Προτομή του Επίκουρου σε πεντελικό μάρμαρο. Έργο της ρωμαϊκής εποχής (2ο μισό του 2ου αι.). Πηγή: Wikimedia Commons |
Κείμενο αναφοράς: Επίκουρος, Επιστολή στον Μενοικέα, 122
Βασικά σημεία
1. Ο Επίκουρος και η σχολή του.
2. Ηδονή και εὐδαιμονία.
3. Φιλοσοφία και εὐδαιμονία.
4. Γλωσσικές επιλογές.
Ανάπτυξη
1. Λίγα λόγια για τον Επίκουρο και τη φιλοσοφική του σχολή:
Ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.), γιος αθηναίου δασκάλου, γεννήθηκε στη Σάμο και είχε ήδη αρχίσει να διδάσκει στη Μυτιλήνη και στη Λάμψακο, προτού ιδρύσει, το 306, στην Αθήνα τη φιλοσοφική σχολή που ονομάστηκε κῆποι (από τον τόπο όπου συναθροίζονταν τα μέλη της). Η κοινότητα που ίδρυσε ο Επίκουρος διέφερε σε σημαντικά σημεία από την Ακαδημία του Πλάτωνα και το Λύκειο του Αριστοτέλη. Ήταν μία κοινωνία φίλων που ζουν με κοινές αρχές, αποτραβηγμένοι από τον δημόσιο βίο. Η φιλία, η οποία δεν έχει το πολιτικό περιεχόμενο που της δίνουν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, αλλά αποτελεί αίσθημα συμπάθειας, έχει ιδιαίτερη ηθική σημασία στον επικουρισμό, και ο Κήπος εξασφάλιζε το πλαίσιο για την πραγματοποίησή της. Γυναίκες και δούλοι δεν αποκλείονταν. Το σύνθημά του λάθε βιώσας δεν ήταν επαναστατική καταγγελία της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά συνταγή για την κατάκτηση της γαλήνης. Ο καλύτερος τρόπος να επιτύχει κανείς την ασφάλεια και την ευτυχία είναι να αποτραβηχτεί από τη δημόσια ζωή, απολαμβάνοντας, όταν έχει τη δυνατότητα, όλα τα ωραία πράγματα που προσφέρει η ζωή, έχοντας παράλληλα συνειδητοποιήσει πόσα λίγα χρειάζεται στην πραγματικότητα. Αφετηριακό σημείο της διδασκαλίας του είναι η ομορφιά, που προσπάθησε να την ανυψώσει σε αρχή της πρακτικής ζωής και να την εξασφαλίσει στο άτομο. Ο ίδιος ο Επίκουρος ήταν γόνιμος συγγραφέας (γύρω στα 300 συγγράμματα). Από όλη τη συγγραφική παραγωγή μόνο ένα μικρό τμήμα έχει διασωθεί. Έφτασαν ως τις μέρες μας τρεις επιστολές, τις οποίες ο Διογένης ο Λαέρτιος περιέλαβε στον Βίο του Επικούρου: Πρὸς Ἡρόδοτον [συμπυκνωμένη περίληψη των αρχών του ατομισμού], Πρὸς Πυθοκλέα [με βασικό θέμα τα αστρονομικά φαινόμενα], Πρὸς Μενοικέα όπου παρουσιάζει μία σαφή, αν και κάπως υπεραπλουστευμένη έκθεση της επικούρειας ηθικής θεωρίας. Το κείμενο αναφοράς προέρχεται από αυτή την επιστολή.
Φιλοσοφικός Λόγος, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Ο.Π. Ανθρωπιστικών Σπουδών Γ΄ Λυκείου, Συμπληρωματικός οδηγός για τον/την εκπαιδευτικό, επιμέλεια: Δρ. Ιωάννης-Παναγιώτης Αμπελάς, σελ.22
2. Ο Επίκουρος δεν ήταν ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος του οποίου η ηθική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ηδονιστική. Η ηδονή ήταν ένα θέμα που τράβηξε την προσοχή του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και της Ακαδημίας γενικότερα. Και οι τρεις φιλόσοφοι (Πλάτων, Αριστοτέλης, Επίκουρος) ενδιαφέρονται στην ηθική τους να καθορίσουν με λεπτομέρειες τους αναγκαίους όρους της ευδαιμονίας, αλλά μόνο ο Επίκουρος ταυτίζει την ευδαιμονία με μία ζωή γεμάτη ηδονή. Για τον Επίκουρο, καμία ηδονή δεν μπορεί καθεαυτή να είναι τίποτα άλλο εκτός από αγαθό, αφού αγαθό σημαίνει αυτό που είναι ή προκαλεί την ηδονή. Το βασικό συστατικό της ευδαιμονίας για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη είναι η αρετή, η ανωτερότητα της ψυχής. Ωστόσο, για τον Επίκουρο η αρετή είναι απαραίτητο για την ευδαιμονία όχι ουσιώδες συστατικό στοιχείο αλλά μέσο για την κατάκτησή της. Η φρόνηση, η σπουδαιότερη μεταξύ των αρετών (οι άλλες είναι η σωφροσύνη, ανδρεία και δικαιοσύνη), έχει ως έργο να κρίνει ποιες από τις επιθυμίες τυγχάνουν φυσικές και ποιες όχι. Ο Επίκουρος θεωρεί ολοφάνερο το γεγονός ότι ο άνθρωπος, όπως όλα τα έμβια όντα, επιδιώκει την ηδονή και αποφεύγει τον πόνο. Η ηδονή και ο πόνος συσχετίζονται ως αντιφατικά (όχι αντίθετα). Η απουσία του ενός συνεπάγεται την παρουσία του άλλου. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να επιδιώκουμε ό,τι θα μας προκαλέσει τη μεγαλύτερη ηδονή. Ο Επίκουρος, ωστόσο, προτιμούσε τη διαρκέστερη ψυχική διάθεση της ικανοποίησης και της γαλήνης. Τα αρχαία κείμενα κάνουν διάκριση ανάμεσα α) στις «κινητικές» ηδονές π.χ. η ικανοποίηση που προσφέρει το να φάει κανείς, όταν πεινάει και β) στις «καταστηματικές» (= καταστασιακές) ηδονές π.χ. η ανακούφιση, όταν θα έχει πλήρως ικανοποιήσει την επιθυμία για τροφή· συνιστά πλήρης απουσία πόνου, ενόχληση και απόλαυση αυτής της κατάστασης. Η παραπάνω διάκριση ισχύει και για το σώμα και για τον νου. Είναι προφανές ότι οι καταστηματικές ηδονές μέσω των οποίων απολαμβάνουμε την ηρεμία του εαυτού μας, μας φέρνουν πιο κοντά στην ευτυχία. Ακριβώς γι’ αυτό χρειαζόμαστε τη γνώση (φρόνησις) με την οποία θα υπολογίσει τον βαθμό της ηδονής ή του πόνου που μπορεί να προσμένει στην κάθε περίπτωση. Η τέλεια ευδαιμονία λαχαίνει σ’ εκείνον που χαίρεται όλα αυτά τα αγαθά απολαμβάνοντάς τα με ηρεμία χωρίς να τα επιδιώκει με πάθος. Για τον ίδιο λόγο ο Επίκουρος θεωρούσε ότι ανάμεσα σ’ αυτά τα αγαθά οι πνευματικές απολαύσεις είναι ανώτερες από τις φυσικές, που συνδέονται με τη διέγερση των παθών. Τέλος, για τον Επίκουρο οι ανησυχίες που βασανίζουν περισσότερο τους ανθρώπους πηγάζουν από δύο φόβους: τον φόβο του θεού και τον φόβο του θανάτου. Πάντως, για τον Επίκουρο δεν υφίσταται μεταθανάτια ζωή ή μετεμψύχωση.
Φιλοσοφικός Λόγος, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Ο.Π. Ανθρωπιστικών Σπουδών Γ΄ Λυκείου, Συμπληρωματικός οδηγός για τον/την εκπαιδευτικό, επιμέλεια: Δρ. Ιωάννης-Παναγιώτης Αμπελάς, σελ.22-23
3. Ο Επίκουρος συνδέει ευθέως τη φιλοσοφία με την ευδαιμονία. Κατά την άποψή του, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η ηλικία στην οποία βρίσκεται δεν είναι κατάλληλη για ενασχόληση με τη φιλοσοφία, γιατί τέτοιες δηλώσεις ισοδυναμούν με το να παραδέχεται κανείς ότι δε βρίσκεται στην κατάλληλη ηλικία για να ευτυχήσει (Ὁ δὲ λέγων ἢ μήπω τοῦ φιλοσοφεῖν ὑπάρχειν ὥραν ἢ παρεληλυθέναι τὴν ὥραν, ὅμοιός ἐστιν τῷ λέγοντι πρὸς εὐδαιμονίαν ἢ μήπω παρεῖναι τὴν ὥραν ἢ μηκέτι εἶναι). Ειδικότερα, λέει ότι ο ηλικιωμένος που φιλοσοφεί, καθώς προχωρά το γήρας, θα αισθάνεται νέος (ὅπως γηράσκων νεάζῃ) χάρη στα αγαθά της φιλοσοφίας που απολαμβάνει, χωρίς να μετανιώνει για όσα έζησε (τοῖς ἀγαθοῖς διὰ τὴν χάριν τῶν γεγονότων), ενώ ο νέος θα είναι ταυτόχρονα και ώριμος, αφού δε θα ανησυχεί για όσα πρόκειται να του συμβούν (νέος ἅμα καὶ παλαιὸς ᾖ διὰ τὴν ἀφοβίαν τῶν μελλόντων). Ο Επίκουρος αναφέρει αυτά τα παραδείγματα, προφανώς γιατί έτσι αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη ευδαιμονία.
Επομένως, κάθε στιγμή είναι κατάλληλη για τη φιλοσοφία, γιατί αυτό σημαίνει φροντίδα για την ευτυχία και γιατί κάθε άνθρωπος οφείλει να μεριμνά ιδιαιτέρως για όλα εκείνα που οδηγούν σε αυτήν. Άλλωστε, ο ευδαίμων έχει τα πάντα, ενώ αυτός που του λείπει η ευδαιμονία κάνει τα πάντα για να την αποκτήσει (Μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν). Επομένως, η ευδαιμονία είναι ο τελικός και σπουδαιότερος στόχος της ανθρώπινης δραστηριότητας. Δες περισσότερες πληροφορίες πάνω στο ζήτημα αυτό και στο σχετικό σχόλιο του διδακτικού εγχειριδίου.
Η σωστή θεώρηση αυτών των πραγμάτων ξέρει να ανάγει καθετί που επιλέγουμε και καθετί που αποφεύγουμε στην υγεία του σώματος και την ηρεμία της ψυχής, αφού σε τούτο συνίσταται ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής (τούτων γὰρ ἀπλανὴς θεωρία πᾶσαν αἵρεσιν καὶ φυγὴν ἐπανάγειν οἶδεν ἐπὶ τὴν τοῦ σώματος ὑγίειαν καὶ τὴν τῆς ψυχῆς ἀταραξίαν, ἐπεὶ τοῦτο τοῦ μακαρίως ζῆν ἐστι τέλος· Ἐπιστολὴ πρὸς Μενοικέα §128, μετάφραση Νίκος Σκουτερόπουλος).
Ο Επίκουρος υποστηρίζει συχνά ότι η φιλοσοφία δεν έχει αξία παρά μόνο όταν βοηθά τον άνθρωπο να κατακτήσει την ευδαιμονία. Η γνώση (φρόνησις) είναι απαραίτητη γιατί θα υπολογίσει τον βαθμό της ηδονής ή του πόνου που μπορεί να προσμένει στην κάθε περίπτωση. Επιπλέον η γνώση θα κρίνει ως ποιο βαθμό ο άνθρωπος θα ενδώσει στις διάφορες επιθυμίες. Ωστόσο τις πνευματικές χαρές οι οποίες είναι και οι ανώτερες απολαύσεις, ο σοφός δεν τις αναζητεί στην καθαρή γνώση, παρά στον καλαισθητικό εκλεπτυσμό της ζωής, στη γεμάτη πνευματικότητα και αβροφροσύνη συναναστροφή με τους φίλους, στη άνετη διαμόρφωση της καθημερινής ζωής. Ξέρει ποιες απολαύσεις μπορεί να προσφέρει στον εαυτό του και δεν παραλείπει καμία. Ο σοφός δεν είναι τόσο ανόητος να δυσανασχετεί με την τύχη ή να παραπονιέται που δεν μπορεί να τα έχει όλα. Αυτή είναι ἀταραξία του.
Φιλοσοφικός Λόγος, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Ο.Π. Ανθρωπιστικών Σπουδών Γ΄ Λυκείου, Συμπληρωματικός οδηγός για τον/την εκπαιδευτικό, επιμέλεια: Δρ. Ιωάννης-Παναγιώτης Αμπελάς, σελ.25-26
4. Γλωσσικές επιλογές
(α) απουσία τεχνικών φιλοσοφικών όρων
Ο Επίκουρος γενικά αποφεύγει τη χρήση φιλοσοφικών τεχνικών όρων και πολύπλοκα λογικά σχήματα. Άλλωστε πολλά από τα έργα του ήταν μικρά εκλαϊκευμένα φυλλάδια και επιστολές με έντονο διδακτικό χαρακτήρα απευθυνόμενος στο ευρύ κοινό (δεν αποκλείονταν κανείς, ο Κήπος ήταν ανοιχτός σε όλες και όλους), το οποίο το πιο πιθανό να μην είχε συστηματική φιλοσοφική παιδεία. Η συλλογιστική διαδικασία είναι συγκροτημένη, όπου διακρίνει εύκολα κάποιος την αποδεικτέα θέση, τη συμμετρική σε αντιθετικά ζεύγη τεκμηρίωση, καθώς και το συμπέρασμα. Το ύφος βέβαια είναι κατεξοχήν δεοντολογικό και προτρεπτικό, όπως επιβάλλεται από το συγκεκριμένο γραμματειακό είδος. Δεν λείπουν πάντως εκείνα τα εκφραστικά σχήματα που ενισχύουν τις θέσεις του φιλοσόφου: έντονες διπλές αρνήσεις, διπλό οξύμωρο σχήμα (γηράσκων νεάζῃ, νέος ἅμα καὶ παλαιὸς), χρονικότητα και αντίθεση μετοχών κλπ.
Φιλοσοφικός Λόγος, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Ο.Π. Ανθρωπιστικών Σπουδών Γ΄ Λυκείου, Συμπληρωματικός οδηγός για τον/την εκπαιδευτικό, επιμέλεια: Δρ. Ιωάννης-Παναγιώτης Αμπελάς, σελ.25
(β) ζεύγη αντιθέτων: στο κείμενο εμφανίζονται τα παρακάτω (δίνονται οι μεταφράσεις κατά μεταφραστή):
- ἄωρος - πάρωρος· ανώριμος - υπερώριμος (Ζωγραφίδης)
- ὑπάρχειν (ὥραν) - παρεληλυθέναι· δεν ήρθε ακόμη ο καιρός - ότι κιόλας πέρασε (Ζωγραφίδης)
- παρεῖναι (τὴν ὥραν) - μηκέτι εἶναι· δεν έχει έρθει ακόμη ο καιρός - δεν είναι πια καιρός (Σκουτερόπουλος)
- νεάζῃ - παλαιός· να παραμένει νέος - να είναι ώριμος (Ζωγραφίδης)
- παρούσης - ἀπούσης· όταν υπάρχει ευτυχία - όταν αυτή λείπει (Σκουτερόπουλος)
(γ) η λέξη ὥρα:
Απόσπασμα από το Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας LIDDELL & SCOTT (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού)
ὥρα, Ιων. ὥρη, ἡ,
Α. κάθε στιγμή ή χρονική περίοδος, είτε του έτους, του μήνα ή της ημέρας (νυκτός τε ὥραν καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ, σε Ξεν.)· απ' όπου, I. 1. τμήμα του έτους, εποχή· […] αρχικά διακρίνονταν τρεις εποχές· α) άνοιξη, ἔαρος ὥρη, ὥρη εἰαρινή, σε Όμηρ.· β) καλοκαίρι, θέρεος ὥρη, σε Ησίοδ., ὥρα θερινή, σε Ξεν.· γ) χειμώνας, χείματος ὥρη, σε Ησίοδ., ὥρῃ χειμερίῃ, σε Ομήρ. Οδ.· η τέταρτη εποχή, ὀπώρα, αναφέρεται πρώτα στον Αλκμ. 2. απόλ., η ακμή του έτους, η ώρα της άνοιξης· ὅσα φύλλα γίγνεται ᾥρη, σε Όμηρ.· στους ιστορικούς, η ώρα του έτους που είναι κατάλληλη για πόλεμο, το καλοκαίρι, κυρίως στη φράση, ὥρα ἔτους, σε Θουκ. κ.λπ. 3. το έτος γενικά, σε Ηρόδ.· ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ, κατά το προηγούμενο έτος, σε Δημ. κ.λπ. 4. στον πληθ., τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μεταξύ των οποίων το καλοκαίρι θεωρείται ο νότος, ενώ ο χειμώνας ο βορράς, σε Ηρόδ. II. 1. μέρος της ημέρας ή του ημερονυκτίου, αἱ ὧραι τῆς ἡμέρας, οι ώρες της ημέρας, τα μέρη της ημέρας, πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ, σε Ξεν.· επίσης, νυκτὸς ἐν ὥρῃ, την ώρα της νύχτας, σε Ομηρ. Ύμν.· ὀψὲ τῆς ὥρας, αργά μέσα στην ημέρα, σε Δημ. 2. μέρα και η νύχτα πιθ. χωρίστηκαν πρώτα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τον αστρονόμο Ίππαρχο (περίπου το 150 π.Χ.)· αλλά η διαίρεση της φυσικής μέρας (από ανατολή ηλίου μέχρι δύση) σε δώδεκα μέρη είχε εισαχθεί ήδη πριν από τον Ηρόδ. (2. 109). III. 1. κατάλληλη στιγμή ή εποχή για ένα πράγμα (καιρός), ὅταν ὥρα ἥκῃ, σε Ξεν. κ.λπ. 2. με γεν. πράγμ., ὥρη κοίτοιο, ὕπνου, η ώρα του κρεβατιού, η ώρα του ύπνου, σε Ομήρ. Οδ.· ὥρη δόρποιο, στο ίδ.· καρπῶν ὧραι, σε Αριστοφ. 3. ὥρα (ἐστίν), με απαρ., είναι ώρα, κατάλληλος καιρός για να γίνει κάτι […]
♦
Ετυμολογικά σχόλια
- ὤν (εἰμί): ον, όντως, οντότητα, (απ-, εξ-, παρ-)ουσία, ανούσιος, ουσιαστικό.
- μελλέτω (μέλλω): μέλλον, μελλοντικός.
- ὑπάρχων (ὑπὸ + ἄρχω): αρχή, αρχηγός, αρχείο, ναύαρχος, αρχαίος, έναρξη, ύπαρξη, άρχοντας.
- κοπιάτω (κοπιάω, -ῶ): (α-)κόπος, (προ)κοπή, κοπιάζω, (υπερ-)κόπωση, κοπιαστικός.
- πάρ-ωρος (ὥρα): ωραίος, ωριαίος, ώριμος, ωρολόγιος, ρολόι, ρολογάς, υπερωρία, ωρομίσθιος.
- ὑγιαῖνον (ὑγεία): (ανθ)υγιεινός, υγιεινός, υγειονομικός.
- παρεληλυθέναι (παρ-έρχομαι· θέματα: ἐλευθ- & ἐλυθ-): έλευση, Ελευσίνα, ελεύθερος, προσήλυτος, προσηλυτίζω, προσηλυτισμός.
- παρεῖναι (παρά + εἰμί): δες παραπάνω.
- νεάζῃ (νεάζω < νέος): νεαρός, νεανίας, νεανικός, νεότητα, νεογνό, νεογιλός.
- γεγονότων (γίγνομαι): γένος, γενιά, ευγένεια, γένεση, από-, πρόγονος, μεταγενέστερος, ευγενής, αγενής, γνήσιος, ενδογενής.
- μελετᾶν [μελετάω, -ῶ < μέλω (= φροντίζω, ενδιαφέρομαι)]: μελέτη, μελέτημα, μελετηρός, αμελής, μέλημα, επιμελής, μεταμέλεια.
- παρούσης, απούσης: δες παραπάνω εἰμί.
- ἔχειν (ἔχω): έξη, σχέση, σχήμα, σχέδιο, σχολή, σχεδόν, εξής, εχεμύθεια, συνοχή, (αν-, αντ-, επ-, κατ- παρ-, προ-, παρ-, συν-, υπερ-) προσεκτικός, οχυρό, όχημα.
Θέλω κι άλλο!
Η μεγάλη επιγραφή του επικούρειου φιλόσοφου Διογένη Οινοανδέα - ντοκιμαντέρ για την επιγραφή στα Οινόανδα της Μικρασίας, η οποία περιέχει μια σύνοψη της επικούρειας φιλοσοφίας.
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου