![]() |
Φωτογραφία κώδικα του 1493, που περιέχει απόσπασμα του 4ου βιβλίου των Πολιτικών του Αριστοτέλη (Εθνική Βιβλιοθήκη της Νάπολης, πηγή: Βικιπαίδεια) |
Κείμενο αναφοράς: Αριστοτέλης, Πολιτικά, Α 1.1·8, 1252a1-7· b27-32
Βασικά σημεία
1. Ο Αριστοτέλης ως εμπειρικός φιλόσοφος.
2. Η έννοια της κοινωνίας.
3. Γιατί οι άνθρωποι συγκροτούν κοινωνίες; Τελεολογική σκέψη του Αριστοτέλη.
4. Ορισμός της πόλεως.
5. Συσχετισμός απόψεων Αριστοτέλη-Πρωταγόρα-Πλάτωνα πάνω στο ζήτημα της δημιουργίας πόλεων.
6. Κοινωνικές οντότητες.
7. Η αυτάρκεια.
8. Νέα στοιχεία για τον ορισμό της έννοιας πόλις.
9. Οι συλλογισμοί που αποδεικνύουν ότι η πόλη υπάρχει εκ φύσεως.
Ανάπτυξη
1. «Ἐπειδὴ ὁρῶμεν»: το ρήμα «ὁρῶμεν», σε α’ πληθυντικό πρόσωπο μάλιστα, παραπέμπει σε κοινή εμπειρική παρατήρηση, όπως ταιριάζει άλλωστε σε εμπειρικό φιλόσοφο. Η χρήση του ρήματος «ὁρῶμεν» υποδηλώνει ότι ο φιλόσοφος στηρίζει τα λογικά του επιχειρήματα στην παρατήρηση της αντικειμενικής πραγματικότητας και στην εμπειρία. Το ίδιο είχε κάνει και στην 1η ενότητα των Ηθικών Νικομαχείων με τα παραδείγματα της πέτρας και της φωτιάς. Τα επιχειρήματα αυτά τα χρησιμοποιεί για την προώθηση της σκέψης του και για τη συναγωγή συμπερασμάτων. Συνδύαζε τα χαρακτηριστικά του θετικού επιστήμονα με τη θεωρητική φιλοσοφική σκέψη. Φαίνεται, δηλαδή, ότι ήταν εμπειρικός (θετικός) και όχι θεωρητικός φιλόσοφος.
2. πᾶσαν πόλιν: Ο Αριστοτέλης συνήθιζε να αρχίζει την έκθεσή του με μια γενική πρόταση και να προχωρεί ύστερα στην εξέταση των επιμέρους περιπτώσεων. Κατά βάθος πίστευε ότι είναι κατὰ φύσιν να αναφερόμαστε πρώτα στα κοινά, στα γενικά θέματα και ύστερα να περνούμε στα ειδικά, στα επιμέρους ζητήματα (τὰ περὶ ἕκαστον ἴδια).
κοινωνίαν: Πρόσεξε ότι η λέξη αυτή γεννήθηκε από το ρήμα κοινωνῶ, που σήμαινε "συμμετέχω σε κάτι", "παίρνω μέρος σε κάτι μαζί με κάποιον άλλο (ή με κάποιους άλλους)". Όταν το σκεφτούμε έτσι, κατανοούμε καλύτερα τη σημασία της πολιτικῆς κοινωνίας.
ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τάς ἄλλας: Στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για διάφορες κοινωνίες, που η καθεμιά τους έχει ένα επιμέρους συμφέρον· αυτοί π.χ. που πολεμούν μαζί επιδιώκουν τον πλούτο, τη νίκη ή την κατάκτηση μιας πόλης, οι ναυτικοί έχουν στόχο την απόκτηση χρημάτων, και κάτι ανάλογο συμβαίνει σε όσους ανήκουν σε μια φυλή ή σε έναν δήμο. Αυτές τις κοινωνίες ο Αριστοτέλης τις θεωρεί μόρια της πολιτικής κοινωνίας και τις τοποθετεί σε υποδεέστερη από αυτήν θέση, αφού η πολιτική κοινωνία δεν στοχεύει στο ειδικό κατά περίπτωση συμφέρον, στο συμφέρον της στιγμής, αλλά σ' αυτό που αφορά ἅπαντα τὸν βίον.
3. Διαφωτιστικά για την κατανόηση της έννοιας της κοινωνίας στον Αριστοτέλη είναι τα παραπάνω σχόλια. Από αυτά γίνεται φανερό ότι υπάρχουν ποικίλα είδη κοινωνιών, που στοχεύουν -το καθένα- σε έναν συγκεκριμένο, ειδικότερο σκοπό (αγαθόν). Ο Αριστοτέλης ευθύς εξαρχής δηλώνει ότι δεν θα τον απασχολήσουν οι επιμέρους κοινωνίες και τα επιμέρους συμφέροντα στη μελέτη του, αλλά το γενικό συμφέρον, τὸ κυριώτατον πάντων τῶν ἀγαθῶν, στο οποίο ασφαλώς σκοπεύει ἡ κυριωτάτη πάντων τῶν κοινωνιῶν, ἡ πόλις. Επομένως, οι διάφορες κοινωνίες αποτελούν μέρη, μόρια της πολιτικής κοινωνίας.
Η σκέψη αυτή μας οδηγεί στη γνωστή αντίληψη του Αριστοτέλη πως κάθε πράγμα στον κόσμο –και ο άνθρωπος ως πλάσμα της φύσης- δημιουργήθηκε για κάποιο σκοπό και πως, αν θέλει κανείς να γνωρίσει την ουσία κάθε πράγματος, θα πρέπει να ανακαλύψει το σκοπό της ύπαρξής του. Η αντίληψη αυτή, που αναγνωρίζει έναν σκοπό σε κάθε ενέργεια ή κατάσταση, ονομάζεται τελολογική.
Η πόλις είναι σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η τελειότερη και σημαντικότερη μορφή κοινωνίας, η οποία, επειδή ακριβώς είναι η ευρύτερη και τελειότερη περιλαμβάνει όλες τις μικρότερες και ατελέστερες μορφές κοινωνίας: οικογένεια, συγγενείς, φίλοι, ομότεχνοι, συμπολίτες, κώμες κλπ. Κάθε κοινωνία επιδιώκει ένα αγαθό που ταυτίζεται με το σκοπό της. Ύψιστο αγαθό και συγχρόνως ύψιστος σκοπός της πόλεως, της τελειότερης μορφής κοινωνίας, είναι το κοινό αγαθό που στην τελειότερη διάστασή του είναι η ευδαιμονία της πόλεως και του καθενός πολίτη-μέλους χωριστά.
Η λέξη κοινωνία είναι πολυσήμαντη. Καταρχήν σημαίνει την πρωταρχική μορφή ανθρώπινης κοινωνίας, δηλαδή τη συντροφική-ερωτική σχέση άνδρα και γυναίκας […] και στη συνέχεια δηλώνει τη φυσική προ-έκταση και συνέπεια αυτής της δυαδικής κοινωνίας, δηλαδή την οικογένεια. Κοινωνία είναι επίσης η κώμη. Η κώμη είναι μια μικρή αστική-πολιτική κοινωνία με καλή επίδοση στην απόδοση δικαιοσύνης και στην ικανοποίηση των βασικών αναγκών των μελών της γενικότερα. Η αυταρκέστερη όμως και κατά συνέπεια τελειότερη μορφή αστικής και πολιτικής κοινωνίας είναι η κοινωνία της πόλεως, η οποία δεν είναι απλώς μια ανταλλακτική κοινωνία που διασφαλίζει την επάρκεια υλικών αγαθών, την ασφάλεια των μελών της και την απονομή δικαιοσύνης, αλλά είναι μια κοινωνία που διασφαλίζει τις προϋποθέσεις για την πλήρη ανάπτυξη όλων των δυνατοτήτων του ανθρώπου, για την πραγμάτωσή του ως ανθρώπου, για την πραγμάτωση του αγαθού ανθρώπου και όχι απλώς του καλού πολίτη, για την κατάκτηση της αληθινής του ευδαιμονίας. Εδώ ακριβώς έγκειται η πεμπτουσία της κοινωνίας της πόλεως. (Δ. Παπαδής)
4. Ο Αριστοτέλης προχωρά στον ορισμό της πόλεως δίνοντας το προσεχές της γένος (κοινότητα) και την ειδοποιό διαφορά (επιδιώκει το ανώτατο αγαθό). Άρα, η πόλις είναι ένα είδος κοινότητας, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση του ανώτατου αγαθού, το οποίο ονόμασε ήδη στα «Ηθικά Νικομάχεια» εὐδαιμονία.
Ο Αριστοτέλης ξεκινά τη μελέτη του φαινομένου της πόλεως με έναν τυπικό συλλογισμό:
- κάθε κοινότητα σκοπεύει σε κάποιο αγαθό.
- κάθε πόλις είναι μια κοινότητα.
- άρα, κάθε πόλις σκοπεύει σε κάποιο αγαθό.
Η σκέψη μάλιστα επεκτείνεται: η πόλις, αφού αποτελεί το ανώτατο είδος κοινότητας, θα επιζητεί, λογικά, το ανώτατο αγαθό, την εὐδαιμονίαν. Αυτό σημαίνει ότι οι επιδιώξεις των ανθρώπων και των πόλεων συμπίπτουν!
- κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό.
- η πόλη-κράτος (πόλις) είναι ανώτερη μορφή κοινωνικής συνύπαρξης, γιατί εμπεριέχει όλες τις άλλες μορφές κοινωνίας.
- άρα, η πόλη-κράτος αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά.
Αν λοιπόν ο υπέρτατος στόχος και το υπέρτατο τέλος (= προορισμός) της πόλεως είναι, κατά τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία είναι φανερό ότι ο φιλόσοφος δέχεται την απόλυτη σύμπτωση του υπέρτατου για το άτομο αγαθού με το υπέρτατο για την πόλη αγαθό. Αυτό όμως θα πρέπει, τότε, να σημαίνει ότι, όπως το πρώτο, η ευδαιμονία του ατόμου, πετυχαίνεται με τις πράξεις του ατόμου, με τις πράξεις των ατόμων ως πολιτών πετυχαίνεται και το δεύτερο, η ευδαιμονία της πόλεως. Με το νόημα αυτό η γενική συμπεριφορά του ατόμου έχει αποκλειστικά πολιτικό περιεχόμενο= οι πράξεις των ατόμων έχουν αποκλειστικά πολιτικές συνέπειες, συνεπάγονται δηλαδή την ευδαιμονία (ή το αντίθετο) της πόλεως.
5. Η θέση του Αριστοτέλη για τη συγκρότηση της πόλης διαφοροποιείται από τις θέσεις του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα. Πιο συγκεκριμένα, άποψη του Πρωταγόρα, στον ομώνυμο διάλογο που διδαχτήκαμε, είναι ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν «νόμῳ», από την ανάγκη δηλαδή των ανθρώπων να προστατευτούν από τα άγρια θηρία και να επιβιώσουν.
Ο Πλάτωνας υποστήριζε ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν, επειδή οι άνθρωποι δεν είχαν αυτάρκεια και ένιωθαν την ανάγκη να βοηθούν ο ένας τον άλλον.
Ο Αριστοτέλης, από την άλλη, θεωρούσε ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν από την έμφυτη τάση των ανθρώπων να συνυπάρχουν με άλλους ανθρώπους σε κοινωνίες οργανωμένες με πολίτευμα, θεσμούς και νόμους (ο άνθρωπος είναι «φύσει ζῷον πολιτικόν»).
6. Σύμφωνα με τις διδασκαλίες του Αριστοτέλη, υπάρχουν τρία είδη κοινωνικών οντοτήτων ή διαφορετικά, ομάδων συνύπαρξης των ανθρώπων: η οικογένεια («ὁ οἶκος, ἡ οἰκία»), το χωριό («ἡ κώμη») και η πόλη-κράτος («ἡ πόλις»). Οι κοινωνικές αυτές οντότητες δημιουργήθηκαν «φύσει», καθώς ο άνθρωπος είναι προορισμένος από τη φύση να μην μπορεί να υπάρξει μόνος του.
Πρώτη μορφή κοινωνικής συμβίωσης αποτελούσε η οικογένεια («ὁ οἶκος, ἡ οἰκία»), η οποία ήταν το αποτέλεσμα της φυσικής αναγκαιότητας, του φυσικού «συνδυασμού» του άρρενος και του θήλεος. Σκοπός της ήταν η ικανοποίηση των καθημερινών βιοτικών αναγκών του ανθρώπου (ένστικτο αυτοσυντήρησης) και η διαιώνιση του είδους (ένστικτο αναπαραγωγής).
Δεύτερη στη σειρά ερχόταν το χωριό («ἡ κώμη»), η κοινωνία που σχηματίστηκε με φυσική εξέλιξη από «πλείονας οἰκίας», από πολλές δηλαδή οικογένειες. Αποτελεί την ανάπτυξη της οικογένειας και όχι κάτι διαφορετικό από αυτή. Σκοπός της ήταν η ικανοποίηση αναγκών ανώτερων από τις καθημερινές. Τέτοιες ήταν η ανάγκη για την προστασία από κινδύνους ή επιθέσεις, αλλά και οι υψηλότερες, πνευματικότερες ανάγκες του, όπως για παράδειγμα η ανάγκη για λατρεία του θείου ή για απόδοση δικαιοσύνης.
Η τρίτη μορφή κοινωνικής συμβίωσης ήταν η πόλη («ἡ πόλις»), η οποία αποτελούσε υψηλότερο και ανώτερο τύπο κοινωνίας, γιατί σχηματίστηκε από τη συνένωση περισσότερων χωριών, συνεπώς και οικογενειών. Ήταν δηλαδή φυσική εξέλιξη και ανάπτυξη αυτών των πρώτων μορφών κοινωνίας, το «τέλος» αυτών, η ολοκληρωμένη, τέλεια κοινωνία, η οποία ικανοποιούσε τις ηθικές ανάγκες του ανθρώπου. Σκοπός της ήταν όχι μόνο το «ζῆν», η επιβίωση, που και η «κώμη» επεδίωκε και εξασφάλιζε, αλλά το «εὖ ζῆν», δηλαδή η ευδαιμονία, και το υπέρτατο αγαθό της αυτάρκειας.
Χρονική προτεραιότητα στον σχηματισμό αυτών των κοινωνιών έχει η οικογένεια και στη μακραίωνη εξέλιξή τους η πόλη έρχεται τελευταία χρονικά, αλλά αξιολογικά, όπως θα τονίσει ο φιλόσοφος στην ενότητα 13, έχει προτεραιότητα απέναντι στις άλλες.
7. αυτάρκεια: Στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης μας είπε καθαρά τι εννοεί με αυτή τη λέξη. Χρησιμοποιούμε, είπε, αυτή τη λέξη όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως κάτι είναι και μοναχό του τέλειο αγαθό, ότι και μόνο του κάνει τη ζωή άξια να τη ζήσει κανείς, έχοντας το αίσθημα ότι δεν έχει ανάγκη από τίποτε άλλο. Στο δικό μας χωρίο η πόλις χαρακτηρίζεται τέλεια, ακριβώς γιατί τίποτε άλλο δεν χρειάζεται πέρα από αυτήν ο πολίτης, αφού η πόλις είναι αυτάρκης, μπορεί δηλαδή και μόνη της να του χαρίσει το πιο μεγάλο αγαθό, που είναι το εὖ ζῆν, η εὐδαιμονία. Μια πόλις λοιπόν είναι αυτάρκης:
- αν η γεωγραφική της θέση της εξασφαλίζει άφθονα τα υλικά αγαθά και τη βοηθεί στην εμπορική της ανάπτυξη,
- αν έχει τις απαραίτητες αμυντικές δυνατότητες και
- αν διαθέτει σύστημα χρηστής διοίκησης και, προπαντός, απονομής της δικαιοσύνης,
- επομένως: αν είναι ανεξάρτητη ή, με άλλα λόγια, αν δεν χρειάζεται εξωτερική βοήθεια, για να καλύψει τις υλικές και ηθικές - πνευματικές - κοινωνικές ανάγκες της.
8. Στην προηγούμενη ενότητα ο Αριστοτέλης μας έδωσε τον ορισμό της έννοιας «πόλις» κάνοντας αναφορά στα εξής γνωρίσματά της:
- κάθε πόλη είναι ένα είδος κοινωνικής συνύπαρξης («πᾶσαν πόλιν οὖσαν κοινωνίαν τινα»),
- είναι ανώτερη από όλες τις κοινωνίες και εμπεριέχει όλες τις άλλες («ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ περιέχουσα πάσας τὰς ἄλλας»),
- επιδιώκει το ανώτερο από όλα τα αγαθά («μάλιστα τοῦ κυριωτάτου πάντων»).
Σ’ αυτή την ενότητα θα μας δώσει ακόμα μερικά γνωρίσματα της πόλης, που συμπληρώνουν τον ορισμό της:
- η πόλη είναι μια κοινωνική οντότητα τέλεια,
- πέτυχε την ύψιστη αυτάρκεια,
- συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή, υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή εκ φύσεως.
Έτσι, λοιπόν, ένας πιο ολοκληρωμένος ορισμός της θα περιελάμβανε τα ακόλουθα: η πόλη είναι μια τέλεια μορφή κοινωνικής οντότητας, που υπάρχει εκ φύσεως και προήλθε από τη συνένωση άλλων κοινωνικών οντοτήτων, τις οποίες εμπεριέχει. Είναι ανώτερη από όλες τις άλλες, γιατί είναι το τέλος τους, η εξέλιξη, η ολοκλήρωσή τους. Αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά, αφού συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή των ανθρώπων, στην πραγματικότητα όμως υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή τους πετυχαίνοντας την ύψιστη αυτάρκεια, που είναι κάτι το άριστο.
9. Στην ενότητα ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί δύο συλλογισμούς, για να αποδείξει ότι η πόλη υπάρχει εκ φύσεως:
Πρώτος συλλογισμός
- 1η προκείμενη: οι πρώτες κοινωνικές οντότητες (η οικογένεια και το χωριό) υπάρχουν εκ φύσεως
- 2η προκείμενη: η πόλη είναι εξέλιξη, ολοκλήρωση των πρώτων κοινωνικών οντοτήτων
- Συμπέρασμα: άρα, η πόλη υπάρχει εκ φύσεως.
Δεύτερος συλλογισμός
- 1η προκείμενη: η φύση ενός πράγματος είναι η ολοκλήρωσή του
- 2η προκείμενη: η πόλη είναι ολοκλήρωση των πρώτων κοινωνικών οντοτήτων (της οικογένειας και του χωριού)
- Συμπέρασμα: άρα, η πόλη υπάρχει εκ φύσεως.
Πηγή των σημειώσεων: study4exams.
♦
Ετυμολογικά σχόλια
- πόλις: αντιπολίτευση, απολίτιστος, διαπολιτισμικός, κοινοπολιτεία, κωμόπολη, μεταπολίτευση, πόλη, πολιούχος, πολιτεία, πολιτειακός, πολιτευτής, πολίτης, πολιτικάντης, πολιτικολογία, πολιτικοποίηση, πολιτικός, πολιτισμικός, πολιτισμός, συμπολίτης.
- ὁρῶμεν < ὁράω -ῶ: αδιόρατος, αντικατοπτρισμός, αόμματος, αόρατος, αυτόπτης, αυτοψία, διορατικός, είδος, ειδύλλιο, είδωλο, ενόραση, επόπτης, εποπτικός, θεόρατος, θυρωρός, ιδανικός, ιδέα, ιδεατός, ιδεολογία, ιδεολογικός, ιδεολόγος, κάτοπτρο, κάτοψη, μέτωπο, όμμα, οπή, οπτικός, όραμα, οραματιστής, όραση, ορατός, οφθαλμός, όψη, πανόραμα, παρόραμα, παρωπίδα, πρόσοψη, προσωπίδα, πρόσωπο, συνοπτικός, τηλεόραση, ύποπτος, υποψία.
- κοινωνίαν < κοινωνὸς < κοινός: επικοινωνία, κοινό (το), κοινόβιο, κοινοβούλιο, κοινοκτημοσύνη, κοινοποίηση, κοινοπολιτεία, κοινοπραξία, κοινότητα, κοινοτικός, κοινοτοπία, κοινόχρηστος, κοινωνικός, κοινωνικότητα, κοινωνιολογία, κοινωφελής, συγκοινωνία.
- οὖσαν, εἶναι, ἐστὶν < εἰμὶ: ανούσιος, απόν, απουσία, εξουσία, εξουσιαστικός, επουσιώδης, εσθλός, ετυμολογία, ετυμολογικός, έτυμον, ομοούσιος, ον, οντολογία, οντολογικός, όντως, ουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρόν (το), παρουσία, παρουσιαστικό, περιουσία, περιουσιακός, περιούσιος, τωόντι.
- συνεστηκυῖαν < σὺν + ἕστηκα < ἵσταμαι (θ. στη- και στᾰ-. Ο ενεστώτας σχηματίστηκε από τον ενεστωτικό αναδιπλασιασμό σι-, το θέμα στη- και την κατάληξη –μι > σί-στη-μι· το σ τρέπεται σε δασεία > ἵστημι): ακαταστασία, ακατάστατος, αμαξοστάσιο, αναντικατάστατος, ανάσταση, αναστάσιμος, ανάστατος, ανάστημα, αντικατάσταση, αντικαταστάτης, αντιστάθμιση, αντίσταση, απόσταση, αποστασία, αποστάτης, απόστημα, αστάθεια, ασταθής, αστάθμητος, άστατος, ασυστηματοποίητος, διάσταση, διάστημα, έκσταση, ένσταση, επαναστάτης, επιστασία, επιστάτης, επιστήθιος, επιστητός, ηλιοστάσιο, ιστίο, ιστός, κατάσταση, καταστατικό, μεταστατικός, μηχανοστάσιο, ορθοστασία, ορθοστατικός, παράσταση, παραστάτης, παραστατικός, παράστημα, προστασία, προστατευτικός, προστάτης, στάδιο, σταθεροποίηση, σταθερός, σταθερότητα, στάθμευση, στάθμη, σταθμός, στάση, στασίδι, στάσιμος, στασιμότητα, στατήρας, στατικός, σταυρός, σταύρωση, στήθος, στήλη, στηλιτεύω, στήσιμο, στητός, στύλος, συμπαράσταση, συμπαραστάτης, σύσταση, συστατικός, σύστημα, συστηματικός, υπόσταση.
- δοκοῦντος < δοκέω, -ῶ: αδόκητος, αδοκήτως, αδόκιμος, άδοξος, αισιοδοξία, αισιόδοξος, απαισιοδοξία, απαισιόδοξος, απροσδόκητος, δόγμα, δογματικός, δογματικότητα, δογματισμός, δοκάνη, δοκησίσοφος, δοκιμασία, δοκιμή, δοκίμιο, δοκιμιογράφος, δόκιμος, δόξα, δοξασία, δοξαστικός, δοξολογία, ένδοξος, επίδοξος, κενόδοξος, ματαιοδοξία, ματαιόδοξος, μισαλλοδοξία, μισαλλόδοξος, ορθόδοξος, παραδοξολογία, παράδοξος, προσδοκία, προσδόκιμος, φιλοδοξία, φιλόδοξος.
- πράττουσι < πράττω: αδιαπραγμάτευτος, αντίπραξη, απράγμων, άπρακτος, απραξία, διαπραγμάτευση, διάπραξη, εισπράκτορας, είσπραξη, εμπράγματος, έμπρακτος, εχθροπραξία, κοινοπραξία, πράγμα, πραγματεία, πράγματι, πραγματικός, πραγματικότητα, πραγματισμός, πραγματογνωμοσύνη, πραγματογνώμων, πραγματοποίηση, πραγματοποιήσιμος, πρακτέος, πρακτικό, πρακτικός, πράκτορας, πρακτορείο, πραμάτεια, πράξη, πραξικόπημα, πραξικοπηματίας, σύμπραξη.
- δῆλον < δηλόω, -ῶ: άδηλος, αδήλωτος, δηλαδή, δήλωση, δηλωτικός, διαδήλωση, έκδηλος, εκδήλωση, εκδηλωτικός, κατάδηλος (=ολοφάνερος), πρόδηλος, συνυποδήλωση.
- στοχάζονται < στόχος: αστόχαστος, αστοχία, άστοχος, βαθυστόχαστος, ευστοχία, εύστοχος, στοχασμός, στοχαστής, στοχαστικός, στόχαστρο, στόχευση, στοχοθεσία, στοχοποίηση, στόχος.
- κυριωτάτου < κύριος: άκυρος, ακύρωση, έγκυρος, εγκυρότητα, επικύρωση, κυρία, κυριακάτικος, Κυριακή, κυριαρχία, κυρίαρχος, κυρίευση, κυριολεκτικός, κυριολεξία, κυριότητα, κύρος.
- περιέχουσα < περὶ + ἔχω (θ. σεχ-, ἑχ-, σχ-, σχε- > σχη-): ανακωχή, αποχή, άσχετος, άσχημος, ενοχικός, έξη, εξής, εξοχή, έξοχος, κατεχόμενα, κατοχικός, παροχή, πάροχος, περιεχόμενο, περιοχή, πολιούχος, ραβδούχος, σκηπτούχος, σχεδόν, σχέση, σχετικός, σχήμα, σχηματικός, σχολείο, σχολή, σχόλη, υπέροχος.
- καλουμένη < καλέομαι, -οῦμαι: αμετάκλητος, ανάκληση, ανακλητικός, ανακλητός, απρόσκλητος, αυτόκλητος, έγκλημα, εγκληματίας, εγκληματικός, εγκληματολόγος, έγκληση, έκκληση, εκκλησία, εκκλησιαστικός, έκκλητος, επίκληση, κάλεσμα, κλήση, κλητήρας, κλητήριος, κλητικός, κλητός, μετάκληση, μετακλητός, παράκληση, παρακλητικός, παράκλητος, πρόκληση, προκλητικός, πρόσκληση, προσκλητήριο, σύγκληση, συγκλητικός, σύγκλητος.
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου