Γεώργιος Ροϊλός (1867-1928), Οι ποιητές (π. 1919). Λάδι σε μουσαμά, 130 εκ. x 170 εκ. Βρίσκεται στη συλλογή του Φιλολογικού Συλλόγου "Παρνασσός". Μεγάλοι ποιητές της γενιάς του 1880. Στα δεξιά της σύνθεσης απεικονίζεται ο Α. Προβελέγγιος να διαβάζει κάποιο ποίημά του, ενώ από τα αριστερά προς τα δεξιά διακρίνονται οι Γ. Στρατήγης, Γ. Δροσίνης, I. Πολέμης, K. Παλαμάς και Γ. Σουρής. (πηγή: Wikimedia Commons) |
Τρόπος εξέτασης
Το τρίτο θέμα σχετίζεται με το λογοτεχνικό κείμενο και αφορά στην παραγωγή ερμηνευτικού σχολίου, με το οποίο επιδιώκεται οι υποψήφιοι/ες, αφενός να αναπτύσσουν κρίσιμα θέματα/ερωτήματα που πραγματεύεται το λογοτεχνικό κείμενο, αξιοποιώντας συνδυαστικά κειμενικούς δείκτες ή και στοιχεία συγκειμένου, αφετέρου να τοποθετούνται/ ανταποκρίνονται στα θέματα/ερωτήματα αυτά, τεκμηριώνοντας τις προσωπικές τους θέσεις. Η προβλεπόμενη έκταση της απάντησης μπορεί να κυμαίνεται από 100 έως 200 λέξεις. Το τρίτο θέμα βαθμολογείται με 15 μονάδες.
♦
Θέματα παλαιοτέρων ετών
2023 ημερήσια
«Μια φοβερή παρηγοριά» (απόσπασμα διηγήματος)
Πριν από τρεις εβδομάδες με σούταραν από τη δουλειά και τώρα οι σταγόνες έσκαγαν με δύναμη στο παρμπρίζ σαν αλεξιπτωτιστές που τους πρόδωσε το αλεξίπτωτό τους. Παρασκευή απόγευμα, διαδήλωση στα Προπύλαια, η Πανεπιστημίου κλειστή. Μπλοκαρισμένος στο φανάρι του Attica, κοίταζα τον κόσμο στα πεζοδρόμια και στ’ άλλα αυτοκίνητα κι αναρωτιόμουν πώς πέρασε κιόλας η βδομάδα και πώς θα περνούσε εκείνη που ερχόταν, αν θα τα κατάφερνα, από Δευτέρα τουλάχιστον, να φανώ άντρας και να πω την αλήθεια στην Αντριάνα ‒μα είναι τώρα όνομα αυτό για γυναίκα;‒, να φανώ άντρας, να πάψω να κρύβομαι, να τη βάλω να καθίσει απέναντί μου, να την κοιτάξω στα μάτια και να της πω το και το. Γιατί πάνε κιόλας τρεις βδομάδες που με έδιωξαν από τη δουλειά κι ακόμα κρύβομαι, τρεις βδομάδες τώρα φεύγω κάθε πρωί κανονικά από το σπίτι, αλλά δεν πάω στη δουλειά, αφού δεν έχω πια δουλειά, μόνο γυροφέρνω με το Micra ώρες ολόκληρες από τη μια άκρη της Αθήνας στην άλλη κι ακόμα παραπέρα ‒Λαύριο, Πέραμα, Ραφήνα‒, και ξέρω βέβαια πως δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμα αυτό. Τι σόι άντρας είναι αυτός που κρύβεται από τη γυναίκα του, που της λέει ψέματα, που αρνείται να αντιμετωπίσει στα ίσα την πραγματικότητα, να πει πως ό,τι έγινε έγινε και να προχωρήσει παρακάτω ‒άσε κιόλας που δεν συμφέρει καθόλου αυτή η ιστορία, γιατί ήδη έχω χαλάσει ένα κάρο λεφτά στις βενζίνες.
Κοίταζα τον κόσμο γύρω μου και τα κόκκινα φώτα των αυτοκινήτων που αναβόσβηναν μπροστά μου κι άκουγα τις σφυρίχτρες των τροχονόμων και τις φωνές από τη διαδήλωση στο βάθος. Οι αληθινοί άντρες, οι άντρες οι σωστοί, δεν αναχαράζουν[1] τα περασμένα, δεν κολλάνε στο παρελθόν. Οι αληθινοί άντρες έχουν κοντή μνήμη και ψηλά ποδάρια, ξεχνούν και τρέχουν, ξεχνούν και τρέχουν μπροστά. Οι αληθινοί άντρες προχωράνε μπροστά, δεν κάνουν κύκλους. Οι αληθινοί άντρες είναι πραχτικοί, έχουν τετράγωνο μυαλό και τρίγωνη καρδιά. Οι αληθινοί άντρες σκέφτονται πρακτικά, αντιδρούν πρακτικά, πονάνε πρακτικά. Οι αληθινοί άντρες πράττουν πρακτικά. […]
[Χρήστος Οικονόμου, Οι κόρες του Ηφαιστείου. Διηγήματα, εκδ. Πόλις, 2017, σσ. 163-164].
[1] αναχαράζουν: σκαλίζουν
Θέμα Γ΄: Στο Κείμενο 3, να παρουσιάσετε και να ερμηνεύσετε τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο πρωταγωνιστής αξιοποιώντας τρεις (3) διαφορετικούς κειμενικούς δείκτες. Πώς κρίνετε την αντίδρασή του; (150-200 λέξεις) [Μονάδες 15]
Ενδεικτική απάντηση: Ο πρωταγωνιστής του αποσπάσματος βιώνει μια σειρά από αρνητικά συναισθήματα: άγχος, αναστάτωση, ανασφάλεια, εκνευρισμό, αίσθημα κατωτερότητας, χαμηλή αυτοπεποίθηση. Η κακή ψυχολογική του κατάσταση οφείλεται αφενός στην απόλυσή του από τη δουλειά και αφετέρου στην αδυναμία του να ομολογήσει την αλήθεια στη γυναίκα του. Η χαρακτηριστική επανάληψη της φράσης Οι αληθινοί άντρες στη δεύτερη παράγραφο τονίζει την απογοήτευσή του εξαιτίας της αδυναμίας του να φερθεί με αξιοπρέπεια, να δείξει θάρρος και να ομολογήσει την αλήθεια. Την αδυναμία του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των περιστάσεων υπογραμμίζουν, επίσης, οι αλλεπάλληλες ρητορικές ερωτήσεις που απευθύνει στον εαυτό του Τι σόι άντρας είναι αυτός που κρύβεται από τη γυναίκα του, που της λέει ψέματα, που αρνείται να αντιμετωπίσει στα ίσα την πραγματικότητα… Τέλος, η συμβολική εικόνα της κυκλοφοριακής συμφόρησης στο κέντρο της πόλης (Μπλοκαρισμένος στο φανάρι του Attica… Κοίταζα τον κόσμο γύρω μου…) φαίνεται να αντικατοπτρίζει το ψυχολογικό του αδιέξοδο, τη συναισθηματική εμπλοκή του σε μία κατάσταση που τον κρατά αρκετές μέρες δέσμιο και από την οποία δείχνει ανήμπορος να λυτρωθεί.
❧
2024 ημερήσια
Το ταξίδι
Μου σφίγγει ο καημός σα θηλιά το λαιμό
και μες στην καρδιά με δαγκώνει σα φίδι.
Παράξενο θέλω ν’ αρχίσω ταξίδι,
χωρίς, μα χωρίς τελειωμό.
Το δρόμο μου αργά να τραβώ, να τραβώ,
αλλά πουθενά και ποτέ να μη στέκω,
ψυχή να μη βρίσκω, ή πάντα να μπλέκω
με κόσμο τυφλό και βουβό.
Να νιώθω τριγύρω πλατιά ερημιά,
κλεισμένα τα σπίτια, τα τζάκια σβησμένα,
ψηλά να μη φέγγει αστέρι κανένα,
και κάτου γυναίκα καμιά.
Ε! ίσως σε τέτοιο ταξίδι αν βρεθώ,
ατέλειωτο, έρμο, σ’ άγνωστη χώρα,
δε θα ’χω περίσσια λαχτάρα σαν τώρα,
αγάπη, από σε να χαθώ!
[Κωστής Παλαμάς, από τη συλλογή: Τα 100 καλύτερα ελληνικά ποιήματα, εκδ. Γλάρος, σ. 69].
Θέμα Γ΄: Πώς λειτουργεί το ταξίδι, κατά τη γνώμη σας, για το ποιητικό υποκείμενο στο Κείμενο 3; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας αξιοποιώντας τρεις (3) διαφορετικούς κειμενικούς δείκτες. Πώς θα αντιδρούσατε εσείς, αν βρισκόσαστε σε ανάλογη συναισθηματική κατάσταση; (150-200 λέξεις)
Ενδεικτική απάντηση: Το ποιητικό υποκείμενο επιζητεί το ταξίδι ως ένα μέσο διαφυγής από μια αγάπη που το πλήγωσε. Ήδη στην α΄ στροφή δύο χαρακτηριστικές παρομοιώσεις («σα θηλιά», «σα φίδι») τονίζουν πόσο ασφυκτικά είναι τα τραύματα που ανεκπλήρωτου έρωτα. Στη β΄ στροφή επανέρχονται ρήματα σε υποτακτική έγκλιση («να τραβώ, να τραβώ, / αλλά πουθενά και ποτέ να μη στέκω, /ψυχή να μη βρίσκω, ή πάντα να μπλέκω/ με κόσμο τυφλό και βουβό»), που αναδεικνύουν την ανάγκη του να περιπλανιέται συνεχώς μόνος, χωρίς καμία επαφή, όπως επιθυμούν συχνά τα πρόσωπα που βιώνουν μια απελπιστική κατάσταση. Στο ίδιο κλίμα κινούνται και οι εικόνες της γ΄ στροφής («πλατιά ερημιά, / κλεισμένα τα σπίτια, τα τζάκια σβησμένα»), που δείχνουν την ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου για μοναξιά. Κατά την άποψή του είναι ίσως ο μόνος τρόπος να ανακουφίσει τον πόνο του, σύμφωνα με όσα αναφέρει στην τελευταία στροφή.
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου