Τρίτη 1 Μαΐου 2018

Μια διάλεξη για τον Καβάφη


Ο καθηγητής Δημήτρης Πολυχρονάκης μιλά για τον κριτικό Καβάφη. Μπορείτε να παρακολουθήσετε το βίντεο και στο YouTube (αρχίζει στο 6΄). Για όσους δεν αντέχουν τις ομιλίες, ακολουθεί μια απομαγνητοφώνηση των κύριων σημείων της διάλεξης. Στο τέλος υπάρχουν και οι απαντήσεις του ομιλητή σε ερωτήσεις του κοινού. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.


Δημήτρης Πολυχρονάκης, Ο θεωρητικός Καβάφης

Ο Καβάφης [Κ.] μας είναι γνωστός ως ένας μεγάλος ποιητής παγκοσμίου φήμης και εμβέλειας. Ήταν όμως και ένας μεγάλος θεωρητικός της ποίησης με άριστη γνώση της αισθητικής και της ιστορίας της. Βεβαίως ως δοκιμιογράφος και κριτικός της τέχνης ο Κ. δεν ευδοκίμησε στο πλατύ κοινό. Δεν επεδίωξε άλλωστε, καθώς δημοσίευσε ελάχιστα από τα θεωρητικά του κείμενα όσο ζούσε. Ακόμη περισσότερο θα λέγαμε ότι δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να συστηματοποιήσει τις ποιητικές θεωρίες του. Τα δοκίμιά του για την ποίηση παρέμειναν κατά κυριολεξία στο επίπεδο της δοκιμής. Γι’ αυτό και τα περισσότερα μας διασώζονται στη μορφή κριτικών αυτοσχολίων ή προσωπικών σημειώσεων που κράτησε στο περιθώριο της ποιητικής εργασίας του. Κάτι δηλαδή σαν τους σκόρπιους και αποσπασματικούς «Στοχασμούς» του Σολωμού στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» που έχουν περισσότερο την υφή σπαραγμάτων παρά ενός άρτιου κειμένου.

Ακόμη κι έτσι όμως ο Κ. παραμένει ένας έξοχος θεωρητικός της ποίησης. Κι αυτό που είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον σε αυτόν είναι πόσο αρμονικά δένει η ποιητική του θεωρία με την ποιητική του πράξη. Γνωρίζουμε άλλωστε από την ίδια την ποίησή του ότι ο Κ. είναι ένας από τους πιο θεωρητικούς ποιητές των ελληνικών γραμμάτων με πάμπολλα ποιήματα ποιητικής, που κάνουν πράξη την ποιητική του θεωρία. Αυτή λοιπόν η θεωρητική φύση που βγάζει ο Κ. στα ποιήματά του, βγάζει και στα κριτικά του δοκίμια, δίνοντάς μας μια αρκετά συμπαγή εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την ποίηση και τον ρόλο της στην ανθρώπινη ζωή.

Στα ερώτημα «τι είναι η ποίηση;» ο Κ. απαντά «εικασία». Ο ορισμός προέρχεται από τον Αριστοτέλη που είχε πει ότι η ποίηση δεν ασχολείται με πραγματικά περιστατικά, όπως η ιστορία, αλλά με πιθανά και ενδεχόμενα γεγονότα. Μ’ άλλα λόγια, ο κόσμος της ποίησης είναι υποθετικός. Διότι θα πει ο Κ.: αν κάποιος έπρεπε να περιμένει να γεράσει, για να γράψει για το γήρας· αν έπρεπε να περιμένει την εμπειρία μιας βαριάς αρρώστιας, για να [την αναφέρει;]· αν έπρεπε να περάσει κάθε είδους καημό ή διαταραχή του ψυχισμού, για να γράψει γι’ αυτά, τότε θα έβρισκε ότι αυτά που απέμειναν να γράψει είναι ελάχιστα και μάλιστα πολλά πράγματα δεν θα γράφονταν καθόλου, αφού ο άνθρωπος που τα έζησε μπορεί να μην ήταν ο κατάλληλα προικισμένος, για να τα αναλύσει και να τα εκφράσει.

Για να εμπεδώσει μάλιστα καλύτερα τον συλλογισμό του, ο Κ. θα επικαλεστεί το παράδειγμα του Σαίξπηρ, παρατηρώντας ότι ίσως ο Σ. να μη ζήλεψε ποτέ του, κι έτσι δεν θα έπρεπε να είχε γράψει τον Οθέλλο. Ίσως να μη μελαγχόλησε ποτέ στ’ αλήθεια, οπότε δεν θα έπρεπε να είχε γράψει τον Αμλέτο. Δε δολοφόνησε ποτέ, οπότε δε θα είχε γράψει τον Μάκβεθ.

Όπως για τον Αριστοτέλη, λοιπόν, έτσι και για τον Κ. η ποίηση καταγίνεται με υποθετικά γεγονότα, με πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν, τα περίφημα οία αν γένοιτο της αριστοτελικής ποιητικής. Ενώ όμως στον Αρ. κύριος στόχος της ποίησης είναι η ενάργεια, που ζωηρεύει τα πράγματα στη φαντασία του αναγνώστη, για τον Κ. το ζητούμενο είναι το ακριβώς αντίστροφο: η εξασθένηση της ζωηρότητας των πραγμάτων, το ψεύτισμά τους. Όπως θα πει: «τα ζωηρότερα και αμεσότερα γεγονότα δεν με εμπνέουν, καθώς χρειάζεται να περάσει χρόνος, ώστε να παλιώσουν και να ψευτίσουν απ’ τον καιρό». Και αυτή είναι μια διαπίστωση που πηγάζει από την ίδια την έννοια της εικασίας, που από τη φύση της είναι νοερή, έτσι ώστε να προεξοφλεί την μείωση της αμεσότητας και της ζωηρότητας των πραγμάτων. Διότι η ικανότητα του ποιητή να φαντάζεται πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν ορίζει την δυνατότητα να μεταφέρει νοερά τον εαυτό σε καταστάσεις που δεν έχει βιώσει άμεσα και άρα δια ζώσης. Αν ο κόσμος της ποίησης είναι υποθετικός, τότε είναι και νοερός. Και ό,τι είναι νοερό, δεν μπορεί να έχει την αμεσότητα και τη ζωηρότητα της πραγματικής ζωής.

Μπορεί επομένως ο Κ. να παίρνει την έννοια της εικασίας από τον Αρ., όμως την ερμηνεύει στο πλαίσιο εκείνης της νεορομαντικής αισθητικής που θεωρεί ότι στόχος της ποίησης δεν είναι να δείχνει τα πράγματα απευθείας, αλλά να τα υπαινίσσεται και να τα υποβάλλει. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας αισθητικής δεν μπορεί να είναι η ενάργεια που απαιτούσε ο Αρ. αλλά κάτι το μισοειδωμένο. Όλα εκείνα τα μισοειδωμένα που ο Κ. θεωρεί ότι εκόμισε στην τέχνη και τον καθιστούν έναν ποιητή του ημίφωτος. Έναν ποιητή του υπαινιγμού, καθώς όπως θα πει «η ποίηση περιγράφει ένα ενδεχόμενο συναίσθημα κάποτε φευγαλέο, κάποτε κάπως διαρκές».

Η ένταξη της ποίησης στη σφαίρα της εικασίας επαναφέρει στο προσκήνιο ένα άλλο θέμα της αριστοτελικής ποιητικής, που είναι η σχέση της με τη φιλοσοφία. Για τον Αρ. η ποίηση είναι φιλοσοφικότερη της ιστορίας, επειδή ακριβώς δεν περιορίζεται στην καταγραφή πραγματικών γεγονότων. Η δυνατότητα του ποιητή να φαντάζεται πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν, να πλάθει νοερούς και υποθετικούς κόσμους, σημαίνει ότι υπερβαίνει τον πραγματισμό της ιστορίας και ότι κινείται στη σφαίρα του ιδεατού, όπως και η φιλοσοφία.

Παράλληλα, όμως η ποίηση οφείλει να είναι αληθοφανής· κι αυτό σημαίνει ότι οφείλει να ελέγχει τα λεγόμενά της. Τον έλεγχο αυτό ο Κ. αποκαλεί «φιλοσοφική εξέταση των ποιημάτων». Είναι αυτός ο έλεγχος που καθιστά τον Αλεξανδρινό έναν ποιητή φιλοσοφικό και φιλοσοφημένο μαζί. Έναν ποιητή που βρίσκεται σε μια διαρκή στοχαστική σχέση με το υλικό του και δεν δημοσιεύει τίποτα, αν πρώτα δεν ελέγξει εξονυχιστικά και την παραμικρή λεπτομέρειά του. Το γεγονός όμως ότι η ποίηση χρήζει φιλοσοφικής εξέτασης σημαίνει ότι δεν είναι φιλοσοφία. Όπως για τον Αρ. έτσι και για τον Κ. η ποίηση καταλαμβάνει έναν ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στον πραγματισμό της ιστορίας και στον ιδεαλισμό της φιλοσοφίας. Ενώ όμως για τον Αρ. αυτό καθιστά την ποίηση κατώτερη της φιλοσοφίας, για τον Κ. ισχύει το αντίστροφο. Το πλεονέκτημα της ποίησης στα μάτια του Κ. είναι ότι ενώ κινείται στο χώρο του ιδεατού, δε χάνει την επαφή της με την πραγματικότητα, όπως η φιλοσοφία, που από τη φύση της ρέπει σε γενικές και αφηρημένες έννοιες.

Πάρτε για παράδειγμα το Σενέκα και τις ηθικές επιστολές του, που ο Κ. θα πρέπει να γνώριζε δεδομένης της μεγάλης απήχησης που είχε ο στωικισμός στους ποιητές της γενιάς του. Λέει λοιπόν ο Σ. στον αγαπημένο του φίλο Λουκίλιο: «μπορείς να φύγεις από την πόλη σου και να ταξιδέψεις σε άλλες θάλασσες και άλλα μέρη. Αλλά όπου κι αν πας, τα προβλήματά σου θα σε ακολουθούν. Διότι αυτό από το οποίο τρέχεις να ξεφύγεις βρίσκεται μέσα σου. Κι όπου κι αν πας, τον εαυτό σου θα μεταφέρεις. Αυτό που χρειάζεσαι δεν είναι αλλαγή πόλης, αλλά αλλαγή εαυτού». Όπως καταλαβαίνετε τα ίδια λέει πάνω κάτω και ο Κ. στην «Πόλη». Όμως ο Κ. λέει ότι η Πόλη δε γράφτηκε ως αντιπροσωπευτικό μιας γενικής κατάστασης της ανθρωπότητας, αλλά αφορά μια μερίδα ανθρώπων μέσα στους οποίους προφανώς εντάσσει και τον εαυτό του. Αντιθέτως, τα λόγια του Σενέκα είναι φιλοσοφία, γιατί γράφτηκαν ως αντιπροσωπευτικά της ανθρωπότητας. Ο Κ. λέει ότι με το ποίημα του δεν εννοεί εν γένει ότι όποιος χάλασε τη ζωή του σε μια πόλη δε μπορεί να τη φτιάξει αλλού. Όμως ο Σ. εννοεί αυτό ακριβώς, γιατί ο Σ. είναι φιλόσοφος και οφείλει να μιλά καθολικά. Οφείλει να διερευνά τις πρώτες αρχές των πραγμάτων και να φτάνει σε τελικά συμπεράσματα. Με άλλα λόγια, ο λόγος της φιλοσοφίας είναι απόλυτος και κανονιστικός. Αντιθέτως, ο ποιητικός λόγος, όπως θα πει πάμπολλες φορές ο Κ., είναι μερικός.

Ο Κ. συμφωνεί με τον Αρ. ότι η φιλοσοφικότητα της ποίησης είναι μερική και όχι καθολική. Όμως διαφωνεί μαζί του ότι αυτό καθιστά την ποίηση κατώτερη της φιλοσοφίας. Το αντίθετο· διότι σε σχέση με το φιλόσοφο, ο ποιητής έχει τη φρόνηση να μη συμπεραίνει, να μη γενικεύει, να μη δογματίζει. Με μια ειρωνική διατύπωση: η μερική φιλοσοφικότητα της ποίησης είναι πιο φιλοσοφημένη από την καθαυτό φιλοσοφικότητα της φιλοσοφίας, που κάνει το λάθος να συμπεραίνει. Κι ότι όποιο κι αν είναι το τελικό της συμπέρασμα για τη ζωή, η φιλοσοφία επιμένει με έναν απερίσκεπτο τρόπο να φτάνει σε γενικά συμπεράσματα, ξεχνώντας ότι σε αυτή τη ζωή «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού». Κι αν ο ποιητής αποδεικνύεται πιο φιλοσοφημένος από το φιλόσοφο, είναι γιατί έχει τη σοφία να μη συμπεραίνει, αλλά μόνο να πιθανολογεί, να εικάζει· να δίνει τη μία όψη των πραγμάτων , όπως θα πει ο Κ. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αρνείται την αντίθετη. Τα λεγόμενα της ποίησης επομένως έχουν αλήθεια, έχουν εγκυρότητα, έχουν ισχύ, αλλά μόνο εν μέρει, διότι είναι εικασίες και οι εικασίες, θα πει ο Κ., είναι από την φύση τους εν μέρει αληθείς, εν μέρει ψευδείς. Κι αυτή η μερικότητά τους αποδίδει δικαιοσύνη στον ιστορισμό του Κ. Όπως θα πει: «τίποτε δεν έχει παντοτινή διάρκεια, γιατί τα πάντα φθείρονται, ψευτίζουν και παλιώνουν απ’ τον καιρό». Σας θυμίζω όμως ότι απ’ αυτό ακριβώς το πάλιωμα των πραγμάτων και το ψεύτισμά τους λέει ο Κ. ότι εμπνέεται.

Στην ιστορία της τέχνης αυτό το πάλιωμα είναι γνωστό με την κωδική ονομασία decadence. Διότι εμπνεόμενος κανείς από το πάλιωμα των πραγμάτων, εμπνέεται από την παρακμή τους. Στη ρητορική του 19ου αι. η έννοια της παρακμής αφορά την τελική φάση ενός πολιτισμού. Γι’ αυτό και είναι λάθος η πολιτισμική παρακμή να ερμηνεύεται ως έλλειψη πολιτισμού. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει: ο παρακμιακός πολιτισμός δεν είναι υπανάπτυκτος, αλλά υπερανεπτυγμένος. Δεν είναι ατροφικός, αλλά υπερτροφικός. Δεν πάσχει από αναιμία, αλλά από υπεργλυκαιμία. Το πρόβλημά του δεν είναι η ένδεια, αλλά ο υπερπληθωρισμός πολιτισμού. Κι αν καταρρέει, είναι γιατί ως υπερανεπτυγμένος πολιτισμός έχει εξαντλήσει όλες τις δυνατότητές του. Το τέλος του είναι το άλλο όνομα της τελειότητάς του. Γι’ αυτό και συνήθως κάθεται και περιμένει τους βαρβάρους: την εκδίκηση της φύσης, που οδηγεί έναν υπερτροφικό πολιτισμό πίσω στον πρωτογονισμό. Όπως θα πει ο Νίτσε: «η παρακμή είναι ένας πολιτισμός που έχει ζήσει πάρα πολύ, γι’ αυτό και τα μάτια του έχουνε δει πάρα πολλά». Κι αυτό κυρίως που έχουν δει είναι πώς οι αλήθειες μιας εποχής φθείρονται και γίνονται ψεύδη σε μια άλλη εποχή, της οποίας επίσης οι αλήθειες θα καταπέσουν και θα γίνουν ψεύδη σε μια επόμενη εποχή κ.ο.κ. Γι’ αυτό και η παρακμή χαρακτηρίζεται από το σκεπτικισμό της απέναντι σε κάθε μορφή αλήθειας. Αυτόν ακριβώς τον σκεπτικισμό που κάνει τον Κ. να λέει ότι δεν υπάρχει αλήθεια ή ψεύδος, αλλά μόνο νέο και παλιό, και ότι το ψεύδος είναι το γήρας μιας αλήθειας. Τα ψευτίσματα από τα οποία εμπνέεται ο Κ. είναι γερασμένες αλήθειες. Αλήθειες που εφθάρησαν από το χρόνο, αλλά δε διαγράφτηκαν εντελώς. Για τον Κ. κάτι που ίσχυσε στο παρελθόν σημαίνει ότι είχε αλήθεια, αλλιώς δεν θα ίσχυε. Το γεγονός ότι δεν ισχύει τώρα δε σημαίνει ότι έγινε εντελώς ψευδές, αλλά ότι έχασε μέρος της αλήθειας του έτσι ώστε να είναι εν μέρει αληθές, εν μέρει ψευδές. Αν το παρόν έχει την αλαζονεία να πιστεύει πως ότι ισχύει τώρα είναι το μόνο αληθινό και ό,τι ίσχυσε στο παρελθόν είναι ψεύδος, τότε πολύ σύντομα το παρόν θα μάθει ότι είναι κι αυτό παροδικό και ότι θα γίνει επίσης παρελθόν. Αν το παρελθόν είναι κάτι νεκρό και το παρόν κάτι ζωντανό, τότε και για το παρόν ισχύει το γνωστό «εκεί που είσαι ήμουνα, κι εδώ που είμαι θα ’ρθεις.».

Γι’ αυτό για έναν ιστορικό ποιητή, όπως ο Κ., το παρελθόν είναι πηγή αλήθειας. Προσοχή· όχι αυθεντία, γιατί οι αλήθειες του παρελθόντος είναι μερικές, όπως  του παρόντος. Το θέμα για τον Κ. είναι ότι ζούμε με βραχύβιες αλήθειες, όπως θα πει· με μισές αλήθειες που καθιστούν κι εμάς μισούς. Αλλά πάλι θα πει ο Αλεξανδρινός:  «εάν τα πράγματα ήταν αιώνια και διαρκή, τότε τίποτα δεν θα άλλαζε και τα πάντα θα έμεναν στάσιμα». Επειδή ακριβώς τα πράγματα αλλάζουν, επειδή οι αλήθειες μας είναι μερικές, είμαστε δημιουργικοί. Η αποσπασματικότητά μας είναι το τίμημα της δημιουργικότητάς μας. Αν ήμασταν τέλειοι και ολοκληρωμένοι, θα ήμασταν ακινητοποιημένοι και αδρανείς. Είμαστε δημιουργικοί, επειδή είμαστε ανικανοποίητοι, βραχύβιοι, μισοί και ατελείς.

Υπάρχει επομένως μια θετική χροιά σε αυτό το φἀσμα των πραγμάτων που επικαλείται ο Κ. Διότι ο χρόνος δε φθείρει μόνο τα πράγματα· τα μεστώνει και τα ωριμάζει επίσης, χωρίζοντας την ήρα από το στάρι. Για τον Κ. αν κάτι έχει αλήθεια μέσα του, ο χρόνος θα το δείξει. Σαν το καλό κρασί που όσο παλιώνει, καλυτερεύει, ο Κ. εμπνέεται από την ωρίμανση των πραγμάτων. Αυτό εννοεί όταν λέει ότι τα ζωηρότερα και αμεσότερα γεγονότα δεν τον εμπνέουν. Πρέπει να περάσει χρόνος, να κατασταλάξουν μέσα του, ώστε να αποκαλύψουν το ποιόν τους. Μπορεί έτσι τα πράγματα να χάνουν σε αμεσότητα και ζωηρότητα, αλλά κερδίζουν σε φιλοσοφικότητα και στοχασμό. Άλλωστε, η αμεσότητα και η ζωηρότητα δεν συνάδουν με μια παρακμιακή εποχή, όπου τα πάντα φθίνουν και φυλλορροούν. Ο χρόνος που παλιώνει τα πράγματα, τα σμιλεύει και τα εκλεπτύνει επίσης. Διότι χάνοντας την αμεσότητα και την ζωηρότητά τους, τα πράγματα χάνουν την ταχύτητά τους επίσης. Εκπολιτίζονται δηλαδή, όπως απαιτεί η έννοια της παρακμής.

Όταν ο Κ. μιλάει για πάλιωμα των πραγμάτων, εννοεί το ραφινάρισμά τους. Κι αυτό το ραφινάρισμα, σύμφυτο με την πολιτισμική ωρίμανση της παρακμής, περνάει πάντα από τον εγκέφαλο του ποιητή. Εξού και η έννοια του «εγκεφαλισμού», που χρησιμοποίησε το 1921 ο Τέλλος Άγρας με αφορμή τον Κ. Κι ο Κ. θα επαληθεύσει τον Άγρα, όταν το 1930 θα περιγράψει την ποίησή του ως το αποτέλεσμα μιας «εγκεφαλικής συγκίνησης». Μιας συγκίνησης δηλαδή που έχει φιλτραριστεί από τον εγκέφαλο του ποιητή, ώστε να χάνει μέρος της αμεσότητας και της ζωηρότητάς της. Για τον Κ. η διανοητική επεξεργασία των συναισθημάτων είναι όρος απαράβατος της τέχνης, αν δε θέλει να ξεπέσει στον άκρατο συναισθηματισμό. Ο ποιητής οφείλει να ελέγχει τον ενθουσιασμό του και να πειθαρχεί στον εαυτό του. Γι’ αυτό ο Κ. ορίζει τον εαυτό του ως «ποιητή του γήρατος».

Η έννοια της γήρανσης έχει βεβαίως τη σημασία της παρακμής, εφόσον ένας ποιητής που εμπνέεται από το πάλιωμα των πραγμάτων ποιητής του γήρατος θα είναι, έχει όμως και τη σημασία της ωρίμανσης. Διότι η ποίηση, με τη συγκινησιακή της φόρτιση, ταίριαζε πάντα στις νεαρές ηλικίες. Οι νέοι από τη φύση τους είναι πάντα πιο αυθόρμητοι, πιο ονειροπόλοι, πιο ποιητικοί σε σχέση με την πεζότητα των ώριμων ηλικιών. Άρα για τον Κ. μεγάλος ποιητής είναι αυτός που κάνει ποίηση με την πεζότητα της ενήλικης ζωής.

Απ’ αυτήν την άποψη δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει η μεγάλη εκτίμηση που έτρεφε ο Τ. Σ. Έλιοτ για τον Κ. ή ο παραλληλισμός Κ. και Έλιοτ που επιχείρησε αργότερα ο Σεφέρης. Διότι κι ο Έλιοτ είχε υποστηρίξει μια αντίστοιχη ποιητική της ωρίμανσης, που εμπνέεται από την ιστορία και δίνει ιδιαίτερο βάρος στο διανοητικό φιλτράρισμα των συναισθημάτων του ποιητή. Στη συγκινησιακή αποφόρτιση του ποιητικού λόγου δηλαδή, που καθιστά την ποιητική της ωρίμανσης μια ποιητική της αυτοπειθαρχίας.

Ανάλογες θέσεις για το θέμα αυτό είχε διατυπώσει από τη δεκαετία του 1790 μια κορυφαία μορφή του γερμανικού ρομαντισμού, ο Φρίντριχ Σλέγκελ. Βεβαίως θεωρώ απίθανο ο Κ. να είχε διαβάσει Σλέγκελ, δεδομένου ότι τα κείμενά του είχαν μικρή απήχηση το 19ο αι. Λογικά ο Σλ. θα πρέπει να ήταν άγνωστος στον Κ.

Σλέγκελ-Καβάφης: κοινή ιδέα η «ειρωνεία» = ο αυτοπεριορισμός του ποιητή, η αποστασιοποίηση από το υλικό του, ώστε να συγκρατεί τον ενθουσιασμό του. Είναι δείγμα ωρίμανσης.

Σλέγκελ: σχετική η αξία του αυτοπεριορισμού· είναι σημαντικό ο ποιητής να ελέγχει τα συναισθήματά του και να περιορίζει τον εαυτό του, αρκεί να μην το παρακάνει. Αλλιώς καταλήγει στο άλλο άκρο, τη νοησιαρχία. Ζητούμενο αυτοπεριορισμού = μείωση του άκρατου συναισθηματισμού και όχι εξάλειψη κάθε συναισθήματος. Διαφορετικά δε μιλάμε για ποίηση αλλά για φιλοσοφία· δε μιλάμε για εγκεφαλική συγκίνηση αλλά για εγκεφαλικότητα. 

Καβάφης: χωρίς τον ενθουσιασμό δεν δουλεύει άνθρωπος. Όμως πάνω στον ενθουσιασμό δε δουλεύει καλά. Πρέπει να περάσει ο ενθουσιασμός για να εργαστεί αποτελεσματικά. Αυτοέλεγχος= πολύ σημαντική αρετή, αλλά είναι μειονέκτημα, όταν εξαλείφει τον ενθουσιασμό.
Ο ποιητής οφείλει να ισορροπεί ανάμεσα στη νόηση και το αίσθημα (μερικότητα). Μισό αίσθημα, μισή νόηση.
Οι χειμαρρώδεις ποιητές δεν του άρεσαν. Ζητούμενο ο λακωνισμός. Οι πειθαρχημένοι και φιλοσοφημένοι ποιητές είναι από τη φύση τους ολιγόλογοι και επιγραμματικοί. Οι λέξεις «λίγο» και «ίσως» είναι από τις συχνότερες στην ποίησή του.
Η ποίηση είναι μια δεύτερη ζωή σε σχέση με την πραγματική. Μια εικονική ζωή που παίζεται στο μυαλό του ποιητή και όχι στην πραγματικότητα. Τα ερεθίσματα που λαμβάνει ο ποιητής από την πραγματικότητα φιλτράρονται στο μυαλό του ποιητή, ώστε χάνουν μέρος της αμεσότητας και της ζωηρότητάς τους. Αν κάτι έχει αλήθεια μέσα του, θα ξαναζήσει σε μια άλλη ζωή από τη δική του. Η ποίηση είναι ακριβώς αυτή η άλλη ζωή.
Η διάρκεια των έργων τέχνης δεν είναι παντοτινή αλλά άπειρη. Όμηρος – Σαίξπηρ: στην Αναγέννηση και στο Νεοκλασικισμό δε θεωρούνταν μεγάλοι ποιητές ούτε κλασικοί. Στο Ρομαντισμό θεωρήθηκαν κορυφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η παρουσία του έργου τέχνης στο χρόνο δεν είναι συνεχής. Άλλοτε λησμονούνται και άλλοτε εκθειάζονται. Επειδή οι αλήθειες της ποίησης είναι μερικές, δε μιλάνε το ίδιο σε όλες τις εποχές. Η τύχη των έργων τέχνης είναι άρρητη, είναι εικασία.
Όμως, γι’ αυτό το λόγο δεν είναι μάταια. Τα πράγματα άμεσης χρησιμότητας γρήγορα ξεπερνιούνται. Όμως, τα έργα τέχνης δεν είναι πράγματα άμεσης χρησιμότητας, γι’ αυτό δύσκολα αχρηστεύονται. Αντέχουν στο χρόνο και ζουν κι άλλες ζωές. Κι εδώ υπάρχει θάνατος, αλλά μπορεί απροσδόκητα να αναγεννηθούν (πρβλ. Αναγέννηση). Μπορεί να ξαναζήσουν σε μια μελλοντική εποχή. Όπως και η ζωή τους, έτσι και ο θάνατός τους είναι μια εικασία.
Όσοι δεν διαβάζουν (ή γενικά δεν ασχολούνται με την τέχνη) δεν είναι λιγότερο ανθρώπινοι από αυτούς που ασχολούνται. Για τον Καβάφη, ο χρήσιμος άνθρωπος είναι εξυπηρετικός, είναι υπηρέτης μας και ως τέτοιος δεν είναι γοητευτικός. Αντιθέτως, οι τραγουδιστές, ηθοποιοί ή συγγραφείς είναι τραβηχτικοί· έχουν επώνυμο και είναι γνωστοί. Στη γειτονιά του Κ. ο σκουπιδιάρης ήταν πιο χρήσιμος απ’ ό,τι ο Κ. Όμως, ο Κ. έμεινε στην ιστορία.

Ερωτήσεις

Ερ.: Για την decadence...
Απ.: είχε παρατηρηθεί ήδη από τον Διαφωτισμό (Ρουσό, Μοντεσκιέ). Τι συμβαίνει όταν τα Γράμματα ακμάζουν; Έχουμε μια εποχή πνευματικής ευρωστίας, αλλά φυσικής αδυναμίας. Π.χ. Πέρσες ηττώνται από τους Έλληνες, αυτοί από τους Ρωμαίους, με τη σειρά τους από τους Γότθους. Το Βυζάντιο καταλύεται από τους Οθωμανούς κλπ. Αυτό είναι το σενάριο της decadence. Κάποιοι φαντάζονται ότι αυτό μπορεί να εμφανιστεί και στη σύγχρονη εποχή στην Ευρώπη (φθίνει και δεσπόζει η Αμερική).
Ο Πλάτων ήταν εχθρός της ποίησης, αν και ποιητικός φιλόσοφος (έχει παρατηρηθεί από την εποχή του Ψευδο-Λογγίνου). Ο Πλάτων ξεκίνησε ως ποιητής, αλλά δεν κατάφερε να ξεπεράσει το πρότυπό του, τον Όμηρο, και ζήλευε. Γι’ αυτό απορρίπτει την ποίηση.
Ο Κ. είναι αριστοτελικός ως προς τον χαρακτήρα της ποίησης (η ποίηση είναι εικασία), αλλά δεν κάνει αναφορές στον Αριστοτέλη –αντίθετα κάνει αναφορές στον Πλάτωνα. Υποτίθεται ότι ο Αριστοτέλης αποκατέστησε το κύρος της ποίησης. Αυτό δεν είναι ακριβές. Ο Αριστοτέλης θεωρεί την ποίηση φιλοσοφικότερη της Ιστορίας, γιατί ασχολείται με πιθανά γεγονότα, άρα κινείται στο χώρο του ιδεατού, αλλά αυτό την καθιστά κατώτερη της Φιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης τσάκισε τον Πλάτωνα απορρίπτοντας τους σωκρατικούς διαλόγους, επειδή τους θεωρούσε ποιητικά και όχι φιλοσοφικά κείμενα, και την θεωρία των Ιδεών χαρακτηρίζοντάς τη (στα Μετά τα Φυσικά) «ποιητική κενολογία».

Ερ.: Γιατί ο Κ. ήταν τόσο σίγουρος για την επιβίωση της ποίησής του;
Απ.: ο Κ. ήταν εξαιρετικά ακριβής· ό,τι λέει στα θεωρητικά του κείμενα ισχύει. Είναι ο καλύτερος κριτικός της ποίησής του. Είναι ελιτιστής, γράφει για τους λίγους. Με βάση τη θεωρία της εικασίας (η ποίηση είναι εικασία), πίστευε ότι το έργο του θα ζήσει σε μια άλλη εποχή. Ήταν κάπως αλαζονικός, μιλά για τον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο. Θεωρούσε ότι ήταν ένας υπερμοντέρνος ποιητής και ότι όχι η επόμενη, αλλά οι μετέπειτα γενιές, που θα έχουν αναπτύξει την εγκεφαλική συγκίνηση, θα τον καταλάβουν. Το εκνευριστικό είναι ότι είχε απόλυτο δίκιο! Είναι μοναδική περίπτωση. Ουσιαστικά ο μοναδικός έλληνας ποιητής που επηρέασε ξένους.
Ο Παλαμάς είπε στον Κατσίμπαλη ότι ο Κ. δεν είναι ποιητής, αλλά ρεπόρτερ. Ο Κατσίμπαλης το δημοσίευσε και ο Παλαμάς εκτέθηκε ανεπανόρθωτα. Ο Κ. δεν απάντησε βέβαια. Ο Κ. είχε πλήρη συναίσθηση της μοναδικότητάς του. Είχε βέβαια και αμφιβολίες, αφού δούλευε εξαντλητικά τα ποιήματά του. Έδωσε λίγα και μικρά ποιήματα. Το χαρακτηριστικό του είναι ότι αφαιρεί από το λόγο του συγκίνηση, αλλά παράλληλα δίνει τόνους συγκίνησης. Αποφορτίζει το λόγο και αυτός παραμένει συγκινητικός.

Ερ.: [πρέπει να αποδεχόμαστε την ανωτερότητα κάποιου και να μην τον θεωρούμε αλαζόνα, όταν εκφράζει αυτήν την ανωτερότητα]
Απ.: ο Κ. δεν αγνοήθηκε στην εποχή του· ήταν αναγνωρισμένος. Ο Κ. ήταν λίγο περίεργος: όταν ο Σεφέρης επισκέφτηκε τον Κ. (του είχε ήδη στείλει τη «Στροφή»), είδε στη βιβλιοθήκη του το βιβλίο άκοπο και φυσικά αδιάβαστο. Τότε (1931) ήταν ήδη καρκινοπαθής και μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι δεν είχε όρεξη να διαβάζει νέους ποιητές. Όμως και παλαιότερα (1927) ο Καρυωτάκης του είχε στείλει το «Ελεγεία και Σάτιρες»· και αυτό αδιάβαστο. Μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη έγινε μεγάλος ντόρος γι’ αυτόν· παρόλα αυτά ο Κ. ούτε τότε ενδιαφέρθηκε καθόλου.

Ερ.: [δεν εφαρμόστηκαν οι απόψεις του Σλέγκελ;]
Απ.: οι θεωρίες του Σλέγκελ καταδικάστηκαν από τον Χέγκελ και έπεσαν στην αφάνεια. Μετά το 1950-60 στην Ελλάδα γίνεται μόδα ο Σλέγκελ. Εκπροσωπεί τη ρομαντική ειρωνεία. Γράφουν σε αυτό το στυλ ο Λουδοβίκος Τικ, ο Χόφμαν, ο Νοβάλις. Όλα αυτά τα έργα του Μπόρχες, του Καλβίνο είναι πάρα πολύ κοντά σε αυτά που έλεγε ο Σλέγκελ ως ποιητική θεωρία: ένα είδος λαβυρινθώδους κειμένου το οποίο διαρκώς αντανακλά τον εαυτό του. Το κείμενο που κατεξοχήν εκφράζει αυτό που έλεγε ο Σλέγκελ είναι ο Δον Κιχώτης, γιατί είναι παρωδία των ιπποτικών μυθιστορημάτων. Είναι ένα ιπποτικό μυθιστόρημα εναντίον των ιπποτικών μυθιστορημάτων. Μια μυθοπλασία που προειδοποιεί τον αναγνώστη για το πόσο επικίνδυνο πράγμα είναι οι μυθοπλασίες. Υπάρχει η έννοια του καθρέφτη: επαναλαμβάνεις κάτι από την ανάποδη. Πολλά ποιήματα του Κ. είναι έτσι, π.χ. η «Πόλη»: η β΄ στροφή επαναλαμβάνει την α΄ από την ανάποδη. Το στοιχείο αυτό δίνει στοχαστικότητα και φιλοσοφικότητα στο ποίημα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: