Τρίτη 1 Μαΐου 2018

Κ. Π. Καβάφης, Περιμένοντας τους βαρβάρους (1898)


— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

        Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
  Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
        Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
 και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
 στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
        τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
        για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
        τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
 σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
 γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
 και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
 γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
 μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
        και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.

— Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
 να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
        κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
 κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
 Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
 κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

        Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
        Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
        και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

 Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
 Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις. 





Σχόλια 
 
… το θέμα [του ποιήματος]: σύμφωνα με αυτοσχόλιο του ποιητή, είναι η απελπιστική θέση στην οποία φθάνει η κοινωνία εξαιτίας της πολυτέλειας και της ευμάρειας, ώστε να επιθυμεί επιστροφή σε πιο απλούς τρόπους ζωής (όπως ζουν οι «βάρβαροι»). Γρήγορα όμως συνειδητοποιεί ότι αυτό είναι μια ουτοπία.

Μπορεί να σχολιαστεί η εμφανής καβαφική ειρωνεία, με την οποία απογυμνώνεται η ματαιότητα, η υπερεκλέπτυνση και ο εκφυλισμός της «πολιτισμένης» κοινωνίας.
 
Επισημαίνεται η αλλαγή στη στάση και τη συναισθηματική κατάσταση των προσώπων, η ανησυχία και η αθυμία που συνοδεύουν την είδηση «πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν» και η τελική απορία τους: «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους./ Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις». [Οι στίχοι αυτοί] χρησιμοποιούνται σήμερα με την έννοια της αναμονής κάποιου επιθυμητού (ή και ανεπιθύμητου) γεγονότος που θα φέρει την αλλαγή και θα βγάλει από το αδιέξοδο, το οποίο, όμως, τελικά δεν έρχεται.
Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Α΄ τ., Α΄ Τάξη Γεν. Λυκ., βιβλίο καθηγητή, σελ. 211-212


Στο τελευταίο δίστιχο δε σημειώνεται στην αρχή παύλα. Αυτό σημαίνει ότι είναι ένα σχόλιο που διατυπώνεται από τον ποιητή, για να δώσει καθολικότερο νόημα στο ποίημα.
Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Γυμνασίου-Λυκείου, 2. ποίηση, βιβλίο καθηγητή, σελ. 25


«Το ποίημα υποθέτει μια τέτοια κατάσταση κοινωνική. Κατάσταση δυνατή∙ όχι πιθανή∙ όχι πρόβλεψη δική μου. Η ιδέα μου περί του μέλλοντος είναι πιο αισιόδοξη. Εξάλλου και εις την αισιόδοξη ιδέα μου το ποίημα δεν αντιβαίνει∙ μπορεί να παρθεί ως ένα επεισόδιον στην σταδιοδρομία προς το Αγαθόν. 

Η κοινωνία φθάνει σ’ ένα βαθμό πολυτέλειας, πολιτισμού, κ’ εκνευρισμού [=αποχαύνωσης], όπου, απελπισμένη από την θέση εις την οποίαν δεν βρίσκει διόρθωση συμβιβαστική με τον συνηθισμένο της βίο, αποφασίζει να φέρει μια ριζική αλλαγή –να θυσιάσει, ν’ αλλάξει, να γυρίσει πίσω, ν’ απλοποιήσει (αυτά είναι οι “Βάρβαροι”). Πήρε την απόφασή της και χαίρεται και κάμνει τες διάφορες ετοιμασίες («ο αυτοκράτωρ», «η λαμπρά παρουσία των υπάτων και των πραιτόρων») και λαμβάνει τα προκαταρκτικά μέσα («η διακοπή της νομοθεσίας των Συγκλητικών»). Αλλά σαν έρχεται ο καιρός της εφαρμογής, αίφνης γίνεται δήλον ότι εμελέτησεν μια ουτοπία («το νύχτωμα χωρίς να ’λθουν οι βάρβαροι»), και ότι λόγοι τους οποίους δεν προείδε καθιστούν το σχέδιόν της αδύνατον («οι φθάσαντες απ’ τα σύνορα και λέγοντες ότι βάρβαροι πια δεν υπάρχουν»). Την καταλαμβάνει μια μεγάλη αθυμία («ο γυρισμός στα σπίτια όλων συλλογισμένων», η «ανησυχία»)∙ και το ποίημα δεν την παριστάνει μεν ως τελείως απελπισμένην ένεκα της αποτυχίας της προσδοκίας της, αλλά δυσανασχετούσαν δια το τί θα γίνη (“Και τώρα τί θα γένουμε”, “ήταν μια κάποια λύσις” –Να οι βάρβαροι και στον ιδιαίτερο βίο. Όταν κανείς συχνά επιθυμεί να μην έχει γνώσεις, να έχει απλή πίστη, χωρίς ανάγκες, και να ζει την ζωή κανενός απλού και αμαθούς ανθρώπου για τον οποίον τα πράγματα έχουν μια δροσερότητα και την χαρά και το ενδιαφέρον του ανεξιχνιάστου». 
Αυτοσχόλιο του Καβάφη, εφημ. Τα Νέα, 23/4/1983

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: