πηγή εικόνας: https://eduki.com |
♦ Εισαγωγικά· σε εισαγωγικά κλείνονται:
1. λόγοι τρίτων που αναφέρονται αυτολεξεί:
Τότε μας επεσήμανε: «Σκεφθείτε το “φείδου χρόνου”, αγαπητοί».
2. λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούνται ειρωνικά, υποτιμητικά:
Ποιος έχει σήμερα εμπιστοσύνη στους «πατέρες του έθνους»;
3. λέξεις ή φράσεις που θέλουμε να τονιστεί ότι χρησιμοποιούνται μεταφορικά:
«Βουλιάζουν» τα νησιά μας κάθε καλοκαίρι από τους τουρίστες.
4. λέξεις ή φράσεις στις οποίες αναφερόμαστε ή/και σχολιάζουμε:
Θέλω να δηλώσω ότι με τη λέξη «ευαισθησία» εννοώ ό,τι έχει σχέση με μια βαθύτερη συναισθηματική λειτουργία, που αντιτίθεται στη λογική. [Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας]
5. τίτλοι βιβλίων, περιοδικών, εφημερίδων, ταινιών, θεατρικών έργων· ονόματα πλοίων, τρένων, οργανισμών κλπ.· επιγραφές κλπ.:
Ο «Οιδίπους Τύραννος» είναι τραγωδία του Σοφοκλή.
❧
♦ Ερωτηματικό· σημειώνεται κυρίως:
1. στο τέλος της κύριας ερωτηματικής πρότασης:
«Ποιος είναι αυτός και πώς τον λεν, που συμβουλές μας δίνει;»
2. όταν διατυπώνουμε ρητορική ερώτηση:
«Είναι δυνατόν να μάθει κανείς, αν δεν τολμά να ρωτήσει;»1
3. μια ευθεία ερώτηση μπορεί να εκφράσει και ειρωνεία:
Πάρα πολλές οικογένειες -το ξέρετε- έχουν γίνει σκορποχώρι: ο πατέρας κυνηγάει τον επιούσιο ή πολύ περισσότερα απ' τον επιούσιο... Η μητέρα, όταν εργάζεται, κυνηγάει την «καταξίωσή» της ή, όταν δεν εργάζεται, κυνηγάει τον «Θανάση», το «χαρτάκι» δηλαδή. Πού καιρός ν' ασχοληθούν πραγματικά με τα παιδιά τους; [Μάριος Πλωρίτης, Περί νέων τινά]
4. το ερωτηματικό μέσα σε παρένθεση δηλώνει εκφράζει αμφιβολία ή ειρωνική διάθεση για τα λεγόμενα κάποιου, π.χ.:
«Ισχυριζόταν πως ήταν ο εξυπνότερος (;) της παρέας».
Γενικότερα, το ερωτηματικό μπορεί να χρησιμοποιείται κατά περίπτωση για να προβάλει με ζωντάνια την άποψη ή τον προβληματισμό του συντάκτη, για να θέσει κάποιο θέμα (ενίοτε τα αλλεπάλληλα ερωτήματα υπογραμμίζουν ένα σοβαρό ζήτημα), να προσελκύσει την προσοχή του αναγνώστη, να δώσει έμφαση, να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον, να προβληματίσει ή να προκαλέσει απορία. Το ερώτημα, όταν απαντάται στη συνέχεια, εξασφαλίζει τη συνοχή του κειμένου.
❧
♦ Θαυμαστικό· σημειώνεται κυρίως:
1. ύστερα από τα επιφωνήματα ή από κάθε φράση που εκφράζει έντονα συναισθήματα, όπως θαυμασμό, χαρά, ελπίδα, πόνο, φόβο, απελπισία κτλ., π.χ.:
«Aχ!», «Ποπό τι πάθαμε!», «Κρίμα!», «Θαυμάσια!»
2. όταν δηλώνεται απαίτηση ή προσταγή:
«Κλείσε, επιτέλους, το παράθυρο!», «Μην κάνεις απότομες κινήσεις!»
3. όταν δηλώνεται ειρωνεία ή σαρκασμός:
«Ή δικαιώνουμε την ύπαρξή μας μέσα στο σύμπαν ή τη μηδενίζουμε. Και να σκεφτεί κανείς πως θα τη μηδενίσουμε ίσως, αφού πρώτα θα έχουμε πάρει άριστα στα μαθηματικά!»2
4. Κάποτε, πάλι, χρησιμοποιούμε το θαυμαστικό […] μέσα σε παρένθεση, όταν θέλουμε να αμφισβητήσουμε ή να δείξουμε απορία για κάτι που δυσκολευόμαστε να το πιστέψουμε.3
«Μου είπε ότι τα καλοκαίρια διαβάζει κάθε μέρα (!) ένα βιβλίο»
❧
♦ Παρένθεση· σε παρένθεση κλείνεται συνήθως μια λέξη ή φράση που συμπληρώνει ή επεξηγεί τα λεγόμενα και η οποία θα μπορούσε να παραλειφθεί χωρίς να δημιουργηθεί νοηματικό κενό. Π.χ.:
- Γράφονται κριτικά, ιστορικά, φιλοσοφικά δοκίμια, τι κοινό έχουν στη μορφή (αφού κατά το περιεχόμενο διαφέρουν) τα έργα αυτά, ώστε να χαρακτηρίζονται με το ίδιο όνομα «δοκίμια»;
- Χρειάζονται ειδικά σχολικά βιβλία/εγχειρίδια (που θα βελτιώνονται συνεχώς βάσει των αποτελεσμάτων της εφαρμογής τους) για να συνειδητοποιήσουν οι μαθητές τη συστηματική τροποποίηση του λόγου. [Χρ. Τσολάκης]
- Μοίρα των λέξεων είναι να φθείρονται στο στόμα του ανθρώπου. Όχι από την πολλή χρήση, σαν τα παλαιά νομίσματα, αλλά από την κακή χρήση, σαν τα όργανα του σώματος (π.χ. το μάτι) ή τις ψυχικές λειτουργίες (π.χ. τη φαντασία). [Ευαγ. Παπανούτσος]4
❧
♦ Μονή παύλα· χρησιμοποιείται όταν πρέπει να φανεί:
1 Αλλαγή προσώπου σε διάλογο:
― Πεινάς, αφεντικό;
― Όχι, δεν πεινώ, Ζορμπά.
― Νυστάζεις;
― Όχι.
― Μήτε εγώ. Ας καθίσουμε στα χοχλάδια· έχω κάτι να σε ρωτήσω. [Ν. Καζαντζάκης, Αλέξης Ζορμπάς]
2. μια απότομη αλλαγή ή κάποια ανακολουθία στο λόγο:
Στη θάλασσα των αμπελιών, εκεί ακούσαμε την καμπάνα, μια Κυριακή πρωί, την καμπάνα της λειτουργίας ―γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο; (Ζ. Παπαντωνίου, Πεζοί ρυθμοί)5
3. ένα συμπέρασμα ή μια γενίκευση στο τέλος της περιόδου:
Διάβασα τελευταία, μεταφρασμένες στη γλώσσα μας, μερικές συγκλονιστικές σελίδες από ένα αφήγημα του A. Huxley. […] Η σκηνή σ’ ένα πρωτότυπο ίδρυμα, οργανωμένο με επιστημονική τελειότητα για να κάνει ευχάριστο τον επικείμενο θάνατο υπερηλίκων και ανίατα αρρώστων: αναπαυτικά κρεβάτια, εγκαταστάσεις που προσφέρουν ευφρόσυνα οράματα και αρώματα, φάρμακα που εξασφαλίζουν την αναισθησία στους πόνους και βυθίζουν τους ετοιμοθάνατους σε τερπνά όνειρα, ατμόσφαιρα ευθυμίας –σα να μη συμβαίνει τίποτα. [Ευαγ. Παπανούτσος, Ο εφιάλτης του θανάτου]
❧
♦ Ενωτικό (-)· δεν πρέπει να συγχέεται με τη μονή παύλα (είναι μικρότερο). Σημειώνεται:
1. στον συλλαβισμό και στο τέλος της σειράς, όταν δε χωράει ολόκληρη η λέξη: κο-πέ-λα
2. Ύστερα από τις λέξεις Αγια-, Αϊ-, γερο-, γρια-, θεια-, κυρα-, μαστρο-, μπαρμπα-, παπα-:
(γερο-, μαστρο-) μπαρμπα-Θόδωρος, παπα-Γιάννης
3. Ανάμεσα στα διπλά ονόματα και επώνυμα· στα παραθετικά σύνθετα6:
Άννα-Μαρία, παιδί-θαύμα, τιμές-έκπληξη, λέξη-κλειδί
❧
♦ Διπλή παύλα· με διπλή παύλα απομονώνεται μια λέξη ή φράση που εξηγεί ή συμπληρώνει τα λεγόμενα, όταν θεωρείται τόσο σημαντική, ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί παρένθεση.
- Την εποχή εκείνη ―ήταν τότε που ο άνθρωπος πρωτοπάτησε το πόδι του στο φεγγάρι― οι δυνατότητες της επιστήμης φαίνονταν απεριόριστες.
- Τι θα γίνει αν ο πληθυσμός της Γης αυξάνει –συμμετρικά ή ασύμμετρα, κατά τόπους, αδιάφορο- μ’ έναν ανάλογο ή έστω αραιότερο ρυθμό; [Αγγ. Τερζάκης, Προσανατολισμός στον αιώνα]7
❧
♦ Αποσιωπητικά· είναι πάντοτε τρεις τελείες (…).
Η λέξη αποσιωπητικά παράγεται από το ρήμα αποσιωπώ και δηλώνουν ότι αποσιωπούμε κάτι, κάτι δεν το λέμε. Ο λόγος μας τότε χαρακτηρίζεται από ελλειπτικότητα. […] [Σημειώνουμε τα αποσιωπητικά] για να προκαλέσουμε την προσοχή του αναγνώστη. Το κάνουμε δηλαδή γιατί θέλουμε να τονίσουμε αυτό που θα πούμε ή να δηλώσουμε κάτι απροσδόκητο, κάτι μη αναμενόμενο. Έτσι με τα αποσιωπητικά ο αναγνώστης θα προσέξει περισσότερο, αφού μ’ αυτά δημιουργούμε την εντύπωση του αιφνίδιου.8
Τα αποσιωπητικά τοποθετούνται για να δείξουμε κάτι που εύκολα εννοείται· επίσης, φανερώνουν συγκίνηση, δισταγμό, προβληματισμό, ειρωνεία, ντροπή, περιφρόνηση, απειλή, κάποιο υπονοούμενο:
― Ελπίζουμε να τελικά να ορθοποδήσουμε. Ζητούμε πολλά; Μια ευχή είναι αυτή, τη λέμε και ας πέσει χάμω…
― Ή στραβός είναι ο γιαλός…
― Τα καλύτερα τα βλέπω και τα επιδοκιμάζω· όμως ακολουθώ τα χειρότερα. Φοβερός, αδυσώπητος διχασμός: να ξέρεις ποιος είναι ο σωστός δρόμος, να βλέπεις ότι ο άλλος σε πηγαίνει ολοΐσια στο βάραθρο, κι εντούτοις αυτόν να παίρνεις, το δρόμο της καταστροφής… [Ευαγ. Παπανούτσος, Οι εργάτες του κακού]
❧
♦ Άνω τελεία
Η άνω τελεία βρίσκεται ανάμεσα στην τελεία και στο κόμμα, αποτελεί μιαν ενδιάμεση κατάσταση, έχει όμως δική της υπόσταση και λειτουργία. Αυτό σημαίνει ότι χρωματίζει το λόγο έτσι που δεν μπορεί να τον χρωματίσει ούτε η τελεία ούτε το κόμμα. […] Η άνω τελεία προσφέρει ευελιξία στο λόγο και κρατάει τη συνοχή του. Ζυγιάζεται ανάμεσα στην τελεία και το κόμμα και ενώνει περισσότερο από την τελεία και λιγότερο από το κόμμα.9
Η άνω τελεία σημειώνεται κυρίως:
1. όταν χωρίζονται προτάσεις που εκφράζουν σχέση αντίθεσης:
«Δεν είναι ανόητος· είναι απλώς λίγο ανώριμος και κάπως επιπόλαιος».
2. όταν χωρίζονται προτάσεις από τις οποίες η δεύτερη συμπληρώνει ή επεξηγεί την πρώτη:
«Γιατί είναι φυσικό το σύνολο ν’ ακολουθεί τον ηγέτη που αποδεδειγμένα θέλει το καλό του· τον ηγέτη που έχει την αρετή να υποτάσσει την ευνόητη προσωπική του φιλοδοξία σε μιαν ανώτερη σκοπιμότητα».10
3. όταν ανάμεσα σε δύο προτάσεις εκφράζεται σχέση αιτίας-αποτελέσματος ή το αντίστροφο:
«Αποφάσισε να μείνει σπίτι· είχε πονοκέφαλο».
4. όταν χωρίζονται ομάδες προτάσεων που αποτελούν μια ενότητα:
«Πήραμε το δρόμο του γυρισμού· κάψα πολλή, σκόνη πολλή, κι ο αβάς κουράστηκε· στάθηκε σ’ ένα μικρό μοναστηράκι όπου ζούσαν και χόρευαν κάθε Παρασκευή δερβισάδες· πράσινη ήταν η δοξαρωτή πόρτα μ’ ένα ανοιχτό προύτζινο χέρι στο ανώφλι ―το άγιο σημάδι του Μωχαμέτη. Μπήκαμε στην αυλή· στρωμένη με άσπρα χοντρά χοχλάδια, πεντακάθαρη· τρογύρα γλάστρες και περικοκλάδες και στη μέση πελώρια δάφνη καρπισμένη». (Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο)11
❧
♦ Διπλή τελεία· χρησιμοποιείται πριν από τα λόγια κάποιου που αναφέρονται κατά λέξη και που κλείνονται σε εισαγωγικά· πριν από παροιμίες, γνωμικά, αποσπάσματα συγγραμμάτων, νομικών κειμένων κλπ.· πριν από μια απαρίθμηση, μια ερμηνεία ή επεξήγηση, ένα επακόλουθο ή αποτέλεσμα:
- Ο Διονύσιος Σολωμός, ο εθνικός μας ποιητής, είπε: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό».
- Οι επιτροπές του Κοινοβουλίου είναι: η επιτροπή αναφορών, η επιτροπή κοινωνικών υποθέσεων, η επιτροπή προϋπολογισμού, η επιτροπή νομικών θεμάτων κλπ.
- Όταν είδε τα πρώτα συμπτώματα αμέλησε να πάει στο γιατρό. Και το αποτέλεσμα: η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε δραματικά.
- Η αναζήτηση και ο καταλογισμός των ευθυνών δεν είναι απλή υπόθεση: απαιτεί γνώση, ευθυκρισία, ψύχραιμη και νηφάλια διερεύνηση όλων των συνθηκών και των παραμέτρων.
❧
♦ Κόμμα
Βασικές περιπτώσεις:
Το κόμμα χρησιμεύει για να χωρίζονται:
1. ασύνδετοι όροι, δηλαδή λέξεις, φράσεις, προτάσεις κλπ. Για παράδειγμα:
- Η επιτροπή για τα δικαιώματα της γυναίκας, η επιτροπή κοινωνικών υποθέσεων, η επιτροπή αναφορών εξέδωσαν θετική γνωμοδότηση.
- Οι βουλευτές εξέτασαν τις εκθέσεις, τις γνωμοδοτήσεις, τις επιστολές και τις ανακοινώσεις.
- Αύριο θα συμμαζέψουμε, θα μετρήσουμε, θα φορτώσουμε και θα φύγουμε.
2. οι επιρρηματικές δευτερεύουσες προτάσεις (χρονικές, αιτιολογικές, υποθετικές, συμπερασματικές κλπ.). Οι ονοματικές δευτερεύουσες (πλάγιες, ειδικές, ενδοιαστικές κλπ.) δε χωρίζονται με κόμμα. Προσέχουμε να μη χωρίζουμε υποκείμενα, αντικείμενα και κατηγορούμενα από τα ρήματά τους, ακόμη κι όταν αυτά είναι προτάσεις. Για παράδειγμα:
- Θέλω να πω.
- Ελπίζω ότι κατά την προσεχή συνεδρίαση θα ληφθεί επιτέλους μια απόφαση.
- Όταν τελειώσεις, ταχτοποίησε λίγο το χώρο.
- Αν νιώθεις καλά, μπορείς να βγεις μια βόλτα.
3. τα αρνητικά ή βεβαιωτικά μόρια στην αρχή της πρότασης και οι διαρθρωτικές γενικά λέξεις ή φράσεις. Για παράδειγμα:
― Όχι, δεν θα σου το πω.
― Βέβαια/παράλληλα/ακόμη, χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια, για να επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος. Αυτή είναι, πράγματι, η αλήθεια.
― Μίλησέ της εσύ. Αλλιώς, θα ακούσει αυτόν τον ανόητο και θα την πατήσει.12
Αλλά: Μίλησέ της. Αλλιώς θ’ ακούσει εμένα, αλλιώς εσένα.13
4. η παράθεση και η επεξήγηση από τον προσδιοριζόμενο όρο:
- Εργάστηκε πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα της Μακεδονίας.
- Άφησε το χωριό του για να εργαστεί στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, τη Θεσσαλονίκη.
- Το όνειρό της ήταν ένα, να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών.
5. Χωρίζονται με κόμμα οι κύριες αντιθετικές προτάσεις, όταν συνδέονται με αντιθετικούς συνδέσμους:
― Εγώ μεν το είπα, αλλά εσύ δεν το έλαβες υπόψη.
― Θέλω, μα δεν μπορώ.
Όταν όμως δεν αντιτίθενται προτάσεις, αλλά η αντίθεση αφορά όρους της πρότασης, τότε δεν χρειάζεται κόμμα:
- Η αντιπροσωπεία που μετέβη στην Αθήνα ήταν ολιγομελής αλλά αποτελεσματικότατη.
Μερικές ακόμη περιπτώσεις:
(ε) Οι μετοχικές προτάσεις, όταν είναι επεξηγήσεις ή όταν είναι πολύ μεγάλες:
Διαβάζοντας μανιωδώς όλα τα δημοσιεύματα για το θέμα αυτό, έγινε αυθεντία.
Αλλά: Τρώγοντας έρχεται η όρεξη.
(στ) η αναφορική πρόταση που δεν αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα του νοήματος:
- Πέταξαν τα φρούτα που είχαν σαπίσει.14
- Πέταξαν τα φρούτα, που είχαν σαπίσει.15
- Οι μαθητές του σχολείου μας που συμμετείχαν στην εκδρομή μίλησαν με ενθουσιασμό για την εμπειρία τους αυτή.
- Οι μαθητές του σχολείου μας, που συμμετείχαν στην εκδρομή, μίλησαν με ενθουσιασμό για την εμπειρία τους αυτή.
(ζ) κόμμα μπορεί να τεθεί και πριν από τον σύνδεσμο και, όταν οι δύο προτάσεις έχουν διαφορετικά υποκείμενα ή όταν η δεύτερη έρχεται ως αποτέλεσμα της πρώτης:
- Στα βουνά έλιωναν τα χιόνια, και τα ποτάμια πλημμύριζαν τους κάμπους.
- Άργησε ο Παύλος, και ο Νίκος ανησύχησε πάρα πολύ. Αλλά κανονικά: Εγώ πήγα και του μίλησα.
❧
♦ Ασκήσεις από τις Πανελλήνιες εξετάσεις
1. Να αιτιολογήσετε τη χρήση της διπλής παύλας:
Η καταγραφή όλων των μνημείων αυτών ―των πολύ ή λιγότερο γνωστών, των εντοπισμένων αλλά μη ερευνημένων, αλλά και εκείνων των οποίων γνωρίζουμε ακόμη την ύπαρξη μόνο από αρχαίες μαρτυρίες― με όλα τα δεδομένα τους, δηλαδή την ιστορία τους, τα χαρακτηριστικά τους, την κατάστασή τους και τις δυνατότητες χρήσης ή απλής ανάδειξής τους, θα προσφέρει ένα πολύ σημαντικό εργαλείο στη συστηματικότερη διαχείριση αυτού του πλούτου. [2015]
2. Να αιτιολογήσετε τη χρήση των εισαγωγικών:
Η «ανθρωπιά» είναι μια λέξη του καιρού μας, ένας όρος κοινόχρηστος, ένα νόμισμα που κυκλοφορεί σ’ όλα τα χέρια, γιατί συμβαίνει η ανταλλακτική του αξία να είναι πολύ μεγάλη. Και με την «ανθρωπιά» εννοούμε, φυσικά, τη συμπόνια, τη συμμετοχή, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο πάθος του γείτονα. Και όχι μόνο του γείτονα. Του κάθε ανθρώπου. Άλλοτε χρησιμοποιούσαν τον όρο «ανθρωπισμός». Έλεγαν: «αυτός είναι μεγάλος ανθρωπιστής» και με τούτο εσήμαιναν μια προσωπικότητα που ξοδευόταν ολόκληρη για να κάμει το καλό. Ο Ντυνάν, για παράδειγμα, ο ιδρυτής του «Ερυθρού Σταυρού», υπήρξε ένας τέτοιος ανθρωπιστής. Πέρα απ’ ό,τι θα μπορούσε να ενδιαφέρει αποκλειστικά το άτομό του, εσυλλογίσθηκε τους ανθρώπους που έπασχαν, έξω από διάκριση φυλής και θρησκείας, «εν πολέμω και εν ειρήνη». [2014]
3. Να αιτιολογήσετε τη χρήση του ερωτηματικού, καθώς και της διπλής παύλας στην επόμενη παράγραφο:
Τη ζωή στη Γη ο άνθρωπος ελάχιστα την σέβεται, η ζωή όμως σε άλλους κόσμους διεγείρει το ενδιαφέρον και τη φαντασία του. Είναι άραγε περιέργεια, κατακτητική διάθεση ή απλώς ένα διανοητικό παιχνίδι; Ίσως όλα μαζί, ταυτόχρονα όμως κι ένα βαθύ αίσθημα μοναξιάς. Άλλωστε τη ζωή του εδώ ο άνθρωπος την έχει καταστήσει πιεστική και ανούσια. Περιμένει λοιπόν ένα χέρι βοηθείας και παρηγοριάς από τους πλανήτες και τα μακρινά άστρα. Ακόμη όμως και αν δεχθούμε με αισιοδοξία ότι η ζωή δεν ανθίζει μόνον στη Γη, αλλά ότι αφθονεί στο Σύμπαν, ένας άλλος καθοριστικός παράγοντας ορθώνεται. Είναι ανάγκη να συνειδητοποιηθεί ―όσο και αν αντιτίθεται στις ενδόμυχες επιθυμίες μας― ότι με τη ζωή αυτή η επικοινωνία εμφανίζεται, για το ορατό τουλάχιστον μέλλον, ανέφικτη. [2013]
4. Να αιτιολογήσετε τη χρήση των εισαγωγικών στα παρακάτω αποσπάσματα:
- Είναι δεδομένο ότι το διαδίκτυο έφερε μια πιο ισότιμη πρόσβαση στη γνώση. Ζούμε ένα κύμα εκδημοκρατισμού της γνώσης. Παλιότερα, για να δει κανείς τη βιβλιοθήκη του Κέμπριτζ, έπρεπε να ταξιδέψει χιλιάδες χιλιόμετρα. Σήμερα, μπορεί να βρει τα βιβλία της από το γραφείο του. […] Σ’ αυτόν τον υπαρκτό εκδημοκρατισμό της γνώσης ορθώνονται τρεις γκρίνιες. Η μία είναι η άρνηση της τεχνολογίας, εξαιτίας των πιθανών κινδύνων που έχει η ανάπτυξή της. Ο Πολ Βιρίλιο, για παράδειγμα, έγραψε την «Πληροφοριακή Βόμβα». Είναι σίγουρος ότι η κοινωνία της γνώσης ενέχει κινδύνους, αλλά άγνωστους. Δεν τους ξέρει, αλλά...υπάρχουν. Η δεύτερη γκρίνια έχει να κάνει με τα «παιδάκια της Αφρικής». Το ακούμε για κάθε νέα τεχνολογία: «Τι να το κάνω εγώ το εμβόλιο για το Αλτσχάιμερ, όταν τα παιδιά της Αφρικής δεν έχουν ούτε ασπιρίνη για τον πυρετό;». […]
- […] Η κοινότητα χρειάζεται την κοινή εμπειρία για να είναι κοινότητα. Από την άλλη, όλη αυτή η πληθώρα διαθέσιμων πληροφοριών μετατρέπεται σε άγχος. «Πληροφοριακό άγχος» το ονομάζουν κάποιοι ψυχολόγοι […]. [2011]
5. Τι επιδιώκει ο συγγραφέας με τη χρήση των ερωτήσεων;
Εννοείται ότι όλα αυτά θέτουν τεράστια προβλήματα. Προβλήματα μεγάλης δυσκολίας που όμως, κατά τη γνώμη μου, μπορούν να λυθούν, με την προϋπόθεση ότι η πλειονότητα των ανθρώπων και των ικανοτήτων τους θα κινητοποιηθεί για τη δημιουργία λύσεων, αντί να προβληματίζεται για το πότε θα μπορέσει να αποκτήσει τρισδιάστατη τηλεόραση. Αυτά είναι τα καθήκοντα που έχουμε μπροστά μας και η τραγωδία της εποχής μας είναι ότι η ανθρωπότητα δεν νοιάζεται γι’ αυτά. Πόσον καιρό ακόμα η ανθρωπότητα θα κατατρύχεται από τις ματαιότητες και τις ψευδαισθήσεις που ονομάζουμε εμπορεύματα; Μια καταστροφή οποιουδήποτε είδους ―οικολογική για παράδειγμα― θα προκαλέσει άραγε μια βίαιη αφύπνιση ή μήπως την εμφάνιση αυταρχικών ή ολοκληρωτικών καθεστώτων; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήματα. [2003]
6. Ποια είναι η επικοινωνιακή λειτουργία του ερωτήματος στην παρακάτω παράγραφο; [2020 ΓΕΛ]
Γιατί όλοι αυτοί, όλοι όσοι γράφουν, επιμένουν να γράφουν, ενώ έχουν βεβαιωθεί πως θα βγουν κάποια στιγμή από τον κόσμο, καθώς κι ο ίδιος ο κόσμος ―αφού ό,τι έχει αρχή θα έχει κι ένα τέλος― θα βγει κάποτε από τον εαυτό του; Ίσως γιατί το γράφειν ―συνειδητό ή όχι, εκούσιο ή και ακούσιο, φανερό ή και κρυφό― αποτελεί την έσχατη, ακραία παρηγοριά για τη θνητότητα που τους πολιορκεί και που τελικά τους καταβάλλει. Αυτή τη θνητότητα που φαρμακώνει την ύπαρξη και τη συνείδηση του ανθρώπου με το φαρμάκι της ματαιότητας, πολεμά και εξορκίζει, και αρνείται η πράξη του γράφειν. (μονάδες 7) [Κώστας Τσιρόπουλος, «Γράφειν»]
7. Να εξηγήσετε τη λειτουργία ως προς το επικοινωνιακό τους αποτέλεσμα: της διπλής παύλας και των διπλών εισαγωγικών. [2020 ΓΕΛ, επαναληπτικές]
Ανάμεσα στα καταπράσινα χωράφια στην αγροτική καρδιά της Ελλάδας, η ιστορική πόλη των Τρικάλων ―έχει 82.000 κατοίκους― δεν ήταν η πιο προφανής υποψήφια για την πρώτη έξυπνη πόλη της χώρας. […]
Καθηγητής Γυμνασίου των Τρικάλων, υπεύθυνος του εργαστηρίου ρομποτικής του σχολείου, εξηγεί γιατί τέτοιες ευκαιρίες είναι τόσο σημαντικές για τη νεολαία των Τρικάλων. «Έχει ανοίξει το μυαλό τους και έχουν βρει θέσεις εργασίας που δεν μπορούσαν καν να φανταστούν ότι υπάρχουν» λέει. «Για παράδειγμα, όταν ρώτησα έναν μαθητή τι θα κάνει μετά το τέλος της σχολικής χρονιάς, μου είπε: “Θα γίνω γιατρός, αλλά γιατρός ρομποτικής”». (μονάδες 8 [Τρίκαλα, μια άλλη πόλη… Από τον ηλεκτρονικό Τύπο]
❧
Αναφορές:
[1] Άρης Γιαβρής, Η στίξη στο γραπτό λόγο, σελ.47.
[2] Άγγελος Τερζάκης, Η ανάγκη του στοχασμού στο βιβλίο τού Άρη Γιαβρή, Η στίξη στο γραπτό λόγο, σελ.42.
[3] Χρ. Τσολάκης, Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, τόμος 2ος, εκδ. Νησίδες, σελ.334.
[4] Άρης Γιαβρής, Η στίξη στο γραπτό λόγο, σελ.78.
[5] Χρ. Τσολάκης, Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, τόμος 2ος, εκδ. Νησίδες, σελ.320.
[6] Ζεύγη λέξεων, στην ίδια πτώση, που συνδέονται χαλαρά μεταξύ τους. Κάποτε γράφονται και χωρίς ενωτικό: λέξη κλειδί (Σ. Χατζησαββίδης, Α. Χατζησαββίδου, Γραμματική της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Α΄, Β΄, Γ΄ γυμνασίου, σελ.162)
[7] Άρης Γιαβρής, Η στίξη στο γραπτό λόγο, σελ.66.
[8] Χρ. Τσολάκης, Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, τόμος 2ος, εκδ. Νησίδες, σελ.321.
[9] Χρ. Τσολάκης, Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, τόμος 2ος, εκδ. Νησίδες, σελ.300.
[10] Άγγελος Τερζάκης, Ποντοπόροι· στο βιβλίο του Άρη Γιαβρή, Η στίξη στο γραπτό λόγο, σελ.54.
[11] Άρης Γιαβρής, Η στίξη στο γραπτό λόγο, σελ.55.
[12] αλλιώς= διαφορετικά, σε άλλη περίπτωση· διαρθρωτική λέξη που δηλώνει αντίθεση. Στην ανάγνωση οφείλουμε να κάνουμε μικρή παύση στο κόμμα.
[13] αλλιώς= με άλλη διάθεση· επιρρηματικός προσδιορισμός που δεν πρέπει να χωριστεί από το ρήμα. Διαβάζεται μαζί με το ρήμα.
[14] Εννοεί μόνο όσα σάπισαν· δε χρειάζεται κόμμα, γιατί η αναφορική πρόταση («που… ») μιλάει για μέρος των φρούτων (υποσύνολο).
[15] Όλα τα φρούτα πετάχτηκαν· η αναφορική, που έχει αιτιολογική σημασία, πρέπει να χωριστεί με κόμμα, γιατί αναφέρεται στο σύνολο των φρούτων. Άλλωστε, η αναφορική θα μπορούσε να παραλειφθεί.
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου