Εγώ που ξέρω πρόσωπα και πράγματα σ’ αυτή τη μουχλιασμένη πόλη και
που προπάντων δεν ξεχνώ, όποτε περνώ απ’ την πιο κεντρική λεωφόρο, κοιτάζω
πάντα σ’ ένα σπίτι γωνιακό, να δω αν φαίνονται ακόμα τα σημάδια, εκεί στον
τρίτο όροφο κοντά στο δεύτερο μπαλκόνι. Είναι τώρα κάτι μπαλώματα στον τοίχο
αδιόρατα σχεδόν, σουβάδες κάπως πιο καινούριοι, που όμως κανένα βάψιμο δεν έχει
καταφέρει να τους αφομοιώσει εντελώς με την παλιά επιφάνεια. Σίγουρο πως οι
σημερινοί ένοικοί του δεν έχουνε ιδέα για τους λεκέδες αυτούς, ίσως να μην τους
έχουνε προσέξει κιόλας. Άλλωστε, αμφιβάλλω ζωηρά, αν υπάρχει άλλος κανείς, που
να θυμάται τίποτε για το μπαλκόνι αυτό. Και φοβούμαι πως, όταν οι λεκέδες
εξαφανιστούν, κάτι θα γίνει.
Το σπίτι αυτό το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί στην Κατοχή. Μάλλον
γραφεία είχαν στήσει, κάτι τέτοιο. Έβλεπες και πολλές στρατιωτίνες τους να
μπαινοβγαίνουν, τις επηρμένες εκείνες «φροϋλάιν» με τις δυο αστραπές στο μανίκι
και που με τους τρόπους τους σ’ έκαμναν να σκέφτεσαι πως, αν έπεφτες καμιά φορά
στα χέρια τους, ήσουν χαμένος. Ένας κουρέας, πρώην παλαιστής, που όταν σε
κούρευε τα μάτια σου βγάζανε δάκρυα απ’ τις τρίχες που ξερίζωνε χωρίς να το
θέλει, μου διηγόταν πως αποδώ ακριβώς πετάχτηκε μια στρατιωτίνα μέρα μεσημέρι
και με κρυφά νοήματα τον κάλεσε να την ακολουθήσει. Το πράγμα έμοιαζε σχεδόν με
σύλληψη κι αυτός ακολουθούσε ξυλιασμένος. Τον έμπασε σ’ ένα διαμέρισμα, τον
έβαλε να φάει γερά και μετά γδύθηκε για να τον προκαλέσει. Μα, ακόμα και γυμνή
ήτανε κρύα κι ο νεαρός, παρόλο που είχε γερό στομάχι σε κάτι τέτοια, είδε κι
έπαθε ώσπου να την ικανοποιήσει. Ύστερα τη συνήθισε και πήγαινε κάθε τόσο. Η
σχέση αυτήν τον είχε σώσει απ’ την πείνα. Τα ’λεγε ταπεινά, σα να ’χε κάνει
κάτι το εντελώς συνηθισμένο. Ελληνικός λαός στα χαρακώματα…
Κάποτε, μεσημέρι θα ’ταν —έμοιαζε πάντως με απόγευμα— είδα κόσμο
να στέκεται στις γωνίες κάτω απ’ το σπίτι και να μην αποφασίζει να προχωρήσει.
Όλοι κοιτάζανε ψηλά στο τρίτο πάτωμα. Οι γερμανοί, γυναίκες-άντρες, βρίσκονταν
στα παράθυρα και γέλαγαν χοντρά, μολονότι δε φαινόταν τίποτε το αστείο. Μα, για
τους κατακτητές εκείνους δεν ήταν ανάγκη να είναι κάτι αστείο για να γελούνε
εις βάρος μας. Μήπως την άλλη φορά, όταν περνούσαμε απογευματάκι χιλιάδες λαός,
γυρίζοντας τον Επιτάφιο του Αγίου Μηνά στους δρόμους, με χορωδίες, μουσικές και
τον δεσπότη, δεν είχαν βγει όλοι τους απ’ τα γύρω σπίτια και δεν κρατούσαν την
κοιλιά τους απ’ τα γέλια; Εμείς τότε κάναμε πως δε βλέπαμε και δεν ακούγαμε.
Περάσαμε με σκυφτό το κεφάλι, ενώ η χορωδία έψελνε τα εγκώμια. Εδώ όμως δεν
μπορούσες να περάσεις ούτε με σκυφτό το κεφάλι, κάτι το πολύ σοβαρό συνέβαινε.
Κάποια στιγμή ένας πιτσιρίκος έτρεξε. Οι Γερμανοί αμέσως του πετάξανε με φόρα
δυο τρία λεμόνια. Λεμόνια λοιπόν έριχναν στον κόσμο. Όμως ο μικρός ήτανε
γρήγορος κι οι φαντάροι δεν ήθελαν για τέτοιο ασήμαντο στόχο να χαραμίσουν τα
λεμόνια τους. Τα λεμόνια κύλησαν στο απέναντι πεζοδρόμιο, όπου βρίσκονταν
μερικά ακόμα. Ο κόσμος κοίταζε μια τα λεμόνια μια τους Γερμανούς και δεν
κινιόταν. Το πράγμα ήταν περίεργο σχεδόν· δεν έμοιαζαν τα λεμόνια
αυτά για σάπια. Ύστερα, αποκλείεται να έχουν τη συνήθεια να πετούν αυτοί
λεμόνια, όταν, όπως είναι γνωστό, στη χώρα τους τα εσπεριδοειδή τα βλέπουνε με
το τηλεσκόπιο. Και μόνο τα εσπεριδοειδή; μήπως τα λαχανικά; Είχανε θεαθεί να
τρων ωμές μελιτζάνες, αγγουρομάνες και σποριάρικα κολοκυθάκια. Μάλλον κανένα
καΐκι με λεμόνια θα ’χαν κατασχέσει και κάποιος δικός μας χαφιές θα τους είχε
δώσει την έμπνευση.
Εκείνη τη στιγμή ένας πολύ γνωστός και σεβαστός σε όλους μας
κύριος, πρώην βουλευτής του Βενιζέλου, του πατέρα βέβαια, με μούσι, μπαστούνι,
ρεπούμπλικα και μονόκλ, παραμέρισε με σιχασιά το πλήθος και προχώρησε αγέρωχος.
Θαρρείς αυτό περίμεναν και οι γερμανοί. Τον άφησαν να προχωρήσει λίγο και μετά
όλοι μαζί ουρλιάζοντας άρχισαν να του ρίχνουνε λεμόνια. Κυρίως τον σημαδεύαν
στο κεφάλι. Έπεσε η ρεπούμπλικα και το μπαστούνι, έφυγε το μονόκλ. Οι Γερμανοί
αλάλαζαν. Έκανε να τα πάρει, μα του ρίξανε ακόμα πιο πολλά. Τότε αυτός
ακούμπησε το πρόσωπό του στον απέναντι τοίχο, όπου παλιά κρεμούσαν τις
εφημερίδες, και σκεπάζοντάς το με τα χέρια, έμεινε εκεί ακίνητος. Τα λεμόνια
τώρα τον χτυπούσανε καλύτερα. Άκουγες έναν γδούπο. Δεκάδες λεμόνια κύλαγαν απ’
το πεζοδρόμιο στο ρείθρο. Ξαφνικά σταμάτησαν, δεν τους άρεζε ο ακίνητος στόχος,
ήθελαν να τον κάνουν να ξεκινήσει. Οπότε το πλήθος πια δεν βάσταξε, όρμηξε στα
λεμόνια. Οι Γερμανοί από πάνω οργίαζαν. Ό,τι είχαν και δεν είχαν το πέταξαν
πάνω στον μπερδεμένο ανθρωποσωρό. Στο τέλος έριξαν και τα κασόνια. Και τι φωνές
ήταν εκείνες, τι αλαλαγμοί, τι χειροκροτήματα! Εκείνο που τους τρέλαινε ήταν,
φαντάζομαι, πως μας έκαμναν να κυλιόμαστε και ν’ αλληλοδερνόμαστε για τα δικά
μας είδη, αυτά που τους τα πουλούσαμε ακριβά πριν λίγα χρόνια.
Σε λίγες μέρες μάθαμε όλοι με ανακούφιση πως χέρι άγνωστο μα
ευλογημένο πέταξε μέρα μεσημέρι από απέναντι μια γερμανικιά χειροβομβίδα —από
κείνες με το ξύλινο χερούλι— στο μπαλκόνι. Έπεσαν οι σουβάδες, τα τζάμια
έσπασαν και τα παραθυρόφυλλα πετάχτηκαν στο δρόμο. Ίσως και να χτυπήθηκε
κανένας τους —μακάρι. Πάντως δε χωρούσε αμφιβολία πως για κείνα τα λεμόνια
τιμωρήθηκαν. Μπορούσαμε λοιπόν να περνάμε στο εξής περήφανοι κι από κείνο το
σημείο.
Τώρα, όποτε συλλογιέμαι τις μεγάλες ντροπές που έχω νιώσει στη ζωή
μου, τους εξευτελισμούς —και έχω δοκιμάσει πάμπολλους— τα λεμόνια αυτά, και
κάτι άλλα που δε λέγονται ακόμα, τα βάζω στην κορφή κορφή. Μα, κατά βάθος ζω
πια με την πεποίθηση πως το κραταιό χέρι του Θεού αποκατασταίνει κάποτε την
δικαιοσύνη, σηκώνοντας απάνω τους τσαλαπατημένους και στράφτοντας σκαμπίλια
ηχηρά στα μούτρα των υπεροπτών, που νόμισαν ότι μπορούν να φτύνουν και να
ποδοπατούν ατιμώρητα. «Ο Θεός αργεί, μα δεν αλησμονεί».
στη συλλογή: Η μόνη κληρονομιά, Κέδρος, Αθήνα 1982,
σ. 107-110
❦
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου