Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Η νίκη του Σπύρου Λούη όπως παρουσιάστηκε από μια γερμανική εφημερίδα

Ο Λούης με παραδοσιακή ενδυμασία απαθανατισμένος από τον Γερμανό Άλμπερτ Μάγιερ, τον φωτογράφο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896. (πηγή: Βικιπαίδεια)


Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο περιοδικό συλλογές, τεύχος 415, σελ.137, τον Φεβρουάριο του 2020. Σε σημείωση αναφέρεται ότι αντλήθηκε από την εφημερίδα Η Βραδυνή της 14/2/1936. Τηρήθηκε η ορθογραφία και η στίξη της αρχικής δημοσίευσης, όχι όμως και το πολυτονικό.

 

 

Ο ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΤΟΥ 1896

ΟΠΩΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ

ΠΩΣ ΕΝΙΚΗΣΕΝ Ο ΣΠΥΡΟΣ ΛΟΥΗΣ

«Εις τους Ολυμπιακούς Αγώνας του Βερολίνου ο Μαραθώνιος δρόμος θα λάβῃ πανηγυρικήν χροιάν. Ήδη από τώρα γράφουν αι γερμανικαί εφημερίδες δια τον αγώνα αυτόν και δια των πρώτων Μαραθώνιον. Ένα -το πλέον χαρακτηριστικόν- άρθρον γερμανικής εφημερίδος, δια την νίκην του Λούη, δημοσιεύομεν κατωτέρω. Είναι ενδιαφέρον πώς περιγράφουν οι ξένοι την νίκην του πρώτου ολυμπιονίκου Μαραθωνοδρόμου».

Το μεγαλείτερον γεγονός της πρώτης Ολυμπιάδος των νεωτέρων χρόνων, που έγινε το έτος 1896 εις τας Αθήνας, είνε ασφαλώς η νίκη του Λούη εις τον Μαραθώνιον. Ολίγον καιρόν μόλις προ των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων ο Λούης δεν είχεν ιδέαν τι σχέσιν έχει ο Μαραθώνιος δρόμος με τον Μαραθώνα, έως ότου μίαν ημέραν, την εποχήν που υπηρέτει ως στρατιώτης, επήρε ο συνταγματάρχης του ολόκληρον το σύνταγμά του, το επήγε εις το Στάδιον, το οποίον τότε ακόμη δεν ήτο έτοιμον, και τους ωμίλησε περί της εν Μαραθώνι μάχης.

Τους είπε δηλαδή ότι προ χιλιάδων ετών εις μίαν αποφασιστικήν μάχην μεταξύ Ελλήνων και Περσών που έγινε εις τον Μαραθώνα, κατώρθωσαν οι Έλληνες να πάρουν με το μέρος των την νίκην. Ένας δρομεύς έφερε την ευχάριστον είδησιν εις τας Αθήνας. Μόλις ούτος, εις τα πρόθυρα των αρχαίων Αθηνών, είπε την λέξιν «νενικήκαμεν», λόγω των υπερανθρώπων προσπαθειών που κατέβαλεν εις τον μακρόν δρόμον εσωριάσθη νεκρός.

«Τώρα λοιπόν -τους εξήγησε- γίνεται η άμιλλα των δρομέων εις το ίδιο κλασικόν μήκος δια να δοκιμασθῄ η αντοχή της σημερινής γενεάς».

Ο Λούις είπε μισοαστεία ότι θα λάβῃ και αυτός μέρος, χωρίς να το πιστεύῃ και ο ίδιος, οι δε συνάδελφοί του φυσικά γέλασαν.

***

Όταν μίαν ημέραν έγινε δοκιμαστικός δρόμος μερικών αθλητών, οι οποίοι έτρεξαν την απόστασιν εις 3 ώρας 5' 7'', ο Λούης, πολίτης πλέον, ήτο μεταξύ των περιέργων που εχάζευαν. Αργότερον του διηγήθη κάποιος ότι καθένας που νομίζει ότι ημπορεί να ανθέξῃ έχει το δικαίωμα να λάβῃ μέρος εις τον προκριματικόν δρόμον και αν τερματίσῃ με τον χρόνον 3 ώρας 5' και 7'' θα τον αφήσουν εις τον τελικόν. Ο Λούης επίστευεν ότι μεταξύ των 70 που θα ελάμβανον μέρος εις τον προκριματικόν δεν θα έμενε ο τελευταίος και απεφάσισε να αγωνισθῄ και αυτός, χωρίς να πολυκαταλαβαίνῃ από αυτού του είδους τον δρόμον. Εν πάσῃ περιπτώσει ήλθε κατά σειράν 5ος και ακριβώς εις τον χρόνον, ως ανωτέρω γράφομεν. Αλλά -και τούτο τονίζομεν ιδιαιτέρως- με εντελώς κοινά υποδήματα, εις ελεεινούς, γεμάτους πέτρες δρόμους.

***

Μετά τέσσερας ημέρας (;) έγινε η εκκίνησις των 17 τελικώς προκριθέντων δρομέων: 1 Αυστραλού, 1 Γάλλου, 1 Αμερικανού, 1 Γερμανού και 13 Ελλήνων. Ο Λούης, άσημος, όπως πάντοτε, έφερε τον αριθμόν 17, δηλαδή ήτο ο 13ος των Ελλήνων. Ολίγας ημέρας ενωρίτερον επήγαν εις τον Μαραθώνα με γαϊδούρια. Έπρεπε εκεί να ξεκουρασθούν και να προετοιμασθούν. Ο πρόεδρος της κοινότητος Μαραθώνος είχε την εντύπωσιν ότι τους προφύλαξε πολύ καλά από κάθε κατάχρησιν και δεν ήξερε πόσον ωραία είχαν περάσει εις τον καταυλισμόν των Ελλήνων, όπου έρρευσε αφθόνως ο οίνος και εχόρτασαν από χορόν και τραγούδια. Η εκκίνησις έγινε την ωρισμένην ημέραν και ώραν, δηλαδή εις τας 2 μ.μ. ακριβώς, χωρίς προηγουμένως πολλάς εντριβάς και τοιούτου είδους προπαρασκευάς. Το πολύ-πολύ να έτριψε ο ένας του άλλου τα πόδια με οινόπνευμα.

Κατ’ αρχάς προηγούντο με μεγάλην διαφοράν ο Γάλλος και ο Αυστραλός και εις το ήμισυ της αποστάσεως και οι 4 ξένοι ακολουθούμενοι από τον Έλληνα Βασιλάκον και κατόπιν τον Λούην. Καθ’ οδόν συνέβη και το εξής: ο Λούης έσβυσε την δίψαν του με ένα ποτήρι κρασί και προσθέτως κατεβρόχθισε και ένα βρασμένο αυγό και χωρίς να ενδιαφερθῄ καθόλου δια το τι ήτο δυνατόν να του συμβῄ, εξηκολούθησε να τρέχῃ με κανονικόν βήμα.

Όταν έφθασε τον συμπατριώτην του Βασιλάκον, τον οποίο ήξερε ως καλόν δρομέα, ενώ τον ίδιον τον εαυτό του εθεωρούσε απλώς αναπληρωματικόν, εβράδυνε το βήμα του και τον ηκολούθει.

Δέκα χιλιόμετρα περίπου προ του τέρματος, ηρώτησε τον Βασιλάκον εάν ημπορῄ να τον εγκαταλείψῃ και επειδή εκείνος δεν έφερε αντίρρησιν επροχώρησε μόνος του. Διότι ο Βασιλάκος δεν ήτο σε φόρμα. Αν το είχε αντιληφθῄ ενωρίτερον, θα επετάχυνε από πριν το βήμα του και θα είχε τερματίσει εις καλλίτερον χρόνον.

Προσπέρασε τον Αμερικανόν και τον Γερμανόν και δεν έμενον πριν από αυτόν παρά ο Αυστραλός και ο Γάλλος. Πολύ σύντομα προσπέρασε και αυτούς οι οποίοι ματαίως προσεπάθησαν να τον ακολουθήσουν κατά βήμα.

Εν τω μεταξύ όμως ο καλός σου ο Λούης κατέβασε ακόμη ένα ποτηράκι ρετσίνα και εκτός από πορτοκαλλόζουμον είχε γευθή και ολίγον κονιάκ από ένα τουλούμι γεμάτο. Από το κονιάκ δεν έχει να περιμένῃ κανείς πολλά, αλλ’ αυτός ησθάνετο ότι κάθε γουλιά τού έδιδε περισσοτέρας δυνάμεις.

Ολιγώτερον του ενός χιλιομέτρου προ του τέρματος αντελήφθη ο Λούης ένα ταγματάρχην έφιππον να προτρέχῃ δια ν’ αναγγείλῃ την έλευσίν του εις το Στάδιον. Όταν ολίγον αργότερον ο εν λόγω αξιωματικός εις τα προπύλαια του Σταδίου από ακράτητον χαράν και ενθουσιασμόν εφώναξε: «Ζήτω η Ελλάς» είχε φανῆ πλέον και ο Λούης. Τότε ο κόσμος εξέσπασε εις κραυγάς απεριγράπτου χαράς και εφαίνετο ότι το πανδαιμόνιον δεν ήθελε να λάβῃ τέλος, διότι προηγουμένως είχον όλοι κατσουφιάσει από το τελευταίον άγγελμα, που έφερε ως πρώτον τον Αυστραλόν.

Έμελλε όμως να συμβούν εις τον Λούην δύο… οχληρά γεγονότα. Πρώτον δεν ήξερε αν έπρεπε να προχωρήσῃ προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά, έως ότου του έδωσαν να καταλάβῃ ότι εις το τέρμα του δρόμου ευρίσκεται πάντοτε ένας σπάγγος, που πρέπει να κοπῄ από τον νικητήν. Αλλά εις τον Λούην δεν εφαίνετο αρκετή αυτή η δόξα. Κάποτε είχεν αντιληφθῄ ότι ο νικητής έπρεπε να κάμῃ έναν τιμητικόν γύρον εντός του Σταδίου και ηθέλησε και αυτός να μη φανῄ κατώτερος.

Εξωργίσθη λοιπόν πολύ εναντίον δύο ανθρώπων, που τον εσταμάτησαν και μέσα εις τον ενθουσιασμόν των τον επήραν εις τους ώμους. Προσεπάθησε να απαλλαγῄ, οπότε παρέστη ανάγκη να πληροφορηθῄ ότι επρόκειτο περί του τότε Διαδόχου Κωνσταντίνου και του αδελφού του πρίγκηπος Γεωργίου. Όταν αργότερον τον ηρώτησεν ο ίδιος ο Διάδοχος πώς αισθάνεται τον εαυτόν του, παρεπονέθη δια την ανυπόφορον πείνα που είχεν.

Τον εγέμισαν δια την νίκην αυτήν με παντός είδους δώρα. Ράπται, υποδηματοποιοί, αρτοποιοί και πολλοί άλλοι του υπεσχέθησαν ότι θα τον συνετήρουν καθ’ όλον του τον βίον. Ακόμη και κυρίες. Αλλά κανενός την προσφοράν δεν εδέχθη. Επανεπαύετο επί των δαφνών του, διότι η νίκη του ήτο νίκη δια την πατρίδα.

περιοδικό συλλογές, τεύχος 415, σελ.137, Φεβρουάριος 2020 (από δημοσίευμα της εφημερίδας Η Βραδυνή, 14/02/1936).

 

Θέλω κι άλλο!

Περισσότερες πληροφορίες για το επίτευγμα του Λούη αλλά και για την αμφισβήτηση της νίκης του μπορείτε να διαβάσετε στο άρθρο της Βικιπαίδειας.

 ❦

Δεν υπάρχουν σχόλια: