![]() |
Ο ατρόμητος Κατσαντώνης παίζει τον ταμπουρά του. Λεπτομέρεια από τοιχογραφία του Θεόφιλου (πηγή: Βικιπαίδεια) |
Παντελής Μπουκάλας, «Μάνα, σου λέω δεν μπορώ»…
Η πρώτη, σύντομη μορφή της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου εκδόθηκε το 1853. Στην έκταση που έμελλε να διαπαιδαγωγήσει γενεές γενεών ιστοριογράφων, εκπαιδευτικών, πολιτικών, στρατιωτικών, εκκλησιαρχών και (δι’ αυτών) γενεές γενεών μαθητών και «απλών αναγνωστών», καθιερώνοντας το ερμηνευτικό σχήμα της αδιατάρακτης συνέχειας του ελληνισμού, από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο κι εκείθε στη νέα Ελλάδα, άρχισε να εκδίδεται σταδιακά το 1860.
Συμφωνεί–δεν συμφωνεί κανείς με την ερμηνεία, θερμός υποστηρικτής της οποίας ήταν και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» ήταν τεράστιο έργο. Φυσικό ήταν να προκαλέσει ενστάσεις και αντιρρήσεις ευθύς εξαρχής, και επίσης φυσικό το γεγονός ότι η σχετική συζήτηση δεν έχει λήξει ακόμα. Το θλιβερό, δε, είναι ότι όσοι πολιτεύονται σαν εθνοφύλακες αναθεματίζουν σαν «εθνομηδενιστές» όχι μόνον όσους δεν αντιμετωπίζουν τις σελίδες του Παπαρρηγόπουλου σαν να γράφτηκαν εξ αποκαλύψεως αλλά και όσους τολμούν να ισχυριστούν ότι ο θείος Όμηρος ΔΕΝ «έγραφε σε δεκαπεντασύλλαβο».
Η χρήση της μεθόδου «εξ όνυχος τον λέοντα» θα αδικούσε κατάφωρα τη δουλειά του Παπαρρηγόπουλου. Μολαταύτα, μέρα που είναι αύριο, επετειακή, μέρα που μας θυμίζει τον Αγώνα αλλά και το χρέος μας να ξεμπερδέψουμε κάποτε με τα μυθεύματα, μείζονα και ελάσσονα, εξετάζω εδώ ένα απόσπασμα της «Ιστορίας» του από το κεφάλαιο «Οργάνωσις του νέου Ελληνισμού. Πεζικαί και ναυτικαί δυνάμεις», γιατί πιστεύω ότι η κραυγαλέα αστοχία του ιστοριογράφου υποδηλώνει την ποικιλότροπα προβληματική σχέση της ελληνικής λογιοσύνης του 19ου αιώνα με τη δημοτική ποίηση και γενικότερα με τη λαϊκή παράδοση. Αντλώ το κείμενο από την «επιθεωρηθείσα» δεύτερη έκδοση του έργου, το 1887, από το αθηναϊκό Τυπογραφείο των Καταστημάτων του Ανέστη Κωνσταντινίδη:
«Τας πεζικάς δυνάμεις αίτινες ωργανώθησαν υπό του νέου Ελληνισμού επί τουρκοκρατίας, απετέλουν οι καλούμενοι κλέφται και αρματωλοί. Κατά τας άχρι τούδε υπαρχούσας ειδήσεις οι πρώτοι γνωστοί αρματωλοί αναφέρονται περί τα τέλη της εκκαιδεκάτης εκατονταετηρίδος ο Βονίτσης και Λούρου Μπούας Γρίβας, και οι της Ηπείρου Πούλιος Δράκος και Μαλάμος. Αλλ’ οι μεν αρματωλοί ιδρύθησαν έτι πρότερον, πιθανώς επί Σουλεϊμάνη του μεγαλοπρεπούς (1520-1566), οι δε κλέφται παρήχθησαν εξ αυτής της πρώτης ημέρας της κατακτήσεως. Η μάχιμος ανατροφή ην έλαβον οι κάτοικοι των από του Ολύμπου μέχρι του Ταινάρου εκτεινομένων ελληνικών χωρών επί της φραγκοκρατίας παρήγαγεν εν ταις χώραις ταύταις ολόκληρον ανδρών τάξιν οίτινες εκ πρώτης αφετηρίας ουδέποτε υπέκυψαν τον αυχένα εις τον οσμανικόν ζυγόν».
Χρειάστηκε, πάντως, να φτάσουμε στο 1806 ώστε να θεωρηθεί πως οι κλέφτες, που έως τότε λήστευαν και αιχμαλώτιζαν δίχως διάκριση και ομόφυλους και ομόθρησκούς τους, Ρωμιούς δηλαδή, και μοναστήρια ακόμα, έχουν πλέον μοναδικό στόχο της ένοπλης δράσης τους τούς Οθωμανούς τυράννους και τους τουρκοπροσκυνημένους πλούσιους Έλληνες. Το έτος εκείνο η «Ελληνική Νομαρχία» Ανωνύμου του Έλληνος ύμνησε τους κλέφτες και το αναγεννημένο φρόνημά τους:
«Πώς να παραιτήσω τους επαίνους οπού τυχαίνουν εκείνων των ηρώων της Ελλάδος, οι οποίοι μην υποφέροντες τας φοβεράς τυραννίας των οθωμανών, εκλέγουσιν εκείνους οπού γνωρίζουσιν αξιωτέρους και φεύγουσιν εις τα δάση διά να διαυθεντεύσουν την ελευθερίαν των. […] Την σήμερον εις όλην την Ελλάδα ευρίσκονται βέβαια από αυτούς περισσότεροι από δέκα χιλιάδας, των οποίων η ανδρεία είναι αδιήγητος και η αγάπη διά την ελευθερίαν τους απερίγραπτος. Αυτοί οι ήρωες πολλάκις, μην απαντώντες εχθρούς, διά να λάβωσιν με την νίκην τα όσα τούς είναι αναγκαία, ζώσι δύο και τρεις ημέρας με νερόν και χόρτα, και ούτως δεν ενοχλούσι τους χωριάτας εις ουδέν».
Η τελευταία παρατήρηση του Ανωνύμου είναι εξαιρετικά σημαντική. Αν οι κλέφτες, κλεισμένοι πάντα στα στενά της δεινής ανάγκης, δεν έπαυαν τις επιθέσεις κατά των ομόφυλών τους, δεν θα μπορούσε ο Μακρυγιάννης να τους αποκαλέσει «μαγιά της λευτεριάς», περίπου τριάντα χρόνια μετά την «Ελληνική Νομαρχία». Μετεπαναστατικά δηλαδή. Ο ίδιος Μακρυγιάννης που, επίσης στα «Απομνημονεύματα», δεν διστάζει να καταδικάσει τους Κατσαντωναίους, γράφοντας: «Πάγω μίαν ημέρα εις το κονάκι του [του Γιάννη Νοταρά], τον βρίσκω και τυραγνούσε έναν πολίτη· τέτοιον τυραγνισμόν δεν τον ξέραν να του κάμουν μήτε οι Κατσαντωναίοι οπού ‘ταν λησταί. Δεμένος ο πολίτης, κεφάλι κι ο κώλος ένα, και του γύρευαν χρήματα. Τότε σιχάθηκα όλως διόλου το Ρωμαίικο, ότι μάθαμε όλοι την ληστείαν γενικώς».
Επιστροφή στον Παπαρρηγόπουλο. «Υπάρχει δημοτικόν άσμα», γράφει λίγο παρακάτω, «κάλλιστα περιγράφον τον τρόπον καθ’ ον αδιακόπως εστρατολογείτο το μέγα τούτο των κλεφτών σώμα». Ακολουθούν 24 στίχοι, αριθμός όχι ιδιαίτερα συνηθισμένος στη λιτή ποίηση των κλέφτικων. Παραθέτω εδώ τους αρχικούς δεκαέξι. Ο πρώτος πρέπει να είναι ο γνωστότερος «παραδοσιακός» στίχος, έφτασε δε να θεωρείται κάτι σαν έμβλημα όχι μόνο των κλέφτικων αλλά των δημοτικών εν γένει, παρότι δεν ανήκει σε δημοτικό τραγούδι αλλά σε δημιούργημα συγκεκριμένου λογίου, όπως μάλλον όφειλε να γνωρίζει ο Παπαρρηγόπουλος:
«Μάνα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω, / δεν ημπορώ, δε δύναμαι, εμάλλιασ’ η καρδιά μου. / Θα πάρω το ντουφέκι μου, να πάω να γένω κλέφτης, / να κατοικήσω στα βουνά και στες ψηλές ραχούλες, / να ‘χω τους λόγγους συντροφιά, με τα θεριά κουβέντα, / να ‘χω τα χιόνια για σκεπή, τους βράχους για κρεβάτι, / να ‘χω με τα κλεφτόπουλα καθημερνό λημέρι. / Θα φύγω, μάνα, και μην κλαις, μόν’ δώ’ μου την ευχή σου, / κι ευχήσου με, μανούλα μου, Τούρκους πολλούς να σφάξω. / Και φύτεψε τριανταφυλλιά και μαύρο καριοφύλι· / και πότιζέ τα ζάχαρη και πότιζέ τα μόσκο. / Κι όσο π’ ανθίζουν, μάνα μου, και βγάνουνε λουλούδια, / ο γιος σου δεν απέθανε, και πολεμάει τους Τούρκους. / Κι αν έλθει μέρα θλιβερή, μέρα φαρμακωμένη, / και μαραθούν τα δυο μαζί, και πέσουν τα λουλούδια, / τότε κι εγώ θα λαβωθώ, τα μαύρα να φορέσεις».
«Δημοτικόν άσμα» λέει ο Παπαρρηγόπουλος, συμβάλλοντας με το βάρος της υπογραφής του στην καθιέρωση και τη διαιώνιση ενός λάθους, εξαιτίας του οποίου συγχέονται τα όρια ανάμεσα στο δημοτικό και το ατομικό, το πρωτότυπο και το κατ’ απομίμηση, και τελικά ανάμεσα στο γνήσιο και το νόθο. Γιατί, ξαναλέω, οι παραπάνω στίχοι δεν είναι ανώνυμο, συλλογικό δημιούργημα. Έχουν συγκεκριμένο γονέα και ιδιοκτήτη. Είναι ο Παύλος Λάμπρος, πατέρας του Σπυρίδωνος Λάμπρου, μαθητή του Παπαρρηγόπουλου και συνεχιστή του. Για τη μοίρα του τραγουδιού αυτού, όμως, και για την εμπλοκή του Ν. Γ. Πολίτη και του Κ. Π. Καβάφη την άλλη Κυριακή.
[πηγή: Η Καθημερινή 24.03.2024]
❧
Παντελής Μπουκάλας, Όταν η εθνική ορθότητα νόθευε τα δημοτικά τραγούδια
Το πρώτο κλέφτικο, «το τραγούδι του Νάννου», το κατέγραψε το 1694 κάποιος Κερκυραίος συμβολαιογράφος. Η αρχή του: «Στις τόσες τόσες του Μαγιού επίστισεν ο Νάννος/ και παλικάρια μάζωνε Βουργάρους κι Αρβανίτες». Το 1824 ο Κλοντ Φοριέλ εκδίδει τα «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια», ανάμεσά τους και το «Μάθημα του Νάνου»: «Ανέβη ο Νάνος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,/ και κλέφτες εσυμμάζωνε, Βουλγάρους κι Αρβανίτες,/ και τα μικρ’ Ελληνόπουλα με τ’ ασημένια σκιάδια».
Τι δίδασκε στα παλικάρια του ο άγνωστός μας Νάννος; Τίποτε το επαναστατικό: «Βρ’ ακούτε παλικάρια μου, κι εσείς παιδιά δικά μου,/ δεν θέλω κλέφτες για τραγιά, κλέφτες για τα κριάρια,/ μόν’ θέλω κλέφτες για σπαθί, κλέφτες για το τουφέκι./ Τριών μερών περπατησιά να πάμε σε μια νύχτα,/ να πάμε να πατήσομε της Νικολούς τα σπίτια,/ πόχει τα άσπρα τα πολλά, και τ’ ασημένια πιάτα». Μάθημα ληστρικής βίας με θύμα μια πλούσια Ρωμιά. Πουθενά ηρωισμός και δόξα.
Το 1850 ο Αντώνιος Μανούσος εκδίδει τα «Τραγούδια εθνικά» αναπαράγοντας την παραλλαγή του Φοριέλ. Το 1852 όμως ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος συμπεριλαμβάνει το τραγούδι στα «Εθνικά άσματά» του, το τιτλοφορεί «Η τέχνη των κλεφτών» και το εμφανίζει ριζικά διαφορετικό, συμμορφωμένο σε ό,τι θα έπρεπε να είναι και δεν ήταν. Ουδεμία αναφορά σε Βουλγάρους κι Αρβανίτες, ο δε εξευγενισμένος στόχος του ασκεριού είναι πια εθνοπρεπής. Ιδού:
«Εβγήκε ο Νάννος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,/ κι εμάζωνε κλεφτόπουλα, παιδιά και παλικάρια. Τα μάζωξε, τα σύναξε, τα ‘καμε τρεις χιλιάδες./ Κι ολημερίς τα δίδαχνε, κι ολημερίς τούς λέγει:/ “Ακούστε, παλικάρια μου, κι εσείς παιδιά δικά μου./ Κλέφτες δεν θέλω για τραγιά, κλέφτες για τα κριάρια./ Μόν’ θέλω κλέφτες για σπαθί, κλέφτες για το τουφέκι,/ να κάνουν χήρες κι ορφανά στων Τούρκωνε τα σπίτια,/ εδώ να κάνουν ξαγορά, κι εκεί χωριά να καίνε!”». Λαϊκοφανής η γενική «Τούρκωνε», ο λαός όμως θα ‘βρισκε δέκα τρόπους να την αποφύγει.
Τα «συμπεπληρωμένα»
Να είχε βρει άραγε κάποια άλλη παραλλαγή ο Ζαμπέλιος; Το πιο πιθανό είναι ότι αυτοσχεδίασε ευπρεπιστικά, εν ονόματι της «εθνικής ορθότητας». Άλλωστε η απίστευτη προοιμιακή σημείωσή του τού έλυνε τα χέρια: «Μεταξύ των δημοσιευομένων ασμάτων υπάρχουσι πολλά πρωτοφανή, και έτερα συμπεπληρωμένα, τα οποία κρίνομεν εύλογον να μη διακρίνωμεν. Όταν κτήμα λαού επιστρέφει προς λαόν, εκδότου φιλαυτία δεν παρεμβάλλεται». Σε απλούστερα ελληνικά: «Δεν θα πω ποια τραγούδια συμπλήρωσα για να μην επικριθώ ως φίλαυτος»! Δεν ξέρουμε λοιπόν ποια τα γνήσια της συλλογής Ζαμπέλιου και ποια τα «συμπεπληρωμένα», τα «καθαρισμένα», τα πλαστά ή νοθευμένα. Έτσι εξηγείται γιατί ούτε ο Άρνολντ Πάσοβ υιοθέτησε τη ζαμπελική παραλλαγή το 1860, ούτε ο Γ. Χρ. Χασιώτης το 1866, ούτε ο Αντώνιος Γιανναράκης το 1876.
Έγραφε και κάτι άλλο ο Ζαμπέλιος: «Μαρτυρούμεν ενταύθα την προσήκουσαν ευγνωμοσύνην προς τον δόκιμον Νομισματολόγον κ. Παύλον Λάμπρου, και τον φίλον των μεσαιωνικών μελετών κ. Ιούλιον Τυπάλδον, οίτινες συνεισέφερον σημαντικόν ανεκδότων έρανον». Ωστόσο, ανάμεσα στα ανέκδοτα που πρόσφερε στον Λευκαδίτη λόγιο ο ιστοριοδίφης Παύλος Λάμπρος, πατέρας του Σπυρίδωνος, μετέπειτα πρωθυπουργού, ήταν κι ένα δικό του ποίημα, το «Μάνα, σου λέω δεν μπορώ». Ο Ζαμπέλιος το δημοσίευσε σαν δημοτικό, σαν δημοτικό το αναπαρήγαγε στην «Ιστορία» του ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και σαν γνήσιο δημοτικό το διδάχτηκαν γενιές και γενιές. Και κάπως έτσι βλέπουμε στο Διαδίκτυο τη «συνθετική εργασία» για το 1821 των μαθητών της ΣΤ΄ Δημοτικού κρητικού εκπαιδευτηρίου (τη σχολική χρονιά 2008-2009), και ανάμεσα στις σελίδες της, σαν δημοτικό, το ποίημα του Λάμπρου. Από δασκάλους τους θα το πληροφορήθηκαν (λαθεμένα) οι μαθητές. Ή από το Ίντερνετ, όπου ποικίλοι πομποί αναπαράγουν το προσωπικό δημιούργημα σαν «παραδοσιακό» ή δημοτικό τραγούδι· το ποίημα του γραφείου σαν τραγούδι του βουνού και του λόγγου.
«Καλλίστη διασκευή»
Κι όμως, ήδη το 1914, στις «Εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού», ο Ν. Γ. Πολίτης έγραφε τα εξής σχολιάζοντας το τραγούδι «Του Βασίλη»: «Καλλίστη διασκευή του άσματος τούτου είναι το υπό του Παύλου Λάμπρου ποιηθέν “Μάννα σού λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω”, όπερ υπελήφθη ως ακραιφνώς δημώδες, εδημοσιεύθη δε κατά πρώτον μεν εν τη συλλογή δημοτικών ασμάτων του Σπ. Ζαμπελίου και ύστερον πολλάκις». Την ίδια χρονιά ο Κ. Π. Καβάφης παρουσιάζει στην αλεξανδρινή «Νέα Ζωή» τις «Εκλογές» και δηλώνει έκπληκτος από την αποκάλυψη του εκδότη τους. Αλλά ούτε αυτόν τον προσέξαμε.
Το 1916 ο Πολίτης τυπώνει σε βιβλιαράκι μια διάλεξή του στον «Παρνασσό», με θέμα «Γνωστοί ποιηταί δημοτικών ασμάτων». Εκεί, εκτός από τις πληροφορίες του, χρησιμοποιεί και φιλολογικά κριτήρια για να αμφισβητήσει τον «δημοτικό» χαρακτήρα του ποιήματος: «Εις τα δημοτικοφανή άσματα εξελέγχει την ματαίαν προσπάθειαν του λογίου ποιητού η παρατηρουμένη διαφορά εις τα νοήματα, εις την αντίληψιν του εξωτερικού κόσμου, εις αυτήν την γλώσσαν ενίοτε».
«Το άσμα τούτο», υπογραμμίζει για το «Μάνα, σου λέω…», «δεν λείπει από κανέν σχεδόν αναγνωστικόν βιβλίον των σχολείων, περιλαμβανόμενον μεταξύ των ολίγων δημοτικών τα οποία περιέχουν ταύτα προς παιδαγωγικούς σκοπούς. Αλλ’ επιμελεστέρα εξέτασις αυτού καταδεικνύει ότι δεν είναι γνήσιον δημοτικόν. Ο αναγνώστης προσκρούει πρώτα εις την λέξιν “δουλεύω”. Ο λαός δεν μεταχειρίζεται αυτήν εις την σημασίαν την οποίαν απαιτεί η έννοια του άσματος· ο λαός όταν λέγη “δουλεύω” εννοεί εργάζομαι ή υπηρετώ επί μισθώ, “δούλος” είναι ο υπηρέτης και “δουλειά” η εργασία· την δε αρχαίαν σημασίαν του δούλου έχει μόνον η νεωτέρα λέξις “σκλάβος” και της δουλείας η “σκλαβιά”».
Πού αλλού προσκρούει ο αναγνώστης; «Εις τους στίχους: “Και φύτεψε τριανταφυλλιά και μαύρο καρυοφύλλι,/ και πότιζέ τα ζάχαρη, και πότιζέ τα μόσκο”. Το καρυοφύλλι δεν είναι μαύρον, αλλά πράσινον· […] δεν κείται δε το “μαύρο” μεταφορικώς αντί του δυστυχής, ταλαίπωρος, διότι τοιαύτη έννοια δεν έχει λόγον ενταύθα. Και εις τον επόμενον στίχον αληθής λαϊκός ποιητής, όσον και αν ήθελε να τονίση το τρυφερόν και φιλόστοργον της επιμελείας των ανθέων, δεν θα εφαντάζετο να τα ποτίζη με στερεάν ύλην, με ζάχαρην· παραπλησίαν εικόνα μετεχειρίσθη η δημώδης ποίησις εις εν περιπαθέστατον μοιρολόγι, αλλ’ εκεί η ζάχαρη προσφέρεται ως τροφή εις πουλιά: “Πουλάκι νείχα στο κλουβί, και τό ειχα μερωμένο,/ και τάγιζά το ζάχαρη, και πότιζά το μόσκο”».
Επί αιώνες, έγραφε το 1897 ο Κωστής Παλαμάς, τα δημοτικά τραγούδια «κατεφρονούντο υπό των πεπαιδευμένων ως ευτελή, χυδαία, αγυρτικά, εξαμβλωματικά, αναρχικά». Κι όταν πια άνοιξαν την αγκαλιά τους, αποδείχτηκε σε πολλές περιπτώσεις πνιγηρή.
[πηγή: Η Καθημερινή 31.03.2024]
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου