Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

Αρχαία Ελληνικά Γ΄ λυκείου (21) - 18η θεματική ενότητα, Η αρχή της πλειοψηφίας

 

Η Αριστοτελική Πολιτεία των Αθηναίων σε πάπυρο αρ. 131 που εκτίθεται στη Βρετανική Βιβλιοθήκη. Πηγή: Βικιπαίδεια


Κείμενο αναφοράς: Αριστοτέλης, Πολιτικά, Γ 6.3-4, 1281a39-b10

 

Βασικά σημεία

1. Η βασική θέση.

2. Παράδειγμα και αναλογία. Η αθροιστική θεωρία.

3. Γλωσσικές επιλογές.

 

Ανάπτυξη

1. Στο απόσπασμα ο Αριστοτέλης συζητά το ζήτημα της εξουσίας σε μία πόλη-κράτος: είναι προτιμότερο να εξουσιάζουν οι περισσότεροι, ο λαός, (δεῖ κύριον εἶναι μᾶλλον τὸ πλῆθος) ή λίγοι και άριστοι (τοὺς ἀρίστους μὲν ὀλίγους δέ);

Η βασική του θέση είναι ότι οι πολλοί ως σύνολο, καθώς διαθέτουν αρετή και φρόνηση, ασκούν την πολιτική εξουσία ωφελιμότερα από τους λίγους αλλά αρίστους, γιατί συνολικά έχουν πολλαπλάσια αρετή και εξυπνάδα (ἤθη και διάνοια στο πρωτότυπο). [Ομάδα συγγραφής ΚΕΕ, Αριστοτέλους, Πολιτικά, σελ.87]

Είναι χαρακτηριστικό ότι η θέση αυτή διατυπώνεται με δυνητική ευκτική, η οποία χρωματίζει τον λόγο του με κάποια διστακτικότητα και επιφυλακτικότητα (δόξειεν ἂν λέγεσθαι … τάχα δὲ κἂν ἀλήθειαν. Τοὺς γὰρ πολλούς, ὅμως ἐνδέχεται συνελθόντας εἶναι βελτίους ἐκείνων…).

Ο Αριστοτέλης έχει εξηγήσει ότι επιβάλλεται η αναλυτική παρουσίαση κάθε πολιτεύματος προκειμένου να λυθούν οι απορίες που δημιουργούνται. Έτσι όποιος εμβαθύνει και δεν παρουσιάζει μόνο την πρακτική πλευρά των πολιτευμάτων οφείλει να μην παραλείπει τίποτε και να επιζητεί την αλήθεια. Το διστακτικό του ύφος είναι επομένως αναμενόμενο, αφού σιγά- σιγά αναλύει και διερευνά, εμβαθύνει στα μέρη και το όλον και στόχος του είναι να μη παραλειφθεί κάποια πτυχή του θέματος ανεξερεύνητη. [Ομάδα συγγραφής ΚΕΕ, Αριστοτέλους, Πολιτικά, σελ.87]

 

2. Ο Αριστοτέλης δέχεται ότι μπορεί το πλήθος να ασκήσει εξουσία, διότι το σύνολο έχει τη δυνατότητα να καταλήξει σε καλύτερες αποφάσεις από τους λίγους, παρόλο που ο κάθε πολίτης, ως μονάδα, δεν έχει κάτι ξεχωριστό (ἕκαστός ἐστιν οὐ σπουδαῖος ἀνήρ, ὅμως ἐνδέχεται συνελθόντας εἶναι βελτίους ἐκείνων). Το σημείο αυτό το επισημαίνει ιδιαιτέρως: οὐχ ὡς ἕκαστον ἀλλ’ ὡς σύμπαντας. Η θέση υποστηρίζεται με ένα παράδειγμα από την καθημερινή εμπειρία: το δείπνο στο οποίο ο κάθε συνδαιτημόνας φέρνει τα δικά του εδέσματα είναι καλύτερο από εκείνο που προετοιμάζεται με τη φροντίδα ενός. Έτσι, η λίγη αρετή και φρόνηση που διαθέτει ο καθένας, αν συγκεντρωθούν, θα πολλαπλασιαστούν. Είναι σαν μετατρέπεται το πλήθος σε έναν άνθρωπο με πολλά χέρια, πόδια, αισθήσεις αλλά και πλατιά αρετή και φρόνηση (αναλογία: ὥσπερ ἕνα ἄνθρωπον τὸ πλῆθος, πολύποδα καὶ πολύχειρα καὶ πολλὰς ἔχοντ’ αἰσθήσεις, οὕτω καὶ περὶ τὰ ἤθη καὶ τὴν διάνοιαν).

Το επιχείρημα του φιλόσοφου στηρίζεται στη λεγόμενη αθροιστική θεωρία, δηλαδή στην αντίληψη ότι η συλλογική σοφία υπερτερεί της σοφίας των λίγων εκλεκτών. Η Αθηναίοι επικροτούσαν αυτήν την άποψη, γι’ αυτό σύμφωνα με το πολίτευμά τους διοικητικές και δικαστικές αποφάσεις λαμβάνονταν από συλλογικά όργανα, όπως η Εκκλησία του Δήμου και η Ηλιαία.

 

Ο Πλάτων, και ίσως πολλοί άλλοι σήμερα, δεν θα συμφωνούσε καθόλου με την έννοια της συλλογικής σοφίας (βλ., ας πούμε, Νόμοι 670b15-16: Γελοῖος γὰρ ὅ γε πολὺς ὄχλος ἡγούμενος ἱκανῶς γιγνώσκειν το τε εὐάρμοστον καὶ εὐρυθμον καὶ μή) και πολύ περισσότερο με την έννοια του καλού γούστου ή της υψηλής αισθητικής των πολλών. Ωστόσο, εδώ ο Αριστοτέλης φαίνεται να επιδοκιμάζει τον ρόλο του πλήθους, όταν αυτό σκέφτεται και δρα ως οργανική ολότητα, και να το θεωρεί ανώτερο και από τα πιο εξαιρετικά άτομα, αφού χωρὶς δ’ ἕκαστος ἀτελὴς περὶ τὸ κρίνειν ἐστίν (1281b38) -αλλά με τον όρο, όπως λέει στη συνέχεια (1282a15-16): ἄν ᾖ τὸ πλῆθος μὴ λίαν ἀνδραποδῶδες- αλλιώς, όταν πρόκειται για φαύλους (1282a25-27): δοκεῖ ἄτοπον εἶναι τὸ μειζόνων εἶναι κυρίους τοὺς φαύλους τῶν ἐπιεικῶν. Το κρίσιμο και πάλι δεν είναι ο αριθμός αλλά η αρετή, είτε συλλογική είτε ατομική. [πηγή: aristotelistes.cti.gr]

 

 

3. Αξίζει να σημειωθούν οι εκφράσεις που δηλώνουν επιφυλακτικότητα:

  • δόξειεν ἂν λέγεσθαι: νομίζω ότι μπορεί να συζητηθεί (μετάφραση Δ. Λυπουρλής), θα φαινόταν αποδεκτή (μετάφραση Π. Τζιώκα-Ευαγγέλου)
  • καί τιν’ ἔχειν ἀπορίαν τάχα δὲ κἂν ἀλήθειαν: με το νόημα ότι είναι μια άποψη που παρουσιάζει, βέβαια, κάποιες δυσκολίες, που περιέχει όμως ίσως και κάποια αλήθεια (μετάφραση Δ. Λυπουρλής), με αρκετή δόση αλήθειας ίσως αλλά και με κάποιες ενστάσεις (μετάφραση Π. Τζιώκα-Ευαγγέλου)
  • ὅμως ἐνδέχεται συνελθόντας εἶναι βελτίους ἐκείνων: ενωμένοι όμως όλοι μαζί είναι ενδεχόμενο να είναι […] καλύτεροι από εκείνους (μετάφραση Δ. Λυπουρλής), οι πολλοί, […] ενδέχεται, όταν συγκεντρωθούν, να είναι καλύτεροι από τον άριστο (μετάφραση Π. Τζιώκα-Ευαγγέλου)
  • οὐχ ὡς ἕκαστον ἀλλ’ ὡς σύμπαντας: επαναλαμβάνει εν μέρει και επεκτείνει την προϋπόθεση που έθεσε προηγουμένως (τοὺς γὰρ πολλούς, ὧν ἕκαστός ἐστιν οὐ σπουδαῖος ἀνήρ).

Επίσης, εμφανίζονται και συγκριτικές φράσεις που αντιπαραβάλλουν το πλήθος και τους ἀρίστους:

  • τι δὲ δεῖ κύριον εἶναι μᾶλλον τὸ πλῆθος ἢ τοὺς ἀρίστους μὲν ὀλίγους δέ (συγκριτικό επίρρημα και β΄ όρος σύγκρισης)
  • τοὺς γὰρ πολλούς, ὧν ἕκαστός ἐστιν οὐ σπουδαῖος ἀνήρ, ὅμως ἐνδέχεται συνελθόντας εἶναι βελτίους ἐκείνων (επίθετο συγκριτικού βαθμού και γενική συγκριτική)
  • Διὸ καὶ κρίνουσιν ἄμεινον οἱ πολλοὶ καὶ τὰ τῆς μουσικῆς ἔργα καὶ τὰ τῶν ποιητῶν (συγκριτικό επίρρημα χωρίς β΄ όρο σύγκρισης)

 

 

Ετυμολογικά σχόλια

  • πόλις: αντιπολίτευση, απολίτιστος, διαπολιτισμικός, κοινοπολιτεία, κωμόπολη, μεταπολίτευση, πόλη, πολιούχος, πολιτεία, πολιτειακός, πολιτευτής, πολίτης, πολιτικάντης, πολιτικολογία, πολιτικοποίηση, πολιτικός, πολιτισμικός, πολιτισμός, συμπολίτης.
  • ὁρῶμεν < ὁράω -ῶ: αδιόρατος, αντικατοπτρισμός, αόμματος, αόρατος, αυτόπτης, αυτοψία, διορατικός, είδος, ειδύλλιο, είδωλο, ενόραση, επόπτης, εποπτικός, θεόρατος, θυρωρός, ιδανικός, ιδέα, ιδεατός, ιδεολογία, ιδεολογικός, ιδεολόγος, κάτοπτρο, κάτοψη, μέτωπο, όμμα, οπή, οπτικός, όραμα, οραματιστής, όραση, ορατός, οφθαλμός, όψη, πανόραμα, παρόραμα, παρωπίδα, πρόσοψη, προσωπίδα, πρόσωπο, συνοπτικός, τηλεόραση, ύποπτος, υποψία.
  • κοινωνίαν < κοινωνὸς < κοινός: επικοινωνία, κοινό (το), κοινόβιο, κοινοβούλιο, κοινοκτημοσύνη, κοινοποίηση, κοινοπολιτεία, κοινοπραξία, κοινότητα, κοινοτικός, κοινοτοπία, κοινόχρηστος, κοινωνικός, κοινωνικότητα, κοινωνιολογία, κοινωφελής, συγκοινωνία.
  • οὖσαν, εἶναι, ἐστὶν < εἰμὶ: ανούσιος, απόν, απουσία, εξουσία, εξουσιαστικός, επουσιώδης, εσθλός, ετυμολογία, ετυμολογικός, έτυμον, ομοούσιος, ον, οντολογία, οντολογικός, όντως, ουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρόν (το), παρουσία, παρουσιαστικό, περιουσία, περιουσιακός, περιούσιος, τωόντι.
  • συνεστηκυῖαν < σὺν + ἕστηκα < ἵσταμαι (θ. στη- και στᾰ-. Ο ενεστώτας σχηματίστηκε από τον ενεστωτικό αναδιπλασιασμό σι-, το θέμα στη- και την κατάληξη –μι > σί-στη-μι· το σ τρέπεται σε δασεία > ἵστημι): ακαταστασία, ακατάστατος, αμαξοστάσιο, αναντικατάστατος, ανάσταση, αναστάσιμος, ανάστατος, ανάστημα, αντικατάσταση, αντικαταστάτης, αντιστάθμιση, αντίσταση, απόσταση, αποστασία, αποστάτης, απόστημα, αστάθεια, ασταθής, αστάθμητος, άστατος, ασυστηματοποίητος, διάσταση, διάστημα, έκσταση, ένσταση, επαναστάτης, επιστασία, επιστάτης, επιστήθιος, επιστητός, ηλιοστάσιο, ιστίο, ιστός, κατάσταση, καταστατικό, μεταστατικός, μηχανοστάσιο, ορθοστασία, ορθοστατικός, παράσταση, παραστάτης, παραστατικός, παράστημα, προστασία, προστατευτικός, προστάτης, στάδιο, σταθεροποίηση, σταθερός, σταθερότητα, στάθμευση, στάθμη, σταθμός, στάση, στασίδι, στάσιμος, στασιμότητα, στατήρας, στατικός, σταυρός, σταύρωση, στήθος, στήλη, στηλιτεύω, στήσιμο, στητός, στύλος, συμπαράσταση, συμπαραστάτης, σύσταση, συστατικός, σύστημα, συστηματικός, υπόσταση.
  • δοκοῦντος < δοκέω -ῶ: αδόκητος, αδοκήτως, αδόκιμος, άδοξος, αισιοδοξία, αισιόδοξος, απαισιοδοξία, απαισιόδοξος, απροσδόκητος, δόγμα, δογματικός, δογματικότητα, δογματισμός, δοκάνη, δοκησίσοφος, δοκιμασία, δοκιμή, δοκίμιο, δοκιμιογράφος, δόκιμος, δόξα, δοξασία, δοξαστικός, δοξολογία, ένδοξος, επίδοξος, κενόδοξος, ματαιοδοξία, ματαιόδοξος, μισαλλοδοξία, μισαλλόδοξος, ορθόδοξος, παραδοξολογία, παράδοξος, προσδοκία, προσδόκιμος, φιλοδοξία, φιλόδοξος.
  • πράττουσι < πράττω: αδιαπραγμάτευτος, αντίπραξη, απράγμων, άπρακτος, απραξία, διαπραγμάτευση, διάπραξη, εισπράκτορας, είσπραξη, εμπράγματος, έμπρακτος, εχθροπραξία, κοινοπραξία, πράγμα, πραγματεία, πράγματι, πραγματικός, πραγματικότητα, πραγματισμός, πραγματογνωμοσύνη, πραγματογνώμων, πραγματοποίηση, πραγματοποιήσιμος, πρακτέος, πρακτικό, πρακτικός, πράκτορας, πρακτορείο, πραμάτεια, πράξη, πραξικόπημα, πραξικοπηματίας, σύμπραξη.
  • δῆλον < δηλόω -ῶ: άδηλος, αδήλωτος, δηλαδή, δήλωση, δηλωτικός, διαδήλωση, έκδηλος, εκδήλωση, εκδηλωτικός, κατάδηλος (=ολοφάνερος), πρόδηλος, συνυποδήλωση.
  • στοχάζονται < στόχος: αστόχαστος, αστοχία, άστοχος, βαθυστόχαστος, ευστοχία, εύστοχος, στοχασμός, στοχαστής, στοχαστικός, στόχαστρο, στόχευση, στοχοθεσία, στοχοποίηση, στόχος.
  • κυριωτάτου < κύριος: άκυρος, ακύρωση, έγκυρος, εγκυρότητα, επικύρωση, κυρία, κυριακάτικος, Κυριακή, κυριαρχία, κυρίαρχος, κυρίευση, κυριολεκτικός, κυριολεξία, κυριότητα, κύρος.
  • περιέχουσα < περὶ + ἔχω (θ. σεχ-, ἑχ-, σχ-, σχε- > σχη-): ανακωχή, αποχή, άσχετος, άσχημος, ενοχικός, έξη, εξής, εξοχή, έξοχος, κατεχόμενα, κατοχικός, παροχή, πάροχος, περιεχόμενο, περιοχή, πολιούχος, ραβδούχος, σκηπτούχος, σχεδόν, σχέση, σχετικός, σχήμα, σχηματικός, σχολείο, σχολή, σχόλη, υπέροχος.
  • καλουμένη < καλέομαι -οῦμαι: αμετάκλητος, ανάκληση, ανακλητικός, ανακλητός, απρόσκλητος, αυτόκλητος, έγκλημα, εγκληματίας, εγκληματικός, εγκληματολόγος, έγκληση, έκκληση, εκκλησία, εκκλησιαστικός, έκκλητος, επίκληση, κάλεσμα, κλήση, κλητήρας, κλητήριος, κλητικός, κλητός, μετάκληση, μετακλητός, παράκληση, παρακλητικός, παράκλητος, πρόκληση, προκλητικός, πρόσκληση, προσκλητήριο, σύγκληση, συγκλητικός, σύγκλητος.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: