγής, νομοτέλεια, οικονομία, παιδονόμος, παρανομία, παράνομος, στρατονόμος, ταξινόμηση, υγειονομία.
- μέλει: αμέλεια, αμελής, επιμελής, επιμελητήριο, μελέτη, μελέτημα, μελετηρός, μελετητής, μέλημα, μεταμέλεια.
- ἐγγενέσθαι < ἐν + γίγνομαι (θ. γεν- > γον-, γα-, με ποιοτική μεταβολή > γενε-): γεγονός, γενεά, γενέθλιος, γένεση, γενέτειρα, γενετήσιος, γενετικός, γενιά, γενικός, γέννηση, γηγενής, γονέας, γονή, γονίδιο, γονικός, γονιμοποίηση, γόνιμος, γονιμότητα, γόνος, γονότυπος, γυνή, εγγενής, εγγονός, νεογνό, γνήσιος, συγγενής, υπογονιμότητα.
- πράξει < πράττω: άπρακτος, εμπράγματος, πολυπράγμων, πράγμα, πραγματικός, πραγματογνώμονας, πραγματογνωμοσύνη, πραγματογνωσία, πρακτικό, πράξη, πραξικόπημα.
- μηχανᾶται < μηχανῶμαι: αμήχανος, βιομηχανία, βιομηχανικός, βιομήχανος, μηχανή, μηχάνημα, μηχανικά, μηχανικός.
- συναρμόττων < συναρμόττω < συν + ἁρμόττω: αρμολογία, αρμονία, αρμονικός, αρμός, δυσαρμονία, συναρμογή, φυσαρμόνικα.
- πειθοῖ < πείθω: πειθαναγκασμός, πειθαρχία, πειθήνιος, πεισιθάνατος, πείσμα, πεισματάρης, πειστήριο, πειστικός, πιθανός, πιθανότητα, πίστη, πιστός.
- μεταδιδόναι < μετὰ + δίδωμι: αιμοδότης, ανέκδοτος, ανένδοτος, αποδοτικός, δόση, δοσίλογος, δόσιμο, δοσολογία, δότης, δωρεά, δώρο, δωροδοκία, δωροθέτης, έκδοση, εκδότης, εκδοτικός, ενδοτικός, ηλεκτροδότηση, καταδότης, λογοδοσία, μετάδοση, μεταδοτικός, μισθοδοσία, παράδοση, παραδοτέος, πληροφοριοδότης, προδότης, σηματοδότης, φωτοδότης.
- ἀφιῇ < ἀπὸ + ἵημι: άνεση, άνετος, άφεση, αφετηρία, δίεση, εγκάθετος, ένεση, ενέσιμος, ενετός, έφεση, εφετείο, εφέτης, καθετήρας, κάθετος, καθέτως, σύνεση, συνετός, χειραφετημένος, χειραφέτηση.
- βούλεται < βούλομαι: αβουλησία, αβούλητος, άβουλος, βουλή, βούλημα, βούληση, βουλησιαρχία.
- καταχρῆται < καταχρῶμαι < κατὰ + χρῶμαι: άχρηστος, δύσχρηστος, εύχρηστος, καταχραστής, κατάχρηση, καταχρηστικός, χρεία, χρέος, χρήμα, χρηματιστήριο, χρήση, χρήσιμος, χρηστικός, χρηστός, χρηστότητα.
Θέλω κι άλλο!
- Η άρνηση της εξουσίας - απόσπασμα από το βιβλίο Φιλοσοφικός Λόγος, Γ΄ Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης, Βιβλίο του καθηγητή.
- Η ανάβαση προς τη θέαση του Αγαθού - απόσπασμα από το βιβλίο του Α. Lesky, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας.
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου