Προτού, όμως, οι πολίτες και οι κοινωνίες μπορέσουν συλλογικά να καρπωθούν τα οφέλη της Τ.Ν. διαφαίνονται προκλήσεις. Η αποθηκευτική, γνωστική, ερευνητική και αναλυτική δυνατότητα της Τ.Ν. προβλέπεται ότι θα ξεπεράσει την ανθρώπινη νοημοσύνη μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Αυτό εγείρει πιεστικά ερωτήματα: Ποιος θα ελέγχει τη γνώση που θα παραχθεί; Πώς, ατομικά και συλλογικά, θα διαχειριστούμε ερευνητικά ευρήματα, ανακαλύψεις και επιλογές που θα προκύψουν, και που δυνητικά θα ξεπερνούν την ανθρώπινη κατανόηση;
Στον τομέα της οικονομίας, η Τ.Ν. θα επαναπροσδιορίσει τη λειτουργία των κοινωνιών μας όπως τη γνωρίζουμε τους τελευταίους δύο αιώνες. Αποσυνδέοντας την παραγωγικότητα από την αλληλεπίδραση ανθρώπου – μηχανής, η Τ.Ν. θα μετατοπίσει δραστικά την καμπύλη παραγωγικότητας υπέρ της ρομποτικής μηχανής, περιορίζοντας και απαξιώνοντας σταδιακά τη συμβολή και τη σημασία της ανθρώπινης εργασίας. Αυτή η εξέλιξη υπονομεύει μια θεμελιώδη οικονομική αντίληψη που συμμερίζονται τόσο οι φιλελεύθεροι της αγοράς όσο και οι μαρξιστές, ότι η ανθρώπινη εργασία προσδίδει προστιθέμενη αξία (ή παράγει υπεραξία) και είναι ο βασικός συντελεστής κερδοφορίας. Στη νέα εποχή που ανατέλλει, οι τεχνολογικές ανακαλύψεις θα εξαρτώνται λιγότερο από την ανθρώπινη έρευνα και ανάπτυξη και περισσότερο από την ικανότητα της Τ.Ν. να βελτιώνει διαρκώς τους δικούς της λειτουργικούς αλγορίθμους. Εύλογα γεννάται το ερώτημα για το μέλλον της έρευνας, της μελέτης και της δημιουργίας σε όλες τις εκφάνσεις τους, όταν έχουμε μια κομβική απόκλιση από τον ιστορικό κανόνα ότι πίσω από την επιστημονική, κοινωνική, τεχνολογική και οικονομική πρόοδο βρίσκεται πάντα η ανθρώπινη εφευρετικότητα και ευφυΐα.
Η ενσωμάτωση της Τ.Ν. στην παραγωγή αναπόφευκτα θα διευρύνει το χάσμα στην κατανομή εισοδήματος. Ουσιαστικά θα επαναπροσδιορίσει τη χρήση των μέσων παραγωγής, με τον ιδιοκτήτη να είναι ο κύριος, αν όχι ο μόνος, δικαιούχος του κέρδους, περιθωριοποιώντας το εισόδημα από εργασία. Γενικά, η μισθωτή εργασία θα μειωθεί, με λίγες εξαιρέσεις όπου οι ανθρώπινες δεξιότητες εξακολουθούν να είναι χρήσιμες για τη βιωσιμότητα του νέου παραγωγικού και οικονομικού μοντέλου που δημιουργείται. Ο δε ταχύς ρυθμός της καινοτομίας που θα επιφέρει η Τ.Ν. σύντομα θα ξεπεράσει την ικανότητα του εργατικού δυναμικού να αναβαθμίζει τις δεξιότητές του, κάτι που παραδοσιακά ακολουθούσε κάθε στάδιο βιομηχανικής και τεχνολογικής εξέλιξης στο παρελθόν.
Μια πρόσφατη ανάλυση του ΔΝΤ που εξετάζει τον πιθανό αντίκτυπο της τεχνητής νοημοσύνης στην παγκόσμια αγορά εργασίας δίνει μερικές αποκαρδιωτικές εκτιμήσεις. Υπολογίζεται ότι το 40% της παγκόσμιας απασχόλησης θα επηρεαστεί αρχικά, και ενδεχομένως θα εξαλειφθεί στο εγγύς μέλλον, από τη χρήση της Τ.Ν. Στις προηγμένες οικονομίες περίπου το 60% των θέσεων εργασίας γραφείου θα επηρεαστεί, με προοπτική δραστικής μείωσής τους στο μέλλον. Ιστορικά, ο αυτοματισμός και η εισαγωγή νέων τεχνολογιών στόχευαν σε εργασίες ρουτίνας. Η Τ.Ν. προβλέπεται ότι θα έχει επιπτώσεις και σε επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης. Οι νομικές υπηρεσίες, η λογιστική, ακόμη και η ιατρική και τα μηχανολογικά επαγγέλματα θα αποκτήσουν αρχικά έναν σημαντικό συνεργάτη και αργότερα έναν ανταγωνιστή. Αυτό υποδηλώνει μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή. Οι εργαζόμενοι στις προηγμένες οικονομίες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερους κινδύνους σε σύγκριση με τις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η χειρωνακτική, μη βιομηχανοποιημένη εργασία παραμένει λιγότερο ευάλωτη. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Τ.Ν. τείνει να καταργεί εργασίες, αντί να τις αναβαθμίζει σε πιο εξειδικευμένο επίπεδο, όπως είχαμε μέχρι τώρα συνηθίσει με την εισαγωγή και χρήση τεχνολογίας στον εργασιακό χώρο.
Για την Ελλάδα, η Τ.Ν. παρουσιάζει τόσο προκλήσεις όσο και ευκαιρίες για τη γεφύρωση του αναπτυξιακού και διοικητικού χάσματος που τη χωρίζει από τις προηγμένες οικονομίες. Πέρα από την αναμενόμενη πιο αργή υιοθέτησή της λόγω της χαμηλότερης ετοιμότητας και ποιότητας των υποδομών, είναι πολύ πιθανόν η αποδιοργάνωση και η δυσλειτουργία του κράτους στην Ελλάδα να αποτελέσουν το πλεονέκτημά της. Σε μια οικονομία υπηρεσιών δυσλειτουργική, αναποτελεσματική και, σε πολλούς τομείς, με διεφθαρμένη γραφειοκρατία, οι ελληνικές κυβερνήσεις ενδέχεται να αξιοποιήσουν την Τ.Ν. για την αντιμετώπιση παθογενειών που τα διοικητικά μέτρα έχουν διαχρονικά αποτύχει να θεραπεύσουν.
Παραδειγματικά να αναφέρουμε ότι η συστηματική συλλογή και καταγραφή πληροφοριών και η δυνατότητα διασταύρωσης στοιχείων και ελέγχων θα μπορούσαν να βελτιώσουν σημαντικά τη φορολογική συμμόρφωση, αντιμετωπίζοντας μακροχρόνια προβλήματα φοροδιαφυγής. Στην εκπαίδευση, η Τ.Ν. θα μπορούσε να εκσυγχρονίσει ξεπερασμένες διδακτικές πρακτικές, διευρύνοντας τον γνωστικό ορίζοντα των μαθητών και μειώνοντας το χάσμα μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων ιδρυμάτων. Επιπλέον, η ψηφιοποίηση νομικών και κανονιστικών πλαισίων θα μπορούσε να προωθήσει τη διαφάνεια, να μειώσει τη διαφθορά και την ανθρώπινη παρέμβαση στη λήψη αποφάσεων, διασφαλίζοντας συνθήκες ισοτιμίας και ίσης μεταχείρισης. Η Τ.Ν. θα έχει τη δυνατότητα, μέσω της συλλογής, επεξεργασίας και ανάλυσης στοιχείων, να προτείνει αναγκαίες και απαραίτητες αλλαγές για τον εξορθολογισμό του δημόσιου τομέα και των προσφερόμενων υπηρεσιών, τη δημοσιονομική βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, την εισαγωγή διάφανων διαδικασιών σε όλες τις συναλλαγές, δημόσιες και ιδιωτικές, και να διατυπώνει με σαφήνεια και εμπεριστατωμένα τις αποκλίσεις μεταξύ της Ελλάδας και των πλέον ανεπτυγμένων συστημάτων υγείας, παιδείας και άλλων κοινωνικών υπηρεσιών.
Ωστόσο, για να αξιοποιήσει πλήρως τα οφέλη της Τ.Ν. η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει τις υπάρχουσες ελλείψεις, όπως η περιορισμένη ψηφιακή υποδομή και ένα εργατικό δυναμικό μέτριας και χαμηλής εξειδίκευσης, με την τάση να θέλει να διατηρεί ισχύουσες πρακτικές και να αντιδρά στις κάθε είδους καινοτομίες και αλλαγές. Κάτι ανάλογο, αλλά πολύ πιο ανησυχητικό, θα είναι η χρήση της Τ.Ν. για τη θεραπεία χρόνιων εθνικών παθογενειών. Το κύριο ερώτημα είναι: θέλουμε πραγματικά ως κοινωνία τις νουθεσίες ενός μεγάλου ηλεκτρονικού αδελφού; Τις προηγούμενες δεκαετίες, διάφορες κυβερνήσεις, και χωρίς τη γνώση που παρέχει η Τ.Ν., είχαν επιχειρήσει να εισαγάγουν ριζικές αλλαγές στους τομείς που προαναφέραμε. Όλες, ή σχεδόν όλες, υλοποιήθηκαν μερικώς μόνο ή αποσύρθηκαν υπό το βάρος της κοινωνικής πίεσης και του πολιτικού κόστους.
Η Τ.Ν. ως μέσο ανάπτυξης και προόδου θα βελτιώσει τις οικονομίες και τις κοινωνίες που θα τη χρησιμοποιήσουν με σύνεση και προγραμματισμό, διαχειριζόμενες τα οφέλη της με τρόπο αναλογικό και δίκαιο. Για άλλες οικονομίες και κοινωνίες θα αποτελέσει ακόμη έναν τομέα απόκλισης μεταξύ ανεπτυγμένων και μη χωρών. Παραφράζοντας μια εύστοχη παρατήρηση του Σούνταρ Πιτσάι, διευθύνοντος συμβούλου της Google, η Τ.Ν. έχει τη μετασχηματιστική δυνατότητα του ηλεκτρισμού. Εξαρτάται πώς θα τη χρησιμοποιήσεις.
Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.
πηγή: Καθημερινή
♦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου